Ένας γάιδαρος φορτωμένος αλάτι!
Ὄνος ἅλας βαστάζων ποταμὸν διήρχετο· ὀλισθήσας δὲ ὡς κατέπεσεν εἰς τὸ ὕδωρ, ἐκτακέντος τοῦ ἁλὸς, κουφότερος ἐξανέστη· εὐφρανθεὶς δὲ ἐπὶ τούτωι, ἐπειδὴ ὕστερόν ποτε σπόγγους ἐμπεφορτισμένος ποταμὸν διέβαινεν, ὠιήθη [δεῖν] ὅτι, ἐὰν πάλιν πέσηι, ἐλαφρότερος διεγερθήσεται· καὶ δὴ ἑκὼν ὠλίσθησε. Συνέβη δ᾿ αὐτῶι, τῶν σπόγγων ἀνασπασάντων τὸ ὕδωρ, μὴ δυναμένωι ἐξανίστασθαι, ἐνταῦθα ἀποπνιγῆναι.
Οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων ἔνιοι τὰς ἰδίας ἐπινοίας λανθάνουσι συμφορῶν αἰτίας ἔχοντες.
Οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων ἔνιοι τὰς ἰδίας ἐπινοίας λανθάνουσι συμφορῶν αἰτίας ἔχοντες.
Μύθοι του Αισώπου
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας μικρέμπορος που είχε έναν γάιδαρο να τον βοηθάει για να μεταφέρει τα εμπορεύματά του. Μια μέρα λοιπόν ο έμπορός μας βρήκε φτηνό αλάτι και τ΄ αγόρασε σε τιμή ευκαιρίας, γι΄ αυτό και αγόρασε μπόλικο.
-Θα το μοσχοπουλήσω, γαϊδαράκο μου, και τότε θ΄ ανοίξουν οι δουλειές μας.
-Εμένα δε με σκέφτεται, μουρμούρισε ο γάιδαρος, που μ΄ έχει φορτώσει σαν γαϊδούρι.
Έτσι πως ήταν παραφορτωμένο το ζώο, γλιστρά χωρίς να το θέλει, στο ποτάμι που περνούσαν στο δρόμο τους και τότε λιώνει το αλάτι μέσα στο νερό κι ο γαϊδαράκος μας μια χαρά ελάφρυνε και σηκώθηκε και περπατούσε εύκολα.Ο έμπορος όμως, στεναχωρημένος για την ατυχία του, επέστρεψε στην πόλη κι αγόρασε κι άλλα σακιά αλάτι και φόρτωσε τον γάιδαρο περισσότερο από προηγουμένως.
-Άντε, γαϊδαράκο μου, κουράγιο και θα τα καταφέρουμε τώρα.
Αλλά ο γάιδαρος ο πονηρός, όταν περνούσαν το ποτάμι, πάλι γλίστρησε, επίτηδες τώρα, στο νερό και φυσικά ελάφρυνε το βάρος του, αφού έλιωσε πάλι το αλάτι στο νερό.
-Όχι θα κάτσω να σκάσω, σιγομουρμούρισε γκαρίζοντας με ικανοποίηση.
Ο έμπορος όμως βαστώντας το κεφάλι του μ΄ απελπισία, αποφάσισε να μη ξαναγοράσει αλάτι αλλά πηγαίνοντας στην πόλη, αγόρασε σφουγγάρια και φόρτωσε το ζώο.
-Ε, αυτή τη φορά δε θα γλιστρήσει το καημένο το γαϊδούρι μου από το βάρος, σκέφτηκε.
Έλα όμως που ο πονηρός ο γάιδαρος ξανάπεσε στο νερό για να ελαφρύνει… Όμως αυτή τη φορά γελάστηκε πανηγυρικά! Τα σφουγγάρια μόλις βράχηκαν, γίναν διπλάσια σε βάρος κι ο γαϊδαράκος μας αγκομαχούσε σ΄ όλο το δρόμο.
Έτσι είναι: πολλές φορές οι πονηροί σ΄ αυτό που βρήκαν την ευτυχία, κοροϊδεύοντας τους άλλους, σ΄ αυτό έρχεται ώρα που δυστυχούν.
Δ.Σ.
ΠΗΓΗ: http://www.pemptousia.gr/
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας μικρέμπορος που είχε έναν γάιδαρο να τον βοηθάει για να μεταφέρει τα εμπορεύματά του. Μια μέρα λοιπόν ο έμπορός μας βρήκε φτηνό αλάτι και τ΄ αγόρασε σε τιμή ευκαιρίας, γι΄ αυτό και αγόρασε μπόλικο.
-Θα το μοσχοπουλήσω, γαϊδαράκο μου, και τότε θ΄ ανοίξουν οι δουλειές μας.
-Εμένα δε με σκέφτεται, μουρμούρισε ο γάιδαρος, που μ΄ έχει φορτώσει σαν γαϊδούρι.
Έτσι πως ήταν παραφορτωμένο το ζώο, γλιστρά χωρίς να το θέλει, στο ποτάμι που περνούσαν στο δρόμο τους και τότε λιώνει το αλάτι μέσα στο νερό κι ο γαϊδαράκος μας μια χαρά ελάφρυνε και σηκώθηκε και περπατούσε εύκολα.Ο έμπορος όμως, στεναχωρημένος για την ατυχία του, επέστρεψε στην πόλη κι αγόρασε κι άλλα σακιά αλάτι και φόρτωσε τον γάιδαρο περισσότερο από προηγουμένως.
-Άντε, γαϊδαράκο μου, κουράγιο και θα τα καταφέρουμε τώρα.
Αλλά ο γάιδαρος ο πονηρός, όταν περνούσαν το ποτάμι, πάλι γλίστρησε, επίτηδες τώρα, στο νερό και φυσικά ελάφρυνε το βάρος του, αφού έλιωσε πάλι το αλάτι στο νερό.
-Όχι θα κάτσω να σκάσω, σιγομουρμούρισε γκαρίζοντας με ικανοποίηση.
Ο έμπορος όμως βαστώντας το κεφάλι του μ΄ απελπισία, αποφάσισε να μη ξαναγοράσει αλάτι αλλά πηγαίνοντας στην πόλη, αγόρασε σφουγγάρια και φόρτωσε το ζώο.
-Ε, αυτή τη φορά δε θα γλιστρήσει το καημένο το γαϊδούρι μου από το βάρος, σκέφτηκε.
Έλα όμως που ο πονηρός ο γάιδαρος ξανάπεσε στο νερό για να ελαφρύνει… Όμως αυτή τη φορά γελάστηκε πανηγυρικά! Τα σφουγγάρια μόλις βράχηκαν, γίναν διπλάσια σε βάρος κι ο γαϊδαράκος μας αγκομαχούσε σ΄ όλο το δρόμο.
Έτσι είναι: πολλές φορές οι πονηροί σ΄ αυτό που βρήκαν την ευτυχία, κοροϊδεύοντας τους άλλους, σ΄ αυτό έρχεται ώρα που δυστυχούν.
Δ.Σ.
ΠΗΓΗ: http://www.pemptousia.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου