Ἑλένη
Δραγάση-Παλαιολόγου
Ἡ γέννησή της τοποθετεῖται στά ἀμέσως μετά τόν θάνατο τοῦ Δουσάν χρόνια. Ἡ ἀνατροφή, ἡ μόρφωση, ἡ ἀγωγή της, ἦταν διαποτισμένα μέ ὅ,τι ἀνώτερο ὑπαγόρευε τό βυζαντινό ἰδεῶδες, διότι οἱ Σέρβοι...
εἶχαν ἐπηρεαστεῖ πολύ ἀπό τόν βυζαντινό πολιτισμό. Ἐνίωθε τόν ἑαυτό τῆς
περισσότερο ταυτισμένο μέ τόν πολιτισμό καί κυρίως μέ τήν ἐθνική συνείδηση τῆς
Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Κοντά σ’ αὐτά καί πάνω ἀπ’ αὐτά, γαλουχήθηκε μέ τήν
πατροπαράδοτη στήν οἰκογένειά της, ἀκράδαντη ὀρθόδοξη πίστη στό Θεό. Αὐτή ἡ
πίστη εἶναι πού θά τήν ὁδηγεῖ, θά τήν φωτίζει, καί θά τήν ἐμπνέει στήν
πολυτάραχη γεμάτη θλίψεις καί δοκιμασίες ζωή της.
Ὑπολογίζεται νά ἦταν 19 περίπου χρονῶν ὅταν παντρεύτηκε τόν Μανουήλ Β’ Παλαιολόγο (τέλη τοῦ 1390), λίγους μῆνες πρίν γίνει Αὐτοκράτορας.
Ἡ καινούργια ζωή τῆς Ἑλένης – ἁγίας Ὑπομονῆς, ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἔδειξε ὅτι θά ἦταν Γολγοθάς. Πολλές ἦταν οἱ φορές πού χρειάστηκε νά πιεῖ τό ποτῆρι τῆς προσβολῆς καί τοῦ ἐξευτελισμοῦ στό πλευρό τοῦ συζύγου τῆς ὄχι μόνο ἀπό τούς ἀλλόθρησκους, ἀλλά καί ἀπό τά κατ’ ὄνομα χριστιανικά κράτη τῆς Δύσεως, στήν ἀπεγνωσμένη προσπάθειά του νά βρεῖ τρόπους σωτηρίας τῆς ἑτοιμοθάνατης Αὐτοκρατορίας.
Ἡ Ἑλένη – ἁγία Ὑπομονή ἀπεδείχθη ἐξαιρετικός ἄνθρωπος πού συγκέντρωνε πολλές καί μεγάλες ἀρετές, καί ψυχική δύναμη. Ἔδειξε ὅτι εἶχε ἀπόλυτη συναίσθηση τόσο τῆς θέσης της καί τῶν περιστάσεων, ὅσο καί τοῦ ρόλου πού αὐτές τῆς ὑπαγόρευαν, σέ ὅλα τά ἐπίπεδα.
Ἀγαποῦσε τό λαό. Ἦταν ἡ μεγάλη μάννα πού ὁ καθένας μποροῦσε νά προστρέξει. Συμμεριζόταν τίς ἀγωνίες του καί ἀνησυχίες τοῦ ἐνώπιον τῶν φοβερῶν ἐθνικῶν κινδύνων καί προσπαθοῦσε πάντοτε μέ τήν προσευχή, μέ τήν πραότητά της καί μέ γλυκά καί παρηγορητικά της λόγια νά τόν ἐνισχύσει.
Εἶναι πολύ χαρακτηριστικά καί εὔγλωττα μέσα στήν λακωνικότητά της τά ὅσα γράφει γιά τήν Αὐτοκρατόρισσα, ὁ σύγχρονός της φημισμένος φιλόσοφος Γεώργιος Γεμιστός – Πλήθων: «Ἡ Βασιλίς αὔτη μέ πολλήν ταπείνωσιν καί καρτερικότητα ἐφαίνετο νά ἀντιμετωπίζει καί τάς δύο μορφᾶς τῆς ζωῆς. Οὔτε κατά τούς καιρούς τῶν δοκιμασιῶν ἀπεγοητεύετο, οὔτε ὅταν εὐτυχοῦσε ἐπανεπαύετο, ἀλλά εἰς κάθε περίπτωσιν ἔκανε τό πρέπον. Συνεδύαζε τήν σύνεσιν μέ τήν γενναιότητα, περισσότερον ἀπό κάθε ἄλλην γυναῖκα.
Διακρινόταν γιά τή σωφροσύνη της. Τήν δέ δικαιοσύνην τήν εἶχε σέ τελειότατο βαθμό. Δέν μάθαμε νά κάνει κακό σέ κανένα, οὔτε μεταξύ τῶν ἀνδρῶν, οὔτε μεταξύ τῶν γυναικών. Ἀντιθέτως γνωρίσαμε νά κάμνει πολλά καλά καί εἰς πολλούς. Μέ ποῖον ἄλλον τρόπον δύναται νά φανεῖ ἐμπράκτως ἡ δικαιοσύνη, ἐκτός ἀπό τό γεγονός του νά μή κάμνει κανείς ποτέ θεληματικά καί σέ κανέναν κακό, ἀλλά μόνον τό ἀγαθόν σέ πολλούς;»
Στάθηκε ἀντάξια του φιλόσοφου καί φιλοχριστοῦ συζύγου τῆς Μανουήλ.
Στάθηκε ἄξια δίπλα του γιά 35 χρόνια, «συνευδοκόντας», σύμφωνα μέ σύγχρονή τους μαρτυρία, δήλ. ὅλα γινόντουσαν μέ συμφωνία, ὁμόνοια, συναπόφαση, ἐν πνεύματι Χριστοῦ καί ἀγωνιστική ἁγιότητα. Κατόρθωναν νά τιμοῦν τήν ἀρετή μέ λόγια καί ἔργα. «Λόγω μέν διδάσκοντας τό πρακτέον, ἔργω δέ γενόμενοι πρότυπα καί εἰκόνες ἐφηρμοσμένης ἀγάπης».
Στό εὐλογημένο ζευγάρι ὁ Θεός χάρισε ὀκτώ παιδιά. Ἔξι ἀγόρια ἀπό τά ὁποία τά δύο ἀνέβηκαν στόν αὐτοκρατορικό θρόνο, ὁ Ἰωάννης Η΄ καί ὁ Κωνσταντῖνος ΙΑ΄, ὁ τελευταῖος θρυλικός αὐτοκράτορας. Ὁ Θεόδωρος, ὁ Δημήτριος καί ὁ Θωμάς διετέλεσαν δεσπότες τοῦ Μυστρά, καί ὁ Ἀνδρόνικος τῆς Θεσσαλονίκης. Καί δύο κορίτσια, τά ὁποῖα ὅμως πέθαναν σέ μικρή ἡλικία. Ἡ πολύτεκνη καί φιλοτεκνη μητέρα γαλούχησε τά παιδιά της μέ τά νάματα τῆς πίστεως καί τή γλυκύτατη διδασκαλία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας, τά ὁδηγοῦσε σέ ἱερά προσκυνήματα καί σεβάσμια Μοναστήρια τῆς Βασιλεύουσας, καί ἐπιζητοῦσε ὑπέρ αὐτῶν τίς εὐχές τῶν ἁγίων ἀσκητῶν καί Γερόντων. Τά ἀνέθρεψε «ἐν παιδείᾳ καί νουθεσία Κυρίου», καί ποτέ δέν «ἔπαυσε μετά δακρύων προσευχῆς καί ἀγάπης νά νουθετεῖ ἕνα ἕκαστον».Μέ ὑπομονή καί ἐπιμονή, μέ προσοχή καί προσευχή σμίλεψε τούς χαρακτῆρες τους, τούς ἔδωσε μαζί μέ τό «ζῆν»καί τό «εὖ ζῆν». Ἔτσι, κατάφερε, μεταξύ ἄλλων, νά θέσει τέρμα στίς ἐπί 90 περίπου χρόνια συγκρούσεις μεταξύ τῶν μελῶν τῆς αὐτοκρατορικῆς οἰκογένειας γιά τήν ἐξουσία πού εἶχαν ἐξαντλήσει τήν αὐτοκρατορία. Οἱ ὅποιες διαφορές ἀπόψεων ἡ διενέξεις παρουσιάζονταν (μετά τό θάνατο τοῦ Μανουήλ), ξεπερνιόνταν ἥσυχα μέ τό κῦρος τῆς μητρικῆς της παρέμβασης καί τῆς προσευχῆς της.
Ἰδιαίτερη ἦταν ἡ ἀγάπη της γιά τά Μοναστήρια. Ἐκεῖ ἀναπαυόταν, ξεκουραζόταν ἡ ψυχή της, ἀντλοῦσε δύναμη καί κουράγιο γιά τή συνέχεια.
Αὐτό, τό ἐνέπνευσε σέ ὅλη τήν οἰκογένειά της. Ὁ σύζυγός της ἀφοῦ παρέδωσε τόν θρόνο στόν πρωτότοκο Ἰωάννη, δύο μῆνες πρίν τόν θάνατό του (29 Μαρτίου 1425), ἀπεσύρθη στή Μονή τοῦ Παντοκράτορος στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἐκάρη μοναχός μέ τό ὄνομα Ματθαῖος. Ἡ ἴδια, μετά τό θάνατο τοῦ συζύγου τῆς ἔγινε μοναχή (1425) στή Μονή τῆς κυρᾶς Μάρθας, μέ τό ὄνομα Ὑπομονή. Καί τρία ἀπό τά παιδιά τούς ἐπίσης ἔγιναν μοναχοί, ὁ Θεόδωρος καί ὁ Ἀνδρόνικος (μ. Ἀκάκιος) στή Μονή τοῦ Παντοκράτορος, καί ὁ Δημήτριος (μ. Δαυίδ) στό Διδυμότειχο
Ἀκόμα, ἐνόσω βρισκόταν στήν πατρίδα της, μαζί μέ τόν πατέρα τῆς ἔκτισαν τήν Ι.Μ. Παναγίας Παμμακαρίστου στό Πογάνοβο τῆς πόλης Δημήτροβγκραντ τῆς Ν.Α. Σερβίας. Στήν Κωνσταντινούπολη εἶχε συνδεθεῖ μέ τήν Ι. Μ. τοῦ Τιμίου Προδρόμου τῆς Πέτρας, ὅπου φυλαγόταν τό ἱερό λείψανο τοῦ ὁσίου Παταπίου τοῦ θαυματουργοῦ, στόν ὁποῖο ἡ ἁγία Ὑπομονή ἔτρεφε ἰδιαίτερη εὐλάβεια. Ἡ Μονή εἶχε ἱδρυθεῖ ἀπό τόν συνασκητή τοῦ ὁσίου Παταπίου στήν Αἴγυπτο, ὅσιο Βάρα, ἔξω ἀπό τήν πύλη τοῦ Ρωμανοῦ πρίν ἀπό τό 450μ.Χ. Μέ τήν συμβολή τῆς ἁγίας ἱδρύθηκε στή Μονή γυναικεῖο γηροκομεῖο μέ τήν ἐπωνυμία «Ἡ ἐλπίς τῶν ἀπηλπισμένων». Ἡ εὐλάβειά της πρός τόν ὅσιο Πατάπιο φαίνεται ἀπό τό γεγονός ὅτι ὁ ἁγιογράφος τοῦ σπηλαίου τοῦ ὁσίου Παταπίου στά Γεράνεια ὅρη τῆς Κορινθίας θεώρησε ἀπαραίτητο νά ἱστορήσει τήν ἁγία Ὑπομονή δίπλα ἀπό τό σκήνωμα τοῦ ὁσίου.
Ἄνθρωπος φωτεινός καί φωτισμένος ἡ ἁγία Ὑπομονή, προικισμένη μέ πολλά τάλαντα, πού τά «ἐμπορεύθηκε» μέ σύνεση καί σωφροσύνη καί τά πολλαπλασίασε, κατάφερε μέ τήν ἀρετή, τήν ἄσκηση καί τήν καρτερία της νά φθάσει σέ δυσανάβατα μέτρα ἀρετῆς. Μία σημαντική φυσιογνωμία ἐκείνης τῆς ἐποχῆς ὁ Γεννάδιος Σχολάριος, ὁ πρῶτος Οἰκουμενικός Πατριάρχης μετά τήν ἅλωση, στόν Παραμυθητικό του Λόγο πρός τόν Βασιλέα Κωνσταντῖνο ΙΑ’, «Ἐπί τή κοιμήσει τῆς μητρός Αὐτοῦ ἁγίας Ὑπομονῆς», ἀναφέρει χαρακτηριστικά τά ἑξῆς:
«Τήν μακαρίαν ἐκείνην Βασίλισσα ὅταν τήν ἐπεσκέπτετο κάποιος σοφός, ἔφευγε κατάπληκτος ἀπό τήν δικήν της σοφία. Ὅταν τήν συναντοῦσε κάποιος ἀσκητής, ἀποχωροῦσε, μετά τήν συνάντηση, ντροπιασμένος διά τήν πτωχείαν τῆς ἰδικῆς τοῦ ἀρετῆς, συγκρινομένης πρός τήν ἀρετή ἐκείνης.
Όταν τήν συναντοῦσε κάποιος συνετός, προσέθετε εἰς τήν ἰδικήν τοῦ περισσότερη σύνεση. Ὅταν τήν συναντοῦσε κάποιος νομοθέτης, γινόταν προσεκτικότερος. Ὅταν συνομιλοῦσε μαζί της κάποιος δικαστής, διαπίστωνε ὅτι ἔχει ἐνώπιόν του ἔμπρακτο Κανόνα Δικαίου. Ὅταν κάποιος θαρραλέος (τή συναντοῦσε), ἐνοίωθε νικημένος, αἰσθανόμενος ἔκπληξη ἀπό τήν ὑπομονή, τήν σύνεση καί τήν ἰσχυρότητα τοῦ χαρακτῆρος της. Ὅταν τήν πλησίαζε κάποιος φιλάνθρωπος, ἀποκτοῦσε ἐντονότερο τό αἴσθημα τῆς φιλανθρωπίας. Ὅταν τήν συναντοῦσε κάποιος φίλος τῶν διασκεδάσεων, ἀποκτοῦσε σύνεση, καί, γνωρίζοντας τήν ταπείνωση εἰς τό πρόσωπόν της, μετανοοῦσε. Ὅταν τήν γνώριζε κάποιος ζηλωτής τῆς εὐσεβείας, ἀποκτοῦσε μεγαλύτερο ζῆλο. Κάθε πονεμένος μέ τή συνάντηση μαζί της, καταλαγίαζε τόν πόνο του. Κάθε ἀλαζόνας αὐτοτιμωροῦσε τήν ὑπερβολική του φιλαυτία. Καί γενικά κανένας δέν ὑπῆρξε, πού νά ἦλθε εἰς ἐπικοινωνία μαζί της καί νά μήν ἔγινε καλύτερος».
Ὁ Θεός εὐδόκησε νά μήν ζήσει τίς τελευταῖες τραγικές στιγμές τῆς Αὐτοκρατορίας. Τήν κάλεσε κοντά Του στίς 13 Μαρτίου 1450, ἔχοντας διανύσει 35 χρόνια ὡς Αὐτοκρατόρισσα καί 25 ὡς ταπεινή μοναχή. Ὁ σύγχρονός της διάκονος Ἰωάννης Εὐγενικός, ἀδελφός του Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἐφέσου, στόν Παραμυθητικό του Λόγο πρός τόν Κῶν/νόν Παλαιολόγον ἐπί τή κοιμήσει τῆς Μητρός τοῦ ἁγίας Ὑπομονῆς συνοψίζει:
«Ὡς πρός δέ τήν ἀοίδιμον, ἐκείνην Δέσποινα Μητέρα σου, τά πάντα ἐν ὄσῳ ζοῦσε, ἤσαν ἐξαίρετα, ἡ πίστις, τά ἔργα, τό γένος, ὁ τρόπος, ὁ βίος, ὁ λόγος καί ὅλα μαζί ἤσαν σεμνά καί ἐπάξια της θείας τιμῆς καί, ὅπως ἔζησε μέτοχός της θείας Προνοίας, ἔτσι καί ἐτελεύτησεν».
Ἡ «Ἁγία Δέσποινα»,ὅπως τήν ὀνομάζει ὁ Γεώργιος Φραντζής, συνέδεσε τήν ἔννοια τοῦ μοναχικοῦ της ὀνόματος (Ὑπομονή) μέ τόν τρόπον ἀντιμετωπίσεως καί τῶν εὐτυχῶν στιγμῶν καί τῶν ἀπείρων δυσκολιῶν τῆς ὅλης ζωῆς της. Ὑπομονή κατά βίον, πρᾶξιν καί μοναχικό ὄνομα. «Τή ὑπομονή αὐτῆς ἐκτήσατο τήν ψυχήν αὐτῆς».
(Ἀπό τό ἡμερολόγιο τοῦ 2006 τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μονεμβασίας καί Σπάρτης).
Σύγχρονο θαῦμα τῆς Ἁγίας.
Εἶναι ἀρκετές οἱ ἐμφανίσεις τῆς ἁγίας Ὑπομονῆς τά τελευταία χρόνια σέ εὐσεβεῖς καί μή χριστιανούς. Ἐπιλεκτικά καταχωροῦμε ἕνα συμβάν πού περιγράφει τήν θαυμαστή ἐμφάνισή της καί θεραπεία κάποιου ἀσθενῆ.
«Ἡ ἁγία Ὑπομονή ἐμφανίσθηκε ὡς μοναχή σέ κάτοικο τῶν Ἀθηνῶν πού ἐργαζόταν σέ ταξί. Τό σταμάτησε καί ζήτησε νά κατευθυνθεῖ πρός τό Λουτράκι. Ὁ ταξιτζής εἶχε καρκίνο τοῦ δέρματος στά χέρια του καί βρισκόταν σέ μεγάλη ἀπελπισία. Καθ’ ὁδόν ἡ μοναχή ποῦ φοροῦσε ἕνα κουκοῦλι μέ κόκκινο σταυρό τόν ρώτησε: Γιατί εἶσαι μελαγχολικός; Καί ἐκεῖνος δέν δίστασε νά ὁμολογήσει ὅλη τήν ἀλήθεια. Μετά τόν ρώτησε ἄν θέλει νά τόν σταυρώσει γιά νά γίνει καλά καί ἐκεῖνος δέχθηκε. Σέ λίγο ὅμως τόν ἐπίασε ὑπνηλία καί παρεκάλεσε τήν μοναχή νά σταθοῦνε λίγο γιά νά μήν σκοτωθοῦνε. Εἶχαν φθάσει κοντά στά διόδια καί εὔκολα θά ἔβρισκαν ἄλλο ταξί ἄν ἐκείνη βιαζόταν. Κάθησε στήν ἄκρη τοῦ δρόμου καί τόν πῆρε ὁ ὕπνος. Ὅταν ξύπνησε διαπίστωσε ὅτι τά χέρια τοῦ εἶχαν γίνει καλά, ἀλλά ἡ μοναχή εἶχε ἐξαφανιστεῖ. Ρώτησε τούς ἀνθρώπους τῶν διοδίων μήπως εἴδανε καμιά μοναχή ἐκεῖ κοντά, ἀλλά κανείς δέν τήν εἶχε δεῖ. Τότε συγκλονισμένος γύρισε στό ταξί του καί κατάλαβε ὅτι κάποια ἁγία ἦταν κι’ ἔγινε ἄφαντη. Κατευθύνθηκε μετά στόν γιατρό του καί τοῦ διηγήθηκε τό περιστατικό. Τήν στιγμή ἐκείνη ἔπεσε τό μάτι του σέ μία εἰκόνα πού ἦταν κρεμασμένη στόν τοῖχο τοῦ ἰατρείου. Πετάχτηκε ἀπ’ τό κάθισμά του καί φώναξε : ‘Αὐτή ἤταν’.
Σημειωτέον ὅτι ἡ εἰκόνα ἦταν τῆς ἁγίας Ὑπομονῆς. Ἔτσι ἔμαθε ποιά ἦταν ἐκείνη πού τόν θεράπευσε καί τόν γλύτωσε καί ἀπ’ τήν ἀπελπισία. Τό κουκοῦλι μέ τόν κόκκινο σταυρό ἔδειχνε τήν καταγωγή πρίν γίνει αὐτοκρατόρισσα τοῦ Βυζαντίου καί μέ αὐτό τό μοναχικό σχῆμα τελείωσε καί τήν ἐπίγεια ζωή της. Ἐκ τῶν ὑστέρων γίνηκε γνωστό ὅτι ἡ ἡμέρα πού γίνηκε τό θαῦμα ἦταν 13 Μαρτίου, ἡμέρα πού ἡ ἁγία γιορτάζει».
Πηγή: ἀπό τό βιβλίο ἐκδόσεως Ι. Μ. Ὁσίου Παταπίου Λουτρακίου & Πνευματικά Ὀρθόδοξα Μηνύματα Σωτηρίου Οἰκοδομῆς, Ἐκδόσεις Ὀρθόδοξος Κυψέλη
ΠΗΓΗ:http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/Ὑπολογίζεται νά ἦταν 19 περίπου χρονῶν ὅταν παντρεύτηκε τόν Μανουήλ Β’ Παλαιολόγο (τέλη τοῦ 1390), λίγους μῆνες πρίν γίνει Αὐτοκράτορας.
Ἡ καινούργια ζωή τῆς Ἑλένης – ἁγίας Ὑπομονῆς, ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἔδειξε ὅτι θά ἦταν Γολγοθάς. Πολλές ἦταν οἱ φορές πού χρειάστηκε νά πιεῖ τό ποτῆρι τῆς προσβολῆς καί τοῦ ἐξευτελισμοῦ στό πλευρό τοῦ συζύγου τῆς ὄχι μόνο ἀπό τούς ἀλλόθρησκους, ἀλλά καί ἀπό τά κατ’ ὄνομα χριστιανικά κράτη τῆς Δύσεως, στήν ἀπεγνωσμένη προσπάθειά του νά βρεῖ τρόπους σωτηρίας τῆς ἑτοιμοθάνατης Αὐτοκρατορίας.
Ἡ Ἑλένη – ἁγία Ὑπομονή ἀπεδείχθη ἐξαιρετικός ἄνθρωπος πού συγκέντρωνε πολλές καί μεγάλες ἀρετές, καί ψυχική δύναμη. Ἔδειξε ὅτι εἶχε ἀπόλυτη συναίσθηση τόσο τῆς θέσης της καί τῶν περιστάσεων, ὅσο καί τοῦ ρόλου πού αὐτές τῆς ὑπαγόρευαν, σέ ὅλα τά ἐπίπεδα.
Ἀγαποῦσε τό λαό. Ἦταν ἡ μεγάλη μάννα πού ὁ καθένας μποροῦσε νά προστρέξει. Συμμεριζόταν τίς ἀγωνίες του καί ἀνησυχίες τοῦ ἐνώπιον τῶν φοβερῶν ἐθνικῶν κινδύνων καί προσπαθοῦσε πάντοτε μέ τήν προσευχή, μέ τήν πραότητά της καί μέ γλυκά καί παρηγορητικά της λόγια νά τόν ἐνισχύσει.
Εἶναι πολύ χαρακτηριστικά καί εὔγλωττα μέσα στήν λακωνικότητά της τά ὅσα γράφει γιά τήν Αὐτοκρατόρισσα, ὁ σύγχρονός της φημισμένος φιλόσοφος Γεώργιος Γεμιστός – Πλήθων: «Ἡ Βασιλίς αὔτη μέ πολλήν ταπείνωσιν καί καρτερικότητα ἐφαίνετο νά ἀντιμετωπίζει καί τάς δύο μορφᾶς τῆς ζωῆς. Οὔτε κατά τούς καιρούς τῶν δοκιμασιῶν ἀπεγοητεύετο, οὔτε ὅταν εὐτυχοῦσε ἐπανεπαύετο, ἀλλά εἰς κάθε περίπτωσιν ἔκανε τό πρέπον. Συνεδύαζε τήν σύνεσιν μέ τήν γενναιότητα, περισσότερον ἀπό κάθε ἄλλην γυναῖκα.
Διακρινόταν γιά τή σωφροσύνη της. Τήν δέ δικαιοσύνην τήν εἶχε σέ τελειότατο βαθμό. Δέν μάθαμε νά κάνει κακό σέ κανένα, οὔτε μεταξύ τῶν ἀνδρῶν, οὔτε μεταξύ τῶν γυναικών. Ἀντιθέτως γνωρίσαμε νά κάμνει πολλά καλά καί εἰς πολλούς. Μέ ποῖον ἄλλον τρόπον δύναται νά φανεῖ ἐμπράκτως ἡ δικαιοσύνη, ἐκτός ἀπό τό γεγονός του νά μή κάμνει κανείς ποτέ θεληματικά καί σέ κανέναν κακό, ἀλλά μόνον τό ἀγαθόν σέ πολλούς;»
Στάθηκε ἀντάξια του φιλόσοφου καί φιλοχριστοῦ συζύγου τῆς Μανουήλ.
Στάθηκε ἄξια δίπλα του γιά 35 χρόνια, «συνευδοκόντας», σύμφωνα μέ σύγχρονή τους μαρτυρία, δήλ. ὅλα γινόντουσαν μέ συμφωνία, ὁμόνοια, συναπόφαση, ἐν πνεύματι Χριστοῦ καί ἀγωνιστική ἁγιότητα. Κατόρθωναν νά τιμοῦν τήν ἀρετή μέ λόγια καί ἔργα. «Λόγω μέν διδάσκοντας τό πρακτέον, ἔργω δέ γενόμενοι πρότυπα καί εἰκόνες ἐφηρμοσμένης ἀγάπης».
Στό εὐλογημένο ζευγάρι ὁ Θεός χάρισε ὀκτώ παιδιά. Ἔξι ἀγόρια ἀπό τά ὁποία τά δύο ἀνέβηκαν στόν αὐτοκρατορικό θρόνο, ὁ Ἰωάννης Η΄ καί ὁ Κωνσταντῖνος ΙΑ΄, ὁ τελευταῖος θρυλικός αὐτοκράτορας. Ὁ Θεόδωρος, ὁ Δημήτριος καί ὁ Θωμάς διετέλεσαν δεσπότες τοῦ Μυστρά, καί ὁ Ἀνδρόνικος τῆς Θεσσαλονίκης. Καί δύο κορίτσια, τά ὁποῖα ὅμως πέθαναν σέ μικρή ἡλικία. Ἡ πολύτεκνη καί φιλοτεκνη μητέρα γαλούχησε τά παιδιά της μέ τά νάματα τῆς πίστεως καί τή γλυκύτατη διδασκαλία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας, τά ὁδηγοῦσε σέ ἱερά προσκυνήματα καί σεβάσμια Μοναστήρια τῆς Βασιλεύουσας, καί ἐπιζητοῦσε ὑπέρ αὐτῶν τίς εὐχές τῶν ἁγίων ἀσκητῶν καί Γερόντων. Τά ἀνέθρεψε «ἐν παιδείᾳ καί νουθεσία Κυρίου», καί ποτέ δέν «ἔπαυσε μετά δακρύων προσευχῆς καί ἀγάπης νά νουθετεῖ ἕνα ἕκαστον».Μέ ὑπομονή καί ἐπιμονή, μέ προσοχή καί προσευχή σμίλεψε τούς χαρακτῆρες τους, τούς ἔδωσε μαζί μέ τό «ζῆν»καί τό «εὖ ζῆν». Ἔτσι, κατάφερε, μεταξύ ἄλλων, νά θέσει τέρμα στίς ἐπί 90 περίπου χρόνια συγκρούσεις μεταξύ τῶν μελῶν τῆς αὐτοκρατορικῆς οἰκογένειας γιά τήν ἐξουσία πού εἶχαν ἐξαντλήσει τήν αὐτοκρατορία. Οἱ ὅποιες διαφορές ἀπόψεων ἡ διενέξεις παρουσιάζονταν (μετά τό θάνατο τοῦ Μανουήλ), ξεπερνιόνταν ἥσυχα μέ τό κῦρος τῆς μητρικῆς της παρέμβασης καί τῆς προσευχῆς της.
Ἰδιαίτερη ἦταν ἡ ἀγάπη της γιά τά Μοναστήρια. Ἐκεῖ ἀναπαυόταν, ξεκουραζόταν ἡ ψυχή της, ἀντλοῦσε δύναμη καί κουράγιο γιά τή συνέχεια.
Αὐτό, τό ἐνέπνευσε σέ ὅλη τήν οἰκογένειά της. Ὁ σύζυγός της ἀφοῦ παρέδωσε τόν θρόνο στόν πρωτότοκο Ἰωάννη, δύο μῆνες πρίν τόν θάνατό του (29 Μαρτίου 1425), ἀπεσύρθη στή Μονή τοῦ Παντοκράτορος στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἐκάρη μοναχός μέ τό ὄνομα Ματθαῖος. Ἡ ἴδια, μετά τό θάνατο τοῦ συζύγου τῆς ἔγινε μοναχή (1425) στή Μονή τῆς κυρᾶς Μάρθας, μέ τό ὄνομα Ὑπομονή. Καί τρία ἀπό τά παιδιά τούς ἐπίσης ἔγιναν μοναχοί, ὁ Θεόδωρος καί ὁ Ἀνδρόνικος (μ. Ἀκάκιος) στή Μονή τοῦ Παντοκράτορος, καί ὁ Δημήτριος (μ. Δαυίδ) στό Διδυμότειχο
Ἀκόμα, ἐνόσω βρισκόταν στήν πατρίδα της, μαζί μέ τόν πατέρα τῆς ἔκτισαν τήν Ι.Μ. Παναγίας Παμμακαρίστου στό Πογάνοβο τῆς πόλης Δημήτροβγκραντ τῆς Ν.Α. Σερβίας. Στήν Κωνσταντινούπολη εἶχε συνδεθεῖ μέ τήν Ι. Μ. τοῦ Τιμίου Προδρόμου τῆς Πέτρας, ὅπου φυλαγόταν τό ἱερό λείψανο τοῦ ὁσίου Παταπίου τοῦ θαυματουργοῦ, στόν ὁποῖο ἡ ἁγία Ὑπομονή ἔτρεφε ἰδιαίτερη εὐλάβεια. Ἡ Μονή εἶχε ἱδρυθεῖ ἀπό τόν συνασκητή τοῦ ὁσίου Παταπίου στήν Αἴγυπτο, ὅσιο Βάρα, ἔξω ἀπό τήν πύλη τοῦ Ρωμανοῦ πρίν ἀπό τό 450μ.Χ. Μέ τήν συμβολή τῆς ἁγίας ἱδρύθηκε στή Μονή γυναικεῖο γηροκομεῖο μέ τήν ἐπωνυμία «Ἡ ἐλπίς τῶν ἀπηλπισμένων». Ἡ εὐλάβειά της πρός τόν ὅσιο Πατάπιο φαίνεται ἀπό τό γεγονός ὅτι ὁ ἁγιογράφος τοῦ σπηλαίου τοῦ ὁσίου Παταπίου στά Γεράνεια ὅρη τῆς Κορινθίας θεώρησε ἀπαραίτητο νά ἱστορήσει τήν ἁγία Ὑπομονή δίπλα ἀπό τό σκήνωμα τοῦ ὁσίου.
Ἄνθρωπος φωτεινός καί φωτισμένος ἡ ἁγία Ὑπομονή, προικισμένη μέ πολλά τάλαντα, πού τά «ἐμπορεύθηκε» μέ σύνεση καί σωφροσύνη καί τά πολλαπλασίασε, κατάφερε μέ τήν ἀρετή, τήν ἄσκηση καί τήν καρτερία της νά φθάσει σέ δυσανάβατα μέτρα ἀρετῆς. Μία σημαντική φυσιογνωμία ἐκείνης τῆς ἐποχῆς ὁ Γεννάδιος Σχολάριος, ὁ πρῶτος Οἰκουμενικός Πατριάρχης μετά τήν ἅλωση, στόν Παραμυθητικό του Λόγο πρός τόν Βασιλέα Κωνσταντῖνο ΙΑ’, «Ἐπί τή κοιμήσει τῆς μητρός Αὐτοῦ ἁγίας Ὑπομονῆς», ἀναφέρει χαρακτηριστικά τά ἑξῆς:
«Τήν μακαρίαν ἐκείνην Βασίλισσα ὅταν τήν ἐπεσκέπτετο κάποιος σοφός, ἔφευγε κατάπληκτος ἀπό τήν δικήν της σοφία. Ὅταν τήν συναντοῦσε κάποιος ἀσκητής, ἀποχωροῦσε, μετά τήν συνάντηση, ντροπιασμένος διά τήν πτωχείαν τῆς ἰδικῆς τοῦ ἀρετῆς, συγκρινομένης πρός τήν ἀρετή ἐκείνης.
Όταν τήν συναντοῦσε κάποιος συνετός, προσέθετε εἰς τήν ἰδικήν τοῦ περισσότερη σύνεση. Ὅταν τήν συναντοῦσε κάποιος νομοθέτης, γινόταν προσεκτικότερος. Ὅταν συνομιλοῦσε μαζί της κάποιος δικαστής, διαπίστωνε ὅτι ἔχει ἐνώπιόν του ἔμπρακτο Κανόνα Δικαίου. Ὅταν κάποιος θαρραλέος (τή συναντοῦσε), ἐνοίωθε νικημένος, αἰσθανόμενος ἔκπληξη ἀπό τήν ὑπομονή, τήν σύνεση καί τήν ἰσχυρότητα τοῦ χαρακτῆρος της. Ὅταν τήν πλησίαζε κάποιος φιλάνθρωπος, ἀποκτοῦσε ἐντονότερο τό αἴσθημα τῆς φιλανθρωπίας. Ὅταν τήν συναντοῦσε κάποιος φίλος τῶν διασκεδάσεων, ἀποκτοῦσε σύνεση, καί, γνωρίζοντας τήν ταπείνωση εἰς τό πρόσωπόν της, μετανοοῦσε. Ὅταν τήν γνώριζε κάποιος ζηλωτής τῆς εὐσεβείας, ἀποκτοῦσε μεγαλύτερο ζῆλο. Κάθε πονεμένος μέ τή συνάντηση μαζί της, καταλαγίαζε τόν πόνο του. Κάθε ἀλαζόνας αὐτοτιμωροῦσε τήν ὑπερβολική του φιλαυτία. Καί γενικά κανένας δέν ὑπῆρξε, πού νά ἦλθε εἰς ἐπικοινωνία μαζί της καί νά μήν ἔγινε καλύτερος».
Ὁ Θεός εὐδόκησε νά μήν ζήσει τίς τελευταῖες τραγικές στιγμές τῆς Αὐτοκρατορίας. Τήν κάλεσε κοντά Του στίς 13 Μαρτίου 1450, ἔχοντας διανύσει 35 χρόνια ὡς Αὐτοκρατόρισσα καί 25 ὡς ταπεινή μοναχή. Ὁ σύγχρονός της διάκονος Ἰωάννης Εὐγενικός, ἀδελφός του Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἐφέσου, στόν Παραμυθητικό του Λόγο πρός τόν Κῶν/νόν Παλαιολόγον ἐπί τή κοιμήσει τῆς Μητρός τοῦ ἁγίας Ὑπομονῆς συνοψίζει:
«Ὡς πρός δέ τήν ἀοίδιμον, ἐκείνην Δέσποινα Μητέρα σου, τά πάντα ἐν ὄσῳ ζοῦσε, ἤσαν ἐξαίρετα, ἡ πίστις, τά ἔργα, τό γένος, ὁ τρόπος, ὁ βίος, ὁ λόγος καί ὅλα μαζί ἤσαν σεμνά καί ἐπάξια της θείας τιμῆς καί, ὅπως ἔζησε μέτοχός της θείας Προνοίας, ἔτσι καί ἐτελεύτησεν».
Ἡ «Ἁγία Δέσποινα»,ὅπως τήν ὀνομάζει ὁ Γεώργιος Φραντζής, συνέδεσε τήν ἔννοια τοῦ μοναχικοῦ της ὀνόματος (Ὑπομονή) μέ τόν τρόπον ἀντιμετωπίσεως καί τῶν εὐτυχῶν στιγμῶν καί τῶν ἀπείρων δυσκολιῶν τῆς ὅλης ζωῆς της. Ὑπομονή κατά βίον, πρᾶξιν καί μοναχικό ὄνομα. «Τή ὑπομονή αὐτῆς ἐκτήσατο τήν ψυχήν αὐτῆς».
(Ἀπό τό ἡμερολόγιο τοῦ 2006 τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μονεμβασίας καί Σπάρτης).
Σύγχρονο θαῦμα τῆς Ἁγίας.
Εἶναι ἀρκετές οἱ ἐμφανίσεις τῆς ἁγίας Ὑπομονῆς τά τελευταία χρόνια σέ εὐσεβεῖς καί μή χριστιανούς. Ἐπιλεκτικά καταχωροῦμε ἕνα συμβάν πού περιγράφει τήν θαυμαστή ἐμφάνισή της καί θεραπεία κάποιου ἀσθενῆ.
«Ἡ ἁγία Ὑπομονή ἐμφανίσθηκε ὡς μοναχή σέ κάτοικο τῶν Ἀθηνῶν πού ἐργαζόταν σέ ταξί. Τό σταμάτησε καί ζήτησε νά κατευθυνθεῖ πρός τό Λουτράκι. Ὁ ταξιτζής εἶχε καρκίνο τοῦ δέρματος στά χέρια του καί βρισκόταν σέ μεγάλη ἀπελπισία. Καθ’ ὁδόν ἡ μοναχή ποῦ φοροῦσε ἕνα κουκοῦλι μέ κόκκινο σταυρό τόν ρώτησε: Γιατί εἶσαι μελαγχολικός; Καί ἐκεῖνος δέν δίστασε νά ὁμολογήσει ὅλη τήν ἀλήθεια. Μετά τόν ρώτησε ἄν θέλει νά τόν σταυρώσει γιά νά γίνει καλά καί ἐκεῖνος δέχθηκε. Σέ λίγο ὅμως τόν ἐπίασε ὑπνηλία καί παρεκάλεσε τήν μοναχή νά σταθοῦνε λίγο γιά νά μήν σκοτωθοῦνε. Εἶχαν φθάσει κοντά στά διόδια καί εὔκολα θά ἔβρισκαν ἄλλο ταξί ἄν ἐκείνη βιαζόταν. Κάθησε στήν ἄκρη τοῦ δρόμου καί τόν πῆρε ὁ ὕπνος. Ὅταν ξύπνησε διαπίστωσε ὅτι τά χέρια τοῦ εἶχαν γίνει καλά, ἀλλά ἡ μοναχή εἶχε ἐξαφανιστεῖ. Ρώτησε τούς ἀνθρώπους τῶν διοδίων μήπως εἴδανε καμιά μοναχή ἐκεῖ κοντά, ἀλλά κανείς δέν τήν εἶχε δεῖ. Τότε συγκλονισμένος γύρισε στό ταξί του καί κατάλαβε ὅτι κάποια ἁγία ἦταν κι’ ἔγινε ἄφαντη. Κατευθύνθηκε μετά στόν γιατρό του καί τοῦ διηγήθηκε τό περιστατικό. Τήν στιγμή ἐκείνη ἔπεσε τό μάτι του σέ μία εἰκόνα πού ἦταν κρεμασμένη στόν τοῖχο τοῦ ἰατρείου. Πετάχτηκε ἀπ’ τό κάθισμά του καί φώναξε : ‘Αὐτή ἤταν’.
Σημειωτέον ὅτι ἡ εἰκόνα ἦταν τῆς ἁγίας Ὑπομονῆς. Ἔτσι ἔμαθε ποιά ἦταν ἐκείνη πού τόν θεράπευσε καί τόν γλύτωσε καί ἀπ’ τήν ἀπελπισία. Τό κουκοῦλι μέ τόν κόκκινο σταυρό ἔδειχνε τήν καταγωγή πρίν γίνει αὐτοκρατόρισσα τοῦ Βυζαντίου καί μέ αὐτό τό μοναχικό σχῆμα τελείωσε καί τήν ἐπίγεια ζωή της. Ἐκ τῶν ὑστέρων γίνηκε γνωστό ὅτι ἡ ἡμέρα πού γίνηκε τό θαῦμα ἦταν 13 Μαρτίου, ἡμέρα πού ἡ ἁγία γιορτάζει».
Πηγή: ἀπό τό βιβλίο ἐκδόσεως Ι. Μ. Ὁσίου Παταπίου Λουτρακίου & Πνευματικά Ὀρθόδοξα Μηνύματα Σωτηρίου Οἰκοδομῆς, Ἐκδόσεις Ὀρθόδοξος Κυψέλη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου