Πατριάρχης Γρηγόριος Ε´
τοῦ Ἀριστοτέλη Βαλαωρίτη
Ἀναστηλώνεται ὁ Μωρηᾶς... Ἡ Ρούμελη μουγκρίζει
Ἱδρώνουν αἷμα τὰ βουνά, τὸ δάκρυ πλημμυρίζει
Παντοῦ παράπονο βαθὺ κι ἀλαλαγμοὶ καὶ θρῆνοι
Διαβαίνει μαύρ᾿ ἡ ἄνοιξη Τὰ ρόδα μας, οἱ κρίνοι.
Λησμονημένοι τήκονται καὶ τὰ πουλιὰ σκιασμένα.
Ἀφήνουν ἔρμη τὴ φωλιὰ καὶ φεύγουνε στὰ ξένα
Στοῦ Γερμανοῦ τὸ μέτωπο κρυφὰ γλυκοχαράζει
τοῦ Γένους τὸ ξημέρωμα πᾶσα ματιά του σφάζει
Διωγμέν᾿ ἀπὸ τὸν Κάλαμο, μὲ τὴν ψυχὴ ῾ς τὸ στόμα.
Χιλιάδες γυναικόπαιδα, δὲ βρίσκουν φούχτα χῶμα.
Νὰ μείνουν ἀκυνήγητα κι ὁ Χάρος δεκατίζει
Ρυάζεται ὁ Βάλτος, σὰ θεριὸ τὴ χαίτη του ἀνεμίζει
Φλόγα παντοῦ καὶ σίδερο δὲ θ᾿ ἀπομείνῃ λόθρα.
Στὴν Κιάφα νεκρανάσταση ῾ς τοῦ Πέτα καταβόθρα
Πέτρα δὲ μένει ἀσάλευτη κλαρὶ χωρὶς κρεμάλα
Κι ὅταν τὸ χέρι ἐχόρταινε κ᾿ ἔπεφτε στομωμένο
Νὰ ξανασάνει τὸ σπαθὶ ῾ς τὴ θήκη ξαπλωμένο.
Ἐφώναζε ὁ ἀντίλαλος «Χτυπᾶτε πολεμάρχοι!
Ἀπ᾿ ἄκρη ῾ς ἄκρη ὁ χαλασμός· Κρεμοῦν τὸν Πατριάρχη.»
|
Τὸ σχοινὶ τοῦ Πατριάρχη
Πῶς μᾶς θωρεῖς ἀκίνητος;
ποῦ τρέχει ὁ λογισμός σου, τὰ φτερωτά σου τὰ ὄνειρα;
Γιατί στὸ μέτωπό σου
νὰ μὴ φυτρώνουν, γέροντα, τόσες χρυσὲς ἀχτίδες,
ὅσες μᾶς δίδ᾿ ἡ ὄψη σου παρηγοριὲς κ᾿ ἐλπίδες;
Γιατί στὰ οὐράνια χείλη σου
νὰ μὴ γλυκοχαράζει, πατέρα, ἕνα χαμόγελο;
Γιατί νὰ μὴ σπαράζει μέσα στὰ στήθη σου ἡ καρδιά,
καὶ πῶς στὸ βλέφαρό σου
οὔτ᾿ ἕνα δάκρυ ἐπρόβαλε, οὔτ᾿ ἔλαμψε τὸ φῶς σου;
Ὁλόγυρά σου τὰ βουνὰ
κ᾿ οἱ λόγγοι στολισμένοι τὸ λυτρωτή τους χαιρετοῦν.
Ἡ θάλασσ᾿ ἀγριωμένη
ἀπὸ μακρὰ σ᾿ ἐγνώρισε καὶ μ᾿ ἀφρισμένο στόμα φιλεῖ,
πατέρα μου γλυκέ,
τὸ ἐλεύθερο τὸ χῶμα, ποὺ σὲ κρατεῖ στὰ σπλάγχνα του.
Θυμᾶται τὴν ἡμέρα, πατέρα μου, σ᾿ ἐδέχτηκε.
Θυμᾶται στὸ λαιμό σου τὸ ματωμένο τὸ σχοινί,
καὶ στ᾿ ἅγιο πρόσωπό σου τ᾿ ἄτιμα τὰ ραπίσματα,
τὸ βόγγο, τὴ λαχτάρα, τοῦ κόσμου τὴν ποδοβολή.
Θυμᾶται τὴν ἀντάρα, τὴν πέτρα ποὺ σοῦ ἐκρέμασαν,
τὴ γύμνια τοῦ νεκροῦ σου,
τὸ φοβερὸ τὸ ἀνέβασμα τοῦ καταποντισμοῦ σου.
Τὸ μάρμαρο μένει βουβὸ καὶ θὲ νὰ μείνει ἀκόμα,
ποιὸς ξέρει ὡς πότ᾿ ἀμίλητο τὸ νεκρικό σου στόμα.
Κοιμᾶται κι ὀνειρεύεται καὶ τότε θὰ ξυπνήσει,
ὅταν στὰ δάση, στὰ βουνά, στὰ πέλαγα,
βροντήσει τὸ φοβερό μας κήρυγμα.
«Χτυπᾶτε, πολεμάρχοι!
Μὴ λησμονεῖτε τὸ σχοινί, παιδιά, τοῦ πατριάρχη!»
ΠΗΓΗ: http://users.uoa.gr/
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου