Πέμπτη 13 Ιουνίου 2024

Ἡ Ἀνάληψη...

                                           Ἡ Γιορτή τῆς Ἀνάληψης

Ἀναμνήσεις ἀπό τά παιδικά μου χρόνια

          Οἰ χθεσινές προετοιμασίες τῶν παιδιῶν κυρίως, ἀλλά καί τῶν μεγάλων, γιά νά γιορτάσουνε τήν Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ μας, μοῦ ξυπνήσανε μνῆμες ἀπ’ τά παλιά. Πῶς περιμέναμε τή μέρα αὐτή! Ἦταν ἡ ἀφετηρία γιά τήν ἔναρξη τοῦ καλοκαιριοῦ, δηλαδή γιά τήν ἔναρξη τοῦ μπάνιου στή θάλασσα. Νωρίτερα δέν ἐπιτρεπότανε· ἤτανε ἁμαρτία νά κλουμπήσουμε πρίν ἀπό τήν Ἀνάληψη. Ἡ νεολαία ἠπήαινε στίς παραλίας· οἱ Χωριανοί στοῦ Γροίκου, οἱ Σκαλιῶτες στό Λιμάνι καί οἱ Καμπιῶτες στήν περιοχή τους. Οἱ κυρίες καί οἱ δεσποινίδες παραμένανε στά σπίτια τους.

          Οἱ ὅ,ποιες δραστηριότητες ἠρχίζανε μόλις ἠκτυποῦσε ἡ καμπάνα τοῦ Μοναστηριοῦ γιά τόν μεγαλοπρεπή ἑσπερινό τῆς Ἀνάληψης. Ταυτόχρονα, ἠσημαίνανε καί οἱ καμπάνες τῶν Ἐνοριῶν. Καί τότε ἠσταματούσανε  τίς ἐργασίες τους ὅλοι οἱ κάτοικοι γιά νά κάνουν τόν Σταυρό τους καί νά «νιφτοῦνε» μέ τό νερό πού εἶχαν μαζί τους, ἤ ὅσοι βρισκότανε στά σπίτιά τους στό νερό πού εἶχαν  στίς λακανίδες καί στούς μπιλίνους.. Μάλιστα λέγαμε καί τά παρακάτω στιχάκια:

«Ἀνελήβετ᾿ ὁ Χριστός

ἀνελήβομαι καί ᾿γώ,

ποῦ νά πέσω νά πνιγῶ

μέσ᾿ τή μέση  τοῦ γιαλοῦ

γιά τή Χάρι τοῦ Χριστοῦ».

          Στήν Ἐνορία τῆς Ἀπακουῆς στή Χώρα, ὁ ἀείμνηστος Παπᾶ Γιώργης μας, μέ τήν καταπληκτική του φωνή καί τήν ἀθώα του καρδιά, μᾶς ἠτοίμαζε τό χαρανί μέ τό νερό καί μόλις ἠκούαμε τίς καμπάνες τοῦ Μοναστηριοῦ, ἠβουτούσαμε τό κεφάλι μας μέσα σαὐτό. Ἀκολουθοῦσε ὁ ἑσπερινός καί τό βραδάκι ἀνάβαμε ἀφωτᾶρες μέ κλαδιά, μέ διάφορα φρύγανα, μέ ξύλα καί σέ ντενεκίδια γεμάτα μέ στάκτη, πού τήν περιλούζαμε μέ πετρέλαιο, μέ σκοπό νά φωτίζεται ὁ οὐρανός, γιά νά βλέπει ὁ Χριστός τό δρόμο πού ὁδηγεῖ στόν Πατέρα Του.

Ἀκόμη, στά παράθυρα τῶν σπιτιῶν,στίς αὐλές, ἤ στά δώματα, ἀνάβαμε γιά τόν ἴδιο σκοπό, τίς λαμπάδες πού εἶχαν ἀπομείνει ἀπό τό Πάσχα. Θά μοῦ ἐπιτρέψετε νά περιγράψω μιά προσωπική μου ἱστορία. Μέ τήν ἀείμνηστη ἀδελφή μου, «τό Γληορί», (πιό μικρή ἀπομένα) εἴχαμε ἀνάψει τίς λαμπάδες στό δῶμα καί ἠβλέπαμε ψηλά, γιά νά δοῦμε τόν Χριστό πού θά πορευότανε στόν οὐρανό. Ἠπεριμέναμε, ἠβλέπαμε, ἠπροσέχαμε νά μήν μᾶς ξεφύει, ἄδικος κόπος. Τελειώνανε καί οἱ λαμπάδες... κάποια στιγμή, ἤβαλε τίς φωνές ἡ ἀδελφή μου: «νάτος, νάτος!» «Ποῦ εἶναι, ποῦ εἶναι;» «Νά ἐκειδαπέρα!» Φαγώθηκα νά δῶ τόν Χριστό, πούβετα ὁ Χριστός. Καί τότε ἠθύμωσα καί τήν ἔπιασα στό ξύλο ἀπό τή ζήλεια μου· «νά γιά νά μάθεις! τόν βλέπεις ἐσύ κι’ ἐγώ ὄχι;»  παραλίο νά πέσουμε καί ἀπό τό δῶμα.... Συγχωρέστε μου τήν προσωπική ἀναφορά· ἴσως ἐνδόμυχα εἶναι μιά εὐκαιρία νά τῆς ζητήσω συγγνώμη... ἄν καί ποτέ δέν μοῦ κράτησε κακία.

Λοιπόν, τήν ἡμέρα αὐτή ὅλοι ἤπρεπε νά πιοῦμε γάλα γιά νά μήν «Ψωριάσουμε»· ἦταν ὑποχρεωτικό, κάτι βέβαια πού σήμερα δέν γίνεται.

          Αὐτά τά λιάκια· θά ἤτανε καλό, ὅ,ποιος θυμᾶται πιό πολλά νά τά γνωστοποιήσει, γιά νά διατηριοῦνται οἱ παραδόσεις μας.

          Ἡ εὐλογία τῆς σημερινῆς Γιορτῆς, ἄς σκεπάζει ὅλενε τόν κόσμο. Ἀμήν...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου