Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2012

Λειτουργική εμπειρία στο μέτωπο


ληθινό περιστατικό


Μέρες εχαν νά κοιμηθον. ν λογιζόταν γιά πνος, λιγοστός χρόνος πού ξάπλωναν καταγς ντυμένοι πως ταν, γιά νά ξυπνήσουν σέ λίγη ρα πό τό φοβερό κρύο πού τούς πάγωνε τήν καρδιά καί νιώθαν πώς πεθαίναν. Δέν ταν πολλοί. Καμιά δεκαπενταριά νδρες σ’ ατό τό ψωμα το φταχωρίου πού ποστήριζε, ποτίθεται, τά μετόπισθεν. Γιατί τίς τέσσερις τελευταες μέρες εχε νοποιηθε σχεδόν μέ τήν πρώτη γραμμή. Δέν ταν οτε εκολα τά πράγματα, οτε λπιδοφόρα. Ο ταλοί ρχονταν σωρηδόν. Εχαν πίστευτη περοχή. πρώτη γραμμή μέ πενιχρότατα μέσα, ρκετές πώλειες καί περισσή ατοθυσία, κράτησε τόσες μέρες τήν πιδρομή δύο ταλικν μεραρχιν. Τς «Φεράρας» καί το «Κένταυρου». Τώρα μέ νύχια καί δόντια προσπαθοσε νά κρατήσει τίς θέσεις της πέναντι στήν πανίσχυρη καί πάνοπλη περίφημη Ιταλική Μεραρχία λπινιστν «Τζούλια». ντεκα χιλιάδες στρατιτες πέναντι σέ δύο χιλιάδες δικούς μας κι ατούς ξαντλημένους, πεινασμένους καί σχεδόν όπλους, εναι μεγέθη πού δέν συγκρίνονται. Κι εναι λήθεια πώς τίς τελευταες μέρες, μαζί μέ τούς γαπημένους καί πολύπαθους συντρόφους τους ’χάναν καί δαφος. Κάποια ψώματα δθε-κεθε καί μυντική γραμμή κάνοντας «κοιλιές», τραβιόταν λο καί πιό πίσω. Γι’ ατό καί θέση τους, πού ταν θέση στά μετόπισθεν, εχε φθάσει νά γγίζει τήν πρώτη γραμμή.
Δέν μιλοσε κανείς κενο τό πρωινό. Βλέφαρα πού μέ δυσκολία κρατιόνταν νοιχτά λόγ τς παρατεταμένης γρυπνίας, φηναν τή ματιά νά πλανηθε μακριά στό πουθενά, σο νά μπορέσει σκέψη, κρατώντας να διατάρακτο πλάνο, νά ταξιδέψει σέ μέρη δικά της, γαπημένα.
Δέν πρχε κουράγιο τώρα, νθρώπινη περιέργεια πως τίς πρτες μέρες, νά σπάσει ατήν τήν περίεργη σιωπή, νά στραφε στό διπλανό της, νά ρωτήσει τί σκέφτεσαι;
Τόσες μέρες τά χαν πε λα νας στόν λλο. Γιά τίς δουλειές τους πού φησαν στή μέση. Γιά τούς γονες τους πού μέ λπίδα, περηφάνεια καί φόβο τούς ξεπροβόδισαν. Γιά τά γαπημένα τους πρόσωπα πού ξενυχτοσαν πλάι τους, μέ τό στημόνι τς γωνίας νά φαίνει σκουρόχρωμο τό φαντό τς ψυχς τους. Γιά τά σχέδιά τους πού θά ξεκινοσαν μ’ ρεξη μόλις πόλεμος τελείωνε.
Στιγμές-στιγμές τ’ ργό νοιγόκλειμα τν ματιν παιρνε τό βλέμμα λλο καί λλαζε τήν εκόνα πού συνόδευε τίς νέες τους σκέψεις. Τίποτα δέν κουγόταν. Οτε κι σύρματος το Κώστα, πού πό καιρό σέ καιρό σπαγε τή νεκρική σιωπή γιά νά μεταδώσει να κρυπτογραφημένο μήνυμα πιό σπάνια καί πιό συχνά κενα τ’ τέλειωτα παρατεταμένα μή «μπίπ» το κώδικα μόρς. Τώρα σιγοσε κι ατός. ταν διαταγή. πό χθές τό βράδυ μέχρι νεοτέρας. Σιγή συρμάτων. Γιατί πρόκειτο ταλική εροπορία νά χτυπήσει γιά κκαθάριση τή γραμμή μύνης καί δέν πρεπε νά στοχοποιηθον ο θέσεις τν στρατιωτν π’ τόν ντοπισμό τν συρμάτων.
Μιά πραξία λοιπόν πού μως δέν σ’ φηνε νά κοιμηθες, νά χαλαρώσεις, νά ξεκουραστες, γιατί φοβόσουν τι πό στιγμή σέ στιγμή κάποιο εροπορικό βλμα μπορε νά σέ περνοσε στήν αωνιότητα. Κι φόβος πάντα συμμαχοσε μέ τό κρύο τοτες τίς ρες, κάνοντας δύνατο νά κοιμηθε κανείς.
Σιωπή, ξάντληση, φόβος κι γωνία.
–Κάτσε κάτω, μήν κουνιέσαι. Γίνεσαι στόχος. Ψιθύρισε Βαγγέλης π’ τήν Καρδίτσα στόν λέξανδρο πού σηκώθηκε ρθιος καί τράβηξε μπροστά.
Δέν δωσε σημασία κενος. Σάν νά μήν κουσε. Προχώρησε σια μπρός. φτασε τόν συρματιστή καί κατσε δίπλα του.
–Κυριακή σήμερα, το πε.
λλος δέν μιλοσε. Οτε κάν τόν κοίταξε.
–Τέτοια ρα στήν θήνα, στόν Μητροπολιτικό Ναό τελεται θεία Λειτουργία.
νέκφραστος συρματιστής. δειχνε σάν νά μήν κούει τίποτα π’ τόν μονόλογο το λέξανδρου. στόσο τόν κουγε. Τό ’ξερε λέξανδρος, γι’ ατό καί συνέχισε.
–Δέν πιάνεις λίγο στόν σύρματο τό θνικό πρόγραμμα ν’ κούσουμε λοι μας τή Λειτουργία; 
Τώρα γύρισε πότομα. Τόν κοίταξε πιό φοβισμένος σια στά μάτια.
–Εσαι καλά; Τρελάθηκες; τόν ρώτησε καί τά μάτια του βγαζαν σπίθες. πό φόβο; πό ργή μπροστά στό παράλογο ατημα;
ταν πιστός λέξανδρος. Τόν ξερε καλά. ταν θεολόγος. Χαριτωμένο παιδί. λλά πόλεμος δέν φήνει περιθώρια γιά συναισθηματισμούς καί συμπάθειες.
–Λίγο. Μόνο γιά λίγο, πέμενε λέξανδρος, μέ να φος τόσο παρακλητικό καί συνάμα τόσο πιεστικό. Θά φωνάξω καί τούς πόλοιπους. Θά γονατίσουμε λοι γύρω π’ τόν σύρματο… Λίγο… Νά πάρουμε τήν ελογία το Χριστο. Τή χάρη τς Λειτουργίας. Τό μόνο πού ’χουμε νάγκη δ πάνω…
–Εσαι καλά; πέμενε πάλι λλος, παρόλο πού σωτερικά εχε δη ξασθενήσει κάθε ντίδρασή του. Τό κατάλαβε λέξανδρος. Δέν χρειαζόταν νά πιμείνει λλο.
–Παιδιά, λτε λοι δ γύρω. Γύρω π’ τόν σύρματο. Γονατίστε. Θά κούσουμε γιά λίγο τή θεία Λειτουργία π’ τήν θήνα. Νά πάρουμε δύναμη. Νά μς ελογήσει Χριστός καί Παναγία.
Παράξενο, λλά σηκώθηκαν λοι. Σιγά-σιγά ρθαν καί γονάτισαν γύρω π’ τόν σύρματο. μίλητοι πως πρίν, λλά μ’ μπιστοσύνη στήν «ποκοτιά» το λέξανδρου.
Δέν χρειαζόταν λλη παρότρυνση Κώστας.
–Μόνο γιά μιά στιγμή, επε σιγανά στόν λέξανδρο καί περίμενε νά τακτοποιηθε γονατιστός καί τελευταος στρατιώτης.
γινε σιγή μερικν δευτερολέπτων καί κατόπιν συρματιστής νοιξε τόν σύρματο. κούστηκε να μικρό σύρσιμο στίς διάφορες συχνότητες το σύρματου καί μετά πάλι μιά λαχιστότατη σιγή, πού τή διέκοψε εκρινέστατη φωνή το ερέα.
… « χάρις το Κυρίου μν ησο Χριστο καί γάπη το Θεο καί Πατρός καί κοινωνία το γίου Πνεύματος εη μετά πάντων μν».
Καί… μέσως Κώστας κλεισε τόν διακόπτη.
…………………………………………………………
Στά γέρικα μάτια το κυρ-’Αλέξανδρου, πού εχαν σπρίσει π’ τόν καταρράκτη, διέκρινα καθαρά τή συγκίνησή του στήν ξιστόρηση το θαύματος κι ξέχαστου γι’ ατόν περιστατικο.
σα χρόνια κι ν περάσουν ποτέ δέν θά ξεχάσω ατή τή στιγμή… ζησα πό τότε ναρίθμητες Λειτουργίες, μως ατό πού νιωσα κείνη τή στιγμή ποτέ δέν τό ξανάνιωσα.
Κι ποτε κάποιος γώ ναρωτιέμαι τί εναι θεία χάρις, θυμμαι κείνη τήν μπειρία καί λέω: ξέρω. Τήν χω νιώσει.
Κανένας μας δέν σκοτώθηκε κατόπιν σ’ λόκληρο τόν πόλεμο, μως δέν εναι ατό. Πιό πολύ εναι, ατό πού νιώσαμε κενο τό Κυριακάτικο πρωινό σ’ κενο τό ψωμα στό φταχώρι.

ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Απόσπασμα από το Περιοδικό ”Η Δράση μας”,
Τεύχος Οκτωβρίου 2012
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ:  http://impantokratoros.gr/root.ro.aspx

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου