Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2013

Μουσικά όργανα

Tα μουσικά όργανα της κλασικής αρχαιοελληνικής περιόδου
 
Η παρουσία μουσικών οργάνων στην αρχαία Ελλάδα μαρτυρείτε ήδη από την προϊστορική περίοδο. Για την κλασική εποχή έχουμε πλήθος ονομάτων από έμμεσες πηγές.[1] Σύμφωνα με την σύγχρονη θεωρία της οργανολογίας των Hornbostel-Sachs διαχωρίζονται ανάλογα με την χρήση τους σε τρεις ομάδες.[2]
α) Σε νυκτά έγχορδα στα οποία έχουμε 1. την οικογένεια της λύρας, 2. της άρπας και του ψαλτηρίου και 3. την οικογένεια του λαούτου.
β) Σε αερόφωνα όπου ανήκουν οι αυλοί, η σύριγγα του Πανός, η  ύδραυλις, το βούκινο και
γ) Σε κρουστά όπου περιλαμβάνονται τύμπανα, κρόταλα, κύμβαλα και σείστρα.[3]
organa
Η διάσημη κύλικα του Δούρη είναι διακοσμημένη με δύο σκηνές σχολείου που χρονολογούνται στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. Αριστερά ένα μαθητής κάθεται απέναντι στο δάσκαλό της μουσικής, τον «κιθαριστή» και εξασκείται στη λύρα ακολουθώντας το παράδειγμα του δασκάλου του. Δεξιά, ένα δεύτερος έφηβος απαγγέλει ένα ποίημα, που είναι γραμμένο στο ρολό παπύρου που κρατάει ο δάσκαλός του, ο «γραμματιστής». Στην άκρη ένας «παιδαγωγός», ο ηλικιωμένος δούλος που έφερε το παιδί στο σχολείο, παρακολουθεί το μάθημα. Στον τοίχο, πάνω από τα κεφάλια των μορφών, κρέμονται διάφορα αντικείμενα: δύο κύλικες (αγγεία πόσεως που χρησιμοποιούνταν ως επί τα πλείστον στο συμπόσιο), ένα κάδος, μία συβήνη (θήκη των αυλών) και μία ακόμη λύρα. Η ικανότητα να τραγουδάει κανείς συνοδεύοντας τον εαυτό του με ένα μουσικό όργανο (κατά προτίμηση έναν τύπο λύρας) θεωρούνταν στην αρχαία Ελλάδα σημάδι ευγενικής καταγωγής και της υψηλού επιπέδου παιδείας που αυτή συνεπάγεται. Ακόμη και ο Αχιλλέας παίζει τη φόρμιγγα και τραγουδάει σε ένα διάλλειμα του πολέμου (Ιλιάδα Ι.186-89).

Αναλυτικότερα, στην οικογένεια της λύρας που πρωτοστατεί και θεωρείται εθνικό όργανο περιλαμβάνονται η κιθάρα, η βάρβιτος και τα συγγενικά τους όργανα. Αν και πρόκειται για επινόηση του Ερμή, η λύρα πιστώνεται στον Απόλλωνα, είναι συνδεδεμένη με την λατρεία του και συμβολίζει την λογική και το φως.[4]Ανατομικά είχε ηχείο από καβούκι χελώνας,[5] και βραχίονες(πήχεις) από κέρατο( αγριοκάτσικου) ή ξύλο και χορδές προερχόμενες από έντερα ζώου. Ο αριθμός των τελευταίων ποικίλει ανάλογα με την εποχή. Στην κλασική έφθασε την τελειότητα, τις 11.[6] Απλό όργανο αλλά άριστα μελετημένο ειδικό για  εκπαιδευτική χρήση.[7] Ο ήχος του ήταν σοβαρός, ανδροπρεπής κάπως ξηρός και απαλός προορισμένος για κλειστούς χώρους.[8] Ο εκτελεστής έπαιζε όρθιος ή καθήμενος, με το όργανο σε κάθετη θέση με τον τελαμώνα,[9] είτε με τα δάκτυλα είτε με πλήκτρον φτιαγμένο από σκληρό υλικό διότι τα έγχορδα παίζονταν χωρίς δοξάρι.
Με την πάροδο του χρόνου η λύρα μετατράπηκε σε κιθάρα που της επέτρεψε μεγαλύτερες δυνατότητες ηχητικότητας. Ο γεμάτος ήχος της ταίριαζε σε ανοικτούς χώρους. Θεωρούνταν όργανον τεχνικόν από τον Αριστοτέλη, δηλ. εξελιγμένης τεχνοτροπίας, παίζονταν από επαγγελματίες άνδρες που λάμβαναν μέρος σε μουσικούς αγώνες και εορτές όπως τα Πύθια και Παναθήναια. [10] Έπαιρνε μέρος στη εκπαίδευση από ειδικό δάσκαλο τον κιθαριστή και συνόδευε απαγγελίες και οργανικά κομμάτια. Η αιωρική κιθάρα αποδεικνύει την χρήση της από γυναίκες μια και αναπαρίσταται συχνά στο χέρι των Μουσών ή σε σκηνές από την καθημερινότητα των γυναικών.[11]
Η φόρμιξ, που απαντάται από τα Ομηρικά έπη είναι αυτή που έδινε χαρά στον θεϊκό Οδυσσέα συνοδεύοντας το τραγούδι του με ήχο λίγειο(γλυκό).[12] Προγενέστερη της λύρας δίχασε τους μελετητές για το αν πρόκειται τελικά για είδος κιθάρας ή όχι,[13] συνέχισε  την παρουσία της ως τα τέλη του 5ου αιώνα.[14]
organa2
Αττική ερυθρόμορφη υδρία (κάλπις)
Ζωγράφος του Πηλέα
π. 430 π.Χ.
Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
Η εικονογραφία μας πληροφορεί ότι οι γυναίκες της Αθήνας είχαν μουσική παιδεία, και έπαιζαν μουσική τουλάχιστον μεταξύ τους στον γυναικωνίτη. Είναι η περίοδος που και οι Μούσες παίρνουν στην εικονογραφία τα μουσικά τους όργανα και προσφέρουν την θεία μουσική τους στον θεατή.

Η βάρβιτος ήταν παραλλαγή της λύρας [15]όργανον του Αλκαίου και της Σαπφούς, συνοδός του λεσβιακού άσματος.[16] Αρχικά ήταν τρίχορδη και εν συνεχεία έγινε πολύχορδη.[17] Θεωρείται ερωτικό και συμποτικό όργανο,[18] του συρμού [19] ταιριάζει στην διονυσιακή πομπή και στους ποιητές.[20] Ακολουθούν,  ο κλεψίαμβος το εννεάχορδον, η ιαμβύκη και ο κινδαψός που συγκαταλέγονται στις ποικιλίες της λύρας όμως  οι ελλιπείς πληροφορίες που έχουμε οδηγούν στην δυσκολία αναγνώρισής τους. [21] Τελευταίο από τα έγχορδα είναι ο τρίποδας, σπάνιο όργανο αποτελούμενο από τρεις κιθάρες προσαρμοσμένες σε μια βάση που περιστρέφονταν όπως ο Δελφικός τρίποδας της Πυθίας. [22]
Άλλη μια οικογένεια πολύχορδων είναι οι άρπες και τα ψαλτήρια που έχουν τριγωνικό σχήμα. Οι άρπες παίζονταν συνήθως όρθιες, δεν είχαν αντηχείο ή το είχαν έξω από τις χορδές ενώ τα ψαλτήρια που διέθεταν αντηχείο παράλληλα προς τις χορδές ουσιαστικά αποτελούν εξέλιξη της πρώτης.[23]Παίζονται χωρίς πλήκτρο σηματοδοτώντας τη ρίζα της λέξης ψάλλω που σημαίνει αγγίζω ελαφρά-απαλά και παίζονταν από γυναίκες. Στα ψαλτήρια εντάσσονται η Πηκτίς μικρή καμπύλη άρπα που ήταν κατάλληλη για τραγούδια αγάπης και ευχαρίστησης.[24] Τα έγχορδα με βραχίονα, της οικογένειας του λαούτου ήταν όργανα με μικρό και ευρύ σώμα όπως η πανδούρα που χρησιμοποιούνταν για πειράματα ακουστικής.[25]
Τα Αερόφωνα καλούνται και πνευστά διότι τους δίνουμε πνοή. Ηγέτης των πνευστών θεωρείται ο αυλός που εμφανίζεται γύρω στο 5300 π.Χ. Από όργανο των βοσκών εξελίχθηκε σε μουσικό εργαλείο που απαιτούσε δεξιοτεχνία.[26] Πρόκειται για κυλινδρικό σωλήνα που κατέληγε καμιά φορά στην άκρη σε ένα ανοιχτό, ελαφρά διευρυμένο μικρό κώδωνα (καμπάνα.). Ο ήχος με την εμφύσηση μεταβάλλονταν ανάλογα με τον αριθμών των οπών ( τρήσεις) που υπήρχαν  πάνω στον σωλήνα,[27] καθορίζοντας  την αρχετυπική επτατονική κλίμακα. [28]
Πολλοί ερίζουν για την καταγωγή του αυλού και αυτό δείχνει την διαφορά του με την λύρα, τον μεγάλο του αντίπαλο.[29] Άλλοι μύθοι αναφέρουν πως ο αυλός προήλθε από την θεά Αθηνά, άλλοι από τον Απόλλωνα και άλλοι από τον Ήφαιστο. Υπάρχουν πολλά είδη αυλών που κατατάσσονται με βάση την προέλευση: φρυγικός, φοινικικός, αιγυπτιακός. Η εκμάθησή τους γίνονταν από ξένους ή από δούλους έτσι συχνά ο αυλητής θεωρείται ο φτωχός συγγενής του περήφανου κιθαρωδού.[30] Ως προς το υλικό κατασκευής διακρίνονταν σε καλάμινους[31],πύξινους, κεράτινους κ.αλ. Ως προς το σχήμα και την παραγωγή του ήχου έχουμε μόναυλους, ο δίαυλους και ο πλαγίαυλους.[32] Απαραίτητη προϋπόθεση για το παίξιμο του δίαυλου ήταν η Φορβεία -[33]και το γλωττοκομείον.[34] Πρώτος ο Αριστόξενος μίλησε για πέντε είδη αυλών ανάλογα με την τονική τους έκταση,[35]η οποία καθόριζε και την χρήση τους :παρθένιοι, παιδικοί, κιθαριστήριοι, τέλειοι και υπερτέλειοι.[36]
   Με την σειρά της η σύριγξ ήταν όργανο των ποιμένων. Πρόκειται για επτά συνήθως καλάμια με διαφορετικό μέγεθος, τα οποία σχημάτιζαν μια οριζόντια γραμμή στο επάνω άκρο, χωρίς οπές και συνδέονταν με κερί.[37] Αντιστραμμένη και μεγενθυμένη η σύριγγα γίνεται  ύδραυλις ένα όργανο που εφεύρε ο [38] Κτησίβιος μετά τον 2ο αιώνα π.Χ.[39] Ακολουθεί η σάλπιγγα, που ήταν σωλήνας από χαλκό με γλωσσίδι από κόκαλο που χρησιμοποιούνταν για πολεμικούς και τελετουργικούς σκοπούς. Έπονται τα Μεμβρανόφωνα, ιδιόφωνα ή κρουστά. Σε αυτά ανήκουν το τύμπανον, που χρησιμοποιούνταν στις εκδηλώσεις από γυναίκες που το χτυπούσαν ενώ χόρευαν. Οι χορευτές χρησιμοποιούσαν κρόταλα μετάλλινα ή ξύλινα[40] για να δίνουν τον ρυθμό όπως και τα σείστρα.[41] Τα κρουστά ήταν συνδεδεμένα με την Διονυσιακή λατρεία.
 

[1] Neubecker A.J., 1986, σ.78.
[2] Κηπουργού – Παπαοικονόμου, 2003, τομ Β. σελ 105.
[3] Κηπουργού – Παπαοικονόμου, 2003, τομ Β. σελ 106-131.
[4] Neubecker A.J., 1986, σ.78.
[5] Γι αυτό και συχνά ονομάζονταν χέλυς ή χελώνη Παπαοικονόμου – Κηπουργού Κ., 2003, τομ Β. σ. 106.
[6] Reinach T., 1999, σ.153.
[7] Παπαοικονόμου – Κηπουργού Κ., 2003, τομ Β. σ. 106.
[8] Reinach T., 1999, σ.151.
[9]είδος ιμάντα που περνούσε στο αριστερό του βραχίονα
[10] Μιχαηλίδης Σ., 1982, σ.162.
[11] Neubecker A.J., 1986, σ.82
[12] Neubecker A.J., 1986, σ.79.
[13] Παπαοικονόμου – Κηπουργού Κ., 2003, τομ Β. σ. 108.
[14] Ψαρουδάκης  Στ., Καθημερινή 1998, σ.4.
[15] Nef K., 1960, σ.51.
[16] Reinach T., 1999, σ. 158.
[17] Καρακάσης Στ., 1970, σ.23.
[18] Ψαρουδάκης  Στ., Καθημεριμή 1998, σ.4.
[19] Ψαρουδάκης  Στ., Καθημεριμή 1998, σ.4.
[20] Neubecker A.J., 1986, σ.80.
[21] Παπαοικονόμου – Κηπουργού Κ., 2003, τομ Β. σ. 109.
[22] Παπαοικονόμου – Κηπουργού Κ., 2003, τομ Β. σ. 111.
[23] Παπαοικονόμου- Κηπουργού  Κ., 2003, τόμος Β, σ. 111.
[24] Ψαρουδάκης  Στ., Καθημερινή 1998, σ.4.
[25] Reinach  T., 1999, σ.158.
[26] Καρακάσης Στ., 1970, σ.34.
[27] Μιχαηλίδης Σ., 1982, σ.64.
[28] Λέκκας Δ., 2003, τόμος Β, σ. 179.
[29] Neubecker A.J., 1986, σ.85.
[30] Βυλερμόζ Ε., 1979, σ.45.
[31] Το καλάμι της Κωπαίδας, θεωρούνταν το καλύτερο.
[32] Μιχαηλίδης Σ., 1982, σ.66-68.
[33] Ειδικοί ιμάντες δεμένοι στο κεφάλι του αυλητού.
[34] Reinach T., 1999, σ. 155.
[35] Neubecker A.J., 1986, σ.89.
[36] Ψαρουδάκης  Στ., Καθημερινή 1998, σ.5.
[37] Μιχαηλίδης Σ., 1982, σ 297.
[38] Παπαοικονόμου- Κηπουργού  Κ., 2003, τόμος Β, σ. 210-122..
[39] Nef K., 1960, σ. 52.
[40] Κροταλίζω – κροταλίας
[41] Σείω- σεισμός.
ΠΗΓΗ: http://www.pemptousia.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου