Παρασκευή 4 Αυγούστου 2017

Η Μεταμόρφωση του Κυρίου (6 Αυγούστου)

Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ
π. Δημητρίου Μπόκου
Α΄.
Στὶς ἰ­δι­αί­τε­ρα λαμ­πρὲς ἑ­ορ­τὲς τοῦ κα­λο­και­ριοῦ ἀ­νή­κει καὶ ἡ Με­τα­μόρ­φω­ση τοῦ Σω­τῆ­ρος, στὶς 6 Αὐ­γού­στου. Ὁ ἑορτασμός της ἀρχίζει μὲ προεισαγωγικοὺς ὕμνους (καταβασίες καὶ κοντάκιο) ἀπὸ τὶς 27 Ἰουλίου καὶ ἐκτείνεται μέχρι καὶ τὶς 13 Αὐγούστου (ἀπόδοση τῆς ἑορτῆς). Εἶ­ναι ἑ­ορ­τὴ τοῦ Χρι­στοῦ, Δε­σπο­τι­κή, γι’ αὐ­τὸ καὶ κατὰ τὴν κύρια ἡμέρα της (6 Αὐγούστου) ἐπιτρέπεται κατάλυση ἰχθύος, νὰ τρῶ­με δηλαδὴ ψά­ρια, ἂν καὶ βρι­σκό­μα­στε μέ­σα στὴν αὐ­στη­ρὴ νη­στεί­α τῆς Πα­να­γί­ας.
Πότε καὶ γιατί συνέβη;
Ἡ Με­τα­μόρ­φω­ση συ­νέ­βη λί­γο πρὶν ἀ­πὸ τὸ πά­θος τοῦ Κυ­ρί­ου, τὴ Σταύ­ρω­ση δη­λα­δὴ καὶ τὴν Ἀ­νά­στα­ση. Ἐ­πει­δὴ ἀ­κρι­βῶς ἐ­πρό­κει­το νὰ δο­κι­μα­σθεῖ σκλη­ρὰ ἡ πί­στη τῶν ἀ­πο­στό­λων καὶ νὰ ἐξανεμισθοῦν ἐντελῶς οἱ ἐλπίδες ποὺ εἶχαν στηρίξει πάνω στὸν δάσκαλό τους ὅ­ταν θὰ τὸν ἔ­βλε­παν νὰ πε­θαί­νει μὲ τὸν χει­ρό­τε­ρο τρό­πο, ὁ Χρι­στὸς θέ­λη­σε νὰ τοὺς στε­ρε­ώ­σει κα­λά, «πλη­ρο­φο­ρῶν αὐ­τοὺς» ὅ­τι δὲν εἶ­ναι μό­νο ὅ,τι φαι­νό­ταν, ἄν­θρω­πος δη­λα­δὴ ἁ­πλός, ἀλ­λὰ καὶ Θε­ὸς τέ­λει­ος, «Κύ­ριος καὶ Βα­σι­λεὺς τῶν αἰ­ώ­νων». Ὥ­στε οἱ μα­θη­τὲς βλέ­πον­τας «τὰ θαυ­μά­σιά του», νὰ μὴ δει­λιά­σουν ἐμπρὸς στὰ πα­θή­μα­τά του.
Πῶς ἔγινε;
Ἔ­τσι λοι­πὸν λίγο πρὶν ἀπὸ τὴ Σταύρωσή του (σαράντα μέρες, κατὰ τὴν παράδοση), πα­ρα­λαμ­βά­νει ὁ Ἰ­η­σοῦς «τοὺς προ­κρί­τους τῶν μα­θη­τῶν», Πέ­τρο, Ἰ­ά­κω­βο καὶ Ἰ­ω­άν­νη, καὶ ἀνεβαίνει μαζί τους «εἰς ὄ­ρος ὑ­ψη­λόν», τὸ Θα­βώρ, γιὰ νὰ προσευχηθεῖ. Καὶ ἐνῶ προσευχόταν, «μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν». Τὸ πρό­σω­πό του ἄλλαξε μορφή, ἔ­λαμ­ψε «ὡς ὁ ἥλιος» καὶ τὰ ἐν­δύ­μα­τά του ἔ­γι­ναν ἀστραφτερά, «λευ­κὰ λίαν ὡς χιὼν» καὶ «ὡς τὸ φῶς». Κανένας βαφέας πάνω στὴ γῆ δὲν θα μποροῦσε νὰ τὰ λευκάνει τόσο πολύ. Ταυ­τό­χρο­να, μέσα σὲ λαμπρὸ φῶς, ἐμ­φα­νί­στη­καν οἱ δύο θεόπτες προφῆτες Μω­υ­σῆς καὶ Ἠ­λί­ας καὶ συ­νο­μι­λοῦ­σαν μα­ζί του, προ­λέ­γον­τας τὴν ἐπικείμενη ἔ­ξο­δό του ἀπὸ τὸν κόσμο, δη­λα­δὴ τὸν σταυ­ρι­κό του θά­να­το, τὴν Ἀ­νά­στα­ση καὶ τὴν Ἀνάληψή του, ποὺ κατὰ τὰ λεγόμενα τῶν προφητῶν θὰ συνέβαιναν στὴν Ἱερουσαλήμ.
Οἱ τρεῖς μαθητές, κυριευμένοι ἀρχικὰ ἀπὸ βαρειὰ νύστα, κατάφεραν νὰ τὴν ἀποτινάξουν καὶ νὰ ἔλθουν σὲ ἐγρήγορση. Εἶδαν τότε τὴ δόξα του, καθὼς καὶ τοὺς δύο ἄνδρες ποὺ τὸν παράστεκαν. Τὴ στιγμὴ ποὺ οἱ δύο προφῆτες ἐπρόκειτο νὰ χωρισθοῦν ἀπὸ τὸν Χριστό, χω­ρὶς νὰ κα­τα­λα­βαί­νει κα­λὰ-κα­λὰ ὁ Πέ­τρος τί γί­νε­ται, συ­νε­παρ­μέ­νος ἀ­πὸ τὸ θέ­α­μα, εἶ­πε: «Κύ­ρι­ε, κα­λὰ εἶ­ναι νὰ μεί­νου­με ἐ­δῶ γιὰ πάν­τα. Νὰ κά­νου­με, ἂν θέ­λεις, τρεῖς σκη­νές, μί­α γιὰ σέ­να, μί­α γιὰ τὸν Μω­υ­σῆ καὶ μί­α γιὰ τὸν Ἠ­λί­α».
Μὰ ἐ­νῶ μι­λοῦ­σε ἀ­κό­μα, μί­α νε­φέ­λη, ἕ­να σύν­νε­φο φω­τει­νὸ τοὺς ἐπισκίασε. Οἱ τρεῖς μαθητὲς φοβήθηκαν ὅταν ὁ Χριστὸς καὶ οἱ δύο προφῆτες μπῆκαν μέσα στὴ νεφέλη. Ἀ­κού­στη­κε τότε ἀπ’ τὴ νεφέλη μιὰ φωνὴ νὰ λέ­ει: «Αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ Υἱ­ός μου ὁ ἀ­γα­πη­τός. Αὐ­τὸν νὰ ἀ­κοῦ­τε». Οἱ τρεῖς μα­θη­τὲς τρό­μα­ξαν τό­σο πο­λύ, ποὺ ἔ­πε­σαν πρη­νεῖς, μὲ τὸ πρό­σω­πο στὴ γῆ. Μετὰ τὴ φωνὴ ὅμως ἐκείνη ὁ Ἰησοῦς τοὺς πλη­σί­α­σε, τοὺς ἄγ­γι­ξε καὶ τοὺς εἶπε: «Ση­κω­θεῖ­τε! Μὴ φο­βά­στε». Οἱ μα­θη­τές του σή­κω­σαν τὰ μά­τια, μὰ δὲν εἶ­δαν κα­νέ­να ἄλ­λον, πα­ρὰ μο­νά­χα τὸν Ἰ­η­σοῦ.
Καὶ ὅταν κατέβαιναν ἀπὸ τὸ ὄρος, ὁ Χριστὸς τοὺς ἔδωσε ἐντολὴ λέγοντας: Ὅ,τι εἴδατε δὲν θὰ τὸ πεῖτε σὲ κανέναν, μέχρις ὅτου ἐγώ, ὁ Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου, ἀναστηθῶ ἐκ νεκρῶν (Ματθ. 17, 1-9· Μάρκ. 9, 2-9· Λουκ. 9, 28-36).
Ὁ Χριστὸς καὶ ἐδῶ, ἀκολουθώντας τὴ συνήθη τακτική του, φανερούμενος κρύπτεται. Πολὺ μακρὰν ἀπὸ πειρασμὸ αὐτοπροβολῆς καὶ ἀνθρώπινης δόξας, περισσότερο ἀποκρύπτει, παρὰ φανερώνει τὴ θεϊκή του δύναμη. Στὴν πλειονότητα τῶν θαυμάτων του περισσότερο κόπο καταβάλλει νὰ τὰ ἀποκρύψει παρὰ νὰ τὰ δημοσιοποιήσει. Καὶ τώρα, σχίζοντας ἐλάχιστα τὸ πέπλο ποὺ καλύπτει τὴν ἀνέκφραστη δόξα του, παραγυμνώνει ἀμυδρὰ τὴν ὑπερκόσμια μορφή του. Μεταμορφώνεται μπροστὰ σὲ τρεῖς μόνο μαθητές του. Ἀλλὰ καὶ σ’αὐτοὺς δίνει ρητὴ ἐντολὴ νὰ μὴ μιλήσουν καθόλου μέχρι τὴν Ἀνάστασή του.
Μὰ δὲν ἔπρεπε νὰ ἐπιδιώκει τὸ ἀντίθετο; Νὰ προσπαθεῖ νὰ πείσει, εἰ δυνατόν, τοὺς πάντες ὅτι εἶναι καὶ Θεός, ὥστε νὰ μὴν κλονισθοῦν ἀπὸ τὸ ἐπικείμενο ἐπώδυνο «τέλος» του;
Ὁ Χριστὸς δὲν διακατέχεται ἀπὸ τὴ συνήθη δική μας, ἀνθρωπίνως δικαιολογημένη, σὲ παρόμοιες περιπτώσεις ἀνυπομονησία. Δὲν βιάζεται γιὰ πρόωρα ἀποτελέσματα. Καὶ ἐφόσον «οὔπω ἐληλύθει ἡ ὥρα αὐτοῦ», καὶ «οὔπω πάρεστιν ὁ καιρός» του, περιμένει (Ἰω. 7, 6· 30).
Ὅσο τὰ αὐτιὰ τῶν ἀνθρώπων δὲν ἔχουν ἀκόμη ἀσκηθεῖ ἐπαρκῶς στὸ «ἀκουέτω», καὶ τὰ μάτια τους ἀτενίζουν χωρὶς νὰ βλέπουν, χωρὶς νὰ κατανοοῦν, ὁ Χριστὸς παραδίδει κρυφὰ τὸ μυστήριό του, μιλώντας σιγανὰ «πρὸς τὸ οὖς», ψιθυρίζοντας μόνο σὲ ἔμπιστα αὐτιά. Δὲν εἶναι ἡ ὥρα νὰ κηρυχθεῖ «ἐπὶ τῶν δωμάτων» τίποτε ἀκόμη (Λουκ. 12, 3). Δὲν ρίχνει «τοὺς μαργαρίτας ἔμπροσθεν τῶν χοίρων» (Ματθ. 7, 6). Γνωρίζει τὴν κατάλληλη στιγμὴ γιὰ ὅλα. Τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου. «Καιρὸς τῷ παντὶ πράγματι ὑπὸ τὸν οὐρανὸν» (Ἐκκλ. 3, 1). Χειρίζεται τὰ πάντα μὲ ἀλάνθαστη, τέλεια κρίση. Τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ διαλάθει τῆς προσοχῆς του, νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὸν ἀπόλυτο ἔλεγχό του.
Πρὶν ἀπὸ τὸ πάθος του καὶ τὴν Ἀνάστασή του, οἱ ἄνθρωποι, ἀκόμη καὶ ἄν δοῦν καὶ ἀκούσουν, δὲν εἶναι ἕτοιμοι νὰ δεχθοῦν καὶ ἱκανοὶ νὰ κατανοήσουν ὀρθὰ ὅσα θέλει νὰ τοὺς φανερώσει γιὰ τὸ πρόσωπό του. Οἱ ἐχθροί του μπορεῖ νὰ φρυάξουν πρὸ τῆς ὥρας ὑπέρμετρα, οἱ φίλοι του νὰ ἐνθουσιαστοῦν ἄκαιρα. Ἡ ὥρα γιὰ νὰ τοὺς διανοίξει νοῦ καὶ καρδιὰ «τοῦ συνιέναι», δὲν ἔχει ἀκόμη σημάνει (πρβλ. καὶ Ἁγ. Φιλαρέτου Μόσχας, Ἡ Θεολογία τῆς καρδιᾶς, ἐκδ. Ἴνδικτος, σσ. 45-47).
Β΄.
Ἡ σημασία της
Καὶ τί εἶναι αὐτὸ ποὺ θέλει νὰ δείξει μὲ τὴ Μεταμόρφωσή του ὁ Χριστός; Ὅτι πραγματικὰ καὶ κατὰ κυριολεξία εἶναι «τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν», καὶ ἔχει συνεπῶς τὴ δύναμη νὰ φωτίζει «πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον».
Καὶ πά­λι ἀποφεύγει νὰ δείξει ὅ­λη τὴ λαμ­πρό­τη­τά του ὁ Χρι­στός. Φανερώνει μό­νο ὅ­ση μπο­ροῦ­ν νὰ ἀν­τέ­ξουν τὰ μά­τια τῶν μα­θη­τῶν του, «καθὼς ἠδύναντο» καὶ «ὡς ἐχώρουν». Καὶ μόνο ἀ­φοῦ προ­η­γου­μέ­νως τὰ ἔ­χει δυ­να­μώ­σει μὲ τὴ Θεία Χάρη καὶ ἔχει δι­ευ­ρύ­νει τὴ φυ­σι­κή τους δυ­να­τό­τη­τα. Για­τὶ κα­νέ­νας δὲν μπο­ρεῖ νὰ δεῖ τὸ πρό­σω­πο τοῦ Θε­οῦ, τὴν πραγ­μα­τι­κή του δό­ξα, καὶ νὰ ζή­σει, κατὰ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου στὸν Μωυσῆ. «Οὐ γὰρ μὴ ἴδῃ ἄνθρωπος τὸ πρόσωπόν μου καὶ ζήσεται» (Ἐξ. 33, 20· πρβλ. καὶ Κριτ. 6, 23).
Ὁ ἄν­θρω­πος φυ­σι­ο­λο­γι­κὰ πε­θαί­νει, λειώνει ὅ­πως τὸ κε­ρὶ στὴ φω­τιά, ὅ­ταν βρε­θεῖ μπρο­στὰ στὸ φο­βε­ρὸ με­γα­λεῖ­ο τοῦ Θε­οῦ. Εἶναι σὰν τὸ ἄχυρο, ποὺ ἀναπόφευκτα ἀναφλέγεται καὶ γίνεται στάχτη ἂν πλησιάσει στὴ φωτιά. Γι’ αὐ­τὸ καὶ ὁ Χρι­στὸς ἐ­νί­σχυ­σε τοὺς μα­θη­τές του, ὥ­στε τὸ ἄυ­λο πῦρ τῆς θε­ό­τη­τάς του νὰ μὴν κα­τα­φλέ­ξει τὰ ὑ­λι­κά τους σώ­μα­τα. Ἔτσι στὸ Θαβὼρ δὲν μεταμορφώνεται μόνο ὁ Χριστός, ἀλλὰ καὶ οἱ μαθητές του, ὥστε νὰ γίνουν ἱκανοὶ νὰ τὸν ἰδοῦν στὴ θεϊκή του δόξα.
Τὸ συγ­κλο­νι­στι­κὸ γε­γο­νὸς τῆς Μεταμορφώσεως δείχνει τὴ λάμψη, τὴ δόξα τῆς θεότητας. Γιὰ πρώτη φορὰ ὁ Χριστὸς παρουσιάζει στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων «τὸ ἀρ­χέ­τυ­πον κάλ­λος τῆς εἰ­κό­νος», τὴν ἀ­λη­θι­νὴ δη­λα­δὴ ὀ­μορ­φιὰ τὴν ὁποία εἶχε ἀρχικὰ καὶ στὴν ὁποία τώρα μπο­ρεῖ νὰ ξαναφτάσει ὁ ἄν­θρω­πος, ἀ­φοῦ πλά­σθη­κε «κα­τ’ εἰ­κό­να» τοῦ Θε­οῦ. Ἡ ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση τοῦ Χρι­στοῦ, ἐ­πει­δὴ εἶ­χε ἑνω­θεῖ ἀ­π’ τὴ στιγ­μὴ τῆς συλ­λή­ψε­ώς του τέ­λεια καὶ ἀ­δι­άρ­ρη­κτα μὲ τὴ θε­ϊ­κή του φύ­ση, εἶ­χε ἤ­δη τὸ κάλ­λος αὐ­τό, ἀλλὰ στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων παρέμενε ἀκόμα συνεσκιασμένο, κρυφό.
«Μόνο ὁ ἄνθρωπος φανερώνει τὸν Θεό», λέγει κάποιος. Καὶ αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁ Χριστός, ὁ πρῶτος ἀληθινός, πλήρης, τέλειος ἄνθρωπος ποὺ ὑπῆρξε, ἀφότου πλάστηκε τὸ ἀνθρώπινο γένος. Ὁ Χριστός, μοναδικὸς Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου, ἀπέβη ὡς νέος Ἀδὰμ τὸ πρότυπο, ἡ πραγματικὴ εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐξ ἀρχῆς «τὸ θεῖο σχέδιο τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου κρύβει μέσα του ἐν σπέρματι τὴ μέλλουσα ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου. Δημιουργία καὶ ἐνανθρώπηση ἀλληλοεξαρτῶνται. Ἡ μία ὁλοκληρώνει τὴν ἄλλη. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, κατὰ τοὺς ἀνατολικοὺς Πατέρες, ἡ ἐνανθρώπηση θὰ γινόταν ἀκόμη καὶ χωρὶς τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου, σὰν ἔκφραση τῆς θείας ἀγάπης καὶ ἔσχατο τέλος τῆς κοινωνίας μεταξὺ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου» (Paul Evdokimof, Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στὴν Ὀρθόδοξη παράδοση, σσ. 18 καὶ 23). Ὁ Χριστός, μοναδικὸς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, «σφραγὶς ἰσότυπος, ἐν ἑαυτῷ δεικνὺς τὸν Πατέρα», θὰ ἐρχόταν ὁπωσδήποτε στὸν κόσμο γιὰ νὰ φανερώσει τὴν πραγματικὴ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τὴν πλήρη ἀγαθότητα τοῦ Πατέρα, ὅτι «οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων ἐστί, μακρόθυμος καὶ πολυέλεος» (Ψαλμ. 102, 8).
Ἡ πραγματικὴ ἕνωση μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, ποὺ στὸ ἑξῆς θὰ λαμβάνει χώρα στὴν εὐχαριστιακὴ Θεία Κοινωνία, πραγματοποιεῖται πρῶτα καὶ πλήρως στὸν Χριστό, ὁ ὁποῖος μεταμορφώνεται, γιὰ νὰ φανερώσει αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἕνωση. Τὴ στιγμὴ ἐκείνη τὸ πρόσωπό του ἦταν ταυτόχρονα ἡ ἀληθινὴ εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ ἀληθινὴ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴ Μεταμόρφωσή του ὁ Χριστὸς δείχνει καθαρὰ ὅ­τι, ἂν καὶ εἶναι ἕ­να πρό­σω­πο, μία ὑπόσταση, ἕνα ὄν, ὁ Υἱ­ὸς καὶ Λό­γος τοῦ Θε­οῦ, ὅ­μως ἔ­χει ἐπά­νω του δύ­ο φύ­σεις, θε­ϊ­κὴ καὶ ἀν­θρώ­πι­νη, ἑ­νω­μέ­νες μὲν καὶ ἀ­δι­αί­ρε­τες, ἀ­σύγ­χυ­τες ὅμως καὶ δι­α­κρι­τὲς μεταξύ τους (ὅ­ρος Δ΄ Οἰ­κουμ. Συ­νό­δου). Εἶναι ὁ ἀ­λη­θι­νὸς Θε­άν­θρω­πος.
Τὴ διπλή του αὐτὴ διάσταση ἀκριβῶς ἤθελε νὰ κάμει γνωστὴ στοὺς ἀνθρώπους ὁ Χριστὸς πρὶν ἀπὸ τὴ Σταύρωσή του. Δὲν μεταμορφώθηκε τὴ στιγμὴ ἐκείνη σὲ κάτι ποὺ δὲν ἦταν πρίν. Ἀλλὰ ἔδειξε στοὺς μαθητές του αὐτὸ ποὺ εἶχε πάντα, τὴ δόξα τῆς θεότητάς του, ποὺ στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων παρέμενε ἀφανής, κρυμμένη ἀπ’ τὴ στιγμὴ τῆς συλλήψεώς του κάτω ἀπὸ τὴ σάρκα του.
Στὸ Θαβὼρ ἔχουμε, ὅπως καὶ στὸν Ἰορδάνη, πανηγυρικὴ φανέρωση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ὁ Υἱὸς φανερώνεται μέσα στὴ θεϊκή του λαμπρότητα, ὁ Πατέρας τὸν ἀναγνωρίζει ὡς γνήσιο Υἱό του καὶ ἡ ἄκτιστη Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατεβαίνει καὶ ἐπισκιάζει ὡς νεφέλη φωτεινή.
Γ΄.
Προτυπώσεις
Τὰ τρο­πά­ρια τῆς ἑ­ορ­τῆς συν­δέ­ουν ἄ­με­σα τὴ Με­τα­μόρ­φω­ση μὲ κά­ποι­α πε­ρι­στα­τι­κὰ τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης. Αὐ­τὸ εἶ­ναι γε­νι­κὸς κα­νό­νας στὴν Ἱ­ε­ρὰ Ἱ­στο­ρί­α. Ὅ­σα δη­λα­δὴ συμ­βαί­νουν κα­τὰ τὴν πρὸ Χρι­στοῦ ἐ­πο­χή, εἶ­ναι σύμ­βο­λα, εἰ­κό­νες καὶ προ­τυ­πώ­σεις γιὰ ὅ­σα θὰ λά­βουν χώ­ρα κα­τὰ τὴν ἐ­ναν­θρώ­πη­σή του. Μ’ αὐτὴ τὴν ἔννοια ἡ Παλαιὰ Διαθήκη εἶναι ἡ πνευματικὴ προετοιμασία τῆς ἀνθρωπότητας γιὰ νὰ κατανοήσει καὶ νὰ δεχθεῖ τὴν Καινὴ Διαθήκη.  
Τὸ φῶς, ἡ δό­ξα καὶ ἡ λαμ­πρό­τη­τα τοῦ Χρι­στοῦ ποὺ ἄ­στρα­ψαν στὸ Θα­βώρ, προ­τυ­πώ­θη­καν μὲ ἀρ­κε­τὰ γε­γο­νό­τα, κυ­ρί­ως ἀπ’ τὴ ζω­ὴ τῶν προ­φη­τῶν Μω­υ­σῆ καὶ Ἠ­λί­α. Οἱ δύο προφῆτες παρίστανται τώρα στὸ μεγαλειῶδες γεγονὸς τοῦ Θαβώρ, διότι εἶναι αὐτοὶ ποὺ καὶ παλαιὰ εἶχαν ἀξιωθεῖ νὰ φτάσουν σὲ θεοπτία. Ὁ μὲν Μωυσῆς στὴ φλεγομένη βάτο καὶ στὸ Σινᾶ, «ψηλαφωμένῳ ὄρει καὶ κεκαυμένῳ πυρί, καὶ γνόφῳ καὶ σκότῳ καὶ θυέλλῃ καὶ σάλπιγγος ἤχῳ καὶ φωνῇ ρημάτων». Ἦταν τόσο φοβερὸ τὸ φαινόμενο, ποὺ ὁ Μωυσῆς ἀναφώνησε, «ἔκφοβός ειμι καὶ ἔντρομος» (Ἑβρ. 12, 18-22· Ἐξ. κεφ. 19).
Καὶ ὁ προφήτης Ἠλίας εἶχε ἀντίστοιχη ἐμπειρία τῆς θείας παρουσίας στὸ ὄρος Χωρήβ. «Καὶ ἰδοὺ πνεῦμα μέγα κραταιὸν διαλῦον ὄρη καὶ συντρίβον πέτρας ἐνώπιον Κυρίου, οὐκ ἐν τῷ πνεύματι Κύριος· καὶ μετὰ τὸ πνεῦμα συσσεισμός, οὐκ ἐν τῷ συσσεισμῷ Κύριος· καὶ μετὰ τὸν συσσεισμὸν πῦρ, οὐκ ἐν τῷ πυρὶ Κύριος· καὶ μετὰ τὸ πῦρ φωνὴ αὔρας λεπτῆς, κἀκεῖ Κύριος» (Γ΄ Βασ. 19, 11-12).
Οἱ θεοπτίες βέβαια ἐκεῖνες δὲν εἶχαν τὴν αἴγλη τῆς Μεταμορφώσεως. Τότε ἔβλεπαν ἐνέργεια μόνο τοῦ Θεοῦ, τώρα ἐνσαρκωμένο τὸν ἴδιο τὸν Θεό.
 Ἀπὸ τὶς προ­ει­κο­νί­σεις τοῦ γεγονότος τῆς Μεταμορφώσεως στὴν Παλαιὰ Διαθήκη θὰ δοῦμε μία μόνο, τὸν στύ­λο τοῦ πυ­ρὸς καὶ τῆς νε­φέ­λης. Τί ἦ­ταν ὁ στύ­λος αὐ­τός;
Ἡ διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς
Με­τὰ τὶς δέ­κα πλη­γὲς τῆς Αἰ­γύ­πτου ὁ Μω­υ­σῆς πῆ­ρε ἀ­π’ τὸν φα­ρα­ὼ τὴν ἄ­δεια νὰ φύ­γουν καὶ ὁ­δή­γη­σε τοὺς Ἰσ­ρα­η­λί­τες, δυ­ὸ πε­ρί­που ἑ­κα­τομ­μύ­ρια ψυ­χές, στὴν Ἐ­ρυ­θρὰ θά­λασ­σα. «Ὁ Θεὸς ἡγεῖτο αὐτῶν, ἡμέρας μὲν ἐν στύλῳ νεφέλης δεῖξαι αὐτοῖς τῆν ὁδόν, τὴν δὲ νύκτα ἐν στύλῳ πυρός» (Ἐξ. 13, 21). Προ­πο­ρευ­ό­ταν τὴν ἡ­μέ­ρα σὰν στή­λη νε­φέ­λης, ποὺ τοὺς ἔ­ρι­χνε σκιὰ καὶ τοὺς ἔ­δει­χνε τὸν δρό­μο. Τὴ νύ­χτα γι­νό­ταν στύ­λος πυ­ρὸς φωτεινὸς γιὰ νὰ τοὺς φέγ­γει. Ἔ­τσι μπο­ροῦ­σαν νὰ ὁ­δοι­πο­ροῦν, ἂν ἦ­ταν ἀ­νάγκη, καὶ μέ­ρα καὶ νύ­χτα. Σα­ράν­τα ὁ­λό­κλη­ρα χρό­νια ποὺ οἱ Ἰσ­ρα­η­λί­τες ἦ­ταν στὴν ἔ­ρη­μο, ἡ νε­φέ­λη τὴν ἡ­μέ­ρα καὶ ὁ πύ­ρι­νος στύ­λος τὴ νύ­χτα δὲν ἔ­φυ­γαν πο­τὲ ἀ­πὸ κον­τά τους.
Ἡ διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς συγκαταλέγεται στὰ πιὸ ἀπίστευτα συμβάντα τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας. Στὸ γεγονὸς αὐτὸ ὁ στύλος τῆς νεφέλης καὶ τοῦ πυρὸς ἔπαιξε πρωτεύοντα ρόλο. Με­τα­νοι­ω­μέ­νοι οἱ Αἰ­γύ­πτιοι κα­τα­δί­ω­ξαν τοὺς Ἰσραηλίτες καὶ τοὺς ἔ­φτα­σαν μπρο­στὰ στὴ θά­λασ­σα. Ὁ προπορευόμενος στύ­λος τῆς νε­φέ­λης ἔ­φυ­γε ἀ­πὸ μπρο­στὰ καὶ πῆ­ρε θέ­ση πί­σω ἀ­π’ τοὺς Ἰσ­ρα­η­λί­τες. Μπῆ­κε ἀ­νά­με­σα στὰ δυ­ὸ στρα­τό­πε­δα. Πρὸς τοὺς Αἰ­γυ­πτί­ους δη­μι­ουρ­γοῦ­σε σκο­τά­δι, ἐ­νῶ φώ­τι­ζε τὴν πλευ­ρὰ τῶν Ἰσ­ρα­η­λι­τῶν. Δὲν ἐπέτρεψε νὰ πλησιάσουν μεταξύ τους τὰ δυὸ ἀντίπαλα μέρη. Ἐν συ­νε­χεί­ᾳ ὁ λα­ὸς τοῦ Θε­οῦ πέ­ρα­σε τὴ θά­λασ­σα ποὺ χω­ρί­στη­κε στὰ δύ­ο μὲ θαῦ­μα, ὅ­ταν ὁ Μω­υ­σῆς τὴ χτύ­πη­σε σταυ­ρο­ει­δῶς μὲ τὸ ρα­βδί του, ἐ­νῶ οἱ Αἰ­γύ­πτιοι πνί­γη­καν, κα­θὼς ξα­να­ε­νώ­θη­καν τὰ νε­ρὰ (Ἐξ. κεφ. 14).
Ἡ δόξα τῆς Σκηνῆς
Ἀρ­γό­τε­ρα στὸ ὄ­ρος Σι­νᾶ ὁ Θε­ὸς ἔ­δω­σε τὶς δέ­κα ἐν­το­λές. Τό­τε ἔ­δω­σε καὶ ἐν­το­λὴ γιὰ τὴν κα­τα­σκευ­ὴ τῆς Σκη­νῆς τοῦ Μαρ­τυ­ρί­ου, ποὺ δὲν ἦ­ταν πα­ρὰ ἕ­νας λυ­ό­με­νος να­ός. Ὁ Μω­υ­σῆς τὴν ἔ­στη­σε μπρο­στά, ἔ­ξω καὶ μα­κριὰ ἀ­π’ τὸ στρα­τό­πε­δο τῶν Ἰσ­ρα­η­λι­τῶν. Ὅ­ταν στὰ Ἅ­για τῶν Ἁ­γί­ων τῆς Σκη­νῆς το­πο­θε­τή­θη­κε ἡ Κι­βω­τὸς τῆς Δι­α­θή­κης μὲ τὶς θε­ό­γρα­φες πλά­κες τοῦ νό­μου, ἡ φω­τει­νὴ νε­φέ­λη κα­τέ­βη­κε στὴ Σκη­νὴ καὶ τὴ σκέ­πα­σε καὶ ἡ δό­ξα Κυ­ρί­ου τὴ γέ­μι­σε. Ὁ Μω­υ­σῆς δὲν μποροῦ­σε νὰ εἰ­σέλ­θει στὴ Σκη­νὴ γιὰ ὅση ὥρα ἦ­ταν κα­λυμ­μέ­νη καὶ γε­μά­τη ἀ­πὸ τὴ δό­ξα τοῦ Κυ­ρί­ου.
Ὁ Μω­υ­σῆς ἔμ­παι­νε στὴ Σκη­νὴ κά­θε φο­ρὰ ποὺ ἤ­θε­λε γιὰ κά­τι νὰ ρω­τή­σει τὸν Θε­ό. Τό­τε ὅ­λος ὁ λα­ὸς ση­κω­νό­ταν καὶ στε­κό­ταν ὁ κα­θέ­νας μπρο­στὰ στὴ σκη­νή του, κοι­τά­ζον­τας τὸν Μω­υ­σῆ ὥ­σπου νὰ μπεῖ στὴ Σκη­νὴ τοῦ Μαρ­τυ­ρί­ου. Με­τὰ τὴν εἴ­σο­δο τοῦ Μω­υ­σῆ κα­τέ­βαι­νε ὁ στύ­λος τῆς νε­φέ­λης καὶ στε­κό­ταν στὶς θύ­ρες τῆς Σκη­νῆς. Βλέ­πον­τάς το αὐ­τὸ ὁ λα­ὸς ὅ­λος προ­σκυ­νοῦ­σε, κα­θέ­νας ἀ­π’ τὴ θύ­ρα τῆς σκη­νῆς του.
Ὁ Κύ­ριος ἐμ­φα­νι­ζό­ταν μέ­σα σὲ νεφέλη στὰ Ἅ­για τῶν Ἁ­γί­ων, ἀνάμεσα στὰ δύο χρυσά ὁμοιώματα τῶν Χερουβίμ, ποὺ ἅπλωναν τὶς φτεροῦγες τους πάνω ἀπὸ τὸ ἱ­λα­στή­ριο, τὸ χρυ­σὸ σκέ­πα­σμα τῆς Κι­βω­τοῦ τῆς Δι­α­θή­κης. Ἀ­πὸ ’­κεῖ ὁ Θεὸς μι­λοῦ­σε στὸν Μω­υ­σῆ «πρόσω­πον πρὸς πρό­σω­πον», ὅ­πως μι­λά­ει ὁ κα­θέ­νας μὲ τὸν φί­λο του. Ἡ νε­φέ­λη σκέ­πα­ζε ἐ­πί­σης τὴ Σκη­νὴ καὶ ὅ­σες φο­ρὲς κα­τέ­φευ­γε ἐ­κεῖ ὁ Μω­υ­σῆς, γιὰ νὰ γλυ­τώ­σει ἀ­πὸ τὶς ἀ­πει­λη­τι­κὲς δι­α­θέ­σεις τῶν Ἑ­βραί­ων.
Ὅ­ταν ἡ νε­φέ­λη ὑψω­νό­ταν ἀ­πὸ τὴ Σκη­νή, οἱ Ἰσ­ρα­η­λί­τες ση­κωνόντουσαν καὶ προ­χω­ροῦ­σαν. Ἂν ὅ­μως δὲν ση­κω­νό­ταν ἡ νεφέλη, πε­ρί­με­ναν ὅ­λοι στρα­το­πε­δευ­μέ­νοι μέ­χρι τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἐκείνη θὰ ὑψωνόταν. Στὸν τό­πο ποὺ στα­μα­τοῦ­σε ἡ νε­φέ­λη, στρα­το­πέ­δευ­ε ξα­νὰ ὁ λα­ός. Πα­ρέ­με­ναν στὸ στρα­τό­πε­δο ἀ­κό­μα καὶ πολ­λὲς μέ­ρες, βδο­μά­δες ἢ μῆ­νες. Ἂν δὲν ἔ­δι­νε τὸ σύν­θη­μα ὁ Θε­ὸς διὰ μέ­σου τῆς νε­φέ­λης, δὲν ξε­κι­νοῦ­σαν. Ὅ­ταν ὅ­μως ἀ­νέ­βαι­νε ἡ νε­φέ­λη ἀ­πὸ τὴ Σκη­νή, ἀκόμα καὶ νύχτα νὰ ἦταν, ση­κω­νό­ταν ὅ­λος ὁ λα­ὸς καὶ προ­χω­ροῦ­σε μὲ συγ­κε­κρι­μέ­νη πάντα τά­ξη καὶ σει­ρά, κα­τὰ φυ­λές. Αὐ­τὰ εἶ­χαν ὁ­ρι­σθεῖ μὲ ἐν­το­λὲς τοῦ Θε­οῦ (Ἐξ. κεφ. 19-40).
Τὰ ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ
Τὰ χρό­νια πέ­ρα­σαν, οἱ Ἰσ­ρα­η­λί­τες ἐγ­κα­τα­στά­θη­καν στὴ Γῆ τῆς Ἐ­παγ­γε­λί­ας, ἔ­γι­ναν με­γά­λο ἔ­θνος μὲ τὸν βα­σι­λιά τους Δαυ­ΐδ. Μό­νο ὅ­μως ὁ Σο­λο­μών, ὁ γιός του καὶ δι­ά­δο­χος, ἔ­λα­βε τὴν ἄ­δεια ἀ­π’ τὸν Θε­ὸ νὰ χτί­σει να­ό. Ἔ­γι­νε τό­τε ὁ πε­ρί­φη­μος να­ὸς τοῦ Σο­λο­μών­τα.
Στὰ ἐγ­καί­νιά του ἔ­γι­νε ἡ ἐ­πί­ση­μη με­τα­φο­ρὰ τῆς Κι­βω­τοῦ τῆς Δι­α­θή­κης ἀ­πὸ τὸν λό­φο τῆς Σι­ών, τε­λευ­ταῖ­ο τό­πο ὅ­που εἶ­χε στή­σει τὴ Σκη­νὴ τοῦ Μαρ­τυ­ρί­ου ὁ Δαυ­ΐδ. Ὁ Σολομὼν προσκάλεσε ὅλους τοὺς ἀρχηγοὺς τῶν μεγάλων οἰκογενειῶν (πατριῶν) τῶν δώδεκα φυλῶν τοῦ Ἰσραήλ. Συγκεντρώθηκε ἕνα τεράστιο πλῆθος ἀνθρώπων, «πᾶς Ἰσραὴλ μετ’ αὐτοῦ, ἐκκλησία μεγάλη σφόδρα». Τὰ ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ καὶ ἡ μεταφορὰ τῆς Κιβωτοῦ ἔγιναν τὸν ἕβδομο ἑβραϊκὸ μήνα, κατὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Σκηνοπηγίας.
Μὲ μιὰ με­γα­λό­πρε­πη πομ­πὴ ὁ Σο­λο­μών, οἱ ἱ­ε­ρεῖς, ὁ λα­ὸς ὁ­λό­κλη­ρος, προ­σφέ­ρον­τας ἀ­μέ­τρη­τες θυ­σί­ες στὸν Θε­ό, με­τέ­φε­ραν τὴν Κι­βω­τὸ στὰ Ἅ­για τῶν Ἁ­γί­ων τοῦ να­οῦ. Τὴν Κιβωτὸ κρατοῦσαν οἱ ἱερεῖς καὶ τὰ λοιπὰ ἱερὰ σκεύη τῆς Σκηνῆς οἱ Λευΐτες, κατὰ τὴν τάξη ποὺ εἶχε ὁρισθεῖ ἐξ ἀρχῆς ἀπὸ τὸν Θεό. Κανένας ἄλλος δὲν ἐπιτρεπόταν νὰ ἀκουμπήσει τὴν Κιβωτὸ τῆς Διαθήκης (πρβλ. Β΄ Βασ. κεφ. 6· Α΄ Παρ. κεφ. 15).
Ἦ­ταν μιὰ λαμ­πρὴ τε­λε­τή. Οἱ λευ­ΐ­τες καὶ οἱ ψάλ­τες μὲ τὶς οἰ­κο­γέ­νει­ές τους, ντυ­μέ­νοι μὲ λε­πτὰ λι­νὰ ἐν­δύ­μα­τα, στέ­κον­ταν πρὸς ἀ­να­το­λὰς τοῦ θυ­σι­α­στη­ρί­ου μὲ κύμ­βα­λα, ἅρ­πες καὶ κι­θά­ρες, δί­πλα σὲ ἑ­κα­τὸν εἴ­κο­σι ἱ­ε­ρεῖς ποὺ σάλ­πι­ζαν μὲ τὶς ἱερὲς σάλ­πιγ­γες. Σὰν ἕ­νας ἄν­θρω­πος ψάλ­τες καὶ σαλ­πιγ­κτές, «ἐν τυμ­πά­νῳ καὶ χο­ρῷ, ἐν χορ­δαῖς καὶ ὀρ­γά­νῳ, ἐν ψαλ­τη­ρί­ῳ καὶ κι­θά­ρᾳ, ἐν κυμ­βά­λοις εὐ­ή­χοις, ἐν κυμ­βά­λοις ἀ­λα­λαγμοῦ», ὑ­μνοῦ­σαν μὲ μιὰ φω­νὴ τὸν Κύ­ριο: «Ἐ­ξο­μο­λο­γεῖ­σθε τῷ Κυ­ρί­ῳ ὅ­τι ἀ­γα­θός, ὅ­τι εἰς τὸν αἰ­ῶ­να τὸ ἔ­λε­ος αὐ­τοῦ».
Καὶ πά­λι τό­τε ἡ νε­φέ­λη, μὲ τὸ ποὺ οἱ ἱ­ε­ρεῖς βγῆ­καν ἀ­π’ τὰ Ἅ­για τῶν Ἁ­γί­ων, κα­τέ­βη­κε καὶ γέ­μι­σε τὸν να­ὸ τοῦ Κυ­ρί­ου. Οἱ ἱ­ε­ρεῖς δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ στα­θοῦν καὶ νὰ προ­σφέ­ρουν τὴ λα­τρεί­α. Ἡ δό­ξα τοῦ Κυ­ρί­ου εἶ­χε κα­τα­κλύ­σει τὸν να­ό. Ἀ­π’ τὸν οὐ­ρα­νὸ κα­τέ­βη­κε φω­τιὰ κι ἔ­κα­ψε τὰ ὁ­λο­καυ­τώ­μα­τα καὶ τὶς θυ­σί­ες. Οἱ Ἰσ­ρα­η­λί­τες βλέ­πον­τας νὰ κατεβαίνει τὸ πῦρ καὶ τὴ φωτεινὴ νεφέλη νὰ πλημμυρίζει τὸν ναό, ἔ­σκυ­ψαν τὰ πρό­σω­πά τους μέχρι τὴ γῆ, προ­σκύ­νη­σαν τὸν Θε­ὸ καὶ τὸν ὕ­μνη­σαν, ψάλ­λον­τας ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­γα­θός, «ὅ­τι εἰς τὸν αἰ­ῶ­να τὸ ἔ­λε­ος αὐ­τοῦ».
Ἡ ἑ­ορ­τὴ τῶν ἐγ­και­νί­ων τοῦ να­οῦ γι­ορ­τά­στη­κε ἐ­πὶ ἑ­πτὰ ἡ­μέ­ρες μὲ ἄ­κρα με­γα­λο­πρέ­πεια. Ὁ  Σο­λο­μὼν θυ­σί­α­σε εἴ­κο­σι δύ­ο χι­λιά­δες μο­σχά­ρια καὶ ἑ­κα­τὸν εἴ­κο­σι χι­λιά­δες πρό­βα­τα, γιὰ νὰ τρῶνε καὶ νὰ χαίρονται ὅλες αὐτὲς τὶς ἡμέρες οἱ ἄνθρωποι, για­τὶ ἡ συ­νά­θροι­ση τοῦ λα­οῦ ἀ­πὸ τὴ μιὰ ὣς τὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰσ­ρα­ὴλ ἦ­ταν πρω­το­φα­νής.
Τὴν ὄγδοη μέρα ὁ Σολομών ἔκαμε ἐπίσημη λήξη τῆς ἑορτῆς τῶν ἐγκαινίων καὶ ἄφησε τὸν κόσμο νὰ φύγει. Ὅλοι ἐπέστρεψαν στὰ σπίτια τους γεμάτοι χαρὰ γιὰ τὶς ευεργεσίες τοῦ Θεοῦ (Γ΄ Βασ. κεφ. Β΄ Πα­ρ. κεφ. 5-7).
Δ΄.
Ἡ λάμψη τῆς Μεταμορφώσεως
Πα­ρὰ τὴν τό­ση δό­ξα καὶ λαμ­πρό­τη­τα ὅ­μως, ὁ στύ­λος τῆς νε­φέ­λης καὶ τοῦ πυ­ρὸς δὲν ἦ­ταν πα­ρὰ προ­τύ­πω­ση καὶ σύμ­βο­λο γιὰ μελ­λον­τι­κὰ λαμ­πρό­τε­ρα πράγ­μα­τα, ἐν προ­κει­μέ­νῳ γιὰ τὴ Με­τα­μόρ­φω­ση. Οἱ ὕ­μνοι τῆς ἑ­ορ­τῆς τὸ ἀ­να­φέ­ρουν ρη­τά. Ἡ δό­ξα ποὺ ἐ­πι­σκί­α­ζε τὴ σκη­νή, ὁ πυ­ρί­μορ­φος στύ­λος καὶ ἡ νε­φέ­λη στὴν ἔ­ρη­μο τό­τε, ἦταν εἰκόνα τῆς Μεταμορ­φώ­σε­ως. «Ἡ σκιάζουσα δόξα ἐν τῇ σκηνῇ πρότερον τύπος γεγένηται τῆς ἀστραψάσης ἀρρήτως ἐν Θαβώρ Μεταμορφώσεως» (γ΄ ᾠ­δή). Ὁ πύ­ρι­νος στύ­λος δεί­χνει τὸν Χρι­στὸ καὶ ἡ νε­φέ­λη τὴ χά­ρη τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος ποὺ ἐ­πι­σκί­α­σε τὸ Θα­βὼρ. «Ὁ στῦλος τῷ Μωϋσεῖ Χριστὸν τὸν μεταμορφούμενον, ἡ δὲ νεφέλη σαφῶς τὴν χάριν τοῦ Πνεύματος, τὴν ἐπισκιάσασαν ἐν τῷ Θαβωρίῳ, παρεδήλου ἐμφανέστατα» (στ΄ ᾠ­δή).  
Ἂν λοι­πὸν τὸ σύμ­βο­λο, ὁ τύ­πος καὶ ἡ σκιὰ τῶν μελ­λόν­των, ἕ­να πράγ­μα δη­λα­δὴ προ­σω­ρι­νὸ ποὺ ἔ­μελ­λε νὰ κα­ταρ­γη­θεῖ, εἶ­χε τό­ση λαμ­πρό­τη­τα καὶ δό­ξα, πό­σο λαμ­πρό­τε­ρο εἶ­ναι τὸ ἴ­διο τὸ γε­γο­νὸς γιὰ τὸ ὁ­ποῖ­ο μι­λά­ει ὁ τύ­πος καὶ ποὺ δὲν πρό­κει­ται νὰ κα­ταρ­γη­θεῖ πο­τέ; Οἱ Ἰσραηλίτες ἔβλεπαν τότε τὴ φωτεινὴ νεφέλη, ποὺ ἦταν ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ, τώρα ἐνώπιον τῶν μαθητῶν στὸ Θαβὼρ εἶναι ὁ ἴδιος «ὁ Κύριος τῆς δόξης» (Ἅγ. Φιλάρετος Μόσχας). Γι’ αὐ­τὸ καὶ τὸ γεγονὸς τῆς Με­τα­μορφώσεως τοῦ Σω­τῆ­ρος Χρι­στοῦ εἶ­ναι ἀ­συγ­κρί­τως λαμ­πρό­τε­ρο ἀ­πὸ τοὺς τύ­πους ποὺ τὸ προ­ει­κό­νι­σαν.
Μιὰ αἰσιόδοξη προοπτικὴ καὶ γιὰ μᾶς
Καὶ οἱ μὲν τύποι ἔλαβαν κάποτε χώρα καὶ παρῆλθαν. Ἡ Μεταμόρφωση ὅμως παραμένει γεγονὸς αἰώνιο καὶ ἀκατάλυτο, στὸ ὁποῖο μὲ τρόπο μυστικὸ καὶ ἀκατάληπτο, ὁδηγούμενοι ἀπὸ τὴ φωτιστικὴ καὶ ἀλάνθαστη Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καλούμαστε νὰ εἰσέλθουμε καὶ μεῖς.
Σ’ αὐ­τὴ τὴ δό­ξα θέ­λει νὰ μᾶς κά­νει με­τό­χους ὁ Θε­ός. Μᾶς καλεῖ στὴ θέωση. Νὰ γίνουμε «θείας κοινωνοὶ φύσεως, …σὺν αὐτῷ ὄντες ἐν τῷ ὄρει τῷ ἁγίῳ», ὄχι μία μόνο φορά, ἀλλὰ διηνεκῶς «εἰς τὴν αἰώνιον βασιλείαν τοῦ Κυρίου ἡμῶν καὶ Σωτῆρος Ἰησοῦ Χριστοῦ, …ἐπόπται (αὐτόπτες) γενηθέντες τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος», ὅπως καὶ οἱ τρεῖς του ἀπόστολοι στὸ Θαβὼρ (Β΄ Πέτρ. κεφ. 1). Ἡ ἕνωση τῆς δικῆς μας φύσης γίνεται ὄχι μὲ τὴν οὐσία, ἀλλὰ μὲ τὴν (ἄκτιστη) ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, τὴ Θεία Χάρη, καὶ γινόμαστε θεοὶ κατά χάριν. Μόνο στὸ πρόσωπο-ὑπόσταση τοῦ Χριστοῦ ἑνώνονται (ὑποστατικὰ) οἱ δύο φύσεις, θεία καὶ ἀνθρώπινη, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ μόνος Θεάνθρωπος.
Ἂν ἀ­κού­σου­με τὰ προ­στάγ­μα­τα τοῦ Χρι­στοῦ, ὅ­πως μᾶς πα­ραγγέλλει ἡ φω­νὴ τοῦ Θεοῦ Πατρὸς ἀ­π’ τὴ νε­φέ­λη («αὐ­τοῦ ἀ­κού­ε­τε»), θὰ συ­να­νέλ­θου­με μα­ζί του στὸ Θα­βώρ. Θὰ εἰ­σέλ­θου­με στὴ φω­τει­νὴ νε­φέ­λη. Θὰ λάμ­ψου­με κι ἐ­μεῖς ἀ­πὸ τὸ φῶς του σὰν τὸν ἥ­λιο στὴ Βα­σι­λεί­α του.
Καὶ γιὰ νὰ εἰσέλθουμε σ’ αὐτὸ τὸ ἄκτιστο (ἄυλο, ὑπερκόσμιο) φῶς του, ὁ Χριστὸς ἕνα μόνο ζητάει ἀπὸ μᾶς: «Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀρχική του παραγγελία καὶ ταύτην τὴν ἐντολὴν ἔχομεν ἀπ’ αὐτοῦ, ἵνα ὁ ἀγαπῶν τὸν Θεὸν ἀγαπᾷ καὶ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ» (Α΄ Ἰω. 3, 11 καὶ 4, 19).
Ἂν τὸ ἐπιχειρήσουμε, «ὀψόμεθα φῶς τὸ ἀπρόσιτον». Ὅλα θὰ γίνουν φωτεινὰ στὴ ζωή μας. Θὰ ἐπισκιασθοῦν ἀπὸ τὴ νεφέλη τοῦ φωτός. «Φωτὶ» λοιπὸν «προσλάβωμεν φῶς». Μα­κά­ρι νὰ τὸ πε­τύ­χου­με. Ἀ­μήν.
ΠΗΓΗ: Ἀ ν τ ι ύ λ η
Ἱ. Ναὸς Ἁγ. Βασιλείου, 481 00 Πρέβεζα
Τηλ. 26820 25861/23075/6980 898 504

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου