«Καυχώμεθα οὐ μόνον ἐπ’ ἐλπίδι τῆς
δόξηςτοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ καυχώμεθα ἐν ταῖς
θλίψεσιν, εἰδότες ὅτι ἡ θλίψις ὑπομονὴν κατεργάζεται, ἡ δὲ ὑπομονὴ δοκιμήν, ἡ δὲ δοκιμὴ ἐλπίδα
(Ρωμ. 5, 3-4).
Γράφει ὁ Νῖκος
Πάσσας, Δρ. Θ.Καθηγητής
ἀπόφοιτος τῆς Πατμιάδος Ἐκκλησ. Σχολῆς
Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἐνδιάμεσος
μεταξὺ τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων, ποὺ ἔλαβαν τὴ δικαίωση μὲ τὴν πίστη τους, ἀλλὰ
καὶ τὴν εἰρήνη μὲ τὸν Θεό. Ἡ δικαίωση ἑπομένως ἐπῆλθε διὰ τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ,
μᾶς ἔφερε στὴν περιοχὴ τῆς χάριτος καὶ καυχώμεθα δικαιολογημένα ὅτι θὰ ἀπολαύσουμε
τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἡ ὑπόμνηση ἐδῶ εἶναι σπουδαία, γιατὶ παράλληλα μὲ τὴ δόξα θὰ ἀντιμετωπίσουμε
καὶ τὴν βάσανο τῶν θλίψεων. Ἄχ αὐτὲς οἱ θλίψεις ποὺ μᾶς καθηλώνουν ἀνεπανόρθωτα
καὶ μᾶς καθιστοῦν τὶς περισσότερες φορὲς ἀνενεργοὺς καὶ ἀντιπαραγωγικούς! Ποιὸς
στὴ θλίψη του δὲν ἔπαθε τὴ σκοτοδίνη τοῦ χαμοῦ καὶ τοῦ ἀφανισμοῦ τῆς
προσωπικότητας! Ποιὸς δὲν πόνεσε καὶ δὲν πέρασε ἀπ’ τὸ ἀνυποψίαστο καὶ τὸ
ἀπίθανο στὴν κατάσταση τοῦ τέλους, γιατὶ ὁ νοῦς, ἡ σκέψη σὰν ἄλλη περιστερὰ τοῦ
μηνύματος δὲν κομίζει κλάδον ἐλαίας, ἀλλὰ μήνυμα ἀπαισιοδοξίας!
Εἶναι τὸ μήνυμα τοῦ ἔλλοπου
βίου, τῆς ἄφωνης καὶ ἀσυν- τρόφευτης μοναξιᾶς, γιατὶ ὁ ὅποιος πονεμένος εἶναι
μοναχὸς καὶ μόνος καὶ ἀντιμετωπίζει τὴ θλίψη ὡς ἐνώπιος ἐνωπίῳ παρὰ τὴν
παρουσία συγγενῶν καὶ φίλων. Τὸ κατὰ μόνας ἐνεργεῖν, πράττειν καὶ ὑπάρχειν εἶναι
κατάσταση ἄφιλης συμβιώσεως ὅπου ἡ πλησμονὴ τῆς συντροφικότητας εἶναι ἀποῦσα καὶ
τὸ ἐγώ μόνο καὶ μοναχό, ἀγκαλιὰ μὲ τὴ θλίψη περνᾶ τὸ γολγοθᾶ τοῦ μαρτυρίου. Ὅμως,
ὁ γολγοθᾶς δὲν παραμένει στὴ μοναξιὰ τοῦ πάθους καὶ τοῦ πόνου, τῆς θλίψεως καὶ
τῶν δακρύων. Εἶναι συντεριασμένος καὶ ἑνωμένος μὲ τὴν ἰδιότυπη χαρὰ τῆς ἀναστάσεως,
ποὺ θραύει τὶς πύλες τοῦ ἅδου καὶ ἐξέρχεται τροπαιοῦχος καὶ νικητής.
Ἡ νίκη αὐτὴ εἶναι τὸ
ἐχέγγυο τῆς ἡδύμολπης πλησμονῆς καὶ ἀποτελεῖ τὴ βεβαιότητα τῆς συντροφικότητας
τῶν συμβαλλομένων. Καὶ οἱ συμβαλλόμενοι, τὶ περίεργο, δὲν εἶναι κοινοὶ θνητοί, ἄνθρωποι
τοῦ περιβάλλοντός μας καὶ φίλοι ἀγαπητοί! Εἶναι τὸ ἄγνωστο, ἀλλὰ γνωριστὸ καὶ ὑπαρ-
κτὸ καὶ μᾶς συντροφεύει στὶς ὅλες μας ἐκδηλώσεις, τῆς χαρᾶς καὶ τοῦ πόνου. Εἶναι
ἡ πελώρια ἀγκαλιὰ τοῦ Δημιουρ- γοῦ, ποὺ σὰν πατέρας σπλαχνικὸς καὶ τρυφερὸς μᾶς
παρα- κολουθεῖ καὶ μᾶς συντροφεύει. Δεν εἴμαστε, λοιπόν, μόνοι καὶ μοναχοί, ἀλλὰ
καθοδηγούμενοι καὶ ὁδοιποροῦντες χέρι χέρι μ’ Αὐτὸν ποὺ γνωρίζει τὶς μύχιες
σκέψεις μας, τὶς θλίψεις μας, τοὺς πόνους μας, τὶς χαρές μας.
Ὁ πόνος στὴ ζωή
μας! Μιὰ κατάσταση ἰδιαίτερης σημασίας καὶ ἀξίας∙ ναὶ ἀξίας! Δὲν εἶναι λόγος ἀδόλεσχος
ὡς ἐκ τοῦ περισσοῦ∙ σκέψη μιᾶς στρατεύσεως ἰδεολογικῆς χωρὶς ἀξία καὶ σημασία.
Εἶναι λόγος ὁ μέγας, ποὺ ἐκπηγάζει ἀπὸ τὴν πηγὴ τοῦ ζῶντος ὕδατος καὶ οἱ διψῶντες
προσέρχονται γιὰ νὰ δροσιστοῦν καὶ νὰ ἀναψίξουν τὴ δίψα τους. Καὶ ἐδῶ, ὁ λόγος
γίνεται ἀντιφατικὸς καὶ ἀντιανθρώπινος. Ὁ πόνος καὶ ἡ ἀξία του! Ἡ θλίψη καὶ ἡ
σημασία της. Μὰ δὲν εἶναι ἀντίφαση στὴν παγιωμένη σκέψη τοῦ πόνου, ποὺ ὁδηγεῖ
στὴν ἀπελπισία καὶ στὸν πόνο τὸ συναισθηματικό; Δὲν ἰσχύει στὰ πνευματικὰ
θέματα ἡ κοσμικὴ αὐτὴ σκέψη, γιατὶ τὰ ἀνθρώπινα ἔχουν τὴ δική τους περιορισμένη
ἀντίληψη καὶ θέση.
Στὸν κοσμικὸ ἄνθρωπο,
ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ξεπεράσει τὰ στενὰ ὅρια τῶν συμπληγάδων κοσμικῶν ὁρίων, ὁ
πόνος εἶναι εἶδος τιμωρίας. Ἡ θέση αὐτὴ εἶναι πάγια καὶ καθοριστική. Ὅμως, ὑπάρχει
καὶ ἡ ἄλλη πλευρὰ τοῦ νομίσματος, ἕνα εἶδος ἐπαναστατικῆς ἰδέας, ποὺ ἀντιβαίνει
στὸ ἀνθρώπινο καὶ συντεριάζεται μὲ τὸ θεїκό. Ἐδῶ ὁ πόνος ἀποκτᾶ τὴ δική του ἠθικὴ
σημασία καὶ κάνουμε λόγο γιὰ τὴν ἠθικὴ τοῦ πόνου. Ὁ πόνος σὰν λέξη καὶ ἔννοια
μνημονεύεται κατ’ ἀποκλειστικότητα στὸ ἀποκαλυπτικὸ βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως: «Καὶ
ὁ πέμπτος (ἄγγελος), ἐξέχεε τὴν φιάλην αὐτοῦ ἐπὶ τὸν θρόνον τοῦ θηρίου∙ καὶ ἐγένετο
ἡ βασιλεία αὐτοῦ ἐσκοτωμένη, καὶ ἐμασῶντο τὰς γλώσσας αὐτῶν ἐκ τοῦ πόνου».(Ἀποκ.
16,10).
-Καὶ ὁ πέμπτος ἄγγελος ἄδειασε τὸ
περιεχόμενο τῆς φιάλης του πάνω στὸν θρόνο τοῦ θηρίου. Καὶ ἔγινε κατασκότεινη ἡ
βασιλεία του καὶ οἱ ἄνθρωποι, οἱ ὀπαδοὶ καὶ φίλοι του θηρίου, μασοῦσαν τὶς γλῶσσες
ἀπὸ τὸν δριμύ πόνο, ποὺ αἰσθάνονταν μέσα στὸ ἀδιαπέραστο ἐκεῖνο σκοτάδι.
Ὁ πόνος ἐδῶ εἶναι δριμὺς
καὶ οἱ ἄνθρωποι στὸ ἀδιαπέραστο σκοτάδι αἰσθάνονταν τὴ δριμύτητα γεμᾶτοι ἀπελπισία,
χωρὶς ἐλπίδα προοπτικῆς. Εἶναι ὁ πόνος, ἀποδεσμευμένος καὶ μοναχικός, χωρὶς
συνταίριασμα καὶ συνοδοιπορία μ’ αὐτὸ τὸ ἄλλο, ποὺ προέρχεται ἀπ’ τὴν ἀγάπη τοῦ
Δημιουργοῦ. Εἶναι ὁ πόνος τῆς ἀπώλειας, γιατὶ οἱ ἄνθρωποι, ἀμετανόητοι καὶ
σκληροί, βαδίζουν τὸν δρόμο τῆς ἀποστασίας καὶ τῆς μοναχικότητας. Ὁ πόνος αὐτὸς
δὲν ἔχει προεκτάσεις ἐλπίδας καὶ σωτηρίας∙ εἶναι ἀποδεσμευμένος ἀπὸ κάθε
προοπτικὴ προβληματισμοῦ καὶ ἐπαναφορᾶς στὴν ἡδύμολπη χαρά. Εἶναι ἡ τιμωρία, ὄχι
τοῦ Θεοῦ, γιατὶ ὁ Θεὸς δὲν τιμωρεῖ τὰ πλάσματά του, ἀλλὰ τὰ ἴδια τιμωροῦνται μὲ
βάση τὸν ἠθικὸ κανόνα τοῦ σχεδίου τοῦ Θεοῦ. Ἡ φύση καὶ τὰ τῆς φύσεως ὁδεύουν μὲ
βάση τὴ φυσικὴ νομοτέλεια∙ ὁ ἄνθρωπος πορεύεται κι αὐτὸς μὲ τὸν ἠθικὸ
νόμο, ποὺ δὲν εἶναι σχέδιο καὶ σταθερὸς νομοκάνονας τῆς κοινωνικῆς ἐμπειρίας,
ἀλλὰ νόμος ἀξεπέραστος καὶ σταθερός, χωρὶς προσθαφαιρέσεις καὶ διορθώσεις, ὅπως οἱ ἀνθρώπινοι νόμοι.
Ἡ θλίψη, λοιπόν, εἶναι
κατάσταση δευτερογενὴς καὶ ὀφείλεται ὄχι στὴν αὐστηρότητα τῶν ἀπαγορεύσεων τοῦ
Θεοῦ, ἀλλὰ στὴν ἀποστασία καὶ παρακοὴ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ παρασυρμένος ἀπ’τὴν αὐταπάτη
τῆς δυνάμεως τοῦ Κακοῦ γιὰ ἰσοθεΐα δέχτηκε τὰ ἐπίχειρα τῆς ἀποστασίας του.
Τελικά, ἡ θλίψη στὸν καινοδιαθηκικὸ χῶρο ἔλαβε ἄλλη τροπὴ καὶ ἀξία, ποὺ ἐπιμαρτυρεῖται
στὶς ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Στὸ δωδέκατο κεφάλαιο τῆς πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολῆς κάνει διάκριση μεταξὺ τῶν φυσικῶν γονέων καὶ τοῦ οὐράνιου Πατέρα. Ἐκεῖνοι
παιδαγωγοῦν τὰ παιδιά τους, ὅπως νόμιζαν καλό, ὁ δὲ Θεὸς μᾶς παιδαγωγεῖ
πρὸς τὸ συμφέρον μας, για νὰ γίνουμε μέτοχοι τῆς ἁγιότητας καὶ τῆς δόξας του: «μεταλαβεῖν
τῆς ἁγιότητος αὐτοῦ» (Ἑβρ.12,10). Στοὺς πιστοὺς τῶν Φιλίππων ὁ ἴδιος Ἀπόστολος
ὑπενθυμίζει καὶ συνιστᾶ. Ὑπενθυμίζει ὅτι τοὺς δόθηκε τὸ χάρισμα τῆς πίστεως στὸν
Χριστό, ἀλλὰ καὶ συνιστᾶ ὄχι μόνο τὴν πίστη, ἀλλὰ καὶ νὰ πάσχουν στὸ ὄνομα τοῦ
Χριστοῦ: «ὑμῖν ἐχαρίσθη τὸ ὑπὲρ Χριστοῦ, οὐ μόνον τὸ εἰς αὐτὸν πιστεύειν, ἀλλὰ
καὶ τὸ ὑπὲρ αὐτοῦ πάσχειν» (Φιλ. 1, 29).
«Τὸ ὑπὲρ αὐτοῦ
πάσχειν», στηρίζεται ἀναμφίβολα στὴ βεβαίωση τοῦ Χριστοῦ πρὸς τοὺς Ἀποστόλους
του: «εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν καὶ ὑμᾶς διώξουσιν» (Ἰωάν. 15, 20). Οἱ διωγμοί, ποὺ
καὶ σήμερα ἐνεργοῦνται κατὰ τῶν χριστιανῶν στὶς περιοχὲς τῆς Μέσης Ἀνατολῆς ἔχουν
τὸ στοιχεῖο τοῦ πάθους καὶ τοῦ πόνου. Ὑποφέρουν γιὰ τὴν πίστη τους κι ἐμεῖς
ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς μεριμνοῦμε καὶ τυρβάζουμε περὶ ἄλλα. Κι ὅμως ὁ κάθε ἄνθρωπος,
ἡ κάθε οἰκογένεια περνᾶ τὸ καμίνι τοῦ πόνου καὶ τῶν θλίψεων, γιατὶ δὲ
δημιουργήσαμε μόνο τὸ οἰκολογικὸ πρόβλημα καὶ ἡ φύση στρέφεται κατὰ τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ τὴν ὅλη παραγωγὴ τῆς γῆς μεταλλάξαμε καὶ ἔγινε πηγὴ ἀσθενειῶν
καὶ βασάνων. Πόνος ἀπ’ τὴ φύση, πόνος ἀπ’ τὸ συνάνθρωπο, πόνος ἀπ’ τὶς ἀρρώστιες
μας, πόνος ἀπ’ τὴν περιορισμένη ἤ καὶ ἀνύπαρκτη πίστη μας, πόνος παντοῦ καὶ
καθημερινός.
Ὅμως, ἄν μπορούσαμε
νὰ συσχετίσουμε τὸν πόνο μὲ τὴν ὑπομονὴ δὲν θὰ ἀπέβαινε «ἄναλον ἅλας», ἁλάτι
χωρὶς ἁλάτι, ὅπως ὑπογραμμίζει ὁ Εὐαγγελιστῆς Μᾶρκος (9,50). Μιὰ κατάσταση ποὺ
κατατρύχει τὴν ὕπαρξη καὶ τὴν ὁδηγεῖ σὲ κατάσταση ἀπέλπιδα καὶ καταστροφική. Ὁ
πόνος, εἴτε σωματικός, εἴτε συναισθηματικός, ὀφείλει νὰ ἔχει τὰ ὅριά του. Ὅρια ἀντοχῆς
σὲ συνδυασμὸ πάντοτε μὲ τὴν ἄλλη ὄψη τοῦ πόνου, ποὺ εἶναι εἶδος δοκιμασίας καὶ
καταστάσεως πνευματικῆς. Κι ὁ ὀλιγόπιστος, διαβάζοντας τὶς γραμμὲς αὐτὲς θὰ
σκεφθεῖ, μὰ τὶ ἀνοησίες εἶναι αὐτές, ἐνῶ ἐγὼ πάσχω καὶ ὑποφέρω. Ὁ Χριστός, μιλῶντας
γιὰ τὴν καταστροφὴ τῆς Ἱερουσαλήμ, εἶπε στοὺς μαθητές του, ὅτι ἐὰν ὁ Θεὸς δὲν ἐπιτρέψει
δὲν μπορεῖ νὰ πέσει μὶα τρίχα τῆς κεφαλῆς μας. Τὰ πάντα, λοιπόν,
προέρχονται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ εἶναι εἶδος δοκιμασίας, ὥστε νὰ ὁδοιπορήσουμε σὲ
λειμῶνες συμπερι- φορᾶς προσοχῆς καὶ καθαρότητας.
Ὁ πονεμένος, ἐὰν ἔχει
μέσα του τὴν προσοχὴ καὶ τὴν περί- σκεψη, γίνεται πρᾶος καὶ καταδεκτικός,
προσηνὴς καὶ ἡσύχιος, ἀλλὰ κυρίως ἀντιμετωπίζει τὴ ζωὴ καὶ τοὺς ἀνθρώπους μὲ ἄλλη
ὀπτικὴ ματιά. Μέσα του συντελεῖται εἶδος ἰστογενέσεως, ὅπως τὸ βομβύκιο
(κουκούλι), τοῦ μεταξοσκώληκα, ὅπου ἀπ’ τὴν ἰστόλυση προβάλλει ἡ νύμφη
(πεταλούδα), πανέμορφη, πολύχρωμη καὶ παιχνιδιάρα. Ἔτσι καὶ γιὰ τὸν ἀνθρώπινο
πόνο εἶναι μιὰ δοκιμασία καὶ μέσα ἀπ’ αὐτὴν προβάλλει ἕνας νέος ἄνθρωπος, ἱματισμένος
καὶ σωφρονῶν.
Καὶ ὁ Ἀπόστολος τῶν
ἐθνῶν, συνεχίζοντας τὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή του, ἐπιλέγει: «καυχώμεθα ἐν
ταῖς θλίψεσιν, εἰδότες ὅτι ἡ θλῖψις ὑπομονὴν κατεργάζεται». Τὸ σχῆμα, κατά
τὴν κοσμική του σημασία καὶ ἔννοια, εἶναι ὀξύμωρο καὶ ἀντιφατικό! Νὰ καυχώμεθα
γιὰ τὶς θλίψεις μας. Μὰ εἶναι δυνατόν, θὰ ἐρωτήσει ὁ κατὰ κόσμον σοφός καὶ
λόγιος. Καὶ ἡ ἀπάντηση, προερχόμενη ἀπὸ τὴν κατὰ Θεὸν προσέγγιση, εἶναι ἡ ὄντως
καύχηση τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὶς τυχὸν θλίψεις, ποὺ τὸν περιβάλλουν καὶ τὸν
ταλανίζουν. Ὅμως, ἡ καύχηση αὐτὴ εἶναι ἡ κατὰ Θεὸν προσέγγιση, ποὺ ἀντιβαίνει
στὴν ἀνθρώπινη σκέψη καὶ καταρρίπτει τὴν ὅποια ἀντίφαση στὸν νομοκάνονα τῆς
κοινωνικῆς δεοντολογίας.
Οἱ ἄνθρωποι τῆς
πίστεως ὁδηγοῦνται στὸν χῶρο τῆς μετα- φυσικῆς θέας, ποὺ εἶναι τὸ ἀθέατο τῆς ὑπάρξεως
τοῦ Θεοῦ, γιατί: «Θεὸν οὐδεὶς πώποτε ἐώρακεν», καὶ τοῦτο ἐπειδὴ ὀ Θεὸς δὲν
ὁρᾶται, ἀλλὰ νοεῖται καὶ γίνεται γνωριστὸς μέσῳ τῶν ἐνεργειῶν του. Ἡ θλίψη καὶ ὁ
πόνος εἶναι εἶδος ἐναργέστερης κατανοήσεως τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ, ποὺ συντελεῖται
μὲ ρυθμὸ ἀργό, ἀλλὰ σταθερὸ καὶ ὑποβοηθεῖται μὲ τὴ δύναμη τῆς ὑπομονῆς. Ἡ ὑπομονὴ
εἶναι ἡ δυναμικὴ τῆς ἀνόδου στοὺς λειμῶνες τῆς μεταφυσικῆς ἡδύμολπης πλησμο- νῆς
καὶ ὑποκαθιστᾶ τὴν ὅποια ἀρνητικὴ καὶ μικρόψυχη συμ- περιφορά, ποὺ καταντᾶ αἰτία
ψυχικῆς ἀπώλειας.
Ὁ λόγος
καταγράφεται κλιμακηδὸν καὶ οἱ ἀναβαθμοί του ὁδηγοῦν στὸ τέλος τῆς ὑπομονετικῆς
προσπάθειας. «ἡ δὲ ὑπομονὴ κατεργάζεται δοκιμήν, ἡ δὲ δοκιμὴ ἐλπίδα». Ἡ ὑπομονὴ
ἔχει ὡς καρπό της τὴ δοκιμασμένη ἀρετή. Τὸ δόκιμον εἶναι ἡ ἐστεμμένη
προσπάθεια, ὁ ἀγώνας ὁ καλός, ποὺ ὀδηγεῖ ἀσφαλῶς στὴν ἐπιτυχία τὸ πνεῦμα καὶ αἰσθάνεται
τὴν ἱκανοποίηση τῆς προσεγγίσεως μὲ τὸ θεῖο. Ὅμως, ἡ κατακλείδα τῆς ὅλης ἀγωνιστικῆς
συμμετοχῆς εἶναι ἡ δοκιμασμένη ἐλπίδα, ποὺ ἀπομακρύνει διαρρήδην τὴν ὅποια
ἀρνητικὴ συμπεριφορὰ καὶ προκαλεῖ τὰ τραύματα τῆς ἀπελπισίας.
Περικλείεται, λοιπόν, στὶς
λίγες αὐτὲς γραμμές, τὸ νόημα τοῦ θεόλεκτου (θεόγλωσσου), συγγραφέα Παύλου τοῦ Ἀποστόλου, ὁ ὁποῖος καταθέτει συνεχῶς καὶ ἀδιαλείπτως τὶς σκέψεις του, σκέψεις ποὺ
συνάδουν στὸ λόγο τοῦ οὐρανοῦ καὶ συχνὰ ἀπάδουν στὴ στείρα καὶ πεπερασμένη ἀντίληψη
τῶν ἀνθρώπων. Ὁ λόγος τ’ οὐρανοῦ ἀνέκαθεν καὶ τώρα πολεμᾶται καὶ ἐξοστρακίζεται,
μὲ τὸ αἰτιολογικὸ τῆς στασιμότητας καὶ τῆς μὴ δυνατῆς κινητικότητας. Ὅμως, ὁ
λόγος αὐτός, οὐρανόθεν σταλμένος, ἔχει ὄντως τὸ μὴ μεταβλητό, γιατὶ κι ὁ
Θεὸς δὲν μεταβάλλεται καὶ δὲν προοδεύει. Ἔτσι, καὶ ἡ φύση καὶ ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ
δὲν εἶναι τρεπτές, ἀλλ’ εἶναι μεθεκτὲς τῶν δυνατοτήτων τοῦ ἀνθρώπου. Καυχώμεθα,
λοιπόν, στὶς θλίψεις μας, μὲ τὴ βεβαιότητα, ὅτι ἡ θλίψη κατεργάζεται ὑπομονή, ἡ
ὑπομονὴ δοκιμή, ἡ δὲ δοκιμὴ ἐλπίδα.
"Ο Πάτμιος" εὐχαριστεῖ θερμά τόν κ. Πάσσα, γιά τήν ἀποστολή τοῦ ἀνωτέρω κειμένου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου