«Βάστα καρδιά μου, βάστα»!
Ἡ σκέψη τοῦτο
τό ἀπόγεμα πῆρε ἕνα δρομίδι, σέ θέλω... τρέχει στά παλιά, ἑβδομήντα καί
βάλε, χρόνια πίσω, έξαιτίας τῆς βαθειᾶς
θλίψης πού κατακλύζει τήν ψυχή μου, τήν ψυχή ὅλων μας, μέ ἀφορμή τή στέρηση τῆς
Ἐκκλησᾶς μας τίς μέρες αὐτές. Μεγάλη Βδομάδα κιεμεῖς ὄξω ἀπό τίς Ἐκκλησές!!!
Οἰ θύμησες
θεριεύουν μέσα μου, μέ συνταράζουνε, μέ παρασύρουνε καί μέ μεταφέρουνε στήν αὐλή τῆς Ἀπακουῆς..
Ἀγωνία, πότε θάρτη ἡ ὤρα γιά νά
σημάνει ὁ Νυφίος. Μαζευόμαστε τά παιδιά τοῦ ἱεροῦ πιό νωρίς (ὁ Δημήτρης ὁ
Κατσαρός, τό Γιαννιό, τό Γιωργάκι, ὁ Θολόος, ὁ Βασίλης, ὁ Βασίλης, κ. ἄ.), γιά
νά πλησιάσουμε στό Ἀναλόι, ἤ νά μποῦμε στό Ἱερό, γιά νά διακονήσουμε τόν Παπᾶ-Γιώργη,
πού κοντά στήν «κούδα» του, βρίσκαμε τόν ἄρχοντα Ἐφημέριο, τόν καλοκάγαθο, τόν ἁπλό
καί ἀνεπιτίδευτο Κληρικό..
«Βρέ σεῖς,
φυλάεττε, πότε θά βουτήξει ὁ ἥλιος, γιά νά σημάνουμε» (ὁ ἥλιος ἦταν τό ρολόι τῆς
ἐποχῆς ἐκείνης. Ὅταν βουτοῦσε, δηλ. βασίλευε στό πέλαος τοῦ Κήπου, ἦταν ὥρα τῆς
καμπάνας. Ἄν εἶχε συννεφιά, μᾶς φώναζε: «σωπᾶτε, νακούσουμε τήν Παναγιά τῶν
Κοιμητηριῶ». «Θωρεῖτε, μονάχα τή μεγάλη καμπάνα νά σημάνετε». Ἀγώνας, ποιός θά
προλάβαινε νά κτυπήσει πρῶτος τήν καμπάνα, φυσικά μέ τό σκοινί καί ὄχι μέ τό ... κουμπί! Τί συναγωνισμός ἀλήθεια καί τί μαλώματα γινόταν πολλές φορές, γιά τό ποιός ἦταν καλύτερος ...
καμπανιάρης..... Κι᾿ ὁ κόσμος ἄρχιζε νάρχεται νωρίς, γιά νά προλάβει τό Νυφίο,
πού βγαίνει τό βράδυ τῆς Κυριακῆς τῶ Βαγιῶ.
Τό κερά Χαριστό, ἐντωμεταξύ, μέ τήν κόρη της τό Μαριγό, εἶχαν ἑτοιμάσει
τήν Ἐκκλησά καί ὁ παπᾶς εἶχε ἀλλάξει τίς ποδιές τῆς Ἁγια-Τράπεζας καί τίς
θύρες, τά μαντήλια ἀπό τούς Σταυρούς καί τά φανάρια, μέ πένθιμα.
Μέ τό «Εὐλογητός...» τρέχαμε νά φέρουμε ἀπό τό «χηράδικο»
τό καψί, γιά νά θυμιάσει ὁ Έφημέριος τήν Ἐκκλησά, τήν ὥρα πού τό Γιαννιό (ὁ
πατέρας μου), ἤ κάποιος ἄλλος
διάβαζε ἀργά καί μέ μέλος τούς βασιλικούς
λεγόμενους ψάλμους: «Ἐπακούσαι σου Κύριος ὁ Θεός..», «Κύριε ἐν τῇ δυνάμει σου εὐφρανθήσεται
ὁ Βασιλεύς..» κλ.π. γιά νά ἀκολουθήσει ὁ ἑξάψαλμος καί τό πολύ, πολύ ἀργό «Ἀλληλούια..» ἀπό τούς ψαλτάδες. Ἡ φωνή τοῦ παπᾶ Γιώργη δέν φεύγει ἀπό τό μυαλό
μου· δέν σβύνει ἀπό τήν ψυχή μου. Καί ποιόν
νά μήν ἀνακαλέσω στή μνήμη μου, ἀπόψε, σαὐτή τήν πνευματική ἐρημιά τῆς
στέρησης ἀπό τίς ἱερές Ἀκολουθίες! Πῶς νά λησμονήσω στό ἀναλογιό, τό Τζίμη τό
Λεούση, πού εἶχε γυρίσει ἀπό τήν Ἀμερική καί κουβαλοῦσε τά μουσικά του βιβλία
κάτω ἀπό τήν ἀμασχάλη του, τό θεῖο μου τό Δημήτρη, πού δέν ἤξερε Μουσικά, ἀλλά ἔψαλλε
τό Φωκαέα, ἀπόξω κι᾿ ἀνακατωτά, τό Καψάκι, τό Μανώλη τό Φέγγαρο (νά τόν ἔχει ὁ
Θεός καλά) πού κάλυψε γιά πολλά χρόνια τό ψαλτήρι τῆς Ἀπακουῆς (ἦταν ἄριστος
τεχνίτης στούς χαρταετούς καί στούς ἀστλακάδες πού φτιάχνανε μέ τόν πατέρα μου)!
Περιμέναμε μέ ἀγωνία
νά τελειώσει τό «Ἀλληλούια», γιά νάβγει ὁ Νυφίος! Ὁ Παπά Γιώργης ντυμένος μέ τά
πένθιμα Ἄμφιά του καί κρατώντας ψηλά τήν Εἰκόνα τοῦ «Νυμφίου Χριστοῦ», ἔβγαινε ἀπό
τό Ἱερό ψάλλοντας ἀργά τό «Ἰδού ὁ Νυμφίος ἔρχεται, ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός...». Σκοτάδι
πράγματι. Κάτι κεράκια ἀχνόφεγγαν καί ὁ παπᾶς λιτάνευε τήν Εἰκόνα ἀπό τούς Ἁγιά
Σαράντες στήν κυρίως Ἐκκλησά γιά νά τήν τοποθετήσει στό Προσκυνητάρι. Ἀπόλυτη ἡσυχία·
ἡ ψαλμωδία καί ὁ πένθιμος ἦχος ἀπό τό λαούδι τῆς μεγάλης καμπάνας. Κατάμεστος ὁ
Ναός. Κι᾿ οἱ νοικοκυραῖοι κι᾿ οἱ ξωτάρηδες, κι᾿ οἱ γεωργοί κι᾿ οἱ ψάραδες κι᾿ ὅλοι
οἱ ἐνορίτες στήν Ἀπακουή μας! Κι᾿ ὁ καθένας καί ἡ καθεμιά στό θρονί τους. Ὁ
Γιωργούλης, ὁ μπαρμά Σαράντης, τό Γιαολί, τό Κωσταδιό,...., τό κερά Νεστασό, ἡ
γλυκειά μου τό Γληορί, ἡ κερά Καλλιόπη τοῦ Ἀντριώτη, το Σοφουλιό, τό Μαριγό ἠ
Κάρφαινα, ἡ Καλομοίρα, ἡ Ρούσενα .....
Καί μετά τό
Νυφίο τό τερέρισμα τοῦ παπᾶ μας, μέ τό ἀργόσυρτο
κάθισμα «Τά πάθη τά σεπτά», μέ τό ὁποῖο μπαίναμε στίς μέρες τῶν Παθῶν τοῦ
Χριστοῦ μας. Παρόλο πού εἴμασταν παιδιά,
ρουφούσαμε τά λόγια, κιἄς μήν τά καταλαβαίναμε· μᾶς συγκλόνιζε ἡ μελωδία· μᾶς συγκινοῦσε
ἀφάνταστα ἡ ξεχωριστή, ἡ ἀνεπανάληπτη φωνή τοῦ παπᾶ Γιώργη, μέ ἀποτέλεσμα νά
γλυκαίνεται ἡ ψυχή μας μέχρι σήμερα.
Στό "ἐξαποστελάριο" «Τόν νυμφῶνά σου βλέπω...», σά νά ζωντάνευε ὁ Χριστός ἀπό τήν Εἰκόνά Του, μπρός
στά μάθια μας...καί πήγαινε πρός τό ἑκούσιο πάθος, ὅπως τόνιζε κι᾿ ὁ
ψαλμωδός...
Στιγμές ἀνεπανάληπτες,
γεμᾶτες δέος καί συγκίνηση. Οἱ ἐκκλησιαζόμενοι μένανε μέχρι τό τέλος. Προσκυνοῦσαν,
ἄναβαν τά λαδο-φαναράκια τους (λίγοι εἶχαν «φακό» ) καί ξεκινοῦσαν γιά τό σπίτι
τους, μέ τήν προσδοκία τῆς χαρᾶς τῆς Ἀνάστασης, ἀλλά καί μέ τίς σκουτοῦρες, ἰδίως
οἱ νυκοκυρές γιά νά προλάβουνε τίς δουλειές τους, τά γαλατσώματά τους, τήν
καθαριότητα, τά κουλούρια τους, τίς κουλοῦρες μέ τό κόκκινα αὐγά, τίς πίττες τους, τό βάψιμο τῶν αὐγῶν, τό ζύμωμα
τοῦ ψωμιοῦ τῆς βδομάδας καί ἕνα σωρό ἄλλες δουλειές...
Ἀπόψε τήν ὥρα
πού θά βουτήξει ὁ ἥλιος, δέν θά σημάνει ἡ καμπάνα τῆς Ἀπακουῆς, τῆς Παναγιᾶς τῶν
Κοιμητηριῶ, τοῦ Γυναίκειου Μοναστηριοῦ, τῶν Ἐκκλησῶ μας, ὅλως τῶν Ἐκκλησῶ μας...
Αὐτή τή δύσκολη ὥρα ἀκούω τήν φωνή τοῦ
μακαρίτη Γέροντά μας τοῦ Παπᾶ Γιώργη:
«Βάστα καρδιά μου, βάστα»..
Πώς τα κατάφερες με τον γλυκό σου λόγο να μας συγκινήσεις και να γλυκάνεις τη στερημενη μας ψυχή και καρδιά, σήμερα, την άλλη μέρα των Βαγιωνε....
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι μας θύμησες και την αγαπημένη μορφή του παππού του Γιάννη...
Να σαι καλά να συνεχίσεις τα βήματα του.
Κι ο Θεός να μη δώσει να βιώσουμε κι άλλη τέτοια Μεγάλη Εβδομάδα
Καλή Ανάσταση