Ἅγιος Ἀνδρέας ὁ Ἀπόστολος
ὁ Πρωτόκλητος
ορφή
βιβλική. Φυσιογνωμία προνομιοῦχος καί διαλεχτή. Πρῶτος ἀπ’ ὅλους τούς
ἀποστόλους γνώρισε τόν Ἰησοῦ, ἀλλά καί πρῶτος κλήθηκε νά τόν
ἀκολουθήσει, γι’ αὐτό καί Πρωτόκλητος. Τό ὄνομά του τό ἱερό κατέχει
ἰδιαίτερη θέση στήν ψυχή τῶν Ἑλλήνων.
Αὐτός εἶναι ὁ Ἀνδρέας ὁ Πρωτόκλητος μαθητής τοῦ Χριστοῦ καί ὁ ἕνας ἀπό τούς Ἀποστόλους τοῦ Ἔθνους μας.
Ὁ Ἀνδρέας καταγόταν ἀπό τήν Βηθσαϊδᾶ τῆς Γαλιλαῖας καί ἦταν γιός τοῦ Ἰωνᾶ καί ἀδελφός τοῦ πρωτοκορυφαίου Ἀποστόλου Πέτρου. Τό ἐπάγγελμά του ἦταν ψαράς.
Ἦταν ὅμως ἀπό τίς εὐγενικές ἐκεῖνες ψυχές, πού μελετοῦσαν τούς προφῆτες καί περίμεναν μέ λαχτάρα τήν ἐκπλήρωση τῶν ὑποσχέσεων τοῦ Θεοῦ γιά τήν σωτηρία τοῦ κόσμου.
Ὁ Ἀνδρέας μαζί μέ τόν Ἰωάννη τόν Ἐὐαγγελιστή, ὑπῆρξαν στήν ἀρχή μαθητές τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Κάποια μέρα μάλιστα, πού βρισκόντουσαν στίς ὄχθες τοῦ Ἰορδάνη καί ὁ Πρόδρομος τούς ἔδειξε τόν Ἰησοῦ καί τούς εἶπε «ἴδε ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου», οἱ δυό ἁπλοϊκοί ἐκεῖνοι ψαράδες συγκινήθηκαν τόσο πολύ, πού χωρίς κανένα δισταγμό καί ἐπιφύλαξη ἀφήκαν ἀμέσως τόν δάσκαλό τους καί ἀκολούθησαν τόν Ἰησοῦ. Τόν ἀκολούθησαν μέ προθυμία καί ζῆλο κι ἔμειναν κοντά του ἐκείνη τήν ἡμέρα. Τί εἶδαν καί τί ἄκουσαν ὅλες ἐκεῖνες τίς ἀξέχαστες ὧρες; Χωρίς ἄλλο, λόγια ἅγια καί θεία. Ρήματα ζωῆς αἰωνίου. Λόγια, πού τούς συνεπῆραν τήν ψυχή καί τούς ἔκαμαν νά πιστέψουν πώς στ’ ἀλήθεια ὁ Ἰησοῦς ἦταν Ἐκεῖνος πού περίμεναν. Ὁ Μεσσίας. Ὁ Σωτήρας καί Λυτρωτής τῶν ἀνθρώπων.
Τόν ἐνθουσιασμό καί τήν ἱκανοποίησή τους ἀπό τήν ἐπικοινωνία καί ἐπαφή τους μέ τόν Κύριο τήν βλέπουμε ἀπό τήν ἐνέργεια τοῦ Ἀνδρέα. Μόλις χωρίστηκαν ἀπό τόν Ἰησοῦ, ἔτρεξε νά συναντήσει τόν μεγαλύτερο ἀδελφό του Πέτρο καί νά τοῦ πεῖ μέ χαρά: «Εὐρήκαμεν τόν Μεσσίαν (ὁ ἐστί μεθερμηνευόμενον Χριστός) καί ἤγαγεν αὐτόν πρός τόν Ἰησοῦν». Πόση καλοσύνη. Πόση εὐγένεια ψυχῆς! Πόση ἀγάπη! Δέν κράτησε μόνος τήν χαρά του. Ἔσπευσε νά τήν μοιραστεῖ μέ τόν ἀδελφό του. Καί εἶχε δίκαιο! Κεῖνος πού γεύτηκε τό μέλι τοῦ Εὐαγγελίου δέν μπορεῖ νά τό τρώει μόνος του. Ἡ πραγματική χάρη, ὅταν φωτίσει τήν ψυχή, βάνει τέρμα στό πνευματικό μονοπώλιο, λέει καί ἕνας μεγάλος ἱεραπόστολος τοῦ περασμένου αἰώνα.
Αὐτός εἶναι ὁ Ἀνδρέας ὁ Πρωτόκλητος μαθητής τοῦ Χριστοῦ καί ὁ ἕνας ἀπό τούς Ἀποστόλους τοῦ Ἔθνους μας.
Ὁ Ἀνδρέας καταγόταν ἀπό τήν Βηθσαϊδᾶ τῆς Γαλιλαῖας καί ἦταν γιός τοῦ Ἰωνᾶ καί ἀδελφός τοῦ πρωτοκορυφαίου Ἀποστόλου Πέτρου. Τό ἐπάγγελμά του ἦταν ψαράς.
Ἦταν ὅμως ἀπό τίς εὐγενικές ἐκεῖνες ψυχές, πού μελετοῦσαν τούς προφῆτες καί περίμεναν μέ λαχτάρα τήν ἐκπλήρωση τῶν ὑποσχέσεων τοῦ Θεοῦ γιά τήν σωτηρία τοῦ κόσμου.
Ὁ Ἀνδρέας μαζί μέ τόν Ἰωάννη τόν Ἐὐαγγελιστή, ὑπῆρξαν στήν ἀρχή μαθητές τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Κάποια μέρα μάλιστα, πού βρισκόντουσαν στίς ὄχθες τοῦ Ἰορδάνη καί ὁ Πρόδρομος τούς ἔδειξε τόν Ἰησοῦ καί τούς εἶπε «ἴδε ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου», οἱ δυό ἁπλοϊκοί ἐκεῖνοι ψαράδες συγκινήθηκαν τόσο πολύ, πού χωρίς κανένα δισταγμό καί ἐπιφύλαξη ἀφήκαν ἀμέσως τόν δάσκαλό τους καί ἀκολούθησαν τόν Ἰησοῦ. Τόν ἀκολούθησαν μέ προθυμία καί ζῆλο κι ἔμειναν κοντά του ἐκείνη τήν ἡμέρα. Τί εἶδαν καί τί ἄκουσαν ὅλες ἐκεῖνες τίς ἀξέχαστες ὧρες; Χωρίς ἄλλο, λόγια ἅγια καί θεία. Ρήματα ζωῆς αἰωνίου. Λόγια, πού τούς συνεπῆραν τήν ψυχή καί τούς ἔκαμαν νά πιστέψουν πώς στ’ ἀλήθεια ὁ Ἰησοῦς ἦταν Ἐκεῖνος πού περίμεναν. Ὁ Μεσσίας. Ὁ Σωτήρας καί Λυτρωτής τῶν ἀνθρώπων.
Τόν ἐνθουσιασμό καί τήν ἱκανοποίησή τους ἀπό τήν ἐπικοινωνία καί ἐπαφή τους μέ τόν Κύριο τήν βλέπουμε ἀπό τήν ἐνέργεια τοῦ Ἀνδρέα. Μόλις χωρίστηκαν ἀπό τόν Ἰησοῦ, ἔτρεξε νά συναντήσει τόν μεγαλύτερο ἀδελφό του Πέτρο καί νά τοῦ πεῖ μέ χαρά: «Εὐρήκαμεν τόν Μεσσίαν (ὁ ἐστί μεθερμηνευόμενον Χριστός) καί ἤγαγεν αὐτόν πρός τόν Ἰησοῦν». Πόση καλοσύνη. Πόση εὐγένεια ψυχῆς! Πόση ἀγάπη! Δέν κράτησε μόνος τήν χαρά του. Ἔσπευσε νά τήν μοιραστεῖ μέ τόν ἀδελφό του. Καί εἶχε δίκαιο! Κεῖνος πού γεύτηκε τό μέλι τοῦ Εὐαγγελίου δέν μπορεῖ νά τό τρώει μόνος του. Ἡ πραγματική χάρη, ὅταν φωτίσει τήν ψυχή, βάνει τέρμα στό πνευματικό μονοπώλιο, λέει καί ἕνας μεγάλος ἱεραπόστολος τοῦ περασμένου αἰώνα.
Ἡ περίπτωση αὐτὴ εἶναι ἕνα ἔξοχο
παράδειγμα ἀδελφικῆς ἀλληλεγγύης καὶ πνευματικότητας. Τὰ ἀδέλφια μας, οἱ
γονεῖς μας, οἱ συγγενεῖς μας, οἱ οἰκεῖοι μας πρέπει νὰ εἶναι γιὰ μᾶς
πρόσωπα προσφιλή. Πρόσωπα, μὲ τὰ ὁποῖα νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ μοιραστοῦμε
κάθε στιγμὴ καὶ τὴν χαρὰ καὶ τὴν λύπη μας. Σ’ αὐτοὺς θὰ ποῦμε τὸν καλὸ
τὸν λόγο. Θὰ δώσουμε τὸ χριστιανικὸ ἔντυπο. Θὰ τοὺς καλέσουμε σὲ μία
χριστιανικὴ συγκέντρωση. Θὰ τοὺς ποῦμε σὲ μίαν ἐπίσκεψη: «Εὐρήκαμεν τὸν
Μεσσίαν». Ἀδελφοί μας! Ἐλᾶτε στὸν Χριστό. Αὐτὸς εἶναι ἡ χαρά. Αὐτὸς ἡ
ζωὴ καὶ τὸ φῶς. Αὐτὸς ἡ εἰρήνη τοῦ κόσμου. Μὴ σᾶς σκανδαλίζουν μερικὰ
ἔκτροπα, ποὺ βλέπετε γύρω σας. Μὴ σᾶς σκανδαλίζει ἡ ζωὴ μερικῶν, ποὺ
αὐτοκαλοῦνται χριστιανοὶ καὶ θέλουν τάχατες νὰ δείχνουν καὶ τὸν δρόμο
στοὺς ἄλλους. Ἐσεῖς κοιτᾶτε μόνο τὸν Χριστό. Αὐτὸς καὶ μόνο αὐτὸς στὸν
κόσμο τοῦτο δίνει τὴ χαρὰ καὶ τὴν εἰρήνη. Τὸ μαρτυρεῖ ἡ ζωὴ ὅλων τῶν
ἁπλῶν, τῶν ἀληθινῶν χριστιανῶν. Τὸ βεβαιώνει ἡ ζωὴ καὶ τὸ παράδειγμα τοῦ
μεγάλου ἀποστόλου μας.
Ὕστερα ἀπὸ τὸ ἐπεισόδιο, ποὺ ἀναφέραμε, τόσο ὁ Ἀνδρέας, ὅσο καὶ ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἰωάννης ξαναγύρισαν στὰ πλοῖα τους καὶ ἔπιασαν πάλι τὴν δουλειά τους. Δὲν εἶχε ἔρθει ἀκόμη ἡ εὐλογημένη ὤρα νὰ ἀρχίσει ὁ Κύριος τὸ ἔργο του. Αὐτὸ ἔγινε λίγες μέρες ἀργότερα. Ἐκεῖ στὴν λίμνη τῆς Γεννησαρὲτ οἱ δυὸ ἀδελφοὶ καταγίνονταν νὰ ρίψουν τὰ δίχτυα τους στὴν θάλασσα, ὅταν τοὺς ξαναβρῆκε ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς κάλεσε νὰ τὸν ἀκολουθήσουν. «Δεῦτε ὀπίσω μου», τοὺς εἶπε, «καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων». Καὶ αὐτοὶ «εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῶ». «Εὐθέως», χωρὶς καμιὰ χρονοτριβή, χωρὶς καμιὰ ἀναβολὴ τὸν ἀκολούθησαν. Στὴν περίσταση αὐτὴ ἔμοιασαν μὲ τὸν σοφὸ καὶ συνετὸ ἐκεῖνο ἔμπορο τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς, ποὺ ζητοῦσε νὰ βρεῖ καὶ ν’ ἀγοράσει μαργαριτάρια. Καὶ ὅταν βρῆκε κάποτε ἕνα σπουδαῖο καὶ «πολύτιμον μαργαρίτην», ἔσπευσε νὰ πωλήσει ὅλα ὅσα εἶχε καὶ νὰ τὸν ἀγοράσει. Αὐτὸ ἔκαμαν καὶ οἱ δύο ἀδελφοί.
Ὁ Ἀνδρέας ἀκολούθησε τὸν Κύριο πιστὰ καὶ πρόθυμα μέχρι τέλους. Κατὰ τὸ διάστημα αὐτὸ τῆς μαθητείας του δύο ἀπὸ τὰ πολλὰ ἐπεισόδια καταδεικνύουν τὴν ἰδιαίτερη θέση, ποὺ εἶχε ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους μαθητὲς καὶ κοντὰ στὸν Ἰησοῦ. Τὸ πρῶτο συνέβηκε στὴν ἔρημο. Τὰ πλήθη, ποὺ εἶχαν πληροφορηθεῖ πὼς ὁ Κύριος βρισκόταν ἐκεῖ, μαζεύτηκαν ἀπ’ ὅλα τὰ μέρη γύρω, γιὰ νὰ ζητήσουν τὶς εὐεργεσίες του καὶ ν’ ἀκούσουν τὴ διδασκαλία του. Κόντευε νὰ δύσει ὁ ἥλιος καὶ κανένας δὲν ἔλεγε νὰ φύγει. Κάποια στιγμὴ ὁ Ἰησοῦς φώναξε κοντά του τὸν Φίλιππο καὶ τὸν ρώτησε: «Ἀπὸ ποῦ καὶ μὲ τί χρήματα θὰ ἀγοράσουμε ψωμιά, γιὰ νὰ φάγουν ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι;» Ὁ Κύριος φυσικὰ γνώριζε τί θὰ ἔκαμνε. Τὸ εἶπε ὅμως αὐτό, γιὰ νὰ δοκιμάσει τὸν Φίλιππο καὶ τοὺς ἄλλους μαθητές. Καὶ αὐτὸς ἀπὸ μέρους καὶ τῶν ἄλλων μαθητῶν γεμάτος ἀμηχανία ἀπήντησε: «Διακοσίων δηναρίων ἄρτοι οὐκ ἀρκούσιν αὐτοὶς ἵνα ἕκαστος αὐτῶν βραχὺ τί λαβή». Διακοσίων δηναρίων ψωμιὰ δὲν φτάνουν, ὄχι γιὰ νὰ χορτάσουν, ἀλλὰ γιὰ νὰ πάρει ὁ καθένας μιὰ μπουκιά. Τὴν στιγμὴ ἐκείνη πετάχτηκε ὁ Ἀνδρέας κι εἶπε. «Κύριε, εἶναι ἐδῶ ἕνα παιδάκι, ποὺ ἔχει πέντε κριθαρένια ψωμιὰ καὶ δυὸ ψαράκια» (Ἰωάν. στ’ 9). Φυσικὰ πέντε κριθαρένια ψωμιὰ καὶ δυὸ ψαράκια δὲν εἶναι τίποτα γιὰ τόσο κόσμο. Μὰ ἐσύ Κύριε, μπορεῖς νὰ τὰ εὐλογήσεις καὶ τότε, ὦ, ναί! Τότε μποροῦν νὰ φᾶνε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καὶ νὰ περισσέψουν. Πρόσωπο μὲ παρρησία καὶ μὲ μία λανθάνουσα πίστη στὸν Χριστό μας παρουσιάζει τὸ ἐπεισόδιο αὐτὸ τὸν Ἀνδρέα.
Πρόσωπο μὲ πλατιὰ καὶ μεγάλη καρδιὰ μᾶς τὸν παρουσιάζει τὸ δεύτερο ἐπεισόδιο. Συγχρόνως ὅμως καὶ ἄνθρωπο μὲ τόλμη, ποὺ δὲν διστάζει νὰ πάρει μία μεγάλη ἀπόφαση καὶ ν' ἀναλάβει συνάμα καὶ τὶς εὐθύνες του. Ἀφορμὴ γι’ αὐτὸ τὸ ἐπεισόδιο ἔδωκαν μερικοὶ συμπατριῶτες μας Ἕλληνες. Ἦταν οἱ μέρες τοῦ Πάσχα, τοῦ τελευταίου Πάσχα τοῦ Κυρίου μας. Μέσα στὰ πλήθη, ποὺ μαζεύτηκαν στὰ Ἱεροσόλυμα ἀπὸ τὰ διάφορα μέρη τοῦ κόσμου, ἦταν καὶ αὐτοί. Ἀσφαλῶς ἦταν ἄνθρωποι ποὺ εἶχαν προσηλυτισθεῖ στὸν ἰουδαϊσμό. Ἡ πνευματικὴ θρησκεία τοῦ Ἰσραὴλ τοὺς εἶχε τραβήξει μέσα στὴν καρδιά τους βαθὺ τὸν πόθο νὰ τὸν γνωρίσουν. Πλησίασαν λοιπὸν τὸν Φίλιππο – ἴσως τὸ ἑλληνικό του ὄνομα τοὺς ἔδωκε τὸ θάρρος – καὶ τοῦ ζήτησαν νὰ τοὺς ὁδηγήσει στὸν Χριστό. Ὁ Φίλιππος ὅμως ἔσπευσε νὰ ζητήσει τὴ γνώμη τοῦ Ἀνδρέα. Γιατί τοῦ Ἀνδρέα; Γιατί ἦταν συμπατριώτης του καὶ ἤξερε τὴν παρρησία του. Ἀλλὰ καὶ γιατί ὁ Ἀνδρέας ἦταν γνωστὸς σὰν ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν μεγάλη καρδιὰ καὶ τὸ θέμα θὰ τὸ ἀντίκριζε ὄχι μὲ τὴ στενὴ ἰουδαϊκὴ ἀντίληψη, πὼς ὁ Χριστὸς ἦλθε καὶ ἀνῆκε μόνο στοὺς Ἰουδαίους, ἀλλὰ καὶ στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Καὶ πραγματικὰ ἡ στάση του δικαίωσε τὴν φήμη του.
Ὁ Ἀνδρέας, σὰν ἔμαθε ἀπὸ τὸν Φίλιππο τὸ περιστατικό, χωρὶς νὰ χάσει καιρό, πῆρε τοὺς Ἕλληνες καὶ μαζὶ μ’ αὐτὸν τοὺς ἔφερε στὸν Χριστὸ (Ἰωάν. ιβ’ 20 – 22). Τί φανερώνει καὶ τὸ ἐπεισόδιο αὐτό; Τὴν μεγάλη, τὴν πλατιά του καρδιά, μὰ καὶ τὴν οἰκειότητά του πρὸς τὸν Χριστό. Εὐτυχεῖς ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ μιμοῦνται τὸν Πρωτόκλητο καὶ βοηθοῦν καὶ ἄλλες ψυχὲς νὰ πλησιάσουν καὶ νὰ γνωρίσουν τὸν Κύριο.
Ἡ ζωὴ τοῦ Πρωτοκλήτου κατὰ τὰ τρία χρόνια τῆς μαθητείας εἶναι ἡ ἴδια μὲ τὴ ζωὴ τῶν ἄλλων μαθητῶν. Ἀχόρταγα καὶ αὐτὸς μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους ἀποστόλους ρουφοῦσε ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ θείου Διδασκάλου τὰ «ρήματα τῆς αἰωνίου ζωῆς». Μαζί του περιέτρεχε τὴν Ἅγια Γῆ καὶ ἔβλεπε τὶς εὐεργεσίες καὶ τὰ θαύματά του. Βαθιὰ ἦταν ἡ συγκίνησή του γιὰ τὴν ὑποδοχή, ποὺ ὁ περιούσιος λαὸς ἐπεφύλαξε στὸν Κύριό μας «πρὸ ἓξ ἡμερῶν τοῦ Πάσχα». Πιὸ βαθιὰ ἡ θλίψη του γιὰ τὴ σύλληψη τοῦ Διδασκάλου του καὶ γιὰ ὅσα ἀκολούθησαν αὐτή. Ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Κυρίου ὅμως κατ’ αὐτὴν τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεώς Του καὶ ἐνῶ πιὰ εἶχε βραδιάσει καὶ οἱ πόρτες τοῦ σπιτιοῦ ἦταν κλειστὲς «διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων» ξανάφερε στὴν ψυχή του τὴν χαρὰ καὶ τὴν ἐλπίδα. Ὁ Ἀνδρέας παρευρέθηκε στὴν Ἀνάληψη καὶ ἔλαβε μέρος στὴν ἐκλογὴ τοῦ Ματθία.
Μετὰ τὴν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ὁ Ἀπόστολος Ανδρέας, ὅπως ψάλλει καὶ ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος, ἀφοῦ «διεπέτασε τὸ ἱστίον τοῦ Πνεύματος, ὡς κύμα γαληνὸν πραέτω πνεύματι κινούμενον, πάσαν ἐπλούτισε τὴν γῆν τοῦ ἐνθέου κηρύγματος». Ὁ Ἀνδρέας ὑπῆρξε ὁ κατ’ ἐξοχὴν Ἀπόστολος τῶν Ἑλλήνων. Ἡ Σκυθία, δηλαδὴ ἡ σημερινὴ νότιος Ρωσία, ἡ Ἑλληνικὴ Βιθυνία, ὁ Πόντος, ἡ Θράκη, ἡ Μακεδονία, ἡ Ἤπειρος κι ἡ Ἀχαΐα ποτίστηκαν πλούσια μὲ τὸν τίμιο ἱδρώτα τοῦ Πρωτοκλήτου. Ἀλλὰ καὶ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Βυζαντίου, ποὺ ἀπετέλεσε καὶ ἀποτελεῖ τὸ κέντρο τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀπὸ τὸν Ἀπόστολό μας ἱδρύθηκε. Ἐδῶ ὁ Ἀνδρέας ἐγκατέστησε πρῶτο ἐπίσκοπο τὸν Ἀπόστολο Στάχυ καὶ αὐτοῦ διάδοχος εἶναι ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης. Σὲ μία του περιοδεία, ἀναφέρεται ἀπὸ τὴν παράδοση, πὼς ὁ Ἅγιος ἦλθε καὶ στήν Κύπρο. Τὸ καράβι, ποὺ τὸν μετέφερε στὴν Ἀντιόχεια ἀπὸ τὴν Ἰόππη, λίγο πρὶν προσπεράσουν τὸ γνωστὸ ἀκρωτήρι τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέα καὶ τὰ νησιά, ποὺ εἶναι γνωστὰ μὲ τὸ ὄνομα Κλεῖδες, ἀναγκάστηκε νὰ σταματήσει ἐκεῖ σ’ ἕνα μικρὸ λιμανάκι, γιατί κόπασε ὁ ἄνεμος. Τὶς μέρες αὐτὲς τῆς νηνεμίας τοὺς ἔλειψε καὶ τὸ νερό. Ἕνα πρωί, ποὺ ὁ πλοίαρχος βγῆκε στὸ νησὶ καὶ ἔψαχνε νὰ βρεῖ νερό, πῆρε μαζί του καὶ τὸν Ἀπόστολο. Δυστυχῶς πουθενὰ νερό. Κάποια στιγμή, ποὺ ἔφτασαν στὴ μέση τῶν δυὸ ἐκκλησιῶν, ποὺ ὑπάρχουν σήμερα, τῆς παλαιᾶς καὶ τῆς καινούργιας, ποὺ εἶναι κτισμένη λίγο ψηλότερα, ὁ Ἅγιος γονάτισε μπροστὰ σ’ ἕνα κατάξερο βράχο καὶ προσευχήθηκε νὰ στείλει ὁ Θεὸς νερό. Ποθοῦσε τὸ θαῦμα, γιὰ νὰ πιστέψουν ὅσοι ἦταν ἐκεῖ στὸν Χριστό. Ὕστερα σηκώθηκε, σφράγισε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ τὸν βράχο καὶ τὸ θαῦμα ἔγινε. Ἀπὸ τὴν ρίζα τοῦ βράχου βγῆκε ἀμέσως μπόλικο νερό, ποὺ τρέχει μέχρι σήμερα μέσα σ’ ἕνα λάκκο τῆς παλαιᾶς ἐκκλησίας καὶ ἀπ’ ἐκεῖ προχωρεῖ καὶ βγαίνει ἀπὸ μία βρύση κοντὰ στὴ θάλασσα. Εἶναι τὸ γνωστὸ ἁγίασμα. Τὸ εὐλογημένο νερό, ποὺ τόσους ξεδίψασε, μὰ καὶ τόσους ἄλλους, μυριάδες ὁλόκληρες, ποὺ τὸ πῆραν μὲ πίστη δρόσισε καὶ παρηγόρησε. Καὶ πρῶτα – πρῶτα τὸ τυφλὸ παιδὶ τοῦ καπετάνιου.
Ἦταν καὶ αὐτὸ ἕνα ἀπὸ τὰ πρόσωπα τοῦ καραβιοῦ ποὺ μετέφερε ὁ πατέρας. Γεννήθηκε τυφλὸ καὶ μεγάλωσε μέσα σὲ ἕνα συνεχὲς σκοτάδι. Ποτέ του δὲν εἶδε τὸ φῶς. Δένδρα, φυτά, ζῶα ἀγωνιζόταν νὰ τὰ γνωρίσει μὲ τὸ ψαχούλεμα. Ἐκείνη τὴν ἡμέρα, ὅταν οἱ ναῦτες γύρισαν μὲ τὰ ἀσκιὰ γεμάτα νερὸ καὶ ἐξήγησαν τὸν τρόπο ποὺ τὸ βρῆκαν στὸ νησί, ἕνα φῶς γλυκιᾶς ἐλπίδας ἄναψε στὴν καρδιὰ τοῦ δύστυχου παιδιοῦ. Μήπως τὸ νερὸ αὐτό, σκέφτηκε, ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὸν ξηρὸ βράχο ὕστερα ἀπ’ τὴν προσευχὴ τοῦ παράξενου ἐκείνου συνεπιβάτη τους, θὰ μποροῦσε νὰ χαρίσει καὶ σ’ αὐτὸν τὸ φῶς του ποῦ ποθοῦσε; Ἀφοῦ μὲ θαυμαστὸ τρόπο βγῆκε, θαύματα θὰ μποροῦσε καὶ νὰ προσφέρει. Μὲ τούτη τὴν πίστη καὶ τὴν βαθιὰ ἐλπίδα ζήτησε καὶ τὸ παιδὶ λίγο νερό. Διψοῦσε. Καιγόταν ἀπ’ τὴν δίψα. Ὁ Ἀπόστολος, ποὺ ἦταν ἐκεῖ, ἔσπευσε καὶ ἔδωσε στὸ παιδὶ ἕνα δοχεῖο γεμάτο ἀπὸ τὸ δροσερὸ νερό. Ὅμως τὸ παιδὶ προτίμησε, ἀντὶ νὰ δροσίσει μὲ τὸ νερὸ τὰ χείλη του, νὰ πλύνει πρῶτα τὸ πρόσωπό του. Καὶ ὦ τοῦ θαύματος! Μόλις τὸ δροσερὸ νερὸ ἄγγιξε τοὺς βολβοὺς τῶν ματιῶν τοῦ παιδιοῦ, τὸ χρόνιο σκοτάδι ἄρχισε νὰ διαλύεται. Καὶ ἕνα φῶς, ἱλαρὸ φῶς, ἄρχισε νὰ λούζει τὰ γύρω πράγματα...
— Πατέρα, πατέρα, ἄρχισε νὰ φωνάζει τὸ παιδὶ πότε ψαχουλεύοντας καὶ πότε τρέχοντας νὰ βρεῖ τὸν πατέρα. Καὶ ὁ καπετάνιος ποὺ τρόμαξε ἀπ' τὶς φωνὲς τοῦ παιδιοῦ τρέχει καὶ αὐτὸς πρὸς τὸ μέρος ποὺ ἀκουόταν ἡ φωνή. Στὸ ἀντίκρισμα τοῦ παιδιοῦ του σταμάτησε, ἔσκυψε καὶ ἄνοιξε τὴν ἀγκαλιά του.
— Παιδί μου, τί σου συμβαίνει; ρώτησε μὲ τρόμο ὁ πατέρας.
— Βλέπω! Πατέρα μου, βλέπω! Γιὰ κοίτα με, βλέπω τὴν θάλασσα, τοὺς ἀνθρώπους, τὰ πανιὰ τοῦ καραβιοῦ μας ποὺ φουσκώνουν. Πατέρα, τὸ εὐλογημένο νερὸ ποὺ μοῦ ἔδωκε ἐκεῖνος ὁ παππούλης, γιὰ νὰ πιῶ καὶ νὰ πλυθῶ, αὐτό μου χάρισε ὅτι ποθούσαμε. Τὸ φῶς μου, πατέρα...
Ὕστερα ἀπὸ μικρὴ διακοπὴ ποὺ πέρασε μέσα σὲ δάκρυα καὶ ἀναφιλητὰ εὐγνωμοσύνης ὁ καπετάνιος σηκώθηκε καὶ εἶπε:
— Παιδί μου, πᾶμε νὰ βροῦμε τὸν παππούλη ποὺ λές, γιὰ νὰ τὸν εὐχαριστήσουμε γιὰ ὅτι μας χάρισε!
— Ὄχι ἐμένα, εἶπε ὁ Ἀπόστολος ποὺ πλησίασε. Τὸν Χριστὸ νὰ εὐχαριστήσουμε ὅλοι. Αὐτὸς μᾶς ἔδωκε τὸ νερό. Αὐτὸς γιάτρεψε καὶ τὸ παιδί. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός, ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ἦρθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ μᾶς σώσει!
Καὶ ὁ Ἀπόστολος, ποὺ τὸν κοίταζαν ὅλοι μὲ θαυμασμό, ἄρχισε νὰ τοὺς μιλᾶ καὶ νὰ τοὺς διδάσκει τὴ νέα θρησκεία. Τὸ τέλος τῆς ὁμιλίας πολὺ καρποφόρο. Ὅσοι τὸν ἄκουσαν πίστεψαν καὶ βαφτίστηκαν. Τὴν ἀρχὴ ἔκανε ὁ καπετάνιος μὲ τὸ παιδί του, ποὺ πῆρε καὶ τὸ ὄνομα Ἀνδρέας. Καὶ ὕστερα ὅλοι οἱ ἄλλοι ἐπιβάτες καὶ μερικοὶ ψαράδες ποὺ ἤσαν ἐκεῖ. Πίστεψαν ὅλοι στὸν Χριστὸ ποὺ τοὺς κήρυξε ὁ Ἀπόστολός μας καὶ βαφτίστηκαν. Φυσικὰ τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ τυφλοῦ παιδιοῦ, ἀκολούθησαν καὶ ἄλλα, καὶ ἄλλα. Στὸ μεταξὺ ὁ ἄνεμος ἄρχισε νὰ φυσᾶ καὶ τὸ καράβι ἑτοιμάστηκε γιὰ νὰ συνεχίσει τὸ ταξίδι του. Ὁ Ἀπόστολος, ἀφοῦ κάλεσε κοντά του ὅλους ἐκείνους ποὺ πίστεψαν στὸν Χριστὸ καὶ βαφτίστηκαν, τοὺς ἔδωκε τὶς τελευταῖες συμβουλές του καὶ τοὺς ἀποχαιρέτησε. Ἔτσι στὸ εὐλογημένο νησὶ ὀργανώθηκε ἀκόμη μιὰ ὁμάδα, μία ἐκκλησία πιστῶν στὸν ἕνα ἀληθινὸ Θεό.
Ἀργότερα, μετὰ ἀπὸ χρόνια, κτίστηκε στὸν τόπο αὐτὸν ποὺ περπάτησε καὶ ἅγιασε μὲ τὴν προσευχή, τὰ θαύματα καὶ τὸν ἱδρώτα του ὁ Πρωτόκλητος μαθητής, τὸ μεγάλο μοναστήρι τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέα, ποὺ μὲ τὸν καιρὸ εἶχε γίνει παγκύπριο προσκύνημα. Σὲ ὅλους τους ναοὺς τοῦ μαρτυρικοῦ νησιοῦ, θὰ βροῦμε τὴν ἁγία εἰκόνα του καὶ τὸ ὄνομά του εἶναι τὸ πιὸ συνηθισμένο μεταξὺ τῶν κατοίκων (Ἀνδρέας ἢ Ἀδρεανὴ - Ἀνδρούλα) καὶ τὸ πιὸ διαδεδομένο. Γιὰ λόγους ποὺ μόνο ὁ Κύριος γνωρίζει, ἐδῶ καὶ μερικὰ χρόνια – ἀπὸ τὸ 1974 — τὸ ἅγιο μοναστήρι μαζὶ μὲ ὅλη τὴν Καρπασία, τὴ Μεσαορία καὶ τὴ Βόρειο Κύπρο ἔχει περιέλθει στὴν κυριαρχία τοῦ πιὸ βάρβαρου εἰσβολέα, τοῦ Τούρκου. Οἱ εὐλογημένες ἐκκλησίες ποὺ βρίσκονται στὰ μέρη αὐτὰ μένουν κανονικὰ ἀλειτούργητες. Καὶ οἱ καμπάνες σώπασαν ἀπὸ τότες νὰ κτυποῦν καὶ νὰ καλοῦν τοὺς πιστοὺς σὲ συναγερμὸ ψυχῆς. Τὸ ἁγίασμα ὅμως ποὺ βγῆκε ἀπ’ τὴν γῆ ὕστερα ἀπὸ τὴν προσευχὴ τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου Ἀνδρέου μένει καὶ συνεχίζει τὸ κελάρυσμά του. Συνεχίζει τὸ κελάρυσμά του καὶ περιμένει τὴν ἁγία ὥρα, ποὺ οἱ πιστοὶ τοῦ νησιοῦ, πλυμένοι καὶ καθαρισμένοι μέσα στὰ δάκρυα μιᾶς εἰλικρινοῦς μετάνοιας, θὰ ἀξιωθοῦν ἐλεύθεροι καὶ πάλι νὰ ἐπισκεφθοῦν τὸ ὄμορφο μοναστήρι γιὰ νὰ ψάλουν τὰ εὐχαριστήρια στὸν Κύριο γιὰ τὴν λύτρωσή τους ἀπὸ τὰ δεινὰ τῆς πικρῆς δοκιμασίας καὶ νὰ πιοῦν καὶ νὰ δροσίσουν τὰ χείλη ἀπὸ τὸ γλυκὸ νερό.
Τὸ τέλος τοῦ Ἀποστόλου ὑπῆρξε ἀνάλογο τῆς ἱστορίας του. Μαρτύρησε στὴν Πάτρα, ὅπου εἶχε φτάσει, γιὰ νὰ μεταδώσει καὶ ἐδῶ τὸ μήνυμα τῆς λυτρώσεως καὶ νὰ σκορπίσει τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἐπίσκεψή του ἀπὸ τὴν πλευρὰ αὐτὴ ἔφερε πολλοὺς καρπούς. Σὲ λίγες μέρες τὸ κήρυγμά του μαζὶ μὲ τὰ πολλά του θαύματα συγκλόνισε κυριολεκτικὰ τὰ θεμέλια τῆς εἰδωλολατρίας στὴν Ἀχαΐα. Ἀνάμεσα στοὺς πρώτους, ποὺ πίστεψαν, ἦταν αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ ἀνθύπατος. Ἔτσι λεγόνταν κατὰ τοὺς ρωμαϊκοὺς χρόνους οἱ Ρωμαῖοι ἄρχοντες, ποὺ διοικοῦσαν μία ἀπὸ τὶς ἐπαρχίες τοῦ κράτους. Τῆς πόλεως, ὁ Λέσβιος ὅπως λεγόταν, ποὺ εἶχε ἀρρωστήσει ἄξαφνα βαριὰ καὶ τὸν εἶχε γιατρέψει ὁ Ἀπόστολός μας. Τὸ παράδειγμα τοῦ ἀνθύπατου ἔσπευσαν ν’ ἀκολουθήσουν καὶ ἄλλοι εἰδωλολάτρες. Μὰ τὸ πράγμα ἔγινε γνωστὸ στὴν Ρώμη. Ὁ αὐτοκράτορας Νέρων λύσσαξε ἀπ’ τὸ κακό του καὶ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ἀντικατασταθεῖ ἀμέσως ὁ Λέσβιος ἀπὸ κάποιο Αἰγεάτη, πολὺ φανατικὸ εἰδωλολάτρη καὶ πολὺ σκληρό.
Ὁ Πρωτόκλητος ἔχοντας συνοδὸ τὸν Λέσβιο συνεχίζει καθημερινὰ τὰ κηρύγματά του καὶ τὶς θαυματουργικές του θεραπεῖες. Πλήθη λαοῦ ἀπ’ ὅλη τὴν Ἀχαΐα τὰ παρακολουθοῦν μὲ ἐνδιαφέρον καὶ πολλοὶ κάθε μέρα πυκνώνουν τὶς τάξεις τῶν πιστῶν. Μέσα σ’ αὐτοὺς προστίθενται τώρα καὶ ἡ σύζυγος τοῦ Αἰγεάτη, ἡ Μαξιμίλλα, ὁ ἀδελφός του Στρατοκλῆς, σοφὸς μαθηματικός, καὶ ἄλλοι πολλοὶ ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς του καὶ τὴ συνοδεία του.
Ὁ ἀνθύπατος Αἰγεάτης, ἂν καὶ εἶδε τὴν γυναίκα του Μαξιμίλλα νὰ σώζεται ἀπὸ βέβαιο θάνατο μὲ τὴν ἐπέμβαση τοῦ Πρωτοκλήτου, ἂν καὶ εἶδε τὸν ἀδελφό του Στρατοκλῆ, ποὺ τὸν ἐκτιμοῦσε τόσο, νὰ προσχωρεῖ στὴ νέα πίστη, ἐν τούτοις ὁ ἴδιος ἔμεινε ἀσυγκίνητος. Κάτι περισσότερο. Πείσμωσε μὲ τὴ γυναίκα του καὶ ἀξίωσε ἀπ’ αὐτὴν νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ἡ Μαξιμίλλα ὅμως δὲν δέχτηκε ν’ ἀκούσει.
– Προτιμῶ, τοῦ εἶπε, νὰ χωριστῶ ἀπὸ σένα παρὰ ἀπὸ τὸν Χριστό μου.
Καὶ αὐτός, τυφλωμένος ἀπ’ τὸ πάθος του, διατάσσει νὰ συλλάβουν τὸν Πρωτόκλητο καὶ νὰ τὸν ρίξουν στὴ φυλακή. Γιὰ νὰ ἐκβιάσει δὲ περισσότερο τὴν ἀφοσιωμένη στὸν Χριστὸ γυναίκα, τὴν ἀπειλεῖ πώς, ἂν δὲν ἐπιστρέψει στὴν θρησκεία τῶν πατέρων της, τὴν εἰδωλολατρία, θὰ βασανίσει τρομερὰ τὸν γέροντα Ἀπόστολο καὶ στὸ τέλος θὰ τὸν σταυρώσει. Ἀνήσυχη ἡ Μαξιμίλλα τρέχει στὴ φυλακή, γιὰ νὰ μεταφέρει στὸν Ἀπόστολο τὶς ἀπειλὲς τοῦ συζύγου της. Τρέμει ἡ καλὴ γυναίκα, μήπως πάθει κανένα κακὸ ὁ εὐεργέτης καὶ σωτήρας της.
— Μὴ φοβᾶσαι, κόρη μου, γιὰ τὴν ζωή μου, τῆς εἶπε ὁ Πρωτόκλητος. Κράτησε σταθερὰ τὴν πίστη σου. Θὰ εἶναι τιμὴ καὶ εὔνοια τοῦ Θεοῦ σὲ μένα ν’ ἀξιωθῶ νὰ φύγω ἀπ’ τὸν κόσμο αὐτὸ κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, ποὺ ἔφυγε ὁ Λυτρωτής μας. Ἂς κάμει, ὅτι θέλει ὁ Αἰγεάτης. Ἂς μὲ κάψει στὴν φωτιά. Ἂς μὲ κατακόψει μὲ τὰ μαχαίρια. Ἂς μὲ καρφώσει στὸν Σταυρό. «Οὐκ ἄξια τὰ παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς». Ὁ Στρατοκλής, ποὺ βρισκόταν ἐκεῖ, λούστηκε στὸ κλάμα.
– Μὴν κλαῖς, τοῦ εἶπε ὁ Ἀπόστολος. Κάποια μέρα θὰ φύγουμε ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό. «Οὐκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν». Πρόσεξε μόνο τὸν σπόρο τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ ἔσπειρα στὴν καρδιά σου. Κράτησέ τον προσεκτικὰ καὶ σπεῖρέ τον καὶ ἐσὺ παρακάτω.
Τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου τόνωσαν τὸ θάρρος τῆς Μαξιμίλλας καὶ τοῦ Στρατοκλῆ καὶ ἀτσάλωσαν τὴν θέληση τοὺς ν’ ἀγωνιστοῦν ὡς τὸ τέλος. Ὁ Αἰγεάτης ξαναφώναξε τὴν γυναίκα του καὶ προσπάθησε μὲ λόγια γλυκὰ καὶ κολακευτικὰ νὰ τὴν μεταπείσει ἀπὸ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ.
— Εἶμαι ἕτοιμος νὰ κάμω τὸ καθετὶ γιὰ τὴν ἀγάπη σου, τῆς εἶπε. Ἂν πεισθεῖς νὰ ἀφήσεις τὸν Χριστό, θὰ σ’ ἔχω βασίλισσα στὸ σπίτι μου. Ἀλλιῶς θὰ καρφώσω σ’ ἕνα σταυρὸ τὸν γέρο, πού σου πῆρε τὰ μυαλά, καὶ θὰ σκοτώσω καὶ ἐσένα.
Ἡ ἀπάντηση τῆς Μαξιμίλλας ὑπῆρξε ἀληθινὰ ἡρωική.
— Προτιμῶ χίλιες φορὲς τὸν θάνατο παρὰ τὴ ζωὴ μ’ ἕνα εἰδωλολάτρη σὰν καὶ σένα.
Τὰ λόγια τῆς ἡρωίδας χριστιανῆς ἄναψαν τὸν θυμὸ τοῦ συζύγου της, ποὺ ἔδωκε ἐντολὴ νὰ βασανίσουν σκληρὰ τὸν Ἅγιο καὶ στὸ τέλος νὰ τὸν ὑψώσουν πάνω σ’ ἕναν σταυρό, ποὺ εἶχε τὸ σχῆμα τοῦ γράμματος Χ καὶ ποὺ εἶχε στηθεῖ στὸ «χεῖλος τῆς θαλάσσιας ἀμμουδιᾶς». Πάνω στὸν Σταυρὸ αὐτό, ποὺ ἦταν φτιαγμένος ἀπὸ ξύλα ἐλιᾶς, ἔδεσαν τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια τοῦ Ἀποστόλου, χωρὶς νὰ τὸν καρφώσουν. Καὶ αὐτὸ ἔγινε, γιατί ὁ Ἀνθύπατος ἤθελε νὰ κρατήσει πολὺν καιρὸ τὸν Ἅγιο στὴ ζωή, γιὰ νὰ τὸν βασανίσει.
Ἀπὸ μία θάλασσα, τὴν ὄμορφη θάλασσα τῆς Γαλιλαίας, κάλεσε ὁ Κύριος τὸν μεγάλο Ψαρὰ νὰ τὸν ἀκολουθήσει γιὰ νὰ γίνει μαθητής του καὶ νὰ ψαρεύει ἀνθρώπους. Ἀπὸ μία ἄλλη θάλασσα κοντά, τὴν θάλασσα τῆς ἱστορικῆς πόλεως τῶν Πατρών, κάλεσε καὶ πάλι ὁ Χριστὸς τὸν μαθητὴ καὶ Ἀπόστολό του Ἀνδρέα, ὕστερα ἀπὸ σκληρὴ ἐργασία σπορᾶς τοῦ λόγου του, νὰ μεταπηδήσει στὴν οὐράνια πατρίδα μας, γιὰ νὰ λάβει τὸν ἄφθαρτο στέφανο τῆς δικαιοσύνης. Ὁ ἀπόστολος ἔφυγε ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸν σὲ ἡλικία 80 περίπου χρόνων.
Οἱ χριστιανοὶ τῆς Ἀχαΐας θρήνησαν βαθιὰ τὸν θάνατό του. Ὁ πόνος τους ἔγινε ἀκόμη πιὸ μεγάλος, ὅταν ὁ ἀνθύπατος Αἰγεάτης ἀρνήθηκε νὰ τοὺς παραδώσει τὸ ἅγιο λείψανό του, γιὰ νὰ τὸ θάψουν. Ὁ Θεὸς ὅμως οἰκονόμησε τὰ πράγματα. Τὴν ἴδια μέρα, ποὺ πέθανε ὁ Ἅγιος, ὁ Αἰγεάτης τρελάθηκε καὶ αὐτοκτόνησε. «Θάνατος ἁμαρτωλῶν πονηρός». Οἱ χριστιανοὶ τότε μὲ τὸν ἐπίσκοπό τους τὸν Στρατοκλῆ, πρῶτο Ἐπίσκοπο τῶν Πατρών, παρέλαβαν τὸ σεπτὸ λείψανο καὶ τὸ ἔθαψαν μὲ μεγάλες τιμές. Ἀργότερα, ὅταν στὸν θρόνο τοῦ Βυζαντίου ἀνέβηκε ὁ Κωνστάντιος, ποὺ ἦταν γιὸς τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, μέρος τοῦ ἱεροῦ λειψάνου μεταφέρθηκε ἀπὸ τὴν πόλη τῶν Πατρὼν στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ κατατέθηκε στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων «ἔνδον τῆς Ἁγίας Τραπέζης». Ἡ ἁγία Κάρα τοῦ Πρωτοκλήτου φαίνεται πὼς ἀπέμεινε στὴν Πάτρα. Ὅταν ὅμως οἱ Τοῦρκοι ἐπρόκειτο νὰ καταλάβουν τὴν πόλη τὸ 1460, τότε ὁ Θωμᾶς Παλαιολόγος, ἀδελφὸς τοῦ τελευταίου αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου τοῦ Παλαιολόγου καὶ τελευταῖος Δεσπότης τοῦ Μοριᾶ, πῆρε τὸ πολύτιμο κειμήλιο καὶ τὸ μετέφερε στὴν Ἰταλία. Ἐκεῖ ἐναποτέθηκε στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Πέτρου τῆς Ρώμης, ὅπου ἔμεινε μέχρι τοῦ 1964. Τὴν 26η τοῦ Σεπτέμβρη († Ἀνακομιδὴ Τιμίας Κάρας) τοῦ ἔτους αὐτοῦ ἀντιπροσωπεία τοῦ πάπα Παύλου μετέφερε ἀπὸ τὴν Ρώμη τὸν πολύτιμο θησαυρὸ καὶ τὸν παρέδωσε στὸν νόμιμο κάτοχο, τὴν Ἐκκλησία τῶν Πατρέων. Ἡ ἁγία Κάρα τοῦ Πρωτοκλήτου ὕστερα ἀπὸ ἐνέργειες τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς μεταφέρθηκε καὶ στὴν Κύπρο τὸ 1967 γιὰ μερικὲς μέρες καὶ ἐξετέθηκε σὲ εὐλαβικὸ προσκύνημα. Χιλιάδες Κύπριοι τότε, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ξεκίνησαν ἀπὸ τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ νησιοῦ μας καὶ πῆγαν καὶ προσκύνησαν τὴν ἅγια Κάρα τοῦ Πρωτοκλήτου καὶ μπροστά της κατέθεσαν τὸν βαθὺ σεβασμὸ καὶ τὴν εὐλαβικὴ εὐγνωμοσύνη τους γιὰ τὰ ὅσα ἡ χάρη του πρόσφερε καὶ προσφέρει στὸ νησί μας.
Στὴ μνήμη τοῦ μεγάλου ἀποστόλου ἂς κλίνει τακτικὰ μὲ εὐλάβεια τὸ γόνυ τῆς ψυχῆς κάθε Ἑλληνικὴ καρδιά. Εἶναι ἕνας ἀπ’ τοὺς Ἀποστόλους ποὺ ἀγάπησαν τὴν πατρίδα μας καὶ ἀγωνίστηκαν νὰ τῆς μεταδώσουν τὸ ἀνέσπερο φῶς τοῦ Χριστοῦ. Τὸ μήνυμά του δὲ, «εὐρήκαμεν τὸν Μεσσίαν» ἂς γίνει καὶ γιὰ μᾶς σύνθημα ζωῆς.
«Εὐρήκαμεν τὸν Μεσσίαν» φωνάζει καὶ σ’ ἐμᾶς ὁ Πρωτόκλητος μαθητής. Ὁ Χριστὸς ἦταν καὶ εἶναι ὁ μοναδικὸς Σωτήρας καὶ Λυτρωτὴς τῶν ἀνθρώπων. Ἔτσι τὸν γνωρίσαμε ἐμεῖς. Ἔτσι θὰ τὸν γνωρίσετε καὶ ἐσεῖς, ἂν τὸν ἀναγνωρίσετε Ἀρχηγὸ καὶ Κύριό σας κι ἂν βάλετε τὸ θέλημα καὶ τὸν νόμο του ὁδηγὸ στὴν ζωή σας. Ναί! ἂν βάλετε τὸ ἅγιο θέλημα καὶ τὸν νόμο του ὁδηγὸ καὶ σύντροφο στὴ ζωή σας. Γιατί ὁ Χριστὸς ἦταν καὶ εἶναι «χθὲς καὶ σήμερον ὁ Αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰώνας». Τὸ σωστικὸ αὐτὸ μήνυμα ἂς ἀγκαλιάσουμε μὲ πίστη φλογερὴ ὅλοι ἀνεξαίρετα ὅσοι ποθοῦμε νὰ δοῦμε στὸν μαρτυρικὸ αὐτὸ τόπο καλύτερες μέρες. Ὅτι γκρεμίζει ἡ ἁμαρτία ἀνορθώνει καὶ ξαναφτιάχνει μόνο μιὰ εἰλικρινὴς μετάνοια. Μὲ μία γνήσια μετάνοια καὶ συντριβὴ ψυχῆς ἂς καταφύγουμε καὶ πάλι ὅλοι στὸν Σωτήρα Χριστὸ καὶ ἃς τοῦ ζητήσουμε νὰ συγχωρήσει καὶ ἐμᾶς ὅπως κάποτε τοὺς Νινευΐτες καὶ νὰ μᾶς ξαναδώσει τὴ λευτεριά μας. Καὶ θὰ μᾶς ἀκούσει ὁ Κύριος. Ὁπωσδήποτε θὰ μᾶς ἀκούσει. Μᾶς τὸ βεβαιώνει μὲ τὰ ἅγια λόγια Του: «Ἐπικάλεσαι με, ἐν ἡμέρᾳ θλίψεώς σου καὶ ἐξελοῦμαι σε καὶ δοξάσεις με». Παιδί μου, ὅπου καὶ νὰ εἶσαι, φώναξέ με στὸν πόνο σου. Καὶ θὰ σὲ ἀκούσω. Καὶ θὰ σοῦ δώσω αὐτὸ ποὺ μοῦ ζητᾶς, μιὰς καὶ εἶναι γιὰ τὸ καλό σου. Καὶ θὰ μὲ δοξάσεις. Ἀκοῦς; Θὰ στὸ δώσω καὶ θὰ μὲ δοξάσεις.».
Ὕστερα ἀπὸ τὸ ἐπεισόδιο, ποὺ ἀναφέραμε, τόσο ὁ Ἀνδρέας, ὅσο καὶ ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἰωάννης ξαναγύρισαν στὰ πλοῖα τους καὶ ἔπιασαν πάλι τὴν δουλειά τους. Δὲν εἶχε ἔρθει ἀκόμη ἡ εὐλογημένη ὤρα νὰ ἀρχίσει ὁ Κύριος τὸ ἔργο του. Αὐτὸ ἔγινε λίγες μέρες ἀργότερα. Ἐκεῖ στὴν λίμνη τῆς Γεννησαρὲτ οἱ δυὸ ἀδελφοὶ καταγίνονταν νὰ ρίψουν τὰ δίχτυα τους στὴν θάλασσα, ὅταν τοὺς ξαναβρῆκε ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς κάλεσε νὰ τὸν ἀκολουθήσουν. «Δεῦτε ὀπίσω μου», τοὺς εἶπε, «καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων». Καὶ αὐτοὶ «εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῶ». «Εὐθέως», χωρὶς καμιὰ χρονοτριβή, χωρὶς καμιὰ ἀναβολὴ τὸν ἀκολούθησαν. Στὴν περίσταση αὐτὴ ἔμοιασαν μὲ τὸν σοφὸ καὶ συνετὸ ἐκεῖνο ἔμπορο τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς, ποὺ ζητοῦσε νὰ βρεῖ καὶ ν’ ἀγοράσει μαργαριτάρια. Καὶ ὅταν βρῆκε κάποτε ἕνα σπουδαῖο καὶ «πολύτιμον μαργαρίτην», ἔσπευσε νὰ πωλήσει ὅλα ὅσα εἶχε καὶ νὰ τὸν ἀγοράσει. Αὐτὸ ἔκαμαν καὶ οἱ δύο ἀδελφοί.
Ὁ Ἀνδρέας ἀκολούθησε τὸν Κύριο πιστὰ καὶ πρόθυμα μέχρι τέλους. Κατὰ τὸ διάστημα αὐτὸ τῆς μαθητείας του δύο ἀπὸ τὰ πολλὰ ἐπεισόδια καταδεικνύουν τὴν ἰδιαίτερη θέση, ποὺ εἶχε ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους μαθητὲς καὶ κοντὰ στὸν Ἰησοῦ. Τὸ πρῶτο συνέβηκε στὴν ἔρημο. Τὰ πλήθη, ποὺ εἶχαν πληροφορηθεῖ πὼς ὁ Κύριος βρισκόταν ἐκεῖ, μαζεύτηκαν ἀπ’ ὅλα τὰ μέρη γύρω, γιὰ νὰ ζητήσουν τὶς εὐεργεσίες του καὶ ν’ ἀκούσουν τὴ διδασκαλία του. Κόντευε νὰ δύσει ὁ ἥλιος καὶ κανένας δὲν ἔλεγε νὰ φύγει. Κάποια στιγμὴ ὁ Ἰησοῦς φώναξε κοντά του τὸν Φίλιππο καὶ τὸν ρώτησε: «Ἀπὸ ποῦ καὶ μὲ τί χρήματα θὰ ἀγοράσουμε ψωμιά, γιὰ νὰ φάγουν ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι;» Ὁ Κύριος φυσικὰ γνώριζε τί θὰ ἔκαμνε. Τὸ εἶπε ὅμως αὐτό, γιὰ νὰ δοκιμάσει τὸν Φίλιππο καὶ τοὺς ἄλλους μαθητές. Καὶ αὐτὸς ἀπὸ μέρους καὶ τῶν ἄλλων μαθητῶν γεμάτος ἀμηχανία ἀπήντησε: «Διακοσίων δηναρίων ἄρτοι οὐκ ἀρκούσιν αὐτοὶς ἵνα ἕκαστος αὐτῶν βραχὺ τί λαβή». Διακοσίων δηναρίων ψωμιὰ δὲν φτάνουν, ὄχι γιὰ νὰ χορτάσουν, ἀλλὰ γιὰ νὰ πάρει ὁ καθένας μιὰ μπουκιά. Τὴν στιγμὴ ἐκείνη πετάχτηκε ὁ Ἀνδρέας κι εἶπε. «Κύριε, εἶναι ἐδῶ ἕνα παιδάκι, ποὺ ἔχει πέντε κριθαρένια ψωμιὰ καὶ δυὸ ψαράκια» (Ἰωάν. στ’ 9). Φυσικὰ πέντε κριθαρένια ψωμιὰ καὶ δυὸ ψαράκια δὲν εἶναι τίποτα γιὰ τόσο κόσμο. Μὰ ἐσύ Κύριε, μπορεῖς νὰ τὰ εὐλογήσεις καὶ τότε, ὦ, ναί! Τότε μποροῦν νὰ φᾶνε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καὶ νὰ περισσέψουν. Πρόσωπο μὲ παρρησία καὶ μὲ μία λανθάνουσα πίστη στὸν Χριστό μας παρουσιάζει τὸ ἐπεισόδιο αὐτὸ τὸν Ἀνδρέα.
Πρόσωπο μὲ πλατιὰ καὶ μεγάλη καρδιὰ μᾶς τὸν παρουσιάζει τὸ δεύτερο ἐπεισόδιο. Συγχρόνως ὅμως καὶ ἄνθρωπο μὲ τόλμη, ποὺ δὲν διστάζει νὰ πάρει μία μεγάλη ἀπόφαση καὶ ν' ἀναλάβει συνάμα καὶ τὶς εὐθύνες του. Ἀφορμὴ γι’ αὐτὸ τὸ ἐπεισόδιο ἔδωκαν μερικοὶ συμπατριῶτες μας Ἕλληνες. Ἦταν οἱ μέρες τοῦ Πάσχα, τοῦ τελευταίου Πάσχα τοῦ Κυρίου μας. Μέσα στὰ πλήθη, ποὺ μαζεύτηκαν στὰ Ἱεροσόλυμα ἀπὸ τὰ διάφορα μέρη τοῦ κόσμου, ἦταν καὶ αὐτοί. Ἀσφαλῶς ἦταν ἄνθρωποι ποὺ εἶχαν προσηλυτισθεῖ στὸν ἰουδαϊσμό. Ἡ πνευματικὴ θρησκεία τοῦ Ἰσραὴλ τοὺς εἶχε τραβήξει μέσα στὴν καρδιά τους βαθὺ τὸν πόθο νὰ τὸν γνωρίσουν. Πλησίασαν λοιπὸν τὸν Φίλιππο – ἴσως τὸ ἑλληνικό του ὄνομα τοὺς ἔδωκε τὸ θάρρος – καὶ τοῦ ζήτησαν νὰ τοὺς ὁδηγήσει στὸν Χριστό. Ὁ Φίλιππος ὅμως ἔσπευσε νὰ ζητήσει τὴ γνώμη τοῦ Ἀνδρέα. Γιατί τοῦ Ἀνδρέα; Γιατί ἦταν συμπατριώτης του καὶ ἤξερε τὴν παρρησία του. Ἀλλὰ καὶ γιατί ὁ Ἀνδρέας ἦταν γνωστὸς σὰν ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν μεγάλη καρδιὰ καὶ τὸ θέμα θὰ τὸ ἀντίκριζε ὄχι μὲ τὴ στενὴ ἰουδαϊκὴ ἀντίληψη, πὼς ὁ Χριστὸς ἦλθε καὶ ἀνῆκε μόνο στοὺς Ἰουδαίους, ἀλλὰ καὶ στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Καὶ πραγματικὰ ἡ στάση του δικαίωσε τὴν φήμη του.
Ὁ Ἀνδρέας, σὰν ἔμαθε ἀπὸ τὸν Φίλιππο τὸ περιστατικό, χωρὶς νὰ χάσει καιρό, πῆρε τοὺς Ἕλληνες καὶ μαζὶ μ’ αὐτὸν τοὺς ἔφερε στὸν Χριστὸ (Ἰωάν. ιβ’ 20 – 22). Τί φανερώνει καὶ τὸ ἐπεισόδιο αὐτό; Τὴν μεγάλη, τὴν πλατιά του καρδιά, μὰ καὶ τὴν οἰκειότητά του πρὸς τὸν Χριστό. Εὐτυχεῖς ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ μιμοῦνται τὸν Πρωτόκλητο καὶ βοηθοῦν καὶ ἄλλες ψυχὲς νὰ πλησιάσουν καὶ νὰ γνωρίσουν τὸν Κύριο.
Ἡ ζωὴ τοῦ Πρωτοκλήτου κατὰ τὰ τρία χρόνια τῆς μαθητείας εἶναι ἡ ἴδια μὲ τὴ ζωὴ τῶν ἄλλων μαθητῶν. Ἀχόρταγα καὶ αὐτὸς μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους ἀποστόλους ρουφοῦσε ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ θείου Διδασκάλου τὰ «ρήματα τῆς αἰωνίου ζωῆς». Μαζί του περιέτρεχε τὴν Ἅγια Γῆ καὶ ἔβλεπε τὶς εὐεργεσίες καὶ τὰ θαύματά του. Βαθιὰ ἦταν ἡ συγκίνησή του γιὰ τὴν ὑποδοχή, ποὺ ὁ περιούσιος λαὸς ἐπεφύλαξε στὸν Κύριό μας «πρὸ ἓξ ἡμερῶν τοῦ Πάσχα». Πιὸ βαθιὰ ἡ θλίψη του γιὰ τὴ σύλληψη τοῦ Διδασκάλου του καὶ γιὰ ὅσα ἀκολούθησαν αὐτή. Ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Κυρίου ὅμως κατ’ αὐτὴν τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεώς Του καὶ ἐνῶ πιὰ εἶχε βραδιάσει καὶ οἱ πόρτες τοῦ σπιτιοῦ ἦταν κλειστὲς «διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων» ξανάφερε στὴν ψυχή του τὴν χαρὰ καὶ τὴν ἐλπίδα. Ὁ Ἀνδρέας παρευρέθηκε στὴν Ἀνάληψη καὶ ἔλαβε μέρος στὴν ἐκλογὴ τοῦ Ματθία.
Μετὰ τὴν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ὁ Ἀπόστολος Ανδρέας, ὅπως ψάλλει καὶ ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος, ἀφοῦ «διεπέτασε τὸ ἱστίον τοῦ Πνεύματος, ὡς κύμα γαληνὸν πραέτω πνεύματι κινούμενον, πάσαν ἐπλούτισε τὴν γῆν τοῦ ἐνθέου κηρύγματος». Ὁ Ἀνδρέας ὑπῆρξε ὁ κατ’ ἐξοχὴν Ἀπόστολος τῶν Ἑλλήνων. Ἡ Σκυθία, δηλαδὴ ἡ σημερινὴ νότιος Ρωσία, ἡ Ἑλληνικὴ Βιθυνία, ὁ Πόντος, ἡ Θράκη, ἡ Μακεδονία, ἡ Ἤπειρος κι ἡ Ἀχαΐα ποτίστηκαν πλούσια μὲ τὸν τίμιο ἱδρώτα τοῦ Πρωτοκλήτου. Ἀλλὰ καὶ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Βυζαντίου, ποὺ ἀπετέλεσε καὶ ἀποτελεῖ τὸ κέντρο τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀπὸ τὸν Ἀπόστολό μας ἱδρύθηκε. Ἐδῶ ὁ Ἀνδρέας ἐγκατέστησε πρῶτο ἐπίσκοπο τὸν Ἀπόστολο Στάχυ καὶ αὐτοῦ διάδοχος εἶναι ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης. Σὲ μία του περιοδεία, ἀναφέρεται ἀπὸ τὴν παράδοση, πὼς ὁ Ἅγιος ἦλθε καὶ στήν Κύπρο. Τὸ καράβι, ποὺ τὸν μετέφερε στὴν Ἀντιόχεια ἀπὸ τὴν Ἰόππη, λίγο πρὶν προσπεράσουν τὸ γνωστὸ ἀκρωτήρι τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέα καὶ τὰ νησιά, ποὺ εἶναι γνωστὰ μὲ τὸ ὄνομα Κλεῖδες, ἀναγκάστηκε νὰ σταματήσει ἐκεῖ σ’ ἕνα μικρὸ λιμανάκι, γιατί κόπασε ὁ ἄνεμος. Τὶς μέρες αὐτὲς τῆς νηνεμίας τοὺς ἔλειψε καὶ τὸ νερό. Ἕνα πρωί, ποὺ ὁ πλοίαρχος βγῆκε στὸ νησὶ καὶ ἔψαχνε νὰ βρεῖ νερό, πῆρε μαζί του καὶ τὸν Ἀπόστολο. Δυστυχῶς πουθενὰ νερό. Κάποια στιγμή, ποὺ ἔφτασαν στὴ μέση τῶν δυὸ ἐκκλησιῶν, ποὺ ὑπάρχουν σήμερα, τῆς παλαιᾶς καὶ τῆς καινούργιας, ποὺ εἶναι κτισμένη λίγο ψηλότερα, ὁ Ἅγιος γονάτισε μπροστὰ σ’ ἕνα κατάξερο βράχο καὶ προσευχήθηκε νὰ στείλει ὁ Θεὸς νερό. Ποθοῦσε τὸ θαῦμα, γιὰ νὰ πιστέψουν ὅσοι ἦταν ἐκεῖ στὸν Χριστό. Ὕστερα σηκώθηκε, σφράγισε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ τὸν βράχο καὶ τὸ θαῦμα ἔγινε. Ἀπὸ τὴν ρίζα τοῦ βράχου βγῆκε ἀμέσως μπόλικο νερό, ποὺ τρέχει μέχρι σήμερα μέσα σ’ ἕνα λάκκο τῆς παλαιᾶς ἐκκλησίας καὶ ἀπ’ ἐκεῖ προχωρεῖ καὶ βγαίνει ἀπὸ μία βρύση κοντὰ στὴ θάλασσα. Εἶναι τὸ γνωστὸ ἁγίασμα. Τὸ εὐλογημένο νερό, ποὺ τόσους ξεδίψασε, μὰ καὶ τόσους ἄλλους, μυριάδες ὁλόκληρες, ποὺ τὸ πῆραν μὲ πίστη δρόσισε καὶ παρηγόρησε. Καὶ πρῶτα – πρῶτα τὸ τυφλὸ παιδὶ τοῦ καπετάνιου.
Ἦταν καὶ αὐτὸ ἕνα ἀπὸ τὰ πρόσωπα τοῦ καραβιοῦ ποὺ μετέφερε ὁ πατέρας. Γεννήθηκε τυφλὸ καὶ μεγάλωσε μέσα σὲ ἕνα συνεχὲς σκοτάδι. Ποτέ του δὲν εἶδε τὸ φῶς. Δένδρα, φυτά, ζῶα ἀγωνιζόταν νὰ τὰ γνωρίσει μὲ τὸ ψαχούλεμα. Ἐκείνη τὴν ἡμέρα, ὅταν οἱ ναῦτες γύρισαν μὲ τὰ ἀσκιὰ γεμάτα νερὸ καὶ ἐξήγησαν τὸν τρόπο ποὺ τὸ βρῆκαν στὸ νησί, ἕνα φῶς γλυκιᾶς ἐλπίδας ἄναψε στὴν καρδιὰ τοῦ δύστυχου παιδιοῦ. Μήπως τὸ νερὸ αὐτό, σκέφτηκε, ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὸν ξηρὸ βράχο ὕστερα ἀπ’ τὴν προσευχὴ τοῦ παράξενου ἐκείνου συνεπιβάτη τους, θὰ μποροῦσε νὰ χαρίσει καὶ σ’ αὐτὸν τὸ φῶς του ποῦ ποθοῦσε; Ἀφοῦ μὲ θαυμαστὸ τρόπο βγῆκε, θαύματα θὰ μποροῦσε καὶ νὰ προσφέρει. Μὲ τούτη τὴν πίστη καὶ τὴν βαθιὰ ἐλπίδα ζήτησε καὶ τὸ παιδὶ λίγο νερό. Διψοῦσε. Καιγόταν ἀπ’ τὴν δίψα. Ὁ Ἀπόστολος, ποὺ ἦταν ἐκεῖ, ἔσπευσε καὶ ἔδωσε στὸ παιδὶ ἕνα δοχεῖο γεμάτο ἀπὸ τὸ δροσερὸ νερό. Ὅμως τὸ παιδὶ προτίμησε, ἀντὶ νὰ δροσίσει μὲ τὸ νερὸ τὰ χείλη του, νὰ πλύνει πρῶτα τὸ πρόσωπό του. Καὶ ὦ τοῦ θαύματος! Μόλις τὸ δροσερὸ νερὸ ἄγγιξε τοὺς βολβοὺς τῶν ματιῶν τοῦ παιδιοῦ, τὸ χρόνιο σκοτάδι ἄρχισε νὰ διαλύεται. Καὶ ἕνα φῶς, ἱλαρὸ φῶς, ἄρχισε νὰ λούζει τὰ γύρω πράγματα...
— Πατέρα, πατέρα, ἄρχισε νὰ φωνάζει τὸ παιδὶ πότε ψαχουλεύοντας καὶ πότε τρέχοντας νὰ βρεῖ τὸν πατέρα. Καὶ ὁ καπετάνιος ποὺ τρόμαξε ἀπ' τὶς φωνὲς τοῦ παιδιοῦ τρέχει καὶ αὐτὸς πρὸς τὸ μέρος ποὺ ἀκουόταν ἡ φωνή. Στὸ ἀντίκρισμα τοῦ παιδιοῦ του σταμάτησε, ἔσκυψε καὶ ἄνοιξε τὴν ἀγκαλιά του.
— Παιδί μου, τί σου συμβαίνει; ρώτησε μὲ τρόμο ὁ πατέρας.
— Βλέπω! Πατέρα μου, βλέπω! Γιὰ κοίτα με, βλέπω τὴν θάλασσα, τοὺς ἀνθρώπους, τὰ πανιὰ τοῦ καραβιοῦ μας ποὺ φουσκώνουν. Πατέρα, τὸ εὐλογημένο νερὸ ποὺ μοῦ ἔδωκε ἐκεῖνος ὁ παππούλης, γιὰ νὰ πιῶ καὶ νὰ πλυθῶ, αὐτό μου χάρισε ὅτι ποθούσαμε. Τὸ φῶς μου, πατέρα...
Ὕστερα ἀπὸ μικρὴ διακοπὴ ποὺ πέρασε μέσα σὲ δάκρυα καὶ ἀναφιλητὰ εὐγνωμοσύνης ὁ καπετάνιος σηκώθηκε καὶ εἶπε:
— Παιδί μου, πᾶμε νὰ βροῦμε τὸν παππούλη ποὺ λές, γιὰ νὰ τὸν εὐχαριστήσουμε γιὰ ὅτι μας χάρισε!
— Ὄχι ἐμένα, εἶπε ὁ Ἀπόστολος ποὺ πλησίασε. Τὸν Χριστὸ νὰ εὐχαριστήσουμε ὅλοι. Αὐτὸς μᾶς ἔδωκε τὸ νερό. Αὐτὸς γιάτρεψε καὶ τὸ παιδί. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός, ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ἦρθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ μᾶς σώσει!
Καὶ ὁ Ἀπόστολος, ποὺ τὸν κοίταζαν ὅλοι μὲ θαυμασμό, ἄρχισε νὰ τοὺς μιλᾶ καὶ νὰ τοὺς διδάσκει τὴ νέα θρησκεία. Τὸ τέλος τῆς ὁμιλίας πολὺ καρποφόρο. Ὅσοι τὸν ἄκουσαν πίστεψαν καὶ βαφτίστηκαν. Τὴν ἀρχὴ ἔκανε ὁ καπετάνιος μὲ τὸ παιδί του, ποὺ πῆρε καὶ τὸ ὄνομα Ἀνδρέας. Καὶ ὕστερα ὅλοι οἱ ἄλλοι ἐπιβάτες καὶ μερικοὶ ψαράδες ποὺ ἤσαν ἐκεῖ. Πίστεψαν ὅλοι στὸν Χριστὸ ποὺ τοὺς κήρυξε ὁ Ἀπόστολός μας καὶ βαφτίστηκαν. Φυσικὰ τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ τυφλοῦ παιδιοῦ, ἀκολούθησαν καὶ ἄλλα, καὶ ἄλλα. Στὸ μεταξὺ ὁ ἄνεμος ἄρχισε νὰ φυσᾶ καὶ τὸ καράβι ἑτοιμάστηκε γιὰ νὰ συνεχίσει τὸ ταξίδι του. Ὁ Ἀπόστολος, ἀφοῦ κάλεσε κοντά του ὅλους ἐκείνους ποὺ πίστεψαν στὸν Χριστὸ καὶ βαφτίστηκαν, τοὺς ἔδωκε τὶς τελευταῖες συμβουλές του καὶ τοὺς ἀποχαιρέτησε. Ἔτσι στὸ εὐλογημένο νησὶ ὀργανώθηκε ἀκόμη μιὰ ὁμάδα, μία ἐκκλησία πιστῶν στὸν ἕνα ἀληθινὸ Θεό.
Ἀργότερα, μετὰ ἀπὸ χρόνια, κτίστηκε στὸν τόπο αὐτὸν ποὺ περπάτησε καὶ ἅγιασε μὲ τὴν προσευχή, τὰ θαύματα καὶ τὸν ἱδρώτα του ὁ Πρωτόκλητος μαθητής, τὸ μεγάλο μοναστήρι τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέα, ποὺ μὲ τὸν καιρὸ εἶχε γίνει παγκύπριο προσκύνημα. Σὲ ὅλους τους ναοὺς τοῦ μαρτυρικοῦ νησιοῦ, θὰ βροῦμε τὴν ἁγία εἰκόνα του καὶ τὸ ὄνομά του εἶναι τὸ πιὸ συνηθισμένο μεταξὺ τῶν κατοίκων (Ἀνδρέας ἢ Ἀδρεανὴ - Ἀνδρούλα) καὶ τὸ πιὸ διαδεδομένο. Γιὰ λόγους ποὺ μόνο ὁ Κύριος γνωρίζει, ἐδῶ καὶ μερικὰ χρόνια – ἀπὸ τὸ 1974 — τὸ ἅγιο μοναστήρι μαζὶ μὲ ὅλη τὴν Καρπασία, τὴ Μεσαορία καὶ τὴ Βόρειο Κύπρο ἔχει περιέλθει στὴν κυριαρχία τοῦ πιὸ βάρβαρου εἰσβολέα, τοῦ Τούρκου. Οἱ εὐλογημένες ἐκκλησίες ποὺ βρίσκονται στὰ μέρη αὐτὰ μένουν κανονικὰ ἀλειτούργητες. Καὶ οἱ καμπάνες σώπασαν ἀπὸ τότες νὰ κτυποῦν καὶ νὰ καλοῦν τοὺς πιστοὺς σὲ συναγερμὸ ψυχῆς. Τὸ ἁγίασμα ὅμως ποὺ βγῆκε ἀπ’ τὴν γῆ ὕστερα ἀπὸ τὴν προσευχὴ τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου Ἀνδρέου μένει καὶ συνεχίζει τὸ κελάρυσμά του. Συνεχίζει τὸ κελάρυσμά του καὶ περιμένει τὴν ἁγία ὥρα, ποὺ οἱ πιστοὶ τοῦ νησιοῦ, πλυμένοι καὶ καθαρισμένοι μέσα στὰ δάκρυα μιᾶς εἰλικρινοῦς μετάνοιας, θὰ ἀξιωθοῦν ἐλεύθεροι καὶ πάλι νὰ ἐπισκεφθοῦν τὸ ὄμορφο μοναστήρι γιὰ νὰ ψάλουν τὰ εὐχαριστήρια στὸν Κύριο γιὰ τὴν λύτρωσή τους ἀπὸ τὰ δεινὰ τῆς πικρῆς δοκιμασίας καὶ νὰ πιοῦν καὶ νὰ δροσίσουν τὰ χείλη ἀπὸ τὸ γλυκὸ νερό.
Τὸ τέλος τοῦ Ἀποστόλου ὑπῆρξε ἀνάλογο τῆς ἱστορίας του. Μαρτύρησε στὴν Πάτρα, ὅπου εἶχε φτάσει, γιὰ νὰ μεταδώσει καὶ ἐδῶ τὸ μήνυμα τῆς λυτρώσεως καὶ νὰ σκορπίσει τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἐπίσκεψή του ἀπὸ τὴν πλευρὰ αὐτὴ ἔφερε πολλοὺς καρπούς. Σὲ λίγες μέρες τὸ κήρυγμά του μαζὶ μὲ τὰ πολλά του θαύματα συγκλόνισε κυριολεκτικὰ τὰ θεμέλια τῆς εἰδωλολατρίας στὴν Ἀχαΐα. Ἀνάμεσα στοὺς πρώτους, ποὺ πίστεψαν, ἦταν αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ ἀνθύπατος. Ἔτσι λεγόνταν κατὰ τοὺς ρωμαϊκοὺς χρόνους οἱ Ρωμαῖοι ἄρχοντες, ποὺ διοικοῦσαν μία ἀπὸ τὶς ἐπαρχίες τοῦ κράτους. Τῆς πόλεως, ὁ Λέσβιος ὅπως λεγόταν, ποὺ εἶχε ἀρρωστήσει ἄξαφνα βαριὰ καὶ τὸν εἶχε γιατρέψει ὁ Ἀπόστολός μας. Τὸ παράδειγμα τοῦ ἀνθύπατου ἔσπευσαν ν’ ἀκολουθήσουν καὶ ἄλλοι εἰδωλολάτρες. Μὰ τὸ πράγμα ἔγινε γνωστὸ στὴν Ρώμη. Ὁ αὐτοκράτορας Νέρων λύσσαξε ἀπ’ τὸ κακό του καὶ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ἀντικατασταθεῖ ἀμέσως ὁ Λέσβιος ἀπὸ κάποιο Αἰγεάτη, πολὺ φανατικὸ εἰδωλολάτρη καὶ πολὺ σκληρό.
Ὁ Πρωτόκλητος ἔχοντας συνοδὸ τὸν Λέσβιο συνεχίζει καθημερινὰ τὰ κηρύγματά του καὶ τὶς θαυματουργικές του θεραπεῖες. Πλήθη λαοῦ ἀπ’ ὅλη τὴν Ἀχαΐα τὰ παρακολουθοῦν μὲ ἐνδιαφέρον καὶ πολλοὶ κάθε μέρα πυκνώνουν τὶς τάξεις τῶν πιστῶν. Μέσα σ’ αὐτοὺς προστίθενται τώρα καὶ ἡ σύζυγος τοῦ Αἰγεάτη, ἡ Μαξιμίλλα, ὁ ἀδελφός του Στρατοκλῆς, σοφὸς μαθηματικός, καὶ ἄλλοι πολλοὶ ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς του καὶ τὴ συνοδεία του.
Ὁ ἀνθύπατος Αἰγεάτης, ἂν καὶ εἶδε τὴν γυναίκα του Μαξιμίλλα νὰ σώζεται ἀπὸ βέβαιο θάνατο μὲ τὴν ἐπέμβαση τοῦ Πρωτοκλήτου, ἂν καὶ εἶδε τὸν ἀδελφό του Στρατοκλῆ, ποὺ τὸν ἐκτιμοῦσε τόσο, νὰ προσχωρεῖ στὴ νέα πίστη, ἐν τούτοις ὁ ἴδιος ἔμεινε ἀσυγκίνητος. Κάτι περισσότερο. Πείσμωσε μὲ τὴ γυναίκα του καὶ ἀξίωσε ἀπ’ αὐτὴν νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ἡ Μαξιμίλλα ὅμως δὲν δέχτηκε ν’ ἀκούσει.
– Προτιμῶ, τοῦ εἶπε, νὰ χωριστῶ ἀπὸ σένα παρὰ ἀπὸ τὸν Χριστό μου.
Καὶ αὐτός, τυφλωμένος ἀπ’ τὸ πάθος του, διατάσσει νὰ συλλάβουν τὸν Πρωτόκλητο καὶ νὰ τὸν ρίξουν στὴ φυλακή. Γιὰ νὰ ἐκβιάσει δὲ περισσότερο τὴν ἀφοσιωμένη στὸν Χριστὸ γυναίκα, τὴν ἀπειλεῖ πώς, ἂν δὲν ἐπιστρέψει στὴν θρησκεία τῶν πατέρων της, τὴν εἰδωλολατρία, θὰ βασανίσει τρομερὰ τὸν γέροντα Ἀπόστολο καὶ στὸ τέλος θὰ τὸν σταυρώσει. Ἀνήσυχη ἡ Μαξιμίλλα τρέχει στὴ φυλακή, γιὰ νὰ μεταφέρει στὸν Ἀπόστολο τὶς ἀπειλὲς τοῦ συζύγου της. Τρέμει ἡ καλὴ γυναίκα, μήπως πάθει κανένα κακὸ ὁ εὐεργέτης καὶ σωτήρας της.
— Μὴ φοβᾶσαι, κόρη μου, γιὰ τὴν ζωή μου, τῆς εἶπε ὁ Πρωτόκλητος. Κράτησε σταθερὰ τὴν πίστη σου. Θὰ εἶναι τιμὴ καὶ εὔνοια τοῦ Θεοῦ σὲ μένα ν’ ἀξιωθῶ νὰ φύγω ἀπ’ τὸν κόσμο αὐτὸ κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, ποὺ ἔφυγε ὁ Λυτρωτής μας. Ἂς κάμει, ὅτι θέλει ὁ Αἰγεάτης. Ἂς μὲ κάψει στὴν φωτιά. Ἂς μὲ κατακόψει μὲ τὰ μαχαίρια. Ἂς μὲ καρφώσει στὸν Σταυρό. «Οὐκ ἄξια τὰ παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς». Ὁ Στρατοκλής, ποὺ βρισκόταν ἐκεῖ, λούστηκε στὸ κλάμα.
– Μὴν κλαῖς, τοῦ εἶπε ὁ Ἀπόστολος. Κάποια μέρα θὰ φύγουμε ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό. «Οὐκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν». Πρόσεξε μόνο τὸν σπόρο τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ ἔσπειρα στὴν καρδιά σου. Κράτησέ τον προσεκτικὰ καὶ σπεῖρέ τον καὶ ἐσὺ παρακάτω.
Τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου τόνωσαν τὸ θάρρος τῆς Μαξιμίλλας καὶ τοῦ Στρατοκλῆ καὶ ἀτσάλωσαν τὴν θέληση τοὺς ν’ ἀγωνιστοῦν ὡς τὸ τέλος. Ὁ Αἰγεάτης ξαναφώναξε τὴν γυναίκα του καὶ προσπάθησε μὲ λόγια γλυκὰ καὶ κολακευτικὰ νὰ τὴν μεταπείσει ἀπὸ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ.
— Εἶμαι ἕτοιμος νὰ κάμω τὸ καθετὶ γιὰ τὴν ἀγάπη σου, τῆς εἶπε. Ἂν πεισθεῖς νὰ ἀφήσεις τὸν Χριστό, θὰ σ’ ἔχω βασίλισσα στὸ σπίτι μου. Ἀλλιῶς θὰ καρφώσω σ’ ἕνα σταυρὸ τὸν γέρο, πού σου πῆρε τὰ μυαλά, καὶ θὰ σκοτώσω καὶ ἐσένα.
Ἡ ἀπάντηση τῆς Μαξιμίλλας ὑπῆρξε ἀληθινὰ ἡρωική.
— Προτιμῶ χίλιες φορὲς τὸν θάνατο παρὰ τὴ ζωὴ μ’ ἕνα εἰδωλολάτρη σὰν καὶ σένα.
Τὰ λόγια τῆς ἡρωίδας χριστιανῆς ἄναψαν τὸν θυμὸ τοῦ συζύγου της, ποὺ ἔδωκε ἐντολὴ νὰ βασανίσουν σκληρὰ τὸν Ἅγιο καὶ στὸ τέλος νὰ τὸν ὑψώσουν πάνω σ’ ἕναν σταυρό, ποὺ εἶχε τὸ σχῆμα τοῦ γράμματος Χ καὶ ποὺ εἶχε στηθεῖ στὸ «χεῖλος τῆς θαλάσσιας ἀμμουδιᾶς». Πάνω στὸν Σταυρὸ αὐτό, ποὺ ἦταν φτιαγμένος ἀπὸ ξύλα ἐλιᾶς, ἔδεσαν τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια τοῦ Ἀποστόλου, χωρὶς νὰ τὸν καρφώσουν. Καὶ αὐτὸ ἔγινε, γιατί ὁ Ἀνθύπατος ἤθελε νὰ κρατήσει πολὺν καιρὸ τὸν Ἅγιο στὴ ζωή, γιὰ νὰ τὸν βασανίσει.
Ἀπὸ μία θάλασσα, τὴν ὄμορφη θάλασσα τῆς Γαλιλαίας, κάλεσε ὁ Κύριος τὸν μεγάλο Ψαρὰ νὰ τὸν ἀκολουθήσει γιὰ νὰ γίνει μαθητής του καὶ νὰ ψαρεύει ἀνθρώπους. Ἀπὸ μία ἄλλη θάλασσα κοντά, τὴν θάλασσα τῆς ἱστορικῆς πόλεως τῶν Πατρών, κάλεσε καὶ πάλι ὁ Χριστὸς τὸν μαθητὴ καὶ Ἀπόστολό του Ἀνδρέα, ὕστερα ἀπὸ σκληρὴ ἐργασία σπορᾶς τοῦ λόγου του, νὰ μεταπηδήσει στὴν οὐράνια πατρίδα μας, γιὰ νὰ λάβει τὸν ἄφθαρτο στέφανο τῆς δικαιοσύνης. Ὁ ἀπόστολος ἔφυγε ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸν σὲ ἡλικία 80 περίπου χρόνων.
Οἱ χριστιανοὶ τῆς Ἀχαΐας θρήνησαν βαθιὰ τὸν θάνατό του. Ὁ πόνος τους ἔγινε ἀκόμη πιὸ μεγάλος, ὅταν ὁ ἀνθύπατος Αἰγεάτης ἀρνήθηκε νὰ τοὺς παραδώσει τὸ ἅγιο λείψανό του, γιὰ νὰ τὸ θάψουν. Ὁ Θεὸς ὅμως οἰκονόμησε τὰ πράγματα. Τὴν ἴδια μέρα, ποὺ πέθανε ὁ Ἅγιος, ὁ Αἰγεάτης τρελάθηκε καὶ αὐτοκτόνησε. «Θάνατος ἁμαρτωλῶν πονηρός». Οἱ χριστιανοὶ τότε μὲ τὸν ἐπίσκοπό τους τὸν Στρατοκλῆ, πρῶτο Ἐπίσκοπο τῶν Πατρών, παρέλαβαν τὸ σεπτὸ λείψανο καὶ τὸ ἔθαψαν μὲ μεγάλες τιμές. Ἀργότερα, ὅταν στὸν θρόνο τοῦ Βυζαντίου ἀνέβηκε ὁ Κωνστάντιος, ποὺ ἦταν γιὸς τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, μέρος τοῦ ἱεροῦ λειψάνου μεταφέρθηκε ἀπὸ τὴν πόλη τῶν Πατρὼν στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ κατατέθηκε στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων «ἔνδον τῆς Ἁγίας Τραπέζης». Ἡ ἁγία Κάρα τοῦ Πρωτοκλήτου φαίνεται πὼς ἀπέμεινε στὴν Πάτρα. Ὅταν ὅμως οἱ Τοῦρκοι ἐπρόκειτο νὰ καταλάβουν τὴν πόλη τὸ 1460, τότε ὁ Θωμᾶς Παλαιολόγος, ἀδελφὸς τοῦ τελευταίου αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου τοῦ Παλαιολόγου καὶ τελευταῖος Δεσπότης τοῦ Μοριᾶ, πῆρε τὸ πολύτιμο κειμήλιο καὶ τὸ μετέφερε στὴν Ἰταλία. Ἐκεῖ ἐναποτέθηκε στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Πέτρου τῆς Ρώμης, ὅπου ἔμεινε μέχρι τοῦ 1964. Τὴν 26η τοῦ Σεπτέμβρη († Ἀνακομιδὴ Τιμίας Κάρας) τοῦ ἔτους αὐτοῦ ἀντιπροσωπεία τοῦ πάπα Παύλου μετέφερε ἀπὸ τὴν Ρώμη τὸν πολύτιμο θησαυρὸ καὶ τὸν παρέδωσε στὸν νόμιμο κάτοχο, τὴν Ἐκκλησία τῶν Πατρέων. Ἡ ἁγία Κάρα τοῦ Πρωτοκλήτου ὕστερα ἀπὸ ἐνέργειες τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς μεταφέρθηκε καὶ στὴν Κύπρο τὸ 1967 γιὰ μερικὲς μέρες καὶ ἐξετέθηκε σὲ εὐλαβικὸ προσκύνημα. Χιλιάδες Κύπριοι τότε, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ξεκίνησαν ἀπὸ τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ νησιοῦ μας καὶ πῆγαν καὶ προσκύνησαν τὴν ἅγια Κάρα τοῦ Πρωτοκλήτου καὶ μπροστά της κατέθεσαν τὸν βαθὺ σεβασμὸ καὶ τὴν εὐλαβικὴ εὐγνωμοσύνη τους γιὰ τὰ ὅσα ἡ χάρη του πρόσφερε καὶ προσφέρει στὸ νησί μας.
Στὴ μνήμη τοῦ μεγάλου ἀποστόλου ἂς κλίνει τακτικὰ μὲ εὐλάβεια τὸ γόνυ τῆς ψυχῆς κάθε Ἑλληνικὴ καρδιά. Εἶναι ἕνας ἀπ’ τοὺς Ἀποστόλους ποὺ ἀγάπησαν τὴν πατρίδα μας καὶ ἀγωνίστηκαν νὰ τῆς μεταδώσουν τὸ ἀνέσπερο φῶς τοῦ Χριστοῦ. Τὸ μήνυμά του δὲ, «εὐρήκαμεν τὸν Μεσσίαν» ἂς γίνει καὶ γιὰ μᾶς σύνθημα ζωῆς.
«Εὐρήκαμεν τὸν Μεσσίαν» φωνάζει καὶ σ’ ἐμᾶς ὁ Πρωτόκλητος μαθητής. Ὁ Χριστὸς ἦταν καὶ εἶναι ὁ μοναδικὸς Σωτήρας καὶ Λυτρωτὴς τῶν ἀνθρώπων. Ἔτσι τὸν γνωρίσαμε ἐμεῖς. Ἔτσι θὰ τὸν γνωρίσετε καὶ ἐσεῖς, ἂν τὸν ἀναγνωρίσετε Ἀρχηγὸ καὶ Κύριό σας κι ἂν βάλετε τὸ θέλημα καὶ τὸν νόμο του ὁδηγὸ στὴν ζωή σας. Ναί! ἂν βάλετε τὸ ἅγιο θέλημα καὶ τὸν νόμο του ὁδηγὸ καὶ σύντροφο στὴ ζωή σας. Γιατί ὁ Χριστὸς ἦταν καὶ εἶναι «χθὲς καὶ σήμερον ὁ Αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰώνας». Τὸ σωστικὸ αὐτὸ μήνυμα ἂς ἀγκαλιάσουμε μὲ πίστη φλογερὴ ὅλοι ἀνεξαίρετα ὅσοι ποθοῦμε νὰ δοῦμε στὸν μαρτυρικὸ αὐτὸ τόπο καλύτερες μέρες. Ὅτι γκρεμίζει ἡ ἁμαρτία ἀνορθώνει καὶ ξαναφτιάχνει μόνο μιὰ εἰλικρινὴς μετάνοια. Μὲ μία γνήσια μετάνοια καὶ συντριβὴ ψυχῆς ἂς καταφύγουμε καὶ πάλι ὅλοι στὸν Σωτήρα Χριστὸ καὶ ἃς τοῦ ζητήσουμε νὰ συγχωρήσει καὶ ἐμᾶς ὅπως κάποτε τοὺς Νινευΐτες καὶ νὰ μᾶς ξαναδώσει τὴ λευτεριά μας. Καὶ θὰ μᾶς ἀκούσει ὁ Κύριος. Ὁπωσδήποτε θὰ μᾶς ἀκούσει. Μᾶς τὸ βεβαιώνει μὲ τὰ ἅγια λόγια Του: «Ἐπικάλεσαι με, ἐν ἡμέρᾳ θλίψεώς σου καὶ ἐξελοῦμαι σε καὶ δοξάσεις με». Παιδί μου, ὅπου καὶ νὰ εἶσαι, φώναξέ με στὸν πόνο σου. Καὶ θὰ σὲ ἀκούσω. Καὶ θὰ σοῦ δώσω αὐτὸ ποὺ μοῦ ζητᾶς, μιὰς καὶ εἶναι γιὰ τὸ καλό σου. Καὶ θὰ μὲ δοξάσεις. Ἀκοῦς; Θὰ στὸ δώσω καὶ θὰ μὲ δοξάσεις.».
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’.
Ὡς τῶν Ἀποστόλων πρωτόκλητος, καὶ τοῦ κορυφαίου αὐτάδελφος, τὸν
Δεσπότην τῶν ὅλων Ἀνδρέα ἱκέτευε, εἰρήνην τῇ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ
ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὸν Δεσπότην τῶν ὅλων ἰδὼν Ἀπόστολε, σωματωθέντα ἀτρέπτως εἰς σωτηρίαν
ἡμῶν, πρῶτος ἔδραμες αὐτῷ Ἀνδρέα πάνσοφε· ὅθεν ηὐγάσθης παρ’ αὐτοῦ, ὡς
ἀστὴρ ἀειφανής, καὶ ἔλαμψας τοῖς ἐν κόσμῳ, τῆς εὐσεβείας τὸ φέγγος,
φωταγωγῶν τὰς διανοίας ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις.
Τὸν τῆς ἀνδρείας ἐπώνυμον θεηγόρον, καὶ Μαθητῶν τὸν πρωτόκλητον τοῦ
Σωτῆρος, Πέτρου τὸν σύγγονον εὐφημήσωμεν· ὅτι ὡς πάλαι τούτῳ καὶ νῦν
ἡμὶν ἐκέκραγεν· Εὐρήκαμεν δεῦτε τὸν ποθούμενον.
Μεγαλυνάριον.
Πρῶτος προσπελάσας τῷ Ἰησοῦ, πρωτόκλητος ὤφθης, καὶ ἀκρότης τῶν
Μαθητῶν, Ἀνδρέα θεόπτα· ἐντεῦθεν προσεπάγης, Σταυρῷ ὡς ὁ Δεσπότης, μεθ’
οὗ δεδόξασαι.
ΠΗΓΗ:http://www.faneromenihol.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου