Υπάρχουν άνθρωποι, σπάνιο φυσικά, που έρχονται στον κόσμο
έτοιμοι για τη βασιλεία του Θεού, ευλογημένοι και μακάριοι.
Έρχονται καθαροί τη καρδία και ειρηνοποιοί. Ο Παπα-Νικόλας,
Πλανάς από τη νήσο Νάξο, που έζησε στις τελευταίες δεκαετίες, του 19ου αιώνα και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, ανήκει σ΄ αυτή την κατηγορία ανθρώπων.
Για τον άγιο αυτό άνθρωπο έγραψαν ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Φώτης Κόντογλου, η Μοναχή Μάρθα και πολλοί άλλοι. Ο Σκιαθίτης διηγηματογράφος Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης έψαλλε, μαζί με το συμπατριώτη του διηγηματογράφο Αλέξανδρο Μωραϊτίδη, όταν λειτουργούσε ο Παπα-Νικόλας Πλανάς στα ερημικά εξωκλήσια στην περιοχή των Αθηνών. Ο παπα-Νικόλας δεν είχε «πού την κεφαλήν κλίναι». Νήπιος του Θεού, αγιάστηκε μέσα στην απλότητα και την άσπιλη ζωή, υμνώντας τον Κύριο από πρωίας μέχρι εσπέρας και από εσπέρας μέχρι πρωίας. Έζησε όπως εκείνους που αναφέρει ο απόστολος Παύλος ως "μηδέν έχοντες και τα πάντα κατέχοντες". Ζητούσε πρώτα τη βασιλεία του Θεού και μετά όλα "προσετίθεντο αυτώ". Ας δούμε όμως τι έγραψαν για τον άγιο αυτό ιερέα εκείνοι που τον έζη¬σαν. Και πρώτα ο μεγάλος νεοέλληνας διηγηματογράφος Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: "Μεταξύ των υπαρχόντων ιερέων υπάρχουσιν ακόμη πολλοί ενάρετοι και αγαθοί, εις τας πόλεις και εις τα χωριά. Είναι τύποι λαϊκοί, ωφέλιμοι, σεβάσμιοι. Ας μην εκφωνούσι λόγους. Ηξεύρουσιν αυτοί άλλον τρόπον πώς να διδάσκωσι το ποίμνιον. Γνωρίζω ένα ιερέα εις τας Αθήνας. Είναι ο ταπεινότερος των ιερέων και ο απλοϊκώτερος των ανθρώπων. Δια πάσαν ιεροπραξίαν αν του δώσης μίαν δραχμήν, ή πενήντα, ή μίαν δεκάραν, τα παίρνει. Αν δεν του δώσης τίποτε, δεν ζητεί. Δια τρεις δρα χμάς εκτελεί παννύχιον Ακολουθίαν, Λειτουργίαν, Απόδειπνον, Εσπερινόν, Όρθρον, Ώρας, το όλον διαρκεί εννέα ώρας. Αν του δώσης μόνον δυο δραχμάς, δεν παραπονείται. Κάθε ψυχοχάρτι, φέρον τα μνημονευτέα ονόματα των τεθνεώτων, αφού άπαξ του το δώσης, το κρατεί δια πάντοτε. Επί δύο, τρία έτη εξακολουθεί να μνημονεύη τα ονόματα. Εις κάθε προσκομιδήν μνημονεύει δυο ή τρείς χιλιάδας ονόματα. Δεν βαρύνεται ποτέ. Η προσκομιδή παρ' αυτώ διαρκεί δυο ώρας. Η Λειτουργία άλλες δύο. Εις την απόλυσιν της Λειτουργίας, όσα κομμάτια έχει εντός του ιερού από πρόσφορα ή αρτοκλασίαν, τα μοιράζει όλα εις όσους τύχουν. Δεν κρατεί σχεδόν τίποτε… "Μιάν φοράν έτυχε να χρεωστή μικρόν χρηματικόν ποσόν, και ήθελε να το πληρώση. Είχε δέκα ή δεκαπέντε όραχμάς, όλα εις χαλκόν. Επί δυο ώρες εμετρούσεν, εμετρούσεν, εμετρούσεν, και δεν ημπορούσε να τα εύρη πόσα ήσαν. Τέλος είς άλλος χριστιανός έλαβε τον κόπον και του τα εμέτρησεν. Είναι ολίγον τι βραδύγλωσσος και περισσότερον αγράμματος. Εις τας ευχάς, τας περισσοτέρας λέξεις τας λέγει ορθάς, εις το Ευαγγέλιον, τάς περισσοτέρας εσφαλμένας. Θα είπητε, διατί η αντίθεσις αυτή; Αλλά τάς ευχάς τας ιδίας απαγγέλλει καθ' εκάστην, ενώ την δείνα περικοπήν του Ευαγγελίου θα την αναγνώση άπαξ ή δις ή, το πολύ, τρις του έτους, εξαιρέσει ορισμένων περικοπών συχνά, αλλ' ατάκτως επανερχομένων, ως εις τους Αγιασμούς, εις τας Παρακλήσεις. Τα λάθη όσα κάμνει εις την ανάγνωσιν, είναι πολλάκις κωμικά. Και όμως εξ όλων των ακροατών του, εξ όλου του εκκλησιάσματος, κανείς μας δεν γελά. Διατί; Τον εσυνηθίσαμεν και μας αρέσει. Είναι αξιαγάπητος. Είναι απλοϊκός και ενάρετος. Είναι άξιος του πρώτου Μακαρισμού του Σωτήρος.
"Τώρα υποθέσατε ότι αυτός ο ίδιος ιερεύς είχεν εξέλθει από το βέλτιον; Θα ήτο πασαλειμμένος με ολίγα ατελή, κακοχώνευτα και συγκεχυμένα γράμματα, με περισσοτέραν οίησιν και αξιώσεις. Θα ήτο δια τούτο καλύτερος;" 0 Παπαδιαμάντης αναφέρεται επίσης και σ' ένα από τα πιο σημαντικά διηγήματά του στον Παπα-Νικόλα: "Στα Τραγούδια του θεού". Αυτή τη φορά τον αναφέρει ονομαστικά. Λέγει ο Παπαδιαμάντης, ότι η μικρή Κούλα πέθανε και οι ψάλτες μαζί με τους ιερείς έψαλλον το "δεύτε τελευταίον ασπασμόν" και συνεχίζει λέγοντας χαρακτηριστικά: "Μόνος ο παπα-Νικόλας από τον Άη-Γιάννη του Αγρού, ο Ναξιώτης, εφαίνετο ότι έπιανε χωριστήν ακολουθίαν, εμουρμούριζε μέσα του, και τα όμματά του εφαίνοντο δακρυσμένα. "Τι μουρμουρίζεις παπά;", του είπα από το όπισθεν του στασιδίου, όπου είχεν ακουμβήσει. "Λέγω την ακολουθίαν των νηπίων μέσα μου", είπεν ο παπα-Νικόλας. Εις αυτό το άκακον αρμόζει η ακολουθία των νηπίων".
Το 1984, κυκλοφόρησε στην Αθήνα ο βίος και τα περιστατικά της ζωής του παπα-Νικόλα Πλανά, όπως τα είδε και τα έζησε από κοντά για είκοσι και περισσότερα χρόνια, η Ουρανία Παπαδοπούλου, η μετέπειτα μοναχή Μάρθα και με πρόλογο του Φώτη Κόντογλου. Γράφει για τη βιογραφία του παπα-Νικόλα, όπως τη συνέγραψε η μοναχή Μάρθα και για τον άγιο και απλοϊκό ιερέα του Υψίστου ο Φώτης Κόντογλου, ο Κυδωνιεύς:
"Τέτοιος βίος, μονάχα από τέτοιαν βιογράφον θα έπρεπε να
γραφή, όπως η σεβάσμια Μοναχή Μάρθα, η εν ευσεβεία γηράσασα παρά τους πόδας όχι του σοφού Γαμαλιήλ, αλλά Νικολάου του Απλού. Ωσάν να ήτο η σκιά του γέροντα, δεν άφησε μήτε ένα κρυφόν μορφασμό του, μήτε ένα γρήγορο και απαρατήρητο βλέμμα του, μήτε τον παραμικρό λόγο του, μήτε ένα μουρμουρητό του, μήτε μιά κίνησή του, που να μην τα τύπωσε βαθιά μέσα στην ψυχή της. Όσα απ' αυτά μπόρεσε, τα έγραψε μ' έναν τρόπο απλόν κι απερίτεχνο, που ταιριάζει με τον αγαπημένο γέροντά της. Είναι κι αυτή μία από τις ψυχές που ζήσανε με φόβο και αγάπη Κυρίου, όπως εκείνη η Άννα, η θυγάτηρ του Φανουήλ που επέραοε τη ζωή της μέσα στο ναό, ανάβοντας τα κεράκια που έφεγγαν σαν νάτανε πνεύματα, κ' ευφραινόμενη από το λιβάνι που έβγαινε σαν μυρίπνοο σύννεφο από το θυμιατήρι του παπα-Νικόλα, του νέου Συμεών. Από νεότητός της δεν απέλειπε από τις αγρυπνίες κι από τις λειτουργίες, που γινόντανε εκείνον τον καιρόν στον Άγιο Ελισσαίο, με ψάλτη τον Παπαδιαμάντη και τον Μωραϊτίδη, στον Άγιο Γιάννη τον Κυνηγό, στους Τρεις Ιεράρχες του Παγκρατίου, στον Άγιο Γεώργιο στο Κουκάκι, στον Άγιο Λάζαρο, στον Άγιο Φανούριο του Παγκρατίου, στον Άγιο Σπυρίδωνα του Μαντουκά, στον Άγιο Δημήτρη τον Δουμπαρδιάρη κοντά στην Ακρόπολη, και σ' ένα πλήθος ερημοκκλήσια γύρω στην Αθήνα. Όπου πήγαινε ο γέροντας, από πίσω κι ο ίσκιος του, η μοναχή Μάρθα. Ευλογία του Θεού είναι για μας που την έχουμε ακόμα ζωντανή μεταξύ μας, και ακούμε την κατανυκτική, μα μαζί έξυπνη και ιλαρή ομιλία της. Είναι μια ποιήτρια της Ορ¬θοδοξίας, χωρίς να γράψη άλλο τίποτα, παρεκτός από τα σημειώματα για τον αγαπημένο της «Παππού», που τυπώνονται σε τούτο το μικρό βιβλίο. Αξίζει όμως να δούμε τη μαρτυρία της Ουρανίας Παπαδοπούλου (μοναχής Μάρθας) μέσα από τα περιστατικά που αφηγείται και που αποδεικνύουν εύγλωτα την αγιότητα του απλοϊκού ποιμένα, του παιδιού αυτού της Βασιλείας. Γράφει η μοναχή Μάρθα: «Μια μέρα πήραμε ένα αμάξι να μας πάη, μαζί με τον Παππού, από τον Προφήτη Ελισσαίον στην οδόν Χέϋδεν. Όταν φθάσαμε, είπαμεν στον αμαξά, να πλησίαση το αμάξι κοντά στο πεζοδρόμιο, για να κατεβή με ευκολία ο Παππούς. Ο αμαξάς απαντά ειρωνικώς: "Από σας περίμενα να μου το ειπήτε; Μήπως ξέρετε με ποιόν έχετε να κάνετε; μήπως ξέρετε τον θησαυρόν"; Και τον κατέβασε από το αμάξι του σαν να κατέβαζε άγια λείψανα. Οι άνθρωποι που περίμεναν τον Παππού τον πήραν μέσα. Και αυτός -ο αμαξάς - άρχισε να μας λέγη τι του είχε συμβή. "Κάποτε εις τον Νέον Κόσμον, εγίνετο ένας γάμος και με έστειλεν η οικογένεια του γαμβρού να πάρω τον παπα-Νικόλα, που έμενε στη Γαργαρέττα. Επήγα στο σπίτι του παπά, ο οποίος καθώς βγήκε από το σπίτι του, και τον είδανε τα άλογα μου αφήνιασαν τόσο πολύ, ώστε ήτο αδύνατον να τα συγκρατήσω.
Σήκωναν τα πόδια τους σούζες κ.τ.λ. Λέγω εις τον γέροντα:
"Πάτερ μου, είναι αδύνατον να σε πάρω εις το αμάξι μου με
τέτοια ταραχή που έχουν τα άλογα μου. Θα τρέξω μια στιγμή να τους ειδοποιήσω, ότι δεν σε πήρα στο αμάξι».
«Δεν πειράζει, παιδί μου, του είπε, πηγαίνω με τα πόδια μου». Τι μεγάλη έκπληξις με περίμενε, έλεγε ο αμαξάς, όταν έφθασα κοντά στο σπίτι του γαμβρού και βλέπω τον παπα-Νικόλα (γνωστόν για την βραδυπορίαν του) να περπατή στο πεζοδρόμιο, κοντά σχεδόν στο σπίτι του γαμβρού! Μπορείτε να καταλάβετε, μας έλεγε, πόση απόστασις είναι από τον Άγιον Ιωάννην της Γαργαρέττας, ως τον Νέον Κόσμον».
Και ρώτησε: «Πέστε μου και σεις, πώς πήγε περπατώντας, ενώ εγώ δεν είχα φθάσει ακόμα στο σπίτι»; Και αυτός, δηλαδή, ο αμαξάς, επίστευσε ότι πραγματικά κάποια υπερφυσική δύναμις τον επήγε, ή μάλλον τον βοήθησε, καθώς και μεις όλοι που τον ξέραμε το πιστεύουμε».
Ας δούμε ακόμη ένα συγκλονιστικό περιστατικό από τη ζωή του παπα-Νικόλα Πλανά, που δείχνει, πόσο μακάριοι είναι όσοι πορεύονται στο νόμο του Θεού. Γράφει η μοναχή Μάρθα: «Μια κυρία, ήταν από τους τύπους εκείνους, πού έχουν την δαιμονικήν περιέργειαν να δοκιμάζουν τους Αγίους, με την προσπάθειαν να εύρουν αιτία να εξαπολύσουν λιβέλλους εναντίον των Ιερωμένων. Όταν άκουσε τας αρετάς του πατρός Νικολάου, απεφάσισε να τον δοκιμάση. Πήγε μια μέρα στην εκκλησία, και του λέγει: "Να έλθης, πάτερ μου, στο σπίτι να μου κάμης 40 παρακλήσεις, διότι έχω οικογενειακές φουρτούνες, θα σε περιμένω κάθε απόγευμα". «Μετά χαράς, παιδί μου», της είπε. Της πήρε την διεύθυνσιν και την επομένην, επήγε. Της έκαμε την παράκληση. Στο τέλος του έδωσε μια δεκάρα. Την πήρε απαθώς.
Του λέγει: "Και αύριο σε περιμένω".
"Μετά χαράς", επανέλαβε ο πατήρ. Επήγε την επομένην κατάκοπος ως συνήθως και γέρων πλέον, της έκαμε πάλι παράκληση, και αυτή πάλι του έδωσε μια δεκάρα. Την πήρε και πάλιν ο πράος αθώος. Αυτό επανελήφθη 40 ημέρες. Να του δίνη μια δεκάρα κάθε παράκληση και η αγιότης του να εξακολουθεί να πηγαίνει. Στο τέλος έπεσε στα πόδια του συντετριμμένη και του ζήτησε συγχώρεση και του είπε: "Συ είσαι ο ενδεδεγμένος ιερεύς της υπομονής και του καθήκοντος".
πηγή:η εφημερίδα της ρωμηοσύνης
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ: http://iereasanatolikisekklisias.blogspot.com/#ixzz2MJuNUPQ6
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου