Ὅσιος Ὀνούφριος ὁ ἐν Ἱερουσαλήμ
Ὅσιος Ὀνούφριος
ἐγεννήθηκε τόν 4ο αἰώνα μ.Χ. στήν Αἴγυτπο καί καταγόταν ἀπό ἀριστοκρατική
οἰκογένεια. Ὁ βιογράφος του, Ὅσιος Παφνούτιος, ἀναφέρει ὡς πατρίδα τοῦ
Ὀνουφρίου τήν Περσία, πράγμα ὅμως πού δέν μνημονεύεται οὔτε στά Συναξάρια, οὔτε
καί στόν Κανόνα τῆς ἑορτῆς αὐτοῦ.
Ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος στήν ἀρχή τῆς μοναχικῆς του πολιτείας εἰσέρχεται σέ κοινόβιο
μοναστήρι κοντά στήν Ἑρμούπολη τῶν Θηβῶν. Τό κοινοβιακό σύστημα, πού εἶναι
αὐστηρότερο ἀπό τό Λαυρεωτικό, διαμορφώθηκε ὑπό τοῦ Ὁσίου Παχωμίου τοῦ Μεγάλου
(† 15 Μαΐου) τόν 4ο αἰώνα στήν Αἴγυπτο. Τό πρῶτο κοινόβιο ἱδρύθηκε περί τό 320
μ.Χ. στήν Ταβεννίσιδα κοντά στήν ἀνατολική ὄχθη τοῦ Νείλου ποταμοῦ. Στό
κοινόβιο τῆς Ἑρμουπόλεως, ὀνομαζόμενο Σμαούν, ὁ Ὀνούφριος ἐδιδάχθηκε τά τοῦ
μοναχικοῦ βίου. Ἐκεῖ ἄκουσε γιά τήν ἥσυχη καί ἐρημική ζωή δύο μεγάλων μορφῶν
τῆς Ἐκκλησίας μας, τόν ἀσκητικό καί ἐρημικό βίο τοῦ Προφήτου Ἠλιού τοῦ
Θεσβίτου, ὁ ὁποῖος ἦταν «ἐνδεδυμένος μηλωτήν (=δέρμα προβάτου) καί ζώνην
δερμάτινην περιζωσμένος τήν ὀσφύν αὐτοῦ» καί τό μιμητή αὐτοῦ Ἰωάννη τόν
Πρόδρομο καί προετοιμαστή τῆς παρουσίας Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος, ὅπως καί ὁ Ἠλιού,
φέροντας ἀσκητικό ἔνδυμα καί ἀκολουθώντας τόν ἐρημικό βίο ἐκήρυξε στό λαό τό
βάπτισμα τῆς μετανοίας.
Μετά τά ὅσα ἄκουσε στό κοινόβιο τῆς
Ἑρμουπόλεως, ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος ἐνθουσιάσθηκε γιά τόν ἐρημικό βίο καί τόν
ἀναχωρητισμό καί ἔφυγε γιά τήν ἔρημο.
Ὅταν ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος ἔφυγε στήν ἔρημο, ὕστερα ἀπό μία ἑβδομάδα ὁδοιπορία, πού εἶχε πολλή πείνα καί κόπο, εἶδε ξαφνικά ἕνα σπήλαιο, ἀπ’ ὅπου βγῆκε ἕνας γέροντας μοναχός καί τόν ὑποδέχθηκε, φωνάζοντάς τον μέ τό ὄνομά του. Ὁ ἀσκητής ἐκεῖνος διηγήθηκε στόν Ὅσιο Ὀνούφριο τό βίο του καί τίς δυσκολίες τῆς ἐρήμου.
Ὅταν πιά ἐπέρασαν τριάντα ἡμέρες, μέ προσευχές καί θεῖες διηγήσεις, δίχως νά νιώσουν πείνα ἢ δίψα, ὁ ἀσκητής εἶπε στόν Ὅσιο νά πάρουν τόν δρόμο «ἐπί τήν ἐνδοτέραν ἔρημον». Μάλιστα, ἔτρεχε ὁ ἴδιος, παρά τήν προχωρημένη ἡλικία του. Ὕστερα ἀπό τέσσερις ἡμέρες εὑρῆκαν ἕνα μικρό σπήλαιο, ὅπου εἶπαν νά καθήσουν, γιά νά ξεκουρασθοῦν. Ἐκείνη τή στιγμή, ἕνας φοίνικας ἐφύτρωσε καί ἐψήλωσε καί τούς ἔδωσε μεγάλη χαρά. Τότε ὁ γέροντας εἶπε στόν Ὀνούφριο ὅτι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ εὐδόκησε, ὥστε σέ αὐτό τό σπήλαιο νά δώσει τούς ἀσκητικούς του ἀγῶνες.
Ἐδῶ ἐνέκρωσε «τά ἐπί τῆς γῆς μέλη» καί ὑπέμεινε «τόν παγετόν τῆς νυκτός καί τῆς ἡμέρας τόν καύσωνα». Ἔτσι ἐπέτυχε τήν οὐράνια ζωή, βλέποντας, ὅπως τονίζει ὁ ὑμνογράφος αὐτοῦ, «τό ἀμήχανον κάλλος τοῦ Κτίστου» του. Ἔφθασε τό πράγματι «ἐφετόν» διά τῆς ἀπαρνήσεως κάθε κοσμικῆς συγχύσεως καί κατόρθωσε τήν ποθούμενη «ὑπερκόσμιον ἀκρότητα». Ἔζησε στήν ἔρημο περίπου ἑβδομήντα ἔτη καί εἶχε ὡς τροφή τήν ἐγκράτεια καί ὡς πλοῦτο τήν πτωχεία καί τήν ἀκτημοσύνη. Ἔφθασε δέ σέ τέτοιο βαθμό ἀσκήσεως στούς πειρασμούς, ὤστε τήν ἡδυπάθεια, τή σκληραγωγία καί τούς πόνους τῆς ἐγκράτειας νά τούς ἀντιμετωπίζει μέ καρτερία καί χαρά ἀνεκλάλητη.
Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ ἐνίσχυσε τόν Ὅσιο στόν πνευματικό καί ἀσκητικό του ἀγώνα. Τοῦ ἔδωσε καρτερία καί ὑπομονή. Τοῦ ἔστελνε μυστικά ψωμί καί νερό κάθε ἡμέρα, καί ὁ φοίνικας, πού εἶχε βλαστήσει μπροστά στό σπήλαιο, τοῦ ἔδιδε γλυκύ καρπό. Ἄγγελος Κυρίου δέ τοῦ μετέδιδε τά Ἄχραντα Μυστήρια.
Ἐμελέτησε στήν ἔρημο τό Νόμο τοῦ Χριστοῦ, τόν ὁποῖο εἶχε πάντοτε στήν καρδιά του. Εὑρισκόμενος στήν ἄβατη ἔρημο μόνος, ἐπιποθοῦσε μόνο τόν Χριστό καί ἐντρυφοῦσε στό ἅγιο καί φωτεινό κάλλος Του. Ἐγέμισε τόν ἑαυτό του μέ τό φῶς τῆς ἀληθινῆς καί θείας γνώσεως καί ἔτσι ἔφθασε στό σημεῖο τῆς ἀπαθείας.
Ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος ἐπεδίωκε πάντοτε νά εἶναι εὐάρεστος στόν Θεό καί ἐπιποθοῦσε συνεχῶς νά συνομιλεῖ μέ τόν Δημιουργό του διά τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς. Ὁ Ὅσιος εἶχε ὡς ἔνδυμα, κατά τήν προτροπή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τόν Ἰησοῦ Χριστό, ἔνδυμα τό ὁποῖο οὐδέποτε προσέβαλε μέ πνεῦμα ἀργίας, περιέργειας, φιλαρχίας καί ἀργολογίας.
Ἐπιβραβεύοντας ὁ Κύριος τῆς δόξας τήν ἀμέριστη πρός Αὐτόν ἀγάπη καί ἀφοσίωση, ἀλλά καί τούς ὑπέρ Αὐτοῦ πνευματικούς καί σωματικούς ἀγῶνες τοῦ Ὁσίου Ὀνουφρίου, ὁδήγησε πρός αὐτόν, πρός τῆς εἰρηνικῆς κοιμήσεώς του, τόν Παφνούτιο, ἄνδρα ἐνάρετο καί φίλο τῆς ἡσυχίας καί τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς, προκειμένου νά δεῖ τήν πνευματική καταξίωση τοῦ Ὁσίου καί νά μεριμνήσει καί ἐπιληφθεῖ τά τῆς ταφῆς τοῦ ἁγιασμένου αὐτοῦ σκήνους.
Πρό τῆς τελευτῆς του καί μέ τήν παρουσία τοῦ Παφνουτίου ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος εἶπε τήν ἀκόλουθη προσευχή: «Ὕψιστε Θεέ καί ἀόρατε, οὗ ἡ δύναμις ἀνεξιχνίαστος καί ἡ δόξα ἀκατανόητος καί ἀνέκφραστος, καί τό ἔλεος ἄπειρον καί ἀμέτρητον, ὑμνῶ, εὐλογῶ, προσκυνῶ καί δοξάζω Σε, Ὃν ἐπόθησα ἐκ νεότητός μου καί Σοί ἠκολούθησα. Ἐπάκουσόν μου, πρός Σέ γάρ ἐκέκραξα, ὅτι ἐπεῖδες τήν ταπείνωσίν μου, ἔσωσας ἐκ τῶν ἀναγκῶν τήν ψυχήν μου, οὐ συνέκλεισάς με εἰς χεῖρας ἐχθρῶν, ἀλλ’ ἔστησας ἐν εὐρυχώρῳ τούς πόδας μου. Δέομαί Σου, Κύριέ μου· τῇ Σῇ δεξιᾷ σκέπασόν με, ἵνα μή ταραχθῇ ἡ ψυχή μου ἀπό τούς δαίμονας, ὅταν ἐξέρχεται ἐκ τοῦ σώματος, ἀλλά παράλαβε αὐτήν δι’ ἁγίων Ἀγγέλων Σου καί κατάτακον αὐτήν ἔνθα ἐπισκοπεῖ τό φῶς τοῦ προσώπου Σου, ὅτι εὐλογητός εἶ καί δεδοξασμένος εἰς τούς αἰῶνας. Μνήσθητι Πανοικτίρμον καί Πολυέλεε τοῦ πιστοῦ λαοῦ Σου. Καί ὅστις εὑρεθῆ εἰς κίνδυνον θαλάσσης ἢ εἰς θυμόν δικαστοῦ ἢ εἰς ἄλλην τινά στενοχωρίαν, καί Σέ ἐπικαλεσθῇ λέγων· Παντοδύναμε Κύριε, διά πρεσβειῶν τοῦ δούλου σου Ὀνουφρίου ἐλέησόν με, παρακαλῶ τήν βασιλείαν Σου, καθώς μοῦ ἔταξες ἐπάκουσον τῆς δεήσεως αὐτοῦ. Κύριε εἰς χεῖρας Σου παρατίθημι τό πνεῦμά μου».
Ὁ βιογράφος του Παφνούτιος, ἀναφέρει ὅτι δύο λιοντάρια ἄνοιξαν τόν τάφο τοῦ Ὁσίου στόν ὁποῖο ἐνταφιάσθηκε τό ἱερό σκήνωμά του.
Ἡ ἱερά μονή τοῦ Ὁσίου Ὀνουφρίου στήν Ἱερουσαλήμ εὑρίσκεται κοντά στήν πηγή τοῦ Ἰώβ καί δεξιά τῆς ἑνώσεως τῆς κοιλάδος Ἰωσαφάτ καί τῆς φάραγγος Ἐννώμ. Ἡ μονή εἶναι κτισμένη στόν ἀγρό τοῦ Αἵματος ἢ Κεραμέως ἢ Ἀκελδαμᾶ καί ἀγοράσθηκε διά τῶν 30 ἀργυρίων, δι’ ὅσων δηλαδή ἐτιμήθηκε ἡ τιμή τοῦ Τετιμημένου Κυρίου. Ἡ σημερινή μονή τοῦ Ἁγίου Ὀνουφρίου οίκοδομήθηκε ἐπί τοῦ σπηλαίου, στό ὁποῖο κατέφυγαν οἱ Ἀπόστολοι μετά τή σύλληψη τοῦ Ἰησοῦ.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx
Ὅταν ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος ἔφυγε στήν ἔρημο, ὕστερα ἀπό μία ἑβδομάδα ὁδοιπορία, πού εἶχε πολλή πείνα καί κόπο, εἶδε ξαφνικά ἕνα σπήλαιο, ἀπ’ ὅπου βγῆκε ἕνας γέροντας μοναχός καί τόν ὑποδέχθηκε, φωνάζοντάς τον μέ τό ὄνομά του. Ὁ ἀσκητής ἐκεῖνος διηγήθηκε στόν Ὅσιο Ὀνούφριο τό βίο του καί τίς δυσκολίες τῆς ἐρήμου.
Ὅταν πιά ἐπέρασαν τριάντα ἡμέρες, μέ προσευχές καί θεῖες διηγήσεις, δίχως νά νιώσουν πείνα ἢ δίψα, ὁ ἀσκητής εἶπε στόν Ὅσιο νά πάρουν τόν δρόμο «ἐπί τήν ἐνδοτέραν ἔρημον». Μάλιστα, ἔτρεχε ὁ ἴδιος, παρά τήν προχωρημένη ἡλικία του. Ὕστερα ἀπό τέσσερις ἡμέρες εὑρῆκαν ἕνα μικρό σπήλαιο, ὅπου εἶπαν νά καθήσουν, γιά νά ξεκουρασθοῦν. Ἐκείνη τή στιγμή, ἕνας φοίνικας ἐφύτρωσε καί ἐψήλωσε καί τούς ἔδωσε μεγάλη χαρά. Τότε ὁ γέροντας εἶπε στόν Ὀνούφριο ὅτι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ εὐδόκησε, ὥστε σέ αὐτό τό σπήλαιο νά δώσει τούς ἀσκητικούς του ἀγῶνες.
Ἐδῶ ἐνέκρωσε «τά ἐπί τῆς γῆς μέλη» καί ὑπέμεινε «τόν παγετόν τῆς νυκτός καί τῆς ἡμέρας τόν καύσωνα». Ἔτσι ἐπέτυχε τήν οὐράνια ζωή, βλέποντας, ὅπως τονίζει ὁ ὑμνογράφος αὐτοῦ, «τό ἀμήχανον κάλλος τοῦ Κτίστου» του. Ἔφθασε τό πράγματι «ἐφετόν» διά τῆς ἀπαρνήσεως κάθε κοσμικῆς συγχύσεως καί κατόρθωσε τήν ποθούμενη «ὑπερκόσμιον ἀκρότητα». Ἔζησε στήν ἔρημο περίπου ἑβδομήντα ἔτη καί εἶχε ὡς τροφή τήν ἐγκράτεια καί ὡς πλοῦτο τήν πτωχεία καί τήν ἀκτημοσύνη. Ἔφθασε δέ σέ τέτοιο βαθμό ἀσκήσεως στούς πειρασμούς, ὤστε τήν ἡδυπάθεια, τή σκληραγωγία καί τούς πόνους τῆς ἐγκράτειας νά τούς ἀντιμετωπίζει μέ καρτερία καί χαρά ἀνεκλάλητη.
Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ ἐνίσχυσε τόν Ὅσιο στόν πνευματικό καί ἀσκητικό του ἀγώνα. Τοῦ ἔδωσε καρτερία καί ὑπομονή. Τοῦ ἔστελνε μυστικά ψωμί καί νερό κάθε ἡμέρα, καί ὁ φοίνικας, πού εἶχε βλαστήσει μπροστά στό σπήλαιο, τοῦ ἔδιδε γλυκύ καρπό. Ἄγγελος Κυρίου δέ τοῦ μετέδιδε τά Ἄχραντα Μυστήρια.
Ἐμελέτησε στήν ἔρημο τό Νόμο τοῦ Χριστοῦ, τόν ὁποῖο εἶχε πάντοτε στήν καρδιά του. Εὑρισκόμενος στήν ἄβατη ἔρημο μόνος, ἐπιποθοῦσε μόνο τόν Χριστό καί ἐντρυφοῦσε στό ἅγιο καί φωτεινό κάλλος Του. Ἐγέμισε τόν ἑαυτό του μέ τό φῶς τῆς ἀληθινῆς καί θείας γνώσεως καί ἔτσι ἔφθασε στό σημεῖο τῆς ἀπαθείας.
Ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος ἐπεδίωκε πάντοτε νά εἶναι εὐάρεστος στόν Θεό καί ἐπιποθοῦσε συνεχῶς νά συνομιλεῖ μέ τόν Δημιουργό του διά τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς. Ὁ Ὅσιος εἶχε ὡς ἔνδυμα, κατά τήν προτροπή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τόν Ἰησοῦ Χριστό, ἔνδυμα τό ὁποῖο οὐδέποτε προσέβαλε μέ πνεῦμα ἀργίας, περιέργειας, φιλαρχίας καί ἀργολογίας.
Ἐπιβραβεύοντας ὁ Κύριος τῆς δόξας τήν ἀμέριστη πρός Αὐτόν ἀγάπη καί ἀφοσίωση, ἀλλά καί τούς ὑπέρ Αὐτοῦ πνευματικούς καί σωματικούς ἀγῶνες τοῦ Ὁσίου Ὀνουφρίου, ὁδήγησε πρός αὐτόν, πρός τῆς εἰρηνικῆς κοιμήσεώς του, τόν Παφνούτιο, ἄνδρα ἐνάρετο καί φίλο τῆς ἡσυχίας καί τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς, προκειμένου νά δεῖ τήν πνευματική καταξίωση τοῦ Ὁσίου καί νά μεριμνήσει καί ἐπιληφθεῖ τά τῆς ταφῆς τοῦ ἁγιασμένου αὐτοῦ σκήνους.
Πρό τῆς τελευτῆς του καί μέ τήν παρουσία τοῦ Παφνουτίου ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος εἶπε τήν ἀκόλουθη προσευχή: «Ὕψιστε Θεέ καί ἀόρατε, οὗ ἡ δύναμις ἀνεξιχνίαστος καί ἡ δόξα ἀκατανόητος καί ἀνέκφραστος, καί τό ἔλεος ἄπειρον καί ἀμέτρητον, ὑμνῶ, εὐλογῶ, προσκυνῶ καί δοξάζω Σε, Ὃν ἐπόθησα ἐκ νεότητός μου καί Σοί ἠκολούθησα. Ἐπάκουσόν μου, πρός Σέ γάρ ἐκέκραξα, ὅτι ἐπεῖδες τήν ταπείνωσίν μου, ἔσωσας ἐκ τῶν ἀναγκῶν τήν ψυχήν μου, οὐ συνέκλεισάς με εἰς χεῖρας ἐχθρῶν, ἀλλ’ ἔστησας ἐν εὐρυχώρῳ τούς πόδας μου. Δέομαί Σου, Κύριέ μου· τῇ Σῇ δεξιᾷ σκέπασόν με, ἵνα μή ταραχθῇ ἡ ψυχή μου ἀπό τούς δαίμονας, ὅταν ἐξέρχεται ἐκ τοῦ σώματος, ἀλλά παράλαβε αὐτήν δι’ ἁγίων Ἀγγέλων Σου καί κατάτακον αὐτήν ἔνθα ἐπισκοπεῖ τό φῶς τοῦ προσώπου Σου, ὅτι εὐλογητός εἶ καί δεδοξασμένος εἰς τούς αἰῶνας. Μνήσθητι Πανοικτίρμον καί Πολυέλεε τοῦ πιστοῦ λαοῦ Σου. Καί ὅστις εὑρεθῆ εἰς κίνδυνον θαλάσσης ἢ εἰς θυμόν δικαστοῦ ἢ εἰς ἄλλην τινά στενοχωρίαν, καί Σέ ἐπικαλεσθῇ λέγων· Παντοδύναμε Κύριε, διά πρεσβειῶν τοῦ δούλου σου Ὀνουφρίου ἐλέησόν με, παρακαλῶ τήν βασιλείαν Σου, καθώς μοῦ ἔταξες ἐπάκουσον τῆς δεήσεως αὐτοῦ. Κύριε εἰς χεῖρας Σου παρατίθημι τό πνεῦμά μου».
Ὁ βιογράφος του Παφνούτιος, ἀναφέρει ὅτι δύο λιοντάρια ἄνοιξαν τόν τάφο τοῦ Ὁσίου στόν ὁποῖο ἐνταφιάσθηκε τό ἱερό σκήνωμά του.
Ἡ ἱερά μονή τοῦ Ὁσίου Ὀνουφρίου στήν Ἱερουσαλήμ εὑρίσκεται κοντά στήν πηγή τοῦ Ἰώβ καί δεξιά τῆς ἑνώσεως τῆς κοιλάδος Ἰωσαφάτ καί τῆς φάραγγος Ἐννώμ. Ἡ μονή εἶναι κτισμένη στόν ἀγρό τοῦ Αἵματος ἢ Κεραμέως ἢ Ἀκελδαμᾶ καί ἀγοράσθηκε διά τῶν 30 ἀργυρίων, δι’ ὅσων δηλαδή ἐτιμήθηκε ἡ τιμή τοῦ Τετιμημένου Κυρίου. Ἡ σημερινή μονή τοῦ Ἁγίου Ὀνουφρίου οίκοδομήθηκε ἐπί τοῦ σπηλαίου, στό ὁποῖο κατέφυγαν οἱ Ἀπόστολοι μετά τή σύλληψη τοῦ Ἰησοῦ.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx
Ἀπολυτίκιον Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῶν Ἀγγέλων τόν βίον ἐν σαρκί μιμησάμενοι, ὤφθητε ἐρήμου πολῖται, καί χαρίτων
κειμήλια, Ὀνούφριε Αἰγύπτου καλλονή, καί Πέτρε τῶν ἐν Ἄθῳ ὁ φωστήρ· διά τοῦτο
τούς ἀγῶνας ὑμῶν ἀεί, τιμῶμεν ἀναμέλποντες· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ
στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι δι’ ὑμῶν, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς τῆς ἐρήμου πολιστάς οὐρανοβάμοναςΚαί δωρεῶν τῶν ὑπέρ φύσιν καταγώγια,
Τόν Ὀνούφριον ὑμνήσωμεν σύν τῷ Πέτρῳ·
Ὁ μέν ὤφθη ἐν Αἰγύπτῳ φοῖνιξ εὔκαρπος,
Ὁ δέ ἔλαμψεν ἐν Ἄθῳ ὡς ἰσάγγελος·
Τούτοις λέγοντες, θεοφόρητοι χαίρετε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς Αἰγύπτου θεῖο πυρσός,
Ὀνούφριε Πάτερ, νομοστάθμη ἡσυχαστῶν· χαίροις τῶν ἐν Ἄθῳ, ἀκρότης μάκαρ Πέτρε,
Τριάδος τῆς Ἁγίας, ἐνδιαιτήματα.
ΠΗΓΗ:Καθεδρικός Ιερός Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου Φανερωμένης Χολαργού <adamnet@otenet.gr>
ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ "ΠΑΤΜΙΟ": Αὔριο γιορτάζει τό Ἐκκλησάκι κάτω ἀπό τό Μοναστάρι, πίσω ἀπό τό ἀρχοντικό "Βάλβη". Ἀνήκει στήν Ἱερά Μονή καί κτήτορας, σύμφωνα μέ τήν ἐπιγραφή πού ὑπάρχει στό ὑπέρθυρο τῆς εἰσόδου, εἶναι ὁ "Παρθένιος Ἱερομόναχος Παγκώστας", Ἱδρυτής τῆς Γυναικείας Μονῆς Ζωοδόχου Πηγῆς καί Ἱερομάρτυρας (ἀναμένεται ἡ Ἁγιοκατάταξη Του....).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου