Πέμπτη 25 Απριλίου 2024

Πάσχα στήν Πάτμο

                                                        Πάσχα στήν Πάτμο

Μετά ἀπό λίγες μέρες εἰσερχόμαστε στήν Ἁγία καί Μεγάλη Ἑβδομάδα, στήν Ἑβδομάδα τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου μας, ὥστε σταδιακά νά φθάσουμε στήν Ἁγία Του Ἀνάσταση.

Εἶναι  γνωστό, τό πῶς γιορτάζουμε τίς ἡμέρες αὐτές στό ἱερό Νησί μας, τήν Πάτμο. Ὡστόσο, θεώρησα ἐπίκαιρα τά ὅσα κατέγραψε ἡ ἀείμνηστη Ἀθηνᾶ Ταρσούλη, ὅταν, τήν ἄνοιξη τοῦ 1946, πρίν ἀπό ἑβδομηνταοκτώ  (78) χρόνια (σέ περίοδο κατοχῆς ἀκόμη) ἐπισκέφθηκε μέ τήν κορβέτα «Πάτραι» τήν Πάτμο καί κατέγραψε τίς ἐντυπώσεις της, τίς ὁποῖες ἐξέδωσε τό ἔτος 1947, μέ τό μνημειῶδες τρίτομο ἔργο της «Δωδεκάνησα».

 


 Γιά τό λόγο αὐτό, ἀντέγραψα τό κείμενο της, τό ὁποῖο παραθέτω αὐτούσιο στήν ἀγάπη σας, μέ ἐλάχιστες παρατηρήσεις-διορθώσεις.

Εὔχομαι ἀπό καρδιᾶς, σέ ὅλο τόν κόσμο, καλή Μ. Ἑβδομάδα καί καλή Ἀνάσταση!


                «Μέ τά πρῶτα ἀντιφεγγίσματα, ἀπό ὄρθρου βαθέος καί πολύ πρίν βασιλέψει στό στερέωμα ἡ λάμψη τοῦ αὐγερινοῦ, μές τή βουβή σιγή τῆς νύχτας ἀκοῦμε τή «ζαφάρα» (ξύλινο σήμαντρο) νά χτυπάει ρυθμικά, καλώντας τούς μοναχούς στήν ἑωθινή τους προσευχή. Τά μικρά παραθυράκια τῶν κελλιῶν φωτίζονται ἀπό ἕνα ἀδύναμο φῶς τρεμουλιαστό, πού σβήνει σέ λίγο, γιά νά γλιστρήσουν οἱ καλόγεροι, ἴσκιοι ἀθόρυβοι, στούς μακριούς διαδρόμους, στά σκαλοπάτια, στίς σκιερές στοές καί στήν πλακόστρωτη αὐλή, πηγαίνοντας στήν ἐκκλησία.  Ἀκούγονται τά πρῶτα ὀρθρινά τροπάρια καί οἱ Ψαλμοί τοῦ Δαβίδ: «Ἐκ νυκτός ὀρθρίζει τό πνεῦμα μου πρός σέ ὁ Θεός, ὅτι φῶς τά προστάγματά σου ἐπί τῆς γῆς.» Τά βαριά θυμιατήρια στέλνουν τό ἄρωμά τους, σάν αἰθέριο γαλάζιο σύννεφο, στόν Πλάστη, ἐνῶ οἱ μοναχοί, μέσα ἀπό ἀτέλειωτες γονυκλισίες, δέονται μέ κατάνυξη καί συντριβή.

          Ἡ λειτουργία τῶν Προηγιασμένων, πού ἀκολουθεῖ, γίνεται μέ ὅλη τή μεγαλόπρεπη βυζαντινή ἐθιμοτυπία, σύμφωνα μέ τούς κανόνες τοῦ ἀρχαίου μοναχικοῦ τυπικοῦ, πού ἡ Μονή τῆς Πάτμου αὐστηρά πάντα τούς διατήρησε σάν τοπικούς θεσμούς ἀπό τά παμπάλαια χρόνια.


             Μέσα σέ λίγες ὧρες ξετυλίγεται ὅλο τό δράμα τοῦ Θεανθρώπου, ἀπό τά μακροδιάβαστα εὐαγγελικά χωρία. Οἱ ἱερομόναχοι ἀπαγγέλουν μέ βαθιά συγκίνηση τό Τετραβάγγελο, ἀφήνοντας τίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων γιά τή νύχτα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου. Κοντά τό μεσημέρι τελειώνει ἡ λειτουργία, πού μέ τόν ἴδιο τρόπο ἐπαναλαμβάνεται καί τήν ἑπομένη Μεγάλη Τετάρτη, ὅταν ξαναψέλνουν καί τό τροπάριο τῆς Κασσιανῆς, πού μέ τόσο μυστικόπαθη συγκίνηση ἀκούστηκε στόν ἑσπερινό1  τῆς Μεγάλης Τρίτης: «Κύριε· ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή...» Πόσο κοντήτερα στά χρόνια τοῦ Θεόφιλου καί τοῦ μακρινοῦ ἐκείνου εἰδυλλίου του μέ τήν ἁγνή βυζαντινή παρθένο μᾶς φέρνει τώρα ἡ ἀτμόσφαιρα τῆς Πάτμου!

            Ἡ πιό ἐπιβλητική μά καί συγκινητική μυσταγωγία εἶναι ἡ «Τελετή  τοῦ Νιπτῆρος», πού ἔχει καθιερωθεῖ ἀπό τήν ἐποχή τῶν βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων καί πού ἀξίζει ν᾿ ἀναφέρουμε μερικά περιστατικά της, γιά νά μεταφερθοῦμε νοερά στό βιβλικό νησί τῆς Πάτμου τίς ἅγιες αὐτές ἡμέρες πού ἀναπαρασταίνεται  τό θεῖο δράμα.

                Πρίν ἀπό τήν τελετή ψάλλεται στήν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Θεολόγου τό Εὐχέλαιο κι ἀκολουθεῖ ἡ λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου. Ἔπειτα βγαίνει  ἀπό τή Μονή ὁ Ἡγούμενος, μέ μανδύα κι᾿ ἐπανωκαμήλαυκο, μέ τούς δώδεκα παπάδες πού φοροῦν ἱερατικές στολές  ἀπό βυσσινόχρωμο βελοῦδο. Τούς συνοδεύουν κληρικοί καί πρόκριτοι τοῦ νησιοῦ μέ πλῆθος λαοῦ, ἐνῶ σημαίνουν οἱ καμπάνες κι ὁ χορός  ψέλνει διάφορα τροπάρια. Ἡ πομπή πορεύεται στήν πλατεία τοῦ Ἐμμανουήλ Ξάνθου ἤ τοῦ Θεόφιλου Παγκώστα (ἡ τελετή γίνεται ἐναλλάξ τόν ἕνα χρόνο στή μία, καί τόν ἄλλο στήν ἄλλη πλατεία), τῶν μεγάλων Πάτμιων Φιλικῶν τῆς Ἑλληνικῆς Ἐθνεγερσίας τοῦ Εἰκοσιένα. Ἐκεῖ ἔχουν στημένη μία τετράγωνη μεγάλη ἐξέδρα καταστόλιστη μέ τόξα  ἀπό μυρσίνες, ἀπό γιρλάντες ἀνοιξιάτικων λουλουδιῶν καί ἀπό νάρδους, τά γαλαζόχρωμα  ἀγριολούλουδα τοῦ νησιοῦ πού ἠ μοσχοβολιά τους εἶναι διάχυτη στόν ἀέρα. Στίς γωνίες τῆς ἐξέδρας  ὀρθώνονται, σέ διάταξη αἰσθητικά διακοσμητική, φανοί, ἑξαπτέρυγα καί σταυροί, ἀπό τά πιό πολύτιμα κειμήλια τῆς Μονῆς. Τό δάπεδο τῆς ἐξέδρας εἶναι στρωμένο μέ ἀκριβά πολύχρωμα χαλιά. Στό κέντρο τοῦ βάθους της στέκεται ὁ θρόνος ὅπου θά καθίσει  ὁ ἡγούμενος ἀντιπροσωπεύοντας τόν Χριστό, καί ἀπό τίς δύο πλευρές οἱ δώδεκα ἕδρες, ὅπου θά τοποθετηθοῦν οἱ Ἀπόστολοι. Στή μέση βρίσκεται ἕνα τραπεζάκι μέ ἀργυρή λεκάνη. Ἡ ἐξέδρα τούτη θά γίνει σέ λίγο ἡ σκηνή ὅπου θά διαδραματιστεῖ ἡ μυσταγωγία τῆς ταπεινοφροσύνης τοῦ Θεανθρώπου ὅταν, ἔπειτα ἀπό τούς ἐμπνευσμένους προφητικούς Του λόγους, θά σκύψει νά πλύνει τά πόδια τῶν μαθητῶν Του, δείχνοντας μέ τό παρτάδειγμά Του αὐτό πώς «οὐδείς Κύριός ἐστι μείζων τῶν δούλων αὐτοῦ».

            Ἡ ἱερατική πομπή τῆς μονῆς, μόλις φτάσει στήν πλατεία, μπαίνει σέ μιά παρακείμενη ἐκκλησία ὅπου ὁ ἡγούμενος ντύνεται τήν ὁλόχρυση στολή του, γιά νά βγεῖ σέ λίγο μέ τούς μοναχούς πού τόν ἀκολουθοῦν  δυό-δυό μέ ψαλμωδίες, ἐνῶ προπορεύονται τέσσερις διάκονοι μέ βαρύτιμα θυμιατήρια πού τούς ἀνοίγουνε τό δρόμο. Ὅλοι παίρνουν τή θέση τους στήν ἐξέδρα, ἐκτός ἀπό ἕνα χωριστό ἱερέα, τόν εὐαγγελιστή, πού  ἀκολούθησε τήν πομπή καί πού μένει ἔξω ἀπό τήν ἐξέδρα, στέκοντας κατάντικρυ σέ μέρος ψηλό. Ἀφοῦ ὁ χορός ψάλει ἁρμονικά «Τοῦ συνδέσμου τῆς ἀγάπης...»2 καί ὁ ἡγούμενος διαβάσει  τίς εὐχές τοῦ Νιπτῆρος, ὁ εὐαγγελιστής ἀπ᾿ ἔξω ἀπαγγέλλει διάφορα χωρία τοῦ Ἰωάννη, τοῦ Μάρκου καί τοῦ Ματθαίου. Ἀρχίζει τότε ὁ διάλογος τοῦ Χριστοῦ μέ τούς μαθητές του. Ὁ εὐαγγελιστής, σάν ὑποβολέας θεάτρου, δίνει τό λόγο, σύμφωνα μέ τά ἱερά κείμενα, πότε στόν ἡγούμενο, πότε στούς μοναχούς, λέγοντας: «Ὁ δέ εἶπεν αὐτοῖς...» καί μιλεῖ ὁ Χριστός (ἡγούμενος), «Οἱ δέ εἶπον αὐτῷ...» καί ἀπαντᾶ ὁ ἀναφερόμενος μαθητής (μοναχός).

            Ρίγος συγκίνησης αἰσθάνεται ὁ χριστιανός στό ἄκουσμα τῶν λόγων τοῦ Θεανθρώπου ὅταν ἀρχίζει νά λέει μέ συντριβή: « Ἰδού ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα, καί ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου παραδοθήσεται  τοῖς ἀρχιερεῦσι καί γραμματεῦσι, καί κατακρινοῦσιν αὐτόν τοῖς ἔθνεσι, καί ἐμπαίξουσιν αὐτῷ καί μαστιγώσωσιν αὐτόν καί ἐμπτύσουσιν αὐτῷ, καί ἀποκτενοῦσιν αὐτόν...». Μέ πόση ἀγωνία καί δέος τόν κοιτάζουν ὅλοι οἱ μαθητές του!  Ὅπως καί ὅταν, ὕστερα ἀπό τήν συνομιλία πού κάνει μαζί τους, προφητεύει  πώς ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς θά τόν παραδώσει· καί σάν ἔρχεται ἡ σειρά τοῦ Ἰούδα, πού προσπαθεῖ νά κρύψει τήν ταραχή του ἐρωτώντας τό διδάσκαλο μέ ὕπουλη ἀπάθεια: «Μήτι ἐγώ εἰμι, Ραββί;» καί τοῦ ἀπαντᾶ ὁ Χριστός: «Σύ εἶπας». Ἔπειτα ἀπό λίγο ὁ ἡγούμενος σηκώνεται, βγάζει τό βαρύ μανδύα του καί φορεῖ ἐμπρός του μιά μεγάλη πετσέτα λεγόμενη «λέντιον». Ἀφοῦ ρίξει νερό μέ ροδόσταμο στήν ἀσημένια λεκάνη, μέ δύο διακόνους πού τόν βοηθοῦν, σκύβει μπρός σέ κάθε ἱερέα, τοῦ ραντίζει  «σταυροειδῶς» τά πόδια καί τόν φιλεῖ στό μέτωπο, ἀρχίζοντας ἀπό τόν Ἰούδα. Ὁ ὑποκρινόμενος τόν Πέτρο, ὅταν φθάνει καί σκύβει μπρός του ὁ Ἰησοῦς, στενοχωριέται, γιατί δέν θέλει ὁ Κύριος νά ταπεινωθεῖ τόσο πολύ σ᾿ ἕνα μαθητή του. Στήν ἀπάντηση ὅμως τοῦ Ραββί πώς, ἄν δέν τόν ἀφήσει νά τοῦ νίψει τά πόδια, δέν θά τόν ἔχει πιά μαζί του, ὁ Πέτρος μέ συγκινημένη φωνή τοῦ λέει: «Κύριε, μή τούς πόδας μόνον ἀλλά καί τάς χεῖρας καί τήν κεφαλήν». Ἀκολουθεῖ τό «κατά Ματθαῖον» Εὐαγγέλιο, ὅταν λέει πιά ὁ  Ἰησοῦς μέ ὕφος γεμᾶτο πόνο: «Περίλυπος ἐστίν ἡ ψυχή μου μέχρι θανάτου». Μέ τή συνοδεία τότε τριῶν μοναχῶν, πού παρασταίνουν τούς ἀδελφούς Ζεβεδαίους καί τόν Πέτρο, κατεβαίνει ἀπό τήν ἐξέδρα, τούς ἀφήνει ἀπ᾿ ἔξω, ἐνῶ Ἐκεῖνος πηγαίνει μόνος του νά προσευχηθεῖ στό ὑποτιθέμενο Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν3, στήν ἄκρη  τῆς πλατείας ὅπου εἶναι στημένη μιά παμπάλαια εἰκόνα τοῦ «Ἐρχομένου»4.

            Στή μεγάλη αὐτή δραματική στιγμή, γονατιστός, μέ βαθιά συντριβή  στήν ἔκφρασή του ὁ Χριστός ὑψώνει τό βλέμμα καί τά χέρια στόν οὐρανό λέγοντας:  «Πάτερ μου, εἰ δυνατόν παρελθέτω ἀπ᾿ ἐμοῦ τό ποτήριον τοῦτο! ...» Ἐπιστρέφοντας στήν ἐξέδρα βρίσκει τούς μαθητές του κοιμισμένους καί παραπονιέται πού δέν μπόρεσαν οὔτε μία ὥρα νά ξαγρυπνήσουνε μαζί του. Γιά δεὐτερη καί γιά τρίτη φορά ξαναπηγαίνει στόν τόπο τῆς προσευχῆς του καί ξαναγυρίζει βρίσκοντάς τους πάλι κοιμισμένους. «Καθεύδετε τό λοιπόν καί ἀναπαύεσθε· ἰδού, ἤγγικεν ἡ ὥρα καί ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου παραδίδεται  εἰς χεῖρας ἁμαρτωλῶν.» Ἀνεβαίνει στήν ἐξέδρα καί τούς λέει πάλι: «Ἐγείρεσθε, ἄγωμεν. Ἰδού, ἤγγικέ με ὁ παραδιδούς με.» Οἱ μαθητές τώρα ξυπνοῦν, καί γίνεται ἡ ἀπόλυση ἀπό τόν ἡγούμενο, πού ραντίζει τόν κόσμο μέ ἁγιασμό. Ἡ κατανυκτική αὐτή τελετή τελειώνει ὅπως θά ἐτελείωνε ἕνα θρησκευτικό θέατρο ὅπου ὅλα τά πρόσωπα ἑνός ὁλοκληρωμένου ἔργου ἔπαιξαν, μέ δυνατό παλμό καί μέ βαθειά συναίσθηση, τό ρόλο του ὁ καθένας, μεταγγίζοντας στό πλῆθος πού παρακολούθησε  τήν ἱερή τούτη παράσταση μιάν ἐνδόμυχη  λυτρωτική γαλήνη.


            Τή νύχτα τῆς Μ. Πέμπτης ἀκοῦμε τά Δώδεκα Εὐαγγέλια, πού τά διαβάζουν ἐναλάξ ὁ ἡγούμενος καί οἱ μοναχοί, γιά ν᾿ ἀποσυρθοῦμε πολύ πέρα ἀπ᾿ τά μεσάνυχτα, ἀρκετά κουρασμένοι, στά κελλιά μας, θαυμάζοντας τήν ἀντοχή τῶν ἀδελφῶν πού, ὕστερα ἀπό τόσες συνεχεῖς ἀγρύπνιες καί κόπους, πρέπει πάλι  μέ τό χάραμα νά εἶναι στό πόδι γιά νά ψάλουν, ὡς τό μεσημέρι σχεδόν, τίς «ὧρες» καί τό θρηνητικό «Σήμερον κρεμᾶται ἐπί ξύλου», πού λέγεται στήν Πάτμο -κατά παλιά συνήθεια – τό μεσημέρι τῆς Μεγ. Παρασκευῆς καί ὄχι τή  νύχτα τῆς Μεγ. Πέμπτης. Τήν ἴδια ὥρα γίνεται, ὅπως εἶναι τό ἔθιμο, ἡ περιφορά τοῦ Ἐπιταφίου τῆς  «Μεγάλης Παναγιᾶς»,5 τῆς Μητρόπολης τοῦ Νησιοῦ.

              Ἡ πομπή γυρίζει σ᾿ ὅλη τή Χώρα μέ σταθμούς στίς πλατεῖες, ὅπου ὁ χορός ψάλλει τά ἐγκώμια.

            Τό βράδυ τῆς Μεγ. Παρασκευῆς γεμίζουν ὅλες οἱ ἐκκλησίες, ὅπως καί τίς προηγούμενες ἡμέρες, ἀπό εὐλαβικούς προσκυνητές, ὄχι μόνο κατοίκους τοῦ νησιοῦ ἀλλά καί ἀπό ἄλλα νησιά, περισσότερο ἀπό τή Σάμο ἀπ᾿ ὅπου ἔρχονται  νά γιορτάσουνε τό Πάσχα. Ὁ Ἐπιτάφιος Θρῆνος, ἔτσι ὅπως λέγεται στήν Ἐκκλησία τοῦ Θεολόγου μέ συγκινητικό παλμό  ἀπό καλλίφωνους μοναχούς καί ψαλτάδες, ἀντηχεῖ στά βάθη τῶν ψυχῶν μέ ὅλο τό ποιητικό μεγαλεῖο καί τό μυστήριο ἑνός μετουσιωμένου πόνου πού ἀνεβάζει αὐθόρμητα τά δἀκρυα στά μάτια.

            Ἡ σκηνογραφία τοῦ συνόλου εἶναι ἀπό τίς πιό  ἐπιβλητικές ὅσο καί ἐντυπωσιακές ἀπό τήν ὥρα πού ὅλοι οἱ μοναχοί, ντυμένοι μέ στολές μενεξεδόχρωμες καί μέ ἀναμμένες λαμπάδες στά χέρια, ψέλνουν τά ἱερά ἐγκώμια γύρω ἀπό ἕνα ἰδιότυπο βάθρο στολισμένο μέ παλιές βυζαντινές στόφες καί λουλούδια, πού πάνωθέ του κρατεῖ τό κέντρον ὁ Ἐσταυρωμένος, ἔχοντας ὁλόγυρα τά ἑξαπτέρυγα τῶν Χερουβείμ καί τῶν Σεραφείμ.

                Καί ὅταν ἀργά τή νύχτα, κοντά τά μεσάνυχτα, γίνεται ἡ περιφορά τοῦ Μεγάλου Ἐπιταφίου γύρω ἀπό τό Καθολικό καί μέσα στόν περίβολο τῆς μονῆς, ἀκούγεται ἡ λυπητερή φωνή τῆς βαριᾶς καμπάνας τοῦ Θεολόγου πού ρυθμικά καί πένθιμα συνοδεύει τό Μεγάλο Νεκρό στήν ὑπέρθεή του πορεία, ἑνώνοντας τή βαρύθυμη μελωδία της μέ τά σήμαντρα τῶν ἄλλων ἐκκλησιῶν τοῦ νησιοῦ, πού κι᾿ αὐτές γυρίζουν στή Χώρα τούς δικούς τους ἐπιταφίους.

                    «Ἀνάστα ὁ Θεός κρίνων τήν γῆν ....» διαλαλοῦν  τώρα ὅλες οἱ καμπάνες τοῦ νησιοῦ ὡς τά πέρατα τῆς Οἰκουμένης. Εἶναι τό χαρμόσυνο μήνυμα πού προαναγγέλλει τήν Ἀνάσταση τό πρωί τοῦ Μεγάλου Σαββάτου. Ὁ ναός τοῦ Θεολόγου ἔχει ἀλλάξει ἐντελῶς τώρα μορφή. Ὅλη τή νύχτα, ὕστερα ἀπό τόν Ἐπιτάφιο καί ὡς τά ξημερώματα, οἱ ἀδελφοί  ξαγρύπνησαν γιά νά τόν στολίσουν μέ νέο λαμπρό διάκοσμο, προσδίδοντάς του ὄψη πανηγυρική. Ὅ,τι πολυτιμότερο ἔχει τό Μοναστήρι μεταφέρεται στό Καθολικό. Νέα ἀργυροσκάλιστα πολυκάντηλα καί ἀστραφτεροί πολυέλαιοι κρεμιοῦνται ἀπό τούς θόλους καί τά τόξα τῆς ἐκκλησίας, ἄλλα βαρύτιμα σκεύη ἔχουν μεταφερθεῖ  στό Ἅγιο Βῆμα χρυσοΰφαντα ἑξαπτέρυγα στολισμένα μέ μαντήλια μεταξωτά στυλώνουνται στά στασίδια γύρω στούς τοίχους, παλαιοί περσικοί τάπητες στρώνονται στό δάπεδο, μυρτιές καί νάρδοι σχματίζουν γιρλάντες καί στεφάνια γύρω ἀπό τίς ἁψίδες καί τά εἰκονίσματα. Ἀπό τίς προθῆκες τοῦ θησαυροφυλάκιου τῆς Μονῆς βγῆκαν οἱ πιό ἀμύθητης ἀξίας αὐτοκρατορικές στολές, οἱ λαμπερόχρυσοι σταυροί καί τά ἐγκόλπια, γιά νά φορέσει ὁ ἡγούμενος ὅπως κ᾿ οἱ γέροντες μοναχοί, προσδίδοντας  νέαν αἴγλη  στήν ἱερή τούτη μυσταγωγία, πού εἶναι ἡ πιό μεγαλόπρεπη ἀπ᾿ ὅλες τίς ἄλλες λειτουργίες τοῦ χρόνου.  Λουλούδια, βιόλες καί τριαντάφυλλα, σκορπίζονται στούς προσκυνητές μέσα ἀπό τούς ψαλμούς τοῦ «Ἁνάστα ὁ Θεός...» καί γεμίζουν ἀπό λάμψη εὐδαιμονίας τά πρόσωπα, δίνοντας ἕνα τόνο θριαμβικό στήν ὅλη ἑορτή. Ὅταν τελειώσει καί ἠ λειτουργία μοιράζονται  στόν κόσμο – κατά παλιὀ ἔθιμο – σύκα ξερά πού ἔχουν ἀπό πρίν εὐλογηθεῖ. Κι αὐτό γίνεται  γιά νἀ «εὐφρανθῶμεν» κ᾿ ἐμεῖς μέ τόν Ἀδάμ, πού «ἐγλυκάνθη» ὅταν ἀντίκρισε, τό Μεγάλο Σαββάτο, τόν Χριστό στόν  Ἅδη.

            Μόλις σουρουπώσει, τό ἴδιο βράδυ, ὅλο τό νησί βρίσκεται σέ συναγερμό. Πομπές ὁλόκληρες ἀπό λαμπαδοφόρους ἄντρες, γυναῖκες, παιδιά, ἀνεβαίνουν τήν ἀνηφορικό καλντεριμωμένο δρόμο πού φέρνει στή βαριά πύλη τοῦ Θεολόγου. Τούς φωτίζει ὁ ἀστροπλουμισμένος οὐρανός τοῦ Ἀπρίλη καί ἡ ἐσωτερική τους πίστη. Ὁ κανόνας «Κύματι θαλάσσης...» καί ἡ κατάβαση τοῦ Χριστοῦ στόν Ἅδη, πού μέ ποιητικότατες ἐκφράσεις περιγράφει ὁ  Ἅγιος Ἐπιφάνιος, ἀπαγγέλονται, σέ στίχους ἔμμετρους, πρίν ἀπό ἄλλα κατανυκτικά τροπάρια. Οἱ ψαλμωδίες συνοδεύονται καί ἀπό τό «ἀκόντιον»6, ἕνα εἶδος μικροῦ μετάλλινου δίσκου πού τόν κτυποῦν ρυθμικά, σύμφωνα μέ τό μέτρο τῶν ψαλτάδων. Αὐτό τό ὄργανο τό χρησιμοποιοῦσαν οἱ Βυζαντινοί στίς μεγάλες αὐτοκρατορικές πομπές καί στόν ἱππόδρομο ἔπειτα ἀπό θριαμβικές νίκες. Τέλος φτάνει ἡ συμβολική, ἐξαγγελτήρια πρόσκληση πού σάν οὐράνιος ἀλαλαγμός ξεσηκώνει τά πλήθη: «Δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτός».

                  Μιά ἀπέραντη φωτοθάλασσα ξεχύνεται ἀπό τό ναό, πλημμυρίζει τό προαύλιο, τούς διαδρόμους, τίς ψηλές ταράτσες τοῦ μοναστηριοῦ. Χρυσόλαμπρη καί πολύχρωμη μαζί φωτοπλημμύρα χύνεται, μέσ᾿ ἀπό τούς μύριους σελαγισμούς τῶν πολυτίμων πετραδιῶν πού στολίζουν τούς βαρύτιμους ἱερατικούς μανδύες, τούς σάκκους, τά μαργαριτοκεντημένα πετραχήλια καί τά ἐπιγονάτια, τούς σμαλτωμένους σταυρούς καί τά ἐγκόλπια, μία ἐκτυφλωτική χλιδή χρωμάτων καί λάμψεων πού θαμπώνει τά μάτια, πού ζαλίζει τό νοῦ. Καί νά τώρα τό προσδοκώμενο μεγάλο θαῦμα τοῦ θριάμβου τῆς χριστιανικῆς θρησκείας, ὕστερα ἀπό τή δραματική αὐτοθυσία τοῦ Θεανθρώπου: ἡ Ἀνάσταση. Τά σήμαντρα τῆς Μονῆς δίνουν τό πρῶτο χαρμόσυνο  σύνθημα γιά νά ξεχυθοῦν οἱ τόνοι τους σ᾿ ἕνα ποτάμι ἠχητικό, σέ μιάν ἁρμονική συμφωνία πού δονεῖ τούς αἰθέρες κι᾿ ἑνώνεται μέ τήν ἀποκαλυπτική μουσική ὅλων τῶν σημάντρων τοῦ νησιοῦ, διαλαλώντας στίς γύρω θάλασσες καί στίς στεριές τό κορύφωμα τῆς νίκης τῆς Ζωῆς καί τῆς Ἀλήθειας πάνω ἀπό τά σκοτάδια καί τό χάος τοῦ θανάτου, τό θρίαμβο τῆς Λευτεριᾶς πάνω ἀπ᾿ τό σπάσιμο τῶν ἁλυσίδων τῆς σκλαβιᾶς. Χριστός Ἀνέστη!  Στά δρομάκια, στίς κατηφοριές, στούς χαμηλούς λόφους, κάτω στό λιμάνι μικρόφλογα τρεμουλιαστά ἀστεράκια, οἱ λαμπάδες τῶν πιστῶν, κινοῦνται πρός κάθε κατεύθυνση. Στό πιό ψηλό καμπαναριό τῆς μονῆς, ὅπου στέκουνται δυό χρυσοί κοντοί, ὑψώνονται κι ἀνεμίζονται τώρα θριαμβευτικά, αἰώνια καί ἀήττητα σύμβολα τῆς Ἱστορίας τοῦ Χριστιανισμοῦ, μιά πελώρια γαλανόλευκη κ᾿ ἕνα μεταξωτό μεγάλο λάβαρο μέ τό δικέφαλο ἀετό. Γλυκοχαιρετιοῦνται καί μιλοῦνε μέ τ᾿ ἀστέρια, μέ τή γῆ, μέ τόν οὐρανό. Τά ραίνει  μέ τά ροδοπέταλά της ἡ αὐγή πού ξημερώνει, καί μέ τά χρυσάφια του ὁ ἥλιος πού δροσόλουστος προβάλει ἀπό τό γαλανό Αἰγαῖο. «Ἀναστάσεως ἡμέρα, λαμπρυνθῶμεν λαοί.» Διάχυτα ὅλα ἀπό τό φῶς τῆς ἀγάπης, πού γιορτάζεται τ᾿ ἀπομεσήμερο ἡ τελετή της στό μοναστήρι μέ τόν «ἀσπασμό τῆς Ἀγάπης», ὅταν διαβἀζεται τό ἱερό Εὐαγγέλιο σέ ξένες γλῶσσες, λατινική, γαλλική, ἀγγλική-ἄλλοτε τό διάβαζαν καί στήν ἑβραϊκή, ἀραβική καί τουρκική γλώσσα-γιά νά διαδοθεῖ στά πέρατα τῆς οἰκουμένης, σέ ἀλλόγλωσσα καί σέ ἀλλόθρησκα ἔθνη, τό κοσμοϊστορικό καί κοσμοσωτήριο γεγονός.  Στήν αἴθουσα τοῦ ἡγουμενείου τώρα μᾶς δίνουνται κόκκινα αὐγά μέ τίς εὐχές τοῦ ἡγουμένου. Παντοῦ χαρά καί λάμψη, στίς ψυχές, στά πρόσωπα, στή γύρω γαληνή φύση. Γεμάτος ὁ ἀέρας ἀπό μιάν ἀπολυτρωτική πνοή πού ξαλαφρώνει, ὀμορφαίνει, χαροποιεῖ, δυναμώνει. Ἡ Πάτμος, τό Μοναστήρι, ἡ Ἱστορία, τό Βυζάντιο, ὁ Ἑλληνισμός ὁλόκληρος, μ᾿ ἕναν παλμό, μέ μιά ψυχή, ἀγκαλιάζονται σ᾿ ἕναν ἀτέλειωτο ἀσπασμό, συγχωνεύονται κι ἀνυψώνονται σά φωτεινά μετέωρα, πάνω ἀπό τόπο καί χρόνο, στόν οὐρανό τῆς ἀπολύτρωσης, στή σφαίρα τῆς αἰωνιότητας καί τῆς ἀθανασίας. Χριστός Ἀνέστη! Λευτεριά! Χριστός! Ἀνέστη!


                

            Ἀνάμεσα στά χρονικά διαστήματα πού μᾶς μένουν ἔπειτα ἀπό  τίς θρησκευτικές ἱεροτελεστίες, πού μιά ἀπό τίς κυριότερες εἶναι ἀκόμη κ᾿ ἐκείνη πού περιφέρουν τίς εἰκόνες καί τά  Ἅγια Λείψανα ὅλων  τῶν Ἐκκλησιῶν τή λεγόμενη «Νέα Τρίτη» τῆς Διακαινησίμου, ἔχομε πολλά, πάρα πολλά νά ἰδοῦμε, ἀρχίζοντας ἀπό τούς ἱστορικούς καί καλλιτεχνικούς θησαυρούς τῆς ἐκκλησίας καί γενικά τοῦ μοναστηριοῦ, ὡς τήν ὀνομαστή γιά τά πνευματικά κειμήλιά της βιβλιοθήκη. .....».

 


Παρατηρήσεις ἀπό τόν ἀντιγραφέα:

1.- Πρόκειται γιά τόν Ὄρθρο τῆς Μ. Τετάρτης, πού ψέλνεται τήν Μ. Τρίτη το βράδυ  (Ἀκολουθία τοῦ Νυμφίου): «Κύριε· ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις...»

2.- Τό σωστό:  «Τῷ συνδέσμῳ τῆς ἀγάπης...»

3.- Πρόκειται γιά τόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ

4.- Ἡ γνωστή Εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ «Ὁ Ἑλκόμενος ἐπί τό Πάθος», ἤ «Ἰδού ὁ Νυμφίος»

5.- Πρό πολλῶν ἐτῶν δέν τελεῖται ἡ περιφορά τοῦ Ἐπιταφίου στήν Μ. Παναγία.

6.- Πρόκειται γιά τό  «Κὀνδιον», ἤ «Κόντιον», ἤ «Κόντι» καί ὄχι ἀκόντιον.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου