«Φωνάζω ἑλληνικὰ κι οὔτε ποὺ μ’ ἀποκρίνεται κανεὶς»
Ὀδ. Ἐλύτης
γράφει ο Δημήτρης Νατσιός Δάσκαλος Κιλκὶς
Στὰ πρῶτα χρόνια τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821, στὴνἘθνοσυνέλευση τῆς Τροιζήνας συνέβη τὸ ἑξῆς περιστατικό.
Οἱ πληρεξούσιοι, ὅπως ἔλεγαν τότε τοὺς βουλευτὲς τοῦ νεοσύστατου ἑλληνικοῦ κράτους,
συνεδρίαζαν στὰ χωράφια καὶ τὰ περιβόλια, ὅπως οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας.
Ὅλοι τους κάθονταν σταυροπόδι, κάτω στὸ χῶμα, καὶ μόνον ὁ Κολοκοτρώνης ἦταν σκαρφαλωμένος στὴ διχάλα μίας λεμονιᾶς. Κάποτε, λοιπόν, ἤθελαν νὰ ψηφίσουν ἕνα νομοσχέδιο καὶ μερικοὶ πληρεξούσιοι
πρότειναν νὰ κοπεῖ στὸ κείμενο τοῦ νομοσχεδίου ἡφράση «ἐν αὐτή». Ὁ Πρόεδρος τῆς Συνελεύσεως προσπαθοῦσε νὰ τοὺς πείσει πὼς δὲν ἦταν σωστὸ νὰ περικοποῦν οἱ δύο αὐτὲς λέξεις, ἡ φράση «ἐν αὐτή», γιατί θὰ ἀλλοιωνόταν ὅλο τὸ νόημα τοῦ σχετικοῦ ἄρθρου. Κάποια στιγμὴ δύο πληρεξούσιοι
σηκώθηκαν ὀργισμένοι ἀπὸ τὶς «θέσεις» τους καὶ ἄρχισαν νὰ φωνάζουν πρὸς τὸ προεδρεῖο:
- Νὰ κοπεῖ τὸ «ἐν αὐτή». Ναί, νὰ κοπεῖ.
- Τὸ «ἐν αὐτὴ» νὰ κοπεῖ ὁπωσδήποτε, ὁ ἄλλος.
- Ὄχι, δὲν κόβετε τὸ «ἐν αὐτὴ» καὶ ἡ συνεδρίαση ἐξελισσόταν σὲ σύρραξη.
Ὁ Γέρος τοῦ Μοριὰ λαγοκοιμόταν, ἀφήνοντας τοὺς λογιότατους νὰ...
ἐρίζουν, μὲ τὴν ἀκατανόητη, γι’ αὐτόν, στεγνὴ καὶ τυποποιημένη
γλώσσα τους. Ἀκούγοντας ὅμως τὰ λόγια καὶ τὴν φασαρία, πήδηξε μ’ ἕνα σάλτο κάτω ἀπὸ τὴν λεμονιὰ καὶ πηγαίνοντας κατ’ εὐθείαν πρὸς τὸ προεδρεῖο, ἔξαλλος ἄρχισε νὰ ρωτᾶ:
- Τίνος τὸ αὐτὶ θὰ κόψετε, ὠρὲ πατριῶτες;
- Τόσο μεγάλο ἔγκλημα ἔκανε ὁ ἄνθρωπος. Ντροπὴ μας Ἕλληνες. Ἐμεῖς ἀγωνιστήκαμε τόσα χρόνια γιὰ νὰ διώξουμε τὸν τύραννο καὶ τώρα θ’ ἀρχίσουμε νὰ κόβουμε τὰ αὐτιὰ τοῦ κοσμάκι;
Μέσα σ’ ἕνα πανδαιμόνιο ἀπὸ γέλια, χρειάστηκε νὰ ἐπέμβει ὁ Πρόεδρος, γιὰ νὰ ἐξηγήσει στὸν Κολοκοτρώνη ὅτι παρεξήγησε τὰ πράγματα. Στὸ τέλος, βέβαια, κατάλαβε
καὶ ὁ Κολοκοτρώνης τὴν γκάφα του καὶ τοὺς εἶπε χαμογελώντας:
-Ἐ! Καλὰ δα, δὲν εἶναι καὶ τίποτα σπουδαῖο, ὠρὲ γραμματιζούμενοι. Πῶς θέλετε νὰ καταλάβω, ἐγὼ ὁ σκράπας, τὶς ἑλληνικοῦρες σας. Λέξεις κόψτε ὅσες θέλετε, αὐτιὰ μία φορὰ νὰ μὴν πειράξετε, γιατί θὰ ‘χουμε ἄσχημα ξεμπερδέματα. Εἶπα κι ἐγὼ παλάβωσαν οἱ καλαμαράδες... Τί
κόρακα μαθές.
Τὸ θυμήθηκα τὸ ὡραῖο περιστατικὸ ἀπὸ τὴν ζωὴ τοῦ ἥρωα γιὰ δύο λόγους. Πρῶτον, γιατί πάντοτε μὲ συγκινεῖ ὁ λόγος τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ Εἰκοσιένα καὶ φροντίζω τέτοια εὐθαλῆ καὶ μυρίπνοα ἄνθη τῆς ἱστορίας μας νὰ τὰ μοιράζομαι μὲ τοὺς μαθητές μου καί,
δεύτερον, γιατί καὶ σήμερα συνεχίζεται ἡ τακτικὴ τῶν τότε πληρεξούσιων ἀπὸ τοὺς τωρινούς...
πληρεξουσιαστὲς (ἄν μου ἐπιτρέπεται ὁνεολογισμός). Χρησιμοποιοῦν λέξεις ἢ φράσεις καινοφανεῖς ἀντικαθιστώντας παλιὲς καὶ γνωστές,
δυσάρεστες καὶ ἀποτρόπαιες.
Ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ οὐσιαστικὰ καθήκοντα τῶν ἐξουσιῶν, ἰδίως στὴν σημερινή, μνημονιακὴ συγκυρία, συνίσταται στὸ νὰ βαπτίζουν, μὲ λαοφιλὲς λέξεις ἢ οὐδέτερες ἢ νὰ ἐπινοοῦν νέες, τὰ πράγματα ποὺ οἱ λαοὶ ἀπεχθάνονται μὲ τὰ παλιά τους ὀνόματα. Ἡ δύναμη τῶν λέξεων εἶναι τόσο μεγάλη, ποὺ ἀρκοῦν ὄροι καλὰ ἐπιλεγμένοι, γιὰ νὰ τοὺς κάνουν νὰ δεχτοῦν τὰ πιὸ μισητὰ καὶ καταστροφικὰ πράγματα.
Παράδειγμα. Ἐφευρέθηκε μία τρισάθλια λέξη, ἡ «κινητικότητα», γιὰ νὰ καλύψει καὶ νὰ καρυκεύσει τὴν ἀπεχθῆ λέξη ἀπόλυση. Σὲ τέτοιες λέξεις εἶχε διαπρέψει τὸ ΠΑΣΟΚ, ἐπὶ Ἀνδρέα κυρίως.
Χρησιμοποιοῦσε, λόγω ἰδεοπενίας, λέξεις μὲ λαμπυρίζον περιτύλιγμα-ἀνανέωση, ἀνασυγκρότηση,ἀλλαγή, μεταρρύθμιση- στὶς ὁποῖες, ἐὰν ἔξυνες τὸ κέλυφος καὶ τὶς ξεφλούδιζες, εἰσέπνεες τὶς ἀναθυμιάσεις ποὺ ἔκρυβαν. (Ὁ γενέθλιος βέβαια χῶρος αὐτοῦ του γλωσσικοῦ πονηρεύματος, εἶναι τὸ ΚΚΕ, ποὺ διαμορφώθηκε ἀπὸ τὰ μέσα περίπου τῆς δεκαετίας τοῦ ’30. Ἡ γνωστὴ «ξύλινη γλώσσα»).
Νὰ ἀπαριθμήσω καὶ ἄλλες τέτοιες λέξεις-πτώματα τυμπανιαίας ἀποφορᾶς. Μνημόνιο ἀντὶ γιὰ προδοσία καὶ ἐκποίηση τῆς πατρίδας, διαρθρωτικὲς ἀλλαγές, εὐελιξία, ὁριζόντιες ἢ κάθετες περικοπές,
τὸ τρένο τῆς ἀνάπτυξης, διεύρυνση τῆς φορολογικῆς βάσης, ἰσότιμη συμμετοχὴ στὰ βάρη, σχέδιο «Καλλικράτης», «ΝΕΟ ΣΧΟΛΕΙΟ», ἀξιολόγηση καὶ λοιπὰ καὶ λοιπά. Καί, ὅπως προεῖπα, ἂν ἀφαιρέσεις τὸ φανταχτὸ βερνίκι, κρύβονται
δράματα, ἀνθρώπινες τραγωδίες, δυστυχία, φρίκη καὶ ἀγραμματοσύνη.
Στὸ σχολεῖο ἀκολουθεῖται ἄλλη τακτική, προαγωγὸς τῆς περιρρέουσας ἀγλωσσίας. Πέραν τοῦ ὅτι ἀπουσιάζουν λέξεις ἑδραῖες καὶ ὑψηλὲς-ἐλευθερία, δικαιοσύνη, ἀξιοπρέπεια, ἐντιμότητα,ἡρωισμὸς-κυριαρχεῖ περίπου αὐτὸ ποὺ ὁ Σεφέρης ἀποκαλοῦσε «ἀριστερὴ καθαρεύουσα».
(«Δοκιμές»). Μακροπερίοδες, δυσνόητες καὶ δυσανάπνευστες φράσεις, ἄγονοι καὶ ἐπαναληπτικοὶ πλατυασμοί, στερεότυπη
μεγαλορρημοσύνη, ἀσκήσεις γλωσσικὲς ποὺ ὑπερβαίνουν τὸ λεξιλόγιο καὶ τὴν ἡλικία τῶν παιδιῶν, γεγονός, ποὺ αἰτιολογεῖ τὴν ὕπαρξη βοηθημάτων ἀπὸ τὴν Α’ κιόλας Δημοτικοῦ.
Παραπέμπω σὲ δύο κείμενα δυσνόητης καὶ ἀνόητης γραφῆς, τὰ ὁποία περιέχονται σὲ βιβλία Γλώσσας,
Δημοτικοῦ καὶ Γυμνασίου. Τὸ πρῶτο εἶναι ἀπὸ τὸ βιβλίο Γλώσσας, τετράδιο ἐργασιῶν, Β’ Δημοτικοῦ, β’ τεῦχος, σελ. 10.
«Ὁ σκύλος ποὺ δὲν ἤξερε νὰ γαβγίζει
Μία φορὰ κι ἕναν καιρὸ ἤτανε ἕνας σκύλος ποὺ δὲν ἤξερε νὰ γαβγίζει. Δὲ γάβγιζε, δὲ νιαούριζε, δὲ μουγκάνιζε, δὲ χλιμίντριζε, δὲν ἤξερε νὰ κάνει καμιὰ φωνὴ ζώου. Ἤτανε ἕνα μοναδικὸ σκυλί, ποὺ ποιὸς ξέρει πῶς κατέφτασε ἀπὸ ἕναν τόπο ὅπου δὲν ὑπήρχανε σκυλιά. Τὸ ἴδιο δὲν καταλάβαινε πὼς τοῦ ἔλειπε τίποτα. Οἱ ἄλλοι τοῦ ἀνοίξανε τὰ μάτια. Τοῦ λέγανε:
-Μὰ ἐσὺ δὲ γαβγίζεις;
-Δὲν ξέρω, εἶμαι ξένος.
-Ἄκου ἀπάντηση! Δὲν τὸ ξέρεις πῶς τὰ σκυλιὰ γαβγίζουν;
Ὁ σκύλος δὲν ἤξερε τί νὰ ἀπαντήσει. Δὲν ἤξερε ὅμως νὰ γαβγίζει κι οὔτε ἤξερε πῶς νὰ μάθει».
(Τζιάνι Ροντάρι, «Παραμύθια γιὰ νὰ σπᾶτε κέφι», ἐκδ. Κέδρος);
Τὸ δεύτερο, ἀπὸ τὰ «Κείμενο Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας», Γ’ Γυμνασίου, σελ. 71. Ἀναφέρεται στοὺς Φαναριῶτες καὶ τοὺς Ρομαντικούς.
«Οἱ ρομαντικοὶ προβάλλουν τὸ ἐγὼ ὡς ὑπέρτατο ἐκφραστὴ αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Κύριο χαρακτηριστικό τους ἡ διχασμένη τους συνείδηση ἀνάμεσα στὴν ὀξεία κοινωνικὴ κριτικὴ καὶ τὴ μελαγχολικὴ ἀποξένωση, ἀνάμεσα στὴ σύμπραξη μὲ τὰ ἐπαναστατικὰ κινήματα τῆς ἐποχῆς καὶ στὴν ἀνία, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἐξιδανίκευση τοῦ πρόωρου θανάτου.
Στοιχεῖα καὶ θέματα ἀπὸ τὸ κλίμα τοῦ εὐρωπαϊκοῦ ρομαντισμοῦ ἀπαντοῦν συχνὰ στὸ ἔργο τῶν ποιητῶν τῆς πρώτης ἀθηναϊκῆς (ἢ φαναριώτικης) σχολῆς, τὰ χρονικὰ ὅρια τῆς ὁποία ὁρίζονταιἀπὸ τὴν ἵδρυση τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους ὡς τὰ 1880. Ὡστόσο, καὶ παρὰ τὶς σποραδικὲς ἐμφανίσεις βυρωνικῶν ἐξάρσεων, ὁ ἀθηναϊκὸς ρομαντισμὸς χαρακτηρίζεται ἐξαρχῆς ἀπὸ τὴν ἐπιδίωξη μορφικῆς ἐπιμέλειας καὶ θεματικῆς εὐπρέπειας τόσο, ὥστε ἀπὸ πολλὲς ἀπόψεις νὰ μοιάζει
συγγενέστερος πρὸς τὴν ποιητική τοῦ νεοκλασικισμοῦ ἤ, ὅπως ἔχει ὑποστηριχτεῖ, νὰ ἀποτελεῖ μίαἰδιάζουσα «τοπικὴ» ἐκδοχὴ ρομαντικοῦ νεοκλασικισμοῦ».
Ἐρώτηση: βγαίνει νόημα ἀπὸ τὰ δύο κείμενα; Μπορεί ἕνα 7χρονο παιδὶ νὰ «ἀποκρυπτογραφήσει» τὸν κωφὸ καὶ ἄλαλο σκύλο (ὑπάρχουν σκυλιὰ ποῦ δὲν γαβγίζουν; ἀγνοῶ), ἢ ἕνας 15χρονος
τίς θολοκουλτουριάρικες τιποτολογίες τοῦ δεύτερου κειμένου;
Ἀνακεφαλαιώνοντας: ἀπὸ τὴν μία ἀλλοίωση ἐννοιῶν, ἀσαφεῖς νεολογισμοὶ καὶ ἀπόκρυψη λέξεων, οἱ ὁποῖες εἶναι «σημαῖες» ἀγώνων τοῦ λαοῦ-ἐλευθερία, ἐθνικὴ ἀξιοπρέπεια καὶ ἀνεξαρτησία-καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη σύγχυση καὶ «γλωσσικὴ ἀποκολοκύνθωσις»
(Καργάκος). Ποῦ καταλήγουμε;
Ἂς θυμηθοῦμε -στὴν τραγικὴ ὑπερβολὴ της ἀλλὰ καὶ στὴν δύναμη τῆς προφητείας της- τὴν περιγραφὴ τῆς μελλοντικῆς γλώσσας, τῆς «Νέας Ὁμιλίας» τοῦ Ὄργουελ (μετάφρ. Ν.Μπάρτη, Κάκτος 1978, σ. 305-6):
«Στὸν αὐτοματισμὸ καὶ στὴν ἀχρήστευση τῆς σκέψεως βοηθοῦσε καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ὑπῆρχε πολὺ μικρὴ ἐκλογὴ στὶς λέξεις. Τὸ λεξιλόγιο τῆς Νέας Ὁμιλίας, σὲ σύγκριση μὲ τὸ δικό μας, ἦταν πολὺ μικρό, καὶ ἀναζητοῦσαν διαρκῶς καινούργιους τρόπους νὰ τὸ λιγοστέψουν πιὸ πολύ.
Ἡ Νέα Ὁμιλία διέφερε πραγματικὰ ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες γλῶσσες σὲ τοῦτο: κάθε χρόνο γινόταν πιὸ φτωχὴ ἀντὶ νὰ ἐμπλουτίζεται. Κάθε ἀφαίρεση ποὺ τῆς ἔκαναν, ἦταν κέρδος, γιατί ὅσο λιγότερη εὐχέρεια ἔχει κανεὶς νὰ διαλέξει ἀνάμεσα σὲ λέξεις, τόσο
μικρότερος εἶναι ὁ πειρασμὸς νὰ σκεφθεῖ.
Ἔλπιζαν νὰ δημιουργήσουν τελικὰ μία ὁμιλία ποὺ θὰ ἔβγαινε ἀπὸ τὸ λαρύγγι χωρὶς καμμιὰ συμμετοχὴ τοῦ ἐγκεφάλου».
"Ὅπου γλώσσα πατρὶς" λέει ὁ Ἐλύτης, πράγμα ἐπικίνδυνο γιὰ τὶς μνημονιακὲς ἀνθρωποκάμπιες…..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου