Πέμπτη 26 Οκτωβρίου 2017

Από τον πόλεμο του ’40

Για να μαθαίνουν και τα παιδιά
 όσα έζησαν οι μεγάλοι…
Α΄.
Ο μικρός Γιώργος Μαυράκης, απ’ το 52ο δημοτικό σχολείο Ηρακλείου Κρήτης, διηγείται για τον παππού του, που ήταν κι αυτός στον πόλεμο του 1940. Ζούσε στο Καστέλλι Πεδιάδος και όπως και οι άλλοι έπρεπε να κάνει πολλά πράγματα για να ζήσει.
Έτσι λοιπόν μια μέρα, που ο παππούς ο Κώστας μαζί με άλλους τρεις πήγαιναν να δουλέψουν στο εργοστάσιο, έπεσαν ξαφνικά σε μια ομάδα από Γερμανούς. Οι Γερμανοί νόμισαν ότι οι Έλληνες εργάτες τούς είχαν κλέψει τρόφιμα, γι’ αυτό τους συνέλαβαν. Επειδή κανένας δεν μιλούσε, τους οδήγησαν στο χώρο της εκτέλεσης.
Ο παππούς από μέσα του προσευχόταν. Οι Γερμανοί τους σταμάτησαν έξω από την εκκλησία του Άη Γιάννη του Τρεμουλιάρη. Ο αξιωματικός έβγαλε το όπλο του και σκότωσε 14 ανθρώπους. Την ώρα που έφταναν στον παππού, που δε σταμάτησε να προσεύχεται στον άγιο, ο αξιωματικός σταμάτησε. Είπε στον διερμηνέα του να τους πει να φύγουν.
Όσα χρόνια έζησε ο παππούς δεν έλειψε ποτέ απ’ τη γιορτή του Άη Γιάννη.
Να λοιπόν που όσο δύσκολα κι αν είναι τα πράγματα, δεν χωράει απελπισία. Μπορείς να φωνάξεις τον μεγάλο σύμμαχο και βοηθό σου, τον Θεό.
Β΄.
Ο Πάνος Δημ. Ντούμας, από τα Λουσικά Αχαΐας, θυμάται και διηγείται ιστορίες που έζησε, όταν ήταν παιδί, στα δύσκολα χρόνια της γερμανικής κατοχής...
Υπήρχε τόση πείνα τις μέρες εκείνες, που για να καταφέρει ο πεινασμένος κόσμος να βρει κάτι να φάει , άρχιζε και πούλαγε τα υπάρχοντά του.
Βγαίναν στους δρόμους και την πλατεία του χωριού και πουλούσαν ό,τι μπορεί να φανταστεί ο άνθρωπος. Κουστούμια, γούνες (οι μεγαλοκυρίες), εσώρουχα, ραπτομηχανές, γραμμόφωνα, κεντήματα , σερβίτσια κλπ.
Ορισμένοι που έφταναν σε πολύ μεγάλη ανάγκη, πουλούσαν ακόμα και τα σπίτια τους για λίγα τσουβάλια στάρι.
Μια ημέρα που ήμουν στο στέκι όπου πουλούσα χόρτα, μου λέει ο μπακάλης που είχε μαγαζί δίπλα:
-  Ρε Παναγιώτη, αυτό το σπίτι απέναντι είναι του κουνιάδου μου και το πουλάει για 500 οκάδες στάρι. Πες το στον πατέρα σου, να το πάρετε εσείς που σας έχουμε συμπαθήσει, να μην το πάρουν ξένοι.
Ήταν ένα όμορφο σπίτι, διώροφο νεοκλασικό. Το βράδυ που ήρθα σπίτι και το είπα στους γονείς μου, η μητέρα μου άρχισε να κλαίει. Μου λέει:
-  Αυτό, παιδάκι μου, μη διανοηθείς ποτέ να το κάνεις (δηλ. το να εκμεταλλεύεσαι τον άλλον πάνω στην ανάγκη του και να παίρνεις την περιουσία του για μια μπουκιά ψωμί). Αύριο λοιπόν θα βάλεις 10 οκάδες στάρι σε μια σακούλα, θα πας σ’ αυτό το σπίτι, θα χτυπήσεις το κουδούνι, και όταν σου ανοίξουν, θ’ αφήσεις τη σακούλα από μέσα γρήγορα και θα εξαφανιστείς χωρίς να σε πάρει είδηση κανένα μάτι.
Αυτά τα διδάγματα νομίζω ότι με βάλανε σε καλό δρόμο στη ζωή.
Να τι θα πει γονιός, άνθρωπος, Έλληνας, Χριστιανός!
(Η οκά ήταν μονάδα βάρους, ίση με 400 δράμια ή 1.282 γραμμάρια).
Γ΄.
Στο χωριό μου, συνεχίζει ο Πάνος Ντούμας,  περνούσαν κάθε μέρα δεκάδες άνθρωποι διαφόρων ηλικιών ζητιανεύοντας μια φέτα ψωμί. Σε ποιον να πρωτοδώσεις;
Μια μέρα που όργωνα στο χωράφι μας για να σπείρουμε αργότερα αραποσίτι (καλαμπόκι), κάθισα για να φάω 50 μέτρα μέσα από το δρόμο, να μη φαίνομαι. Τότε έρχεται μια γυναίκα ηλικιωμένη, φορτωμένη στην πλάτη τα φτωχικά της πράγματα.
Πιάνεται από το φράχτη και με κοιτούσε που έτρωγα, χωρίς να μου μιλάει.
Εγώ άργησα να καταλάβω ότι για να με κοιτάει έτσι αυτή, θα πείναγε. Παίρνω τότε το ψωμί και το τυρί που μου είχαν μείνει και της τα πάω.
Αυτή δεν τα παίρνει αμέσως, αλλά πρώτα γονατίζει, σηκώνει τα χέρια ψηλά και λέει:
Αν υπάρχει Θεός, το χωράφι τούτο να θησαυρίσει (να βγάλει δηλ. μεγάλη, πλούσια σοδειά).
Και είναι αλήθεια, ότι χωρίς να βρέξει την άνοιξη, το αραποσίτι θησαύρισε.
Μπορεί να χαθεί ποτέ ο τόπος που βγάζει τέτοιους ανθρώπους!
Διασκευή-επιμέλεια: Αντιύλη, Ι. Ν. Αγ. Βασιλείου, Πρέβεζα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου