Πέμπτη 2 Απριλίου 2020

Χριστιανική αλληλεγγύη


Πανδημία και χριστιανική αλληλεγγύη

Κατά τη διάρκεια των μεγάλων και θανατηφόρων επιδημιών των αρχαίων χρόνων, όπως αυτή της πανώλης,  υπήρχε υψηλό ποσοστό επιβίωσης των μελών της   Εκκλησίας  και αυτό  οφειλόταν, πέρα από την προσευχή και τη ζωοποιό παρουσία της Θείας Χάρης δια της τελέσεως των μυστηρίων και  στο αίσθημα αλληλεγγύης που υπήρχε μεταξύ των πιστών αλλά και  στην έμπρακτη βοήθεια που προσέφεραν οι χριστιανικές κοινότητες στα μέλη τους  με τη μορφή της περίθαλψης των ασθενών.
Απέναντι στους τρομακτικούς υγειονομικούς κινδύνους των πρώτων χριστιανικών χρόνων, η Εκκλησία αντέταξε  τους απλούς ιατρικούς και νοσηλευτικούς μηχανισμούς της εποχής εκείνης σε συνδυασμό με την αυταπάρνηση των μελών της. Μέσω αυτών εκδήλωναν την αγάπη προς τον πλησίον και διασφάλιζαν τη συλλογική  λειτουργία της χριστιανικής τους κοινότητας. Αυτό δεν συνέβαινε μόνο στους λοιμούς αλλά και στους λιμούς, δηλαδή σε μεγάλες επισιτιστικές κρίσεις όπου βλέπουμε τους χριστιανούς εμπράκτως να βοηθούν τον συνάνθρωπό τους. Πρώτο χαρακτηριστικό παράδειγμα  διεθνούς  κοινωνικής  αλληλεγγύης  ήταν όταν οι  Χριστιανοί  της  Κορίνθου αποστέλλουν οικονομική βοήθεια  στην Εκκλησία των Ιεροσολύμων, τη λεγόμενη «λογεῖα». (Α΄Κορ.16,1-2).


Το πρόβλημα που βιώνουμε σήμερα,  η σύγχρονη πανδημία που ενέσκηψε στον πλανήτη  και ονομάζεται κορωνοϊός (covid-19), η οποία δοκιμάζει όλη την ανθρωπότητα ανασύροντας  τους χειρότερους φόβους μας,  μάς καλεί να μελετήσουμε το παρελθόν και να ιχνηλατήσουμε τα βήματα των Αγίων μας και των Πατέρων της Εκκλησίας μας για  να προσδιορίσουμε τη συμπεριφορά μας.
Ο άγιος Διονύσιος Αλεξανδρείας αναφέρει  ότι κατά την περίοδο επιδημίας πανώλης στην Αλεξάνδρεια περί το 250, οι Χριστιανοί παρείχαν με μεγάλη αφοσίωση νοσοκομειακή περίθαλψη στους ασθενείς, χωρίς καμιά διάκριση, τόσο χριστιανούς όσο και σε ειδωλολάτρες. Μάλιστα πολλοί Χριστιανοί πέθαναν από μόλυνση περιποιούμενοι τους ασθενείς. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Τώρα πραγματικά όλα θρηνούν και όλοι πενθούν, και ολόγυρα στην πόλη ακούγονται γοερά κλάματα εξαιτίας του πλήθους εκείνων που έχουν πεθάνει και πεθαίνουν κάθε μέρα. Γιατί όπως έχει γραφτεί για τα πρωτότοκα των Αιγυπτίων, έτσι και τώρα «έγινε κραυγή μεγάλη· αφού δεν υπάρχει σπίτι, μέσα στο οποίο να μην υπάρχει κάποιος πεθαμένος[…]».
Οι περισσότεροι λοιπόν από τους αδελφούς μας από πολύ μεγάλη και αδερφική αγάπη, αφοσιωμένοι ο ένας στον άλλο και χωρίς να υπολογίζουν τις συνέπειες για τον εαυτό τους, έκαναν επισκέψεις στους άρρωστους, τους προσέφεραν τις υπηρεσίες τους, τους περιποιούνταν «εν Χριστώ» και πέθαιναν πολύ ευχαρίστως μαζί τους, αφού προηγουμένως πάθαιναν μόλυνση από την επαφή τους με τους άλλους, κολλούσαν την αρρώστια από τους πλησίον και, με τη θέλησή τους, δοκίμαζαν τους πόνους. Και πολλοί, αφού περιποιήθηκαν τους άλλους στην αρρώστια τους και τούς έδωσαν δύναμη, οι ίδιοι πέθαιναν, μεταφέροντας κατά κάποιο τρόπο το θάνατο εκείνων στους εαυτούς τους. Οι άριστοι λοιπόν από τους αδελφούς μας και μερικοί πρεσβύτεροι και διάκονοι και λαϊκοί με αυτό τον τρόπο έφυγαν από τη ζωή, επαινούμενοι πολύ, έτσι ώστε και αυτό το είδος του θανάτου, που ήταν αποτέλεσμα μεγάλης ευσέβειας και δυνατής πίστεως, να μη φαίνεται καθόλου ότι είναι κατώτερο από το μαρτύριο. Και αφού με απλωμένα χέρια σήκωναν τα σώματα των άγιων στην αγκαλιά τους, και τους έκλειναν τα μάτια και τα στόματα και τούς μετέφεραν πάνω στους ώμους, και τούς σαβάνωναν και τους έλουζαν και τους στόλιζαν με τη νεκρική στολή, μετά από λίγο χρόνο, το ίδιο γινόταν και σ’ αυτούς, γιατί, πάντοτε εκείνοι που απέμεναν στη ζωή, ακολουθούσαν στο θάνατο αυτούς που πέθαναν προηγουμένως. Οι ειδωλολάτρες όμως έκαναν τελείως τα αντίθετα· έδιωχναν ακόμη και εκείνους που μόλις άρχιζαν να αρρωσταίνουν, και απέφευγαν τους αγαπημένους τους και τους πετούσαν στους δρόμους μισοπεθαμένους, και τους νεκρούς τους έριχναν άταφους στα σκουπίδια, στην προσπάθεια τους να μην τους πλησιάσει ο θάνατος, πράγμα που δεν ήταν εύκολο να αποφύγουν, παρ’ όλο ότι μηχανεύονταν πολλά» (Διονυσίου Αλεξανδρείας, Εορταστική επιστολή προς τους αδελφούς της Αλεξάνδρειας).
Σύμφωνα με την Ορθόδοξη Θεολογία ο άνθρωπος δημιουργήθηκε  κατ’ εικόνα Θεού με σκοπό να τελειοποιηθεί και να ομοιάσει το Θεό. Εφόσον  ο Θεός είναι αγάπη (Α΄Ιω.4,7) ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από το Θεό για να γίνει τέλειος όπως ο Θεός, δηλαδή να αγαπά το Θεό και τον πλησίον του ανιδιοτελώς, όπως αγαπά ο Θεός τον κόσμο (Α΄Ιω.4,7-11). Ο άνθρωπος με αυτόν τον τρόπο ομοιάζει το Θεό και αντιλαμβάνεται τον αρχικό του προορισμό δηλαδή την επίτευξη της  ανιδιοτελούς αγάπης μέσω της αυταπάρνησης (Ιω.15,12-13). Η αγάπη αυτή δεν είναι γενική και αόριστη αλλά αναφέρεται στον συγκεκριμένο άνθρωπο, που ζει στο συγκεκριμένο χώρο και χρόνο.
Ο  αείμνηστος π. Ιωάννης Ρωμανίδης αναφέρει στο βιβλίο του «Το προπατορικόν αμάρτημα, Αθήνα 1989» ότι για την Ορθόδοξη Θεολογία η ηθική τελείωση δεν συνίσταται στην επίτευξη κάποιων ηθικών πράξεων που οδηγούν σε μια   ηθική ευδαιμονία, η οποία είναι δυνατόν να εγκλωβίσει τον άνθρωπο μέσα στα δίχτυα της εωσφορικής αυτοθεώσεως,  αλλά στην επίτευξη ανιδιοτελούς αγάπης. Η τελεία αγάπη είναι  υπεράνω παντός εν τω κόσμω συμφέροντος ακόμη και πάνω από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, ώστε ο χριστιανός «τήν ψυχήν αὐτοῦ  θῇ ὑπέρ τῶν φίλων αὐτοῦ» (Ιω.15,13), όπως έπραξαν οι χριστιανοί της Αλεξάνδρειας. Για αυτό το λόγο εμείς  οι χριστιανοί οφείλουμε να αγαπούμε ακόμη και τους εχθρούς (Ματθ.5,44).
Το κήρυγμα της  αγάπης δίχως όρια, θεμέλιος λίθος της πρώτης Εκκλησίας που απετέλεσε πρότυπη κοινωνία αγάπης, εδράζεται στο γεγονός ότι η Εκκλησία είναι  το Σώμα του Χριστού (Α΄Κορ.12,27). Η φράση αυτή του Απ. Παύλου δεν έχει συμβολική έννοια αλλά ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα  με τεράστιες συνέπειες: «εἴτε πάσχει ἓν μέλος, συμπάσχει πάντα τά μέλη, εἴτε δοξάζεται ἓν μέλος, συγχαίρει πάντα τά μέλη» (A΄ Κορ 12,26). Για αυτό μας κάλεσε ο Ιησούς να αγαπήσουμε τον πλησίον «ὡς σεαυτόν»(Ματθ.19,19).Κατά συνέπεια η βοήθεια προς τον συνάνθρωπο είναι βοήθεια προς τον ίδιο τον εαυτό μας  κατά μίμηση της Θείας αγάπης, δηλαδή μετοχή στη ζωή της Αγίας Τριάδος. Η ανιδιοτελής αγάπη δεν μπορεί να είναι απόρροια εξαναγκασμού, σκοπιμότητας ή εγωιστικών κινήτρων αλλά καρπός ελεύθερης θέλησης.
Σήμερα, βιώνοντας το τρομακτικό γεγονός της πανδημίας που ενέσκηψε,  δεν καλούμαστε να αγαπήσουμε και να διακονήσουμε τον συνάνθρωπο θέτοντας σε άμεσο κίνδυνο τη ζωή μας όπως έπρατταν οι χριστιανοί της Αλεξάνδρειας  διότι τα σύγχρονα κράτη, εμπνεόμενα από τη χριστιανική αλληλεγγύη έχουν ένα ικανοποιητικό δίκτυο νοσοκομειακής περίθαλψης.  Αξίζουν  θερμά συγχαρητήρια στους γιατρούς και τους νοσηλευτές μας οι οποίοι δεν εργάζονται απλώς αλλά διακονούν τον συνάνθρωπο με υψηλό αίσθημα αυταπάρνησης.
Εμείς καλούμαστε αυτή την περίοδο να βοηθήσουμε με άλλον τρόπο τον πλησίον: να ασκηθούμε σωματικά και πνευματικά μέσω της όσο το δυνατό βαθμό απομόνωσής μας ώστε να μην γίνουμε  αίτιοι  να διασπαρεί η νόσος θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή του πλησίον αλλά και τη δική μας. Καλούμαστε να θυσιάσουμε τις άσκοπες κοινωνικές συναναστροφές μας για να προστατεύσουμε τον συνάνθρωπο.
Η πρακτική της απομόνωσης και του εγκλεισμού δεν είναι ξένη στην ασκητική μας παράδοση. Άφθονα  παραδείγματα έχουμε από το  αγιολόγιο της Εκκλησίας όπου πολλοί ασκητές απομονώθηκαν από τον κόσμο ζώντας είτε  μέσα μια σπηλιά (άγιος Νεόφυτος ο έγκλειστος), είτε  μέσα στο κελί τους (οσία Μεθοδία Κιμώλου) είτε επάνω σε ένα στύλο (όσιος Δανιήλ ο στυλίτης). Εμείς δεν δυνάμεθα  να φτάσουμε  αυτά τα ασκητικά παραδείγματα αλλά, αποφεύγοντας το θόρυβο της εξωστρέφειας, καλούμαστε να ασκηθούμε  στην απομόνωση μέσα στην οικία μας,  εμβαθύνοντας στη μελέτη της Αγίας Γραφής, εντρυφώντας στην εργασία της νοεράς προσευχής μελετώντας το όνομα του Κυρίου συνεχώς και αδιαλείπτως: “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”. Είναι ευκαιρία να δείξουμε την αγάπη στους οικείους μας, να τους αφιερώσουμε χρόνο για να αφουγκραστούμε τα προβλήματά τους και να ευφρανθούμε τη συναναστροφή μαζί τους.
Είναι άπειρα τα παραδείγματα από τη ζωή της Εκκλησίας όπου κατά  την περίοδο κρίσεων όπως  επιδημίες, ανομβρίες,  λιμοί εισακούστηκαν οι προσευχές  των πιστών και δόθηκε λύση στο  πρόβλημα. Γονάτιζαν οι χριστιανοί και σήκωναν τα χέρια τους στο Θεό και αμέσως ο Θεός ανταποκρινόταν στις προσευχές: άνοιγαν οι ουρανοί και ποτιζόταν η γη,  ο άγιος Σπυρίδωνας έσωζε την Κέρκυρα από την πανώλη και  ο άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης έβρισκε το κελάρι της Μονής της Μεγίστης Λαύρας γεμάτο από αγαθά, προνοία της Υπεραγίας Θεοτόκου, και άλλα αμέτρητα θαυμαστά γεγονότα. Όμως αυτοί  οι άνθρωποι  που ικέτευαν το Θεό ζούσαν ασκητικά, ακόμα και οι λαϊκοί, με νηστεία και προσευχή,  με ταπείνωση και ομόνοια,  ενδιαφέρονταν για τον πλησίον∙ αν και ζούσαν με λιγοστά αγαθά ελεούσαν τον φτωχό και για αυτό το λόγο είχαν παρρησία ενώπιον του Θεού.
Πριν παρακαλέσουμε τον Κύριο ας αναρωτηθούμε: Εμείς  έχουμε την ίδια ζωή; Έχουμε πίστη η οποία πρέπει να συνοδεύεται από ταπείνωση, όπως μας διδάσκει ο άγιος Παΐσιος ο αγιορείτης; Έχουμε διάθεση αυταπάρνησης; Ενδιαφερόμαστε για τον πλησίον ή με το άκουσμα των περιοριστικών μέτρων που προκάλεσε η επιδημία κατακλύσαμε  τα καταστήματα αγαθών πρώτης ανάγκης φοβούμενοι ότι θα υπάρξει έλλειψη  αδιαφορώντας για τις ανάγκες των συνανθρώπων μας; Πως είναι δυνατόν να μας ελεήσει ο Θεός όταν έχουμε αποβάλλει τη νηστεία των τροφών και των παθών και ζούμε πλουσιοπάροχα κυριευμένοι από τα πάθη μας; Πως θα μας ελεήσει  ο Θεός όταν εμείς δεν έχουμε διάθεση ελέους προς  τον συνάνθρωπό μας; Πώς θα μας χορηγήσει  ο Θεός υγεία και παράταση ζωής όταν   καθημερινά καταστρέφεται  η ζωή με τις  αμβλώσεις; Πως είναι δυνατόν να ελκύσουμε το έλεος του Θεού  όταν αδυνατούμε να συγχωρήσουμε τον διπλανό μας; Με ποιά παρρησία θα ανυψώσουμε τα χέρια στον ουρανό για να παρακαλέσουμε τον Κύριο χωρίς έργα αγάπης; Μάταια ο άνθρωπος προσεύχεται στο Θεό να του ικανοποιήσει τα αιτήματα του εάν δεν  συνοδεύει την προσευχή του η  ταπείνωση και  η ελεημοσύνη. «Δεν εισακούεται κανείς σηκώνοντας τα χέρια∙ άπλωσε τα χέρια σου όχι στον ουρανό, αλλά στα χέρια των φτωχών. Αν απλώσεις το χέρι στα χέρια των φτωχών, άγγιξες την ίδια την κορυφή του ουρανού», μας διδάσκει ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος  (Περί ελεημοσύνης).
Είναι ευκαιρία  να σταματήσουμε να προσεγγίζουμε την πίστη  ως ένα σύνολο ευσεβιστικών συναισθημάτων τα οποία διαρκούν όσο διαρκεί η λατρεία εντός της Εκκλησίας αλλά ασκητικά και θυσιαστικά, με ταπείνωση, αυταπάρνηση και ανιδιοτελή αγάπη, όπως έπρατταν οι χριστιανοί της Αλεξάνδρειας αλλά και όλοι οι Άγιοι μας  ώστε να αποκτήσουμε παρρησία ενώπιον του Θεού ο οποίος θα μας απαλλάξει από την πανδημία. Καλούμαστε να μετανοήσουμε μιμούμενοι τους κατοίκους της Νινευή  οι οποίοι με προτροπή του προφήτη Ιωνά νήστεψαν όχι μόνο οι άνθρωποι αλλά «καί τά κτήνη καί οἱ βόες καί τά πρόβατα», ταπεινώθηκαν συντετριμμένοι  και απομακρύνθηκαν από τα κακά έργα λέγοντας: «τίς οἶδεν εἰ μετανοήσει ὁ Θεός καί ἀποστρέψει ἐξ ὀργῆς θυμοῦ αὐτοῦ καί οὐ μή ἀπολώμεθα;» δηλαδή «Πού ξέρεις; Ίσως ο Θεός δει τη μετάνοιά μας και αλλάξει γνώμη και δεν μας καταστρέψει». Καὶ πράγματι «εἶδεν ὁ Θεός τά ἔργα αὐτῶν, ὅτι ἀπέστρεψαν ἀπό τῶν ὁδῶν αὐτῶν τῶν πονηρῶν, καί μετενόησεν ὁ Θεός ἐπί τῇ κακίᾳ, ᾗ ἐλάλησε τοῦ ποιῆσαι αὐτοῖς, καί οὐκ ἐποίησε» (Ιωνάς, 3, 6-10).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου