Δυο κοκόρια και μια πέρδικα
( Ἀλεκτρυόνες καὶ Πέρδιξ.
( Ἀλεκτρυόνες καὶ Πέρδιξ.
(S. 23. C. 10 et p. 286. F. 16.)
Ἀλεκτρυόνας τις ἐπὶ τῆς οἰκίας ἔχων, ὡς περιέτυχε πέρδικι τιθασσῶι πωλουμένωι, τοῦτον ἀγοράσας ἐκόμισεν οἴκαδε ὡς συντραφησόμενον. Τῶν δὲ τυπτόντων αὐτὸν καὶ ἐκδιωκόντων, ὁ πέρδιξ ἐβαρυθύμει, νομίζων διὰ τοῦτο αὐτὸν καταφρονεῖσθαι, ὅτι ἀλλόφυλός ἐστι· μικρὸν δὲ ὕστερον ὡς ἐθεάσατο τοὺς ἀλεκτρυόνας πρὸς ἑαυτοὺς μαχομένους, καὶ οὐ πρότερον ἀποστάντες, πρὶν ἢ ἀλλήλους πατάξαι, ἔφη πρὸς ἑαυτόν· «ἀλλ᾿ ἔγωγε οὐκ ἄχθομαι ὑπὸ τούτων τυπτόμενος· ὁρῶ γὰρ αὐτοὺς οὐδὲ αὑτῶν ἀπεχομένους.»Ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι ῥαιδίως τὰς ἐκ τῶν πέλας ὕβρεις οἱ φρόνιμοι δέχονται, ὅταν ἴδωσιν αὐτοὺς μηδὲ τῶν οἰκείων ἀπεχομένους.)
Κάποτε ζούσαν μέσα στο ίδιο κοτέτσι δυο κοκόρια. Ήταν και τα δύο πλουμιστά, με πολύχρωμα φτερά, κατακόκκινο λειρί και φουντωτή πουπουλένια ουρά.
- Εγώ αξίζω να είμαι ο βασιλιάς εδώ, καμάρωνε το πρώτο.
- Σιγά τον όμορφο και το δυνατό, ειρωνευόταν απαντώντας το δεύτερο.
Και περνούσαμε στις λογομαχίες, στις τσιμπιές και στα ξεπουπουλιάσματα, ολημερίς και καθημερινά.
Και η κατάσταση αυτή συνεχιζόταν, ώσπου μια μέρα το αφεντικό τους ο κυρ Πέτρος, αγόρασε μια πέρδικα από το παζάρι και την έβαλε να μεγαλώσει μαζί τους στο κοτέτσι.
- Μπορεί και να σταματήσουν τους καβγάδες. Θα ντρέπονται την όμορφη και ντελικάτη πέρδικα, σκέφτηκε.
Αλλά η ζωή της πέρδικας, φίλοι μου, έγινε αβίωτη. Τη χτυπούσαν, την κλοτσούσαν, την τσιμπούσαν και την ξεπουπούλιαζαν. Την έδιωχναν συνεχώς από κοντά τους, μέχρι που η καημένη κρύφτηκε στο πιο σκοτεινό μέρος του κοτετσιού κι αποφάσισε να μη ξαναβγεί από κει.
- Δεν είμαι δική τους, ανήκω σε άλλη φυλή γι΄ αυτό και με καταφρονούν και με μισούν, σκέφτηκε, καθώς ήταν ζαρωμένη στην κρυψώνα της.
Όταν όμως την άλλη μέρα ξύπνησε από τα κακαρίσματα και τα ξεφωνητά τους και τους είδε να τσακώνονται και να τσιμπιούνται και να μαδιούνται και να ματώνουν κατάλαβε πως αυτοί είχαν στο αίμα τους τον καβγά και δε σκέφτονταν μήτε ξένο μήτε δικό τους.
- Αυτοί δε σέβονται το ίδιο τους το αίμα και τους συγγενείς, σιγά να μη σέβονταν εμένα, σκέφτηκε και κατάλαβε πως δε φταίει που ήταν διαφορετική απ΄ αυτούς αλλά η ίδια τους η αγωγή και συμπεριφορά.
Στα σίγουρα, όποιος δε σέβεται και κάνει κακό στον εαυτό του και τους συγγενείς και τους δικούς του, θα κάνει κακό και στους ξένους και διαφορετικούς απ΄ αυτόν.
Απόδοση: Δ.Σ.
Αφήγηση: Κατερίνα Σαββοπούλου
ΠΗΓΗ: http://www.pemptousia.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου