Ο εσχατολογικός χαρακτήρας της Θείας Λειτουργίας και η σύγχρονη ενοριακή
πράξη: Προβλήματα και Δυνατότητες
(Α΄ μέρος)
Των Ευαγγέλου Παχυγιαννάκη, Πρωτοπρεσβυτέρου , Εμμανουήλ Αθ. Λουκάκη,
θεολόγου
«Η
Θεία Ευχαριστία είναι εικόνα της Βασιλείας του Θεού, εικόνα των εσχάτων. Τίποτα
δεν είναι τόσο φανερό στην Ορθόδοξη Λειτουργία όσο αυτό. Η Λειτουργία μας
αρχίζει με την επίκληση της Βασιλείας, προχωρεί με την αναπαράστασή της, και
καταλήγει με τη συμμετοχή μας στο Δείπνο της, την ένωση και κοινωνία μας με τη
ζωή του Τριαδικού Θεού[1]».
Εισαγωγή
Είναι γνωστό ότι στη Δύση ήδη από τις
αρχές του περασμένου αιώνα, στα πλαίσια της περίφημης Λειτουργικής Κινήσεως,
έγιναν βαθιές και σοβαρές μεταρρυθμίσεις στη θεία λατρεία και ιδιαίτερα σε όσα
αφορούν τον ναό και τη θ. Λειτουργία, όπου η ανανέωση υπήρξε εντυπωσιακή με
βάση την πράξη της αρχαίας Εκκλησίας και μάλιστα τη λειτουργική παράδοση της
Ορθόδοξης Ανατολής. Εν τούτοις, στην Ορθόδοξη Εκκλησία και ιδιαίτερα στον
ελλαδικό χώρο, δεν είναι ακόμη ξεκάθαρο πώς αντιμετωπίζομε οι ίδιοι οι
Ορθόδοξοι τη λειτουργική μας παράδοση.
Και είναι διαπιστωμένο, ότι,
παρόλο που σε άλλους τομείς, π.χ. φιλανθρωπία, κοινωνική προσφορά,
εκκλησιαστική τέχνη, πολιτιστική παρουσία κ.λπ. έχουν γίνει σημαντικές πρόοδοι,
στο θέμα της λειτουργικής παράδοσης και ζωής, παρά τις κατά καιρούς
επιχειρούμενες προσπάθειες, ακόμη και τα μικρά βήματα που αρχίζουν να γίνονται
οπισθοχωρούν. Ένα απλό παράδειγμα είναι η προσπάθεια που έγινε πρόσφατα με την
πρωτοβουλία του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κυρού
Χριστοδούλου για την επαναφορά του Αλληλουαρίου του Αποστόλου, που μετά την
κοίμησή του περιέπεσε γενικώς σε αχρησία, αφού – ακόμη και σ αυτά τα
μοναστήρια, όπως αναμεταδίδεται από ραδιοφωνικούς σταθμούς της Εκκλησίας –
κανείς δεν κατανόησε τη θέση του και τους λόγους επαναφοράς του…Εκείνο βέβαια
που αγνοείται ή παραθεωρείται είναι ότι, οποιαδήποτε προσπάθεια σε όλους τους
τομείς της εκκλησιαστικής μας διακονίας γίνεται ή επιχειρείται να γίνει, πρέπει
να στηρίζεται στο Ευχαριστιακό και Λειτουργικό της μυστήριο. Η Θ. Λειτουργία ως
Ευχαριστία είναι η διαρκής φανέρωση της Εκκλησίας και κάθε εκκλησιολογική και
μυστηριακή συρρίκνωσή της ή αλλοίωση της τυπικής (δηλαδή όπως ορίζει το Τυπικό)
περιφρούρησης του εκφραζόμενου νοήματός της με την ανάμειξη προσωπικών
πρωτοβουλιών ή ατομικών επιθυμιών, περιέχει τον κίνδυνο της μεταβολής της σε
μια απλή θρησκευτική τελετή. Η παρεμβολή νέου πνεύματος, της εκκοσμίκευσης, που
εκφράζεται με επινοήσεις κοινωνικοποιημένου φολκλορικού ενδιαφέροντος με τους
μεγαλοπρεπείς πανηγυρισμούς, στους οποίους προσδίδεται θεαματικός τόνος ή
ραδιοτηλεοπτική προβολή, καταστρέφει πρωτίστως τον λειτουργικό χαρακτήρα του γεγονότος
της εορτής. Το μυστήριο και η σιωπηλή βίωσή του, ως του πλέον σημαντικού
γεγονότος της ενορίας, αντικαθίσταται από τα προβαλλόμενα και πολλές φορές
διαφημιζόμενα πολυαρχιερατικά συλλείτουργα, την μετάκληση κάποιου ονομαστού
ιεροκήρυκα για να καλύψει το διδακτικό μέρος ή κάποιου καλλίφωνου ιεροψάλτη,
δημιουργούν τις συνθήκες αποξένωσης των πιστών, οι οποίοι σε ανάλογες
περιπτώσεις παύουν να υπάρχουν ως ενσυνείδητα μέλη της τοπικής Εκκλησίας και
μεταβάλλονται σε θεατές ενός θρησκευτικού σόου.
Όμως δεν είναι αρμοδιότητα των
συγγραφέων του παρόντος να κάνουν εκτιμήσεις. Βέβαια πάνω απ’ όλα, όπως πίστευε
ακράδαντα ο αείμνηστος Αλέξανδρος Σμέμαν, η μελέτη της λειτουργικής μας
παραδόσεως «συνεπάγεται την επανεύρεση της ενυπάρχουσας στη λειτουργία ιδίας θεολογίας,
εκείνης της θεολογίας, η οποία τροφοδότησε ολόκληρη τη ζωή της Εκκλησίας,
καθώς, επίσης, και τα συγγράμματα των αρχηγών (κορυφαίων μορφών) της Πατερικής
εποχής[2][3]». Εξάλλου,
κατά τον καθηγητή Π. Βασιλειάδη, «η λειτουργική αναγέννηση δεν αφορά
στην ατομική προσευχή, αλλά σ’ αυτή καθαυτή τη λειτουργία, την κοινή
δηλαδή λατρεία της πιστεύουσας κοινότητας, και κυρίως στην Ευχαριστία, η οποία
αποτελεί το κεντρικό και προσδιοριστικό της στοιχείο[4]».
Στην ελλαδική Εκκλησία, όμως, εκτός φυσικά διακεκριμένων φωτεινών
εξαιρέσεων κυρίως από την Πανεπιστημιακή και Ακαδημαϊκή κοινότητα και μεμονωμένες
περιπτώσεις στις κοσμικές ενορίες, απέχομε πολύ από τον σκοπό αυτό. Αδυνατούμε
να ακούσομε τη φωνή της Θεολογίας και της Λειτουργικής επιστήμης στα πρόσωπα
και το έργο εμπνευσμένων εκπροσώπων της και να ενστερνισθούμε τα μηνύματα και
τις αγωνίες της. Αυτό συμβαίνει πρωταρχικά στον χώρο των λειτουργών και
διακόνων των μυστηρίων του Θεού – τόσον εντός του ιερού Βήματος όσο και στον
χώρο του ιερού Αναλογίου – οι οποίοι, καίτοι επιφορτισμένοι με την κατήχηση και
μυσταγωγία των πιστών στα μυστήρια της Εκκλησίας, ώστε να τους ποδηγετήσουν
στην οδόν Του, «του πορεύεσθαι εν τη αληθεία» Του, οι ίδιοι σε μέγιστο ποσοστό
αδιαφορούν στο να εμβαθύνουν καλύτερα και να τελούν ακριβέστερα τη θεία
λατρεία. Συμμεριζόμαστε και κατανοούμε τις ανησυχίες του καθηγητού Γ. Φίλια από
λειτουργικές «εμπειρίες» του σε διάφορες ενορίες: «…Με πόνο βλέπαμε να ψάλλεται
ο ευχαριστήριος ύμνος για τη Θεία Μετάληψη, ενώ εκείνη συνεχιζόταν και μετά από
την απόλυση της Λειτουργίας. Κι όμως επί δεκαετίες ολόκληρες ουδείς
(τουλάχιστον στις συγκεκριμένες ενορίες) θεωρούσε ότι η λειτουργική αυτή
πρακτική ήταν άκρως επιλήψιμη, όπως το ίδιο ήταν η πρακτική της μνημονεύσεως
από τον πρεσβύτερο σωρείας ονομάτων κατά τη Μεγάλη Είσοδο (ενώ μόλις είχε
προηγηθεί η ανάγνωση των ονομάτων κατά την ακολουθία της Προθέσεως) ή της
αναγνώσεως των περισσότερων ευχών της Θείας Λειτουργίας κατά την ψαλμώδηση των
αντιφώνων. Και εάν κάποια τέτοια φαινόμενα ήταν η «κορυφή του παγόβουνου» των
λειτουργικών ατασθαλιών (οι οποίες, όμως, δεν συνιστούσαν απλά τελετουργικά παραπτώματα,
αλλά είχαν σωτηριολογικές συνέπειες), υπήρχε πλήθος άλλων θεμάτων τα οποία
ανέμεναν την επάνοδό τους εις το ορθόν μέσα από τη σπουδή, την ανταλλαγή
απόψεων και την αφύπνιση των συνειδήσεων[5]».
Η τελευταία αυτή πρόταση του
καθηγητού Φίλια ότι όλες αυτές οι λειτουργικές ατασθαλίες – και πολλές άλλες –
έχουν σωτηριολογικές συνέπειες, είναι πολύ σημαντική και θα πρέπει, επιτέλους,
να αποτελέσει κέντρο λειτουργικού προβληματισμού για την τελετουργική μας
ορθότητα, διότι εδώ ακριβώς είναι το πρόβλημα: «Η συμμετοχή του λαού μας στην
ευχαριστιακή σύναξη γίνεται εν πολλοίς χωρίς επίγνωση και συνείδηση περί των
τελουμένων. Η μετοχή τους είναι περισσότερο προϊόν δεισιδαιμονιών, φόβων και
αγνώστων θολών ψυχολογικών αναζητήσεων. Πολλοί πιστοί μας μετέχουν στη λατρεία
στα πλαίσια μιας καθηκοντολογίας και μιας συνηθείας χωρίς ουσία[6]». «Ο συνήθης
εκκλησιαστικός λόγος μοιάζει να ενδιαφέρεται περισσότερο για τη διατήρηση της
ιδιοπροσωπίας του Νέου Ελληνισμού παρά για τη χριστιανική καθολικότητα και
οικουμενικότητα[7]».
Τα όσα αναφέρονται στη συνέχεια, έχομε την πεποίθηση ότι δικαιολογούν την άποψη
αυτή.
Έτσι, η παραπάνω βαθυστόχαστη
παρατήρηση του Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννου Ζηζιούλα για τον εσχατολογικό
χαρακτήρα της Θ. Λειτουργίας, όπως και οι παρατηρήσεις του στη σύγχρονη
λειτουργική πράξη ως προς τον τρόπο τελέσεως και συμμετοχής μας σ’ αυτήν και γενικά
το άρθρο “Ευχαριστία και Βασιλεία του Θεού,” με το πλουσιότατο θεολογικό και
εκκλησιολογικό του περιεχόμενο και την περιγραφή των «κακοπαθημάτων της
Λειτουργίας μας στα χέρια των κληρικών της7», (καθώς και άλλες
παρόμοιες μελέτες του), δεν έχουν, νομίζομε, προσεχθεί ούτε μελετηθεί ιδιαίτερα
και συνεπώς δεν μας έχουν προβληματίσει, όπως φαίνεται στη λειτουργική ζωή των
ελληνόφωνων Εκκλησιών, εντός και εκτός Ελλάδας. Και δεν είναι μόνο ο Ιωάννης
Ζηζιούλας. Στο βιβλίο του αειμνήστου καθηγητού Ι. Φουντούλη, Λειτουργική Α΄
Εισαγωγή στη Θεία Λατρεία και συγκεκριμένα στο Κεφάλαιο «Θεία Λειτουργία»,
γίνεται οχτώ φορές αναφορά στην πράξη των Μονών και των σλαβικών Εκκλησιών σε
ισάριθμα σημεία της Θ. Λειτουργίας, οι οποίες και επαινούνται τρόπον τινά, ενώ
σχολιάζεται δυσμενώς η επικρατήσασα κατά τους τελευταίους καιρούς τάξη στις
ενοριακές εκκλησίες της Ελλάδος8. Παρόμοια κριτική (καθώς και
υποδείξεις για τελετουργική ακρίβεια) υπάρχει και στους πέντε τόμους των
βιβλίων του Απαντήσεις εις Λειτουργικάς Απορίας και σε άλλα κείμενά του.
Αλλά και στη σπουδαία μελέτη του πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Παπαγιάννη «Λειτουργικών
ατόπων ἐπισήμανσις[8]», γίνεται εκτεταμένη αναφορά στις
«εσφαλμένες λειτουργικές πράξεις, που παρατηρούνται συχνότατα εκ μέρους των
ιερέων και των ψαλτών, οφειλόμεναι εις άγνοιαν της ορθοδόξου λειτουργικής
παραδόσεως και της δομής των ακολουθιών», ιδιαίτερα δε στη Θ. Λειτουργία. Γιατί
βέβαια η Θ. Λειτουργία είναι «το βασιλικό μυστήριο, το μυστήριο των μυστηρίων, κέντρο
και τέλος των εκκλησιαστικών μυστηρίων[9]».
Είναι «το μυστήριο της Καινής Διαθήκης, το καινό Πάσχα που εορτάζει ο λαός του
Θεού και δι’ αυτού μεταβαίνει εκ του θανάτου στη ζωή11». Είναι,
συνεπώς, «η φανέρωση της Εκκλησίας, ως του νέου αιώνα[10]»
καιεπιπλέον αποτελεί«ύψιστο κριτήριο και τη βάση της εκκλησιαστικής δομής»,
κατά την ωραία παρατήρηση του μακαριστού Ιωάννου Μάγιεντορφ13.
Λειτουργικές «προτιμήσεις» και
«απορρίψεις»
Παρ’ όλα αυτά, όπως εύστοχα
παρατηρεί ο καθηγητής Π. Σκαλτσής, «η Θ. Λειτουργία μας έχει καταντήσει
συνθήματα[11]». Άλλωστε,
πώς αλλιώς να εξηγηθεί η αποσιώπηση των ευχών της, μάλιστα δε της «ευχής των
ευχών», της αγίας Αναφοράς[12]
και η απαγγελία μόνο ορισμένων τμημάτων, που λέγονται εκφωνητικά; Η διαλεκτική
τελέσεώς της κυμαίνεται μεταξύ προτίμησης και απόρριψης[13].
Μια διαλεκτική εκ του προχείρου, χωρίς προμελέτη και λογική, και το χειρότερο,
χωρίς θεολογική και λειτουργική στήριξη και συχνά με στανική επιμονή στον
αντίποδα της Ορθοδόξου λειτουργικής παραδόσεως. Ένας εκκλησιολογικός δοκητισμός
υφέρπει κατά την τέλεσή της, ο οποίος στηρίζεται στην πρακτική του «ως εάν»:
«οι ευχές είναι ‘σαν να λέγονται’, ο κόσμος ‘σαν να συμμετέχει’, η δομή της
Λειτουργίας ‘σαν να παραμένει ακέραια’ (την στιγμή που διαβάζονται μυστικά οι
ευχές με αλλοπρόσαλλη σειρά)17», ή ψάλλονται άλλα αντ’ άλλων,
περικόπτοντας, αφαιρώντας και «καταστρέφοντας την ‘εικόνα’ της Βασιλείας, που
πρέπει να είναι η Λειτουργία18». Επειδή δε οι εν λόγω προτιμήσεις
και απορρίψεις γίνονται αυθαίρετα, χωρίς δηλαδή την εποπτεία ή τη φροντίδα και
καθοδήγηση της κεντρικής εκκλησιαστικής αρχής είναι επόμενο να προκαλούν
ανομοιομορφίες κατά τόπους και καταστροφικές για την ίδια την ακολουθία
διευθετήσεις ή παραλείψεις.
Όλα αυτά έχουν ως συνέπεια στη
συνείδηση των ιερέων και ιεροψαλτών κάποια στοιχεία της να «εξαίρονται» γι’
αυτό και προτιμούνται (υπερτονίζονται) ιδιαίτερα, (τρισάγιος ύμνος με τεριρέμ,
χερουβικό κατά παρόμοιο τρόπο, μνημονεύσεις με άσχετες και συχνά ασυνήθιστες
αναφορές κατά τη Μεγάλη Είσοδο, αργόσυρτα λειτουργικά,΄΄ Άξιόν εστιν΄΄,
πολυέλαιοι ή ο ύμνος του Αγ. Νεκταρίου προς την Υπεραγία Θεοτόκο ως Κοινωνικά,
Αρτοκλασία όπου λάχει κλπ.), ενώ άλλα είναι «δευτερεύουσας σημασίας» και ανάξια
προσοχής (αντίφωνα, αλληλουιάριο του Αποστόλου, ανάγνωση του Ευαγγελίου και του
Αποστόλου χύμα, η μεγάλη εκτενής και τα κατηχούμενα, η ευχή της αγίας Αναφοράς,
«Πληρωθήτω»), ώστε να θεωρούνται «απορριπτέα». Στην προοπτική αυτή ο Α. Σμέμαν
στο ωραίο βιβλίο του Ευχαριστία ομιλεί μεταξύ άλλων και για «ιδιόμορφη
ευχαριστιακή κρίση στην Εκκλησία19», για την οποία αναφέρει πάμπολλα
παραδείγματα. Έτσι αποκτούν ιδιαίτερη σημασία οι επισημάνσεις σύγχρονου
μελετητή: «Στην εποχή μας η εσχατολογική προοπτική της ευχαριστιακής σύναξης
μένει εγκλωβισμένη στην ανερμήνευτη και εν πολλοίς ακατανόητη τυπολογία και
συμβολική της λατρείας. Η δυναμική της ευχαριστίας εκπίπτει σ’ έναν
ιεροτελεστικό αυτοματισμό, που εξυπηρετεί τελετουργικά τις θρησκευτικές ανάγκες
ενός απρόσωπου πλήθους. Ικανοποιεί απλώς ένα θρησκευτικό καταναλωτικό
ευδαιμονισμό, που αφορά τα άτομα στην ιδιώτευση και στη μοναξιά και όχι τα
πρόσωπα της ευχαριστιακής κοινότητας[14]».
Αλλοίωση της Λειτουργικής Ευσέβειας;
Ωστόσο, ενώ πολύς λόγος γίνεται
σήμερα για τη Λειτουργία μας, τον επανευαγγελισμό και την επαναγνωριμία μας με
την πατερική και λατρευτική παράδοση, η οποία θα έπρεπε να αναδύεται κατεξοχήν
από τον τρόπο τελέσεως και βιώσεως του μυστηρίου, ο οποίος και καθορίζει τη
λειτουργική ευσέβεια των πιστών, στην ουσία επαληθεύεται περισσότερο από κάθε
άλλη φορά η παρατήρηση του π. Γεωργίου Μεταλληνού για την «αταξία (ή πτώση αν
θέλετε), στην οποία βρίσκεται η “χριστιανική” ζωή μας: Πρόβλημα δεν είναι μόνο
ότι ο λαός μας είναι εν πολλοίς ακατήχητος, αλλά ότι και όταν κατηχείται, τι
είδους κατήχηση παίρνει, αφού κατά κανόνα η κατήχηση περιορίζεται σε
ηθικολογίες και ευσεβιστικές προτροπές, σε πλαίσια δηλαδή
ουμανιστικά-ανθρωπιστικά, μη διαφέρουσα όχι μόνο από την κατήχηση των
ετεροδόξων, αφού ουμανιστές είναι και εκείνοι, αλλά και από τις ηθικολογίες των
αθέων ακόμη, όσο και αν αυτό φαίνεται παράδοξο. Αυτό που συνήθως λείπει από την
κατήχησή μας, είναι η ουσία της πίστεώς μας, η μύηση στη ζωή της ασκήσεως και
μετανοίας και η συνεχής επαφή και σχέση με τον λόγο της Αγίας Γραφής και των
αγίων Πατέρων, που συνιστά τον αυθεντικό οδηγό στην γνώση της εν Χριστώ
αληθείας21». ΄Ο,τι δηλαδή εκφράζει και εκφράζεται στη Θ. Λειτουργία.
Πρόκειται ίσως για συνέχιση της «λειτουργικής κρίσεως», που αναφέρει και πάλι ο
Α. Σμέμαν, τη «λανθασμένη αντίληψη για το ρόλο και τη θέση της λατρείας (Θ.
Λειτουργίας), στη βαθειά μεταβολή που υπέστη η έννοια της λατρείας μέσα στο
πνεύμα της Εκκλησίας22». Αυτή η μεταβολή (ή μεταμόρφωση στη γλώσσα
του Σμέμαν, κατά το Αγγλικό κείμενο), εκφράζει και την αλλοίωση της
λειτουργικής ευσέβειας, δηλαδή, του ορθού τρόπου βίωσης της λατρείας μέσα στη
θρησκευτική σκέψη, της διάθλασής της μέσα από τη συνείδηση των πιστών: «Η
λειτουργική ευσέβεια μιας περιόδου μπορεί συχνά να μην ανταποκρίνεται απόλυτα
στη λειτουργία και τη λατρεία γενικότερα, των οποίων ωστόσο αποτελεί ψυχολογική
έκφραση και βίωση. Αυτό σημαίνει ότι η ευσέβεια βιώνει συχνά τη λατρεία μ’ έναν
τρόπο διαφορετικό από εκείνο με τον οποίο κατανοείται και εκφράζεται ως
κείμενο, ακολουθία ή τελετουργικός τύπος. Η λειτουργική ευσέβεια έχει μια
παράξενη δύναμη να «μεταφέρει» τα κείμενα και τις ακολουθίες, να τους αποδίδει,
δηλαδή, νόημα διαφορετικό από την κύρια και αρχική τους σημασία. Και δεν
οφείλεται αυτό σε μη κατανόηση ή ανεπαρκή γνώση της σημασίας αυτής. Πρόκειται
μάλλον για έναν ορισμένο χρωματισμό της θρησκευτικής συνείδησης, που
δημιουργείται ανάμεσα στη θεία λατρεία, όπως είναι πραγματικά, και την
εσωτερική της αποδοχή. Είναι, δηλαδή, κάτι σαν πρίσμα, που διαθλά την
πραγματικότητα και εξαναγκάζει τον πιστό να βιώνει τη λατρεία σε μια ορισμένη
‘κλείδα’23». Με βάση το εμπνευσμένο αυτό κείμενο, εξηγούνται όσα θ’
αναφερθούν παρακάτω.
Τέλος, ας σημειωθεί ότι, όπως
έχει διαμορφωθεί η κατάσταση στον ελλαδικό χώρο σήμερα, η Εκκλησία θα πρέπει να
εξετάσει με προσοχή δύο ζητήματα που αφορούν στην τέλεση της Θ. Λειτουργίας: 1)
Την αναμετάδοσή της από τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά μέσα, ιδιαίτερα επί
καθημερινής βάσεως, καθόσον ως «σύναξη ‘επί το αυτό’, είναι αντίθετη με τη φύση
της Ευχαριστίας ως εικόνας της Βασιλείας η προβολή της από τηλεοπτικά και
ραδιοφωνικά μέσα, είτε για ποιμαντικούς είτε για ιεραποστολικούς λόγους…[15]». «Δεν
μπορούμε να μετάσχουμε στην τέλεση των μυστηρίων από την τηλεόραση…25».
2) Την τέλεσή της σε σύνδεση με τις ακολουθίες που προηγούνται απ’ αυτήν στις
ενορίες κατά τις πρωινές ώρες, δηλαδή του μεσονυκτικού ή λιτής, του όρθρου και
σε συνάρτηση με την ακολουθία του εσπερινού, η οποία ήδη διέρχεται κάποια
κρίση, κυρίως ο εσπερινός του Σαββάτου[16].
Παρατηρήσεις-διαπιστώσεις
Από τα παραπάνω μπορεί, ίσως, να
συμπεράνει κανείς ότι το άρθρο αυτό κινείται στα πλαίσια της «θεολογίας της
γκρίνιας…μιας συνεχούς γκρίνιας που παρατηρείται από ετών για τα εκκλησιαστικά
δρώμενα από διαφόρους κληρικούς, λαϊκούς και μοναχούς, θεολόγους και μη», όπως
πολύ σωστά έχει γράψει ο π. Μωυσής[17].
Μπορεί και να είναι έτσι, με πρόφαση δηλαδή την επισήμανση των κακώς κειμένων
στη Θ. Λειτουργία, να εκφράζεται εδώ απλά και μόνο μια κάποια υπερβολική
ευαισθησία των συντακτών του άρθρου ή η ανάδειξη τάσεων αυτοπροβολής σε κύκλους
του ιερατείου, των θεολόγων, ιεροψαλτών κ.λ.π. Πάντως, ανεξαρτήτως των όσων
μπορούν να καταμαρτυρηθούν, επιθυμούμε εξαρχής να δανειστούμε, παραφράζοντας
κάπως, τα λόγια του αειμνήστου καθηγητού Ι. Φουντούλη, κατά την εισήγησή του
στο Ιερατικό Συνέδριο Δράμας το 1998: «Δεν έχω πρόθεση να θίξω κανέναν ή να
παρουσιαστώ ως διορθωτής σφαλμάτων και των κακώς κειμένων. Ακούσετε τα λεγόμενα
σαν μια φωνή από τους μη κληρικούς πιστούς, το πλήρωμα της αγίας Εκκλησίας, που
αγαπά και αυτό, όσο και σεις (εννοείται οι ιερωμένοι), την θεία λατρεία και
οραματίζεται, όπως και σεις, μια θεία λειτουργία που να τελείται κατά την αποστολική
εντολή “ευσχημόνως και κατά τάξιν” (Α΄ Κορ. 14,40), δηλαδή σύμφωνα με την
ακριβή λειτουργική παράδοση της Εκκλησίας μας[18]».
Σε άλλη μελέτη του ο αείμνηστος καθηγητής αναφέρει τα εξής για τη λειτουργική
ανανέωση στην Ορθόδοξη Εκκλησία: «Η Ορθόδοξος Εκκλησία συνέχεται πάντοτε από το
αίσθημα της αγωνίας για την ανανέωση της λατρείας της και το αντιμετωπίζει ως
διαρκές αίτημα. Δεν διακατέχεται από το αίσθημα της αυταρεσκείας και δεν
επαναπαύεται στην πατραγαθία, ούτε σύρεται από πρωτοβουλίες ξένων Εκκλησιών ή
εντυπωσιάζεται από τυχόν ρεύματα ή καιρικά φαινόμενα29».
Σημείο αναφοράς μας, λοιπόν,
είναι και πάλι η τελετουργική ορθότητα, ο τρόπος τελέσεως και βιώσεως της Θ.
Λειτουργίας, ιδιαίτερα «το τι ψάλλεται στη Θ. Λειτουργία, για το οποίο και
απαιτείται ιδιαιτέρα πρόνοια[19]»,
τα σταθερά δηλαδή σημεία της. Τα σημάδια που έχουμε, ωστόσο μέχρι τούδε, δεν
δείχνουν να είναι και τόσο ενθαρρυντικά, ώστε να δικαιολογείται αλλαγή στάσης,
όπως φαίνεται από τις παρακάτω, υποκειμενικές βέβαια,
παρατηρήσεις-διαπιστώσεις, που αφορούν τελετουργικούς προβληματισμούς, τόσο στα
τελούμενα και ψαλλόμενα στη θ. Λειτουργία, όσο και στη συμμετοχή του λαού
(εκκλησιάσματος) σε αυτήν. Ας μας συγχωρηθεί εδώ η καταχώρηση μερικών:
Δεν είναι λίγες οι φορές, που σε
πανηγύρεις και μάλιστα ιερουργούντος αρχιερέως, με πολλούς συλλειτουργούντες
ιερείς και πλήθος κόσμου και πολλές αρτοκλασίες, η ευλόγηση των άρτων γίνεται
κατά την ώρα της Θ. Λειτουργίας, σε οποιοδήποτε σημείο, εις επήκοον πάντων! Σε
κάποια περίπτωση μάλιστα πρόσφατα, σε μια μεγάλη εορτή λειτουργούντος
αρχιερέως, αυτό έγινε κατά την απαγγελία του Συμβόλου της πίστεως στο προαύλιο
της εκκλησίας, από έναν ιερέα, ενώ συνεχιζόταν η Θ. Λειτουργία!
Σε πρόσφατη πανήγυρη (Αύγουστος
2007) με χοροστατούντα και συμψάλλοντα αρχιερέα, κατά την ώρα των Διπτύχων
απήτησε να ειπωθεί το Μεγαλυνάριο του αγίου. Στην παρατήρηση ότι στην
ενορία μας δεν ψάλλομε Μεγαλυνάρια των αγίων ούτε εορτών στη Θ. Λειτουργία
εκτός από το της Υπεραγίας Θεοτόκου («΄Αξιόν εστιν» κ.λ.π.) αντέταξε με έμφαση:
«Γνωρίζετε καλά, αγαπητέ μου, ότι δεν είναι ορθό να καταφρονούμε την παράδοση
των Αγίων Πατέρων (sic!)». Και φυσικά το έψαλε μόνος του!
Γέρων ιερεύς επέπληξε νεώτερον
ιερέα γιατί τον άκουσε να διαβάζει εκφώνως την Μεγάλη Εκτενή και τα
Κατηχούμενα της Θ. Λειτουργίας: «Αυτά λέγονται μόνο στις Προηγιασμένες», είπε.
– «Μα τότε γιατί υπάρχουν στο Ιερατικόν;» απάντησε ο νεώτερος. Προφανώς ο ιερέας
αυτός δεν τα έχει διαβάσει ποτέ ούτε καν μυστικώς στη Θ.Λειτουργία.
Σε κάποιο ενοριακό ναό λειτουργούσε
αρχιερέας, εν ημέρα Κυριακή και εξέφρασε την επιθυμία να ψάλει από το στασίδιό
του τα Αντίφωνα, οπότε και του δόθηκε το Νέον Εγκόλπιον του Αναγνώστου και
Ψάλτου, της Αποστολικής Διακονίας, με τον σελιδοδείκτη στη σελίδα των
Αντιφώνων των Ψαλμών 91, 92 και 94, προφανώς για να ειπωθούν αυτά, αφού και
άλλοτε είχαν ψαλθεί παρουσία του. Στη θέα των όμως πήγε στην απέναντι
σελίδα και έψαλε την επιτομή των τυπικών «Ευλόγει η ψυχή μου τον Κύριον…, Αίνει
η ψυχή μου τον Κύριον…» κ.τ.λ.!
Αλλά οι παρατηρήσεις-απορίες
πληθαίνουν:
Γιατί να μην μπορούμε στην
ελλαδική εκκλησία να ψάλλουμε ποτέ τις Κυριακές τα Τυπικά και τους Μακαρισμούς
ή τουλάχιστον τα κανονικά Αντίφωνα της Θ. Λειτουργίας (Ψαλμούς 91, 92 και 94),
και όχι την επιτομή των Τυπικών με ελάχιστους στίχους; Και αναρωτείται κανείς:
Για να τα ακούμε και να τα ψάλλομε, πρέπει να πηγαίνομε στις Ρωσικές
Εκκλησίες;
Γιατί να μη διαβάζεται ο
Απόστολος στο μέσον του ναού και όχι από μια “dark corner” του αναλογίου, όπως
θα έλεγε ο Σμέμαν;
Γιατί το θυμίαμα να γίνεται κατά
την ανάγνωση του Αποστόλου προς όλο το εκκλησίασμα, επιφέροντας πλήρη
ακαταστασία και όχι όπως απαιτεί η τάξη κατά την ψαλμωδία του Αλληλουαρίου, το
οποίο βέβαια ουδέποτε ψάλλεται στις Ενορίες, εκτός τελευταία σε
ορισμένους Μητροπολιτικούς και ελάχιστους ενοριακούς ναούς; Πως
δικαιολογούνται τα «Ειρήνη σοι τω αναγιγνώσκοντι», ή «τω αναγνώντι»
ή «τη αναγινωσκούση» (σε γυναικεία μοναστήρια), «τω
ευαγγελιζομένω» ή «τω ευαγγελισαμένω» και οι άλλοι παρόμοιοι
προσδιορισμοί κατά την ευλογία του αναγνώστου και ευαγγελιστού;
Κατά τη μνημόνευση, επίσης,
ονομάτων στη Μεγάλη Είσοδο η πλειοψηφία των ιερέων μνημονεύουν οικεία πρόσωπα
δικά τους και των συλλειτουργούντων ιερέων (πρεσβυτέρες, τέκνα, γονείς κ.τ.λ.)
και ό,τι άλλο επινοήσει η φαντασία τους εκείνη τη στιγμή, μη σεβόμενοι την τάξη
της Εκκλησίας και υποπίπτοντας στον κίνδυνο της ανθρωπαρέσκειας και συχνά σε
γραμματικά και συντακτικά λάθη. Το ίδιο συμβαίνει και με Αρχιερείς της
ελλαδικής Εκκλησίας, που ακούει κανείς –προς διδασκαλίαν;– από
μεταδιδόμενες Λειτουργίες: «υπέρ των παρακολουθούντων την αγίαν και
ιεράν μυσταγωγίαν ταύτην» ή «των συλλειτουργούντων ημάς (sic)
ιερομονάχων, ιεροδιακόνων και ιερέων», αγνοούντες πρώτον: ότι στη θ. Λειτουργία
δεν υπάρχουν θεατές του μυστηρίου αλλά συμμέτοχοι - συλλειτουργοί και δεύτερον,
ότι το προβάδισμα, κατά την αρχαίαν τάξιν μνημονεύσεως, ανήκει στα ενοριακά και
όχι στα μοναστικά πράγματα, πλην των αφορούντων εις τα της Μονής και εν τη
Μονή, όπου και έχουν θέση προβαδίσματος οι φέροντες τον τίτλον του
Αρχιμανδρίτου.
Γιατί το κήρυγμα να έχει
καθιερωθεί να γίνεται, σχεδόν πάντοτε στο Κοινωνικό και όχι στη θέση του, μετά
δηλαδή μετά την ανάγνωση του Ευαγγελίου;
Στις ελληνόφωνες εκκλησίες
παραλείπονται (διαβάζονται, τουλάχιστον, μυστικώς;) πάντοτε κατά τις επίσημες
λειτουργίες των Κυριακών, εορτών και καθημερινών η Μεγάλη Εκτενής και τα
Κατηχούμενα, επειδή δήθεν επιμηκύνουν τη λειτουργία, ενώ λέγονται πάντοτε στην
Προηγιασμένη, καταχρηστικώς λεγόμενη Λειτουργία, γιατί δεν είναι λειτουργία[20] και δεν
συμμετέχει και πολύ εκκλησίασμα. Δεν είναι κακομεταχείριση και ασέβεια τόσο
προς το μυστήριο όσο και προς την πίστη της αγίας μας Εκκλησίας αυτό; Και
βέβαια, η Μεγάλη Εκτενής και τα Κατηχούμενα κατά κανόνα παραλείπονται. Αν όμως
προσέξει κανείς, οσάκις ακολουθεί μετά τη Λειτουργία Αρτοκλασία ή γενικά
οποιαδήποτε φορά κι αν τελείται Αρτοκλασία (σε ορισμένες ενορίες ακόμη και μετά
την Μικρή είσοδο, προ του Κοντακίου), από αυτήν δεν παραλείπεται «ούτε εν ιώτα,
ούτε μία κεραία»!
Πως δικαιολογούνται και ποια
λειτουργική και θεολογική στήριξη έχουν τα «Ελέησον ημάς ο Θεός…» και οι λοιπές
δεήσεις και μνημονεύσεις της Αρτοκλασίας αμέσως μετά την ευχή της αγίας
Αναφοράς και το «Είδομεν το φως το αληθινόν»; Στις περισσότερες εκκλησίες
η πλειοψηφία των εκκλησιαζομένων (ακόμη και αυτοί που δεν έχουν ανάγκη)
κάθονται στο διάστημα μετά τη Μεγάλη Είσοδο μέχρι τη Θ. Κοινωνία. Έτσι στα
κελεύσματα του ιερέως «Στώμεν καλώς…», «Άνω σχώμεν τας καρδίας» ή και κατά τη
στιγμή του καθαγιασμού των Τιμίων Δώρων, δε φαίνεται να υπάρχει η ανάλογη
ανταπόκριση. Στο «τας κεφαλάς ημών τω Κυρίω κλίνωμεν», δεν σκύβει το κεφάλι
κανείς. Πως εξηγείται αυτό;
Ποια είναι η θέση των
Μεγαλυναρίων των Αγίων και των εορτών κατά την ώρα των Διπτύχων;
Στις ελληνικές εκκλησίες δεν
λέγεται ποτέ το «Πληρωθήτω». Το ψάλλουν όμως στις σλαβικές εκκλησίες, στο Άγιο
Όρος και σε αρκετά μοναστήρια και τώρα τελευταία δειλά-δειλά αρχίζει να
ψέλνεται και σε μερικές ενορίες.
Αν κατά σύμπτωση βρεθεί κανείς εν
ώρα λειτουργίας σε διαφόρους ενοριακούς ναούς της Ρωσικής Εκκλησίας, εκεί τα
πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Στο παρελθόν, που μας δόθηκε αυτή η
ευκαιρία να εκκλησιαστούμε σε διάφορες Ρωσικές ενορίες, προς μεγάλη μας
έκπληξη, τη μια Κυριακή έψαλαν τα Τυπικά και τους Μακαρισμούς και την άλλη τα
κανονικά Αντίφωνα της Θ. Λειτουργίας, τηρουμένης επακριβώς της τάξεως της
Μικράς Εισόδου.
Η ασυμφωνία των ισχυόντων
Τυπικών
Στα Δίπτυχα της Εκκλησίας της
Ελλάδος, ήδη από την έκδοση του 2007 (Αποστολικής Διακονίας της
Εκκλησίας της Ελλάδος), παρατηρείται ότι στη Θεία Λειτουργία, εκτός από τις
πρόσφατες καίριες και ουσιώδεις προσθήκες (επαναφορά) του Προκειμένου και του
Αλληλουιαρίου του Αποστόλου, προστέθηκε και νέος ύμνος, άγνωστος μέχρι σήμερα
στις ελληνόφωνες Εκκλησίες, καίτοι μαρτυρούμενος υπό της αρχαίας παραδόσεως, το
«Πληρωθήτω». Η προσθήκη αυτή θα έλεγε κανείς ότι έγινε σταδιακά, με πολύ
ορθό τρόπο, προφανώς για την αποφυγή αντιδράσεων (;) γιατί μόνο στην έκδοση του
2008 παρατίθεται για πρώτη φορά ολόκληρος ο ύμνος με σχετικά σχόλια[21]. Όμως είναι
προφανές ότι σε όσες ενορίες γίνεται χρήση του εν λόγω Τυπικού μόνο σε
ευάριθμες ψάλλεται. Την προσθήκη αυτή φαίνεται να αγνοούν τα άλλα ισχύοντα
Τυπικά, όπως το «Ημερολόγιον του Οικουμενικού Πατριαρχείου» και η «Τυπική
Διάταξις των ιερών ακολουθιών» του Απ. Παπαχρήστου, ενώ από του
2009 προστέθηκε, με επαρκείς εξηγήσεις, και στο «Μικρόν Τυπικόν»,
συντασσόμενο υπό επιτροπής. Επιπλέον, το «Μικρόν Τυπικόν» διατάσσει την
ψαλμωδία μεγαλυναρίου στη Θ. Λειτουργία της εορτής της Μεταμορφώσεως (6
Αυγούστου), «Θέλων επιδείξαι τοις μαθηταίς…», διάταξη η οποία (ευτυχώς) δεν
υπάρχει στα άλλα Τυπικά.
Σε όλα δε τα παραπάνω Τυπικά,
κατά πιστή εφαρμογή του Τυπικού της Μεγάλης Εκκλησίας (ΤΜΕ), διατάσσεται κατά
την 1η Ιανουαρίου μόνο, για άγνωστο λόγο, εις τα δίπτυχα, το
μεγαλυνάριο του Μ. Βασιλείου «Τον ιεροφάντορα του Χριστού». Αλλ’ η διάταξη αυτή
εκ πρώτης όψεως – τηρουμένων των αναλογιών – φαίνεται να αδικεί τη
λειτουργία του ιερού Χρυσοστόμου κατά την ημέρα της μνήμης του 13 Νοεμβρίου,
για την οποία ουδέν αναφέρεται. Το ΤΜΕ διατάσσει, επίσης, την ψαλμωδία
μεγαλυναρίου και κατά την εορτή της Ζωοδόχου Πηγής (Παρασκευή της
Διακαινησίμου), «Ύδωρ το ζωήρρυτον της Πηγής...», διάταξη, την οποία μιμούνται
και τα άλλα Τυπικά. Κατά το ίδιο σκεπτικό, όμως, θα έπρεπε και οι άλλες
Θεομητορικές εορτές να δικαιούνται μεγαλυνάρια και μάλιστα οι εορτές του
Γενεθλίου, των Εισοδίων, του Ευαγγελισμού και της Κοιμήσεως, οι οποίες και
αποτελούν τον πυρήνα της Θεομητορικής λατρείας και Θεολογίας της Εκκλησίας (και
όχι η εορτή της Ζωοδόχου Πηγής)[22].
Ο μακαριστός όμως Ι. Φουντούλης, έχει άλλη γνώμη, την οποία δεν έχει προσέξει
κανείς: «Άλλο μεγαλυνάριο πλην του Θεομητορικού (δηλαδή του «Άξιον
εστίν…» και του «Επί σοί χαίρει…» στις λειτουργίες του I.
Χρυσοστόμου και Μ. Βασιλείου αντίστοιχα ή του ειρμού της θ΄ ωδής στις Δεσποτικές
και Θεομητορικές εορτές) δεν ψάλλεται στη θ. λειτουργία[23]».
Και βέβαια είναι πανθομολογούμενο ότι τα παραπάνω Τυπικά, στηρίζονται και
εξαρτώνται κατ’ εξοχήν από το ισχύον ΤΜΕ – για το οποίο υπάρχουν επιφυλάξεις ως
προς την πλήρη και ακριβή εφαρμογή των διατάξεών του στις Ενορίες – γι’ αυτό
και συχνά παρεμβαίνουν με διευκρινιστικές παρατηρήσεις σε αρκετά σημεία, οι
οποίες αν και αξιοπρόσεκτες, φυσικά δε μας ενδιαφέρουν εδώ[24].
Αλλά το θέμα των μεγαλυναρίων στη θ. λειτουργία δεν εξαντλείται εδώ και γι’
αυτό θα επανέλθουμε.
Τέλος Α' Μέρους Θα ακολουθήσει την
Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014 το Β' Μέρος
Υποσημειώσεις
[1] Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννου, ‘Ευχαριστία και
Βασιλεία του Θεού’, Σύναξη, 49, 1994, σ. 7.
[2] T. Fisch, «Schmemann’s Theological Contribution to the Liturgical Renewal
of the Churches», στο: T. Fisch (ed.), Liturgy and Tradition:
Theological reflections of Alexander Schmemann, Crestwood
[3] , σ. 4. Μετάφραση δικήμας. Παραθέτουμε το κείμενο στην Αγγλική γιατί είναι δυσκολομετάφραστο: Schmemann recognized that the renewal of the churches requires a
rediscovery of the liturgy’s own inherent theology, that same theology which
once informed the whole of the church’s life as well as the teachings and
writings of the leaders of the Patristic age.
[4] Π. Βασιλειάδης, «Το αίτημα της λειτουργικής
αναγεννήσεως και τα ιδεολογικά αίτια των αντιδράσεων», Lex Orandi, Αθήνα
2005, σ. 86.
[5] Γ. Φίλια, Παράδοση και Εξέλιξη στη Λατρεία της
Εκκλησίας, Αθήνα 2006, σσ. 328-329.
[6] Αθανασίου Γκίκα, «Ποιμαντικοί προβληματισμοί με
αφορμή τη Θ. Λειτουργία σήμερα, στον τόμο Η Θ. Λειτουργία, Δράμα 1998,
σ. 60.
[7] Π. Καλαϊτζίδη, «Εσχατολογία, Θεολογία και Εκκλησία»,
στον τόμο Εκκλησία και Εσχατολογία, Αθήνα 2003, σ. 13. 7 Στο
ίδιο, σ. 14. 8 Ι. Φουντούλη, Λειτουργική Α΄ Εισαγωγή στη Θεία
Λατρεία, Θεσσαλονίκη 1993, σσ. 193,217,219,227, 228,233,242,248.
[8] Κ. Παπαγιάννη, ‘Λειτουργικών ατόπων επισήμανσις’,
Θεσσαλονίκη 1997, ιδιαίτερα σσ. 214-230.
[9] Μητροπολίτου Δράμας Διονυσίου, «Η Θ. Λειτουργία
επίκεντρον της Ορθοδόξου Λατρείας», Η Θ. Λειτουργία, ό. π., σ. 15. Η
επισήμανση δική μας. Σ’ αυτήν επανερχόμαστε κατωτέρω. 11 Ι.
Φουντούλη, Λειτουργική Α΄ Εισαγωγή στη Θεία Λατρεία, ό π., σ. 183.
[10] A. Schmemann, Introduction to Liturgical Theology, New York 1996, σ. 72. Ελληνική μετάφραση Η Εκκλησία Προσευχομένη. Εισαγωγή στη λειτουργική
Θεολογία, Αθήνα 1986, σ. 84. 13John Meyendorf, Byzantine
Theology, New York 1971, σ. 246.
[11] Απόσπασμα από διαλέξεις του στην Ανωτέρα
Εκκλησιαστική Σχολή Κρήτης, στο Ηράκλειο, κατά το ακαδημαϊκό έτος 2000-2001.
[12] A. Schmemann, Ευχαριστία, Αθήνα 1987, σ. 182.
Επισήμανσηδικήμας.
[13]Πρβλ. την ωραία (προφητική;) παρατήρηση του Σμέμαν, “in the Eucharist and the sacraments…the pattern (of celebration) is
everywhere the same: a ‘selection’ of certain elements, a “rejection” of
others; a selection, however, based not on the principles of the lex orandi
itself but on considerations totally alien to it.” Church, World, Mission,
Crestwood 1979, σ. 131. 17 Βασιλείου Θερμού, «Εκκλησιολογικός δοκητισμός», Σύναξη, 58, 1996, σσ. 45-47. 18 Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννου, ‘Ευχαριστία και Βασιλεία του Θεού’, ό. π.,
49, 1994, σ. 14. 19 ό. π., σσ. 9, 11-26.
[14] Στ. Γιαγκαζόγλου, «Οι θεολογικές προϋποθέσεις της
Εκκλησίας ως εσχατολογικής κοινότητας», Εκκλησία και Εσχατολογία,
Αθήνα 2003, σ. 83. 21 Γ. Μεταλληνού, Σύγχυση, Πρόκληση, Αφύπνιση,
Αθήνα 1991, σσ. 62,63. 22 A. Schmemann, Introduction to
Liturgical Theology, ό.π., σ. 28. 23 Στο ίδιο, σ. 113.
[15] Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννου, ‘Ευχαριστία και
Βασιλεία του Θεού’, ό. π., 49, 1994, σ. 16. 25 Ι. Φουντούλη,
Απαντήσεις εις Λειτουργικάς Απορίας, Γ΄, σ. 55. Του ίδιου, «Η
Μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης», Εκκλησία,
2, (Φεβρουάριος 2000).
[16] Ι. Φουντούλη, Λειτουργική Α΄ Εισαγωγή στη Θεία
Λατρεία, ό π., σσ. 192-195.
[17] Μωϋσής μοναχός, Αγιορείτης, «Η θεολογίας της
γκρίνιας», Σύναξη, 85, 2003, σσ. 73-74.
[18] Ι. Φουντούλη, «Η Θεία Λειτουργία – Τελετουργική
Θεώρηση», Η Θ. Λειτουργία, ό. π., σσ. 147-148. 29 Ι.
Φουντούλη, «Η Λειτουργική Ανανέωση στην Ορθόδοξο Εκκλησία. Δυνατότητες και
Εμπόδια», στον τόμο Τελετουργικά Θέματα Β΄, Αθήνα 2006, σσ. 47-48.
[19] Ι. Φουντούλη, «Τελετουργική προσέγγιση της Θ.
Λειτουργίας», », στον τόμο Το Μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας, Πρακτικά Γ΄
Πανελληνίου Λειτουργικού Συμποσίου, Αθήνα 2004, σ. 172.
[20] Η λειτουργία των Προηγιασμένων είναι ακριβώς κοινωνία
των φρικτών του Χριστού μυστηρίων κατά την πένθιμη περίοδο (καθημερινές) της
Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Δεν περιέχει Αναφορά. Συνάπτεται στην ακολουθία του
Εσπερινού και δεν περιλαμβάνει τίποτε άλλο παρά μόνο την προπαρασκευή, τη
μεταφορά των προηγιασμένων δώρων από την πρόθεση στο θυσιαστήριο και τη θ.
κοινωνία. Πλαισιώνεται κατά το πρότυπο της θ. λειτουργίας με προπαρασκευαστικές
ευχές για τη μετάληψη και ευχαριστήριες μετά από αυτήν και την συνήθη απόλυση
της θ. λειτουργίας.
[21] Δίπτυχα της Εκκλησίας της Ελλάδος 2008,
σ. 13.
[22] Βέβαια για πληρέστερη ενημέρωση επί του θέματος των
Μεγαλυναρίων, ας σημειωθεί εδώ ότι κατά το Τυπικόν του Κωνσταντίνου, (Τυπικόν
Εκκλησιαστικόν κατά την τάξιν της του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, 7η
έκδοση, Κωνσταντινούπολη 1874), διατάσσονται Μεγαλυνάρια κατά την ώραν των
Διπτύχων, στις εορτές τεσσάρων Αγίων: Αγ. Ανθίμου επισκόπου Νικομηδείας (σ.10),
Αγ. Αικατερίνης (σ. 44), Μεγάλου Βασιλείου (σ.75), Αγ. Κωνσταντίνου (σ.171) και
για την εορτή της Ζωοδόχου Πηγής (σ.245). Στο Τυπικό του Γ. Βιολάκη μειώνονται
σε δύο, του Μεγάλου Βασιλείου και της Ζωοδόχου Πηγής.
[23] Ι. Φουντούλη, Λειτουργική Α΄ Εισαγωγή στη
Θεία Λατρεία, ό π., σ. 243.
[24] Πρβλ. Γεωργίου
Βεργωτή, Τελετουργική (Συμβολή στην Ιστορία της Χριστιανικής
Λατρείας), Θεσσαλονίκη 1993, με σοβαρές και ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις επί
του θέματος ιδιαίτερα σσ. 56-57. Εμμανουήλ Αθ. Λουκάκης
ΠΗΓΗ:http://www.amen.gr/article16749
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου