Είναι φυλλοβόλο δέντρο, και έχει ιδιαίτερα εύγευστους καρπούς που ονομάζονται αγριόγκορτσα ή γκόρτσα.
Πριν το έτος 1960, όλοι σχεδόν οι Γερμανιώτες μετέβαιναν κατά τον μήνα Οκτώβριο στις τοποθεσίες όπου υπήρχαν τρανές αγριογκορτσιές και μάζευαν σε μεγάλα τσουβάλια τα ώριμα γκόρτσα τους. Τα εκλεκτότερα απ’ αυτά τα γκόρτσα τα μετέφεραν στο σπίτι τους και παρασκεύαζαν γλυκύτατο πετιμέζι, ενώ τα υπόλοιπα τα έριχναν ως ζωοτροφή στους οικόσιτους χοίρους τους. Το αναφερόμενο πετιμέζι το παρασκεύαζαν ως εξής:
Η γκορτσιά είναι ένα μικρό δένδρο με ύψος που μπορεί να φθάσει τα 6 μέτρα. Είναι μια αγριοαχλαδιά, γνωστή με το επιστημονικό όνομα Πύρος η αμυγδαλόφυλλη (Pyrusamygdaliformis), διότι τα φύλλα της μοιάζουν λίγο με της αμυγδαλιάς. Τη συναντούμε και με πολλά ακόμη ονόματα, όπως γκοριτσιά, αμπουρτζιά, αγριαπιδιά, αγκαθιά κ.λ.π. Ο καρπός της είναι μικρός και σφαιρικός, με διάμετρο περίπου 2 – 3 εκατοστά, πράσινος και στυφός όταν είναι άγουρος. Όταν ωριμάζει παίρνει το καστανοκίτρινο χρώμα και είναι πιο γλυκός.  Φυτρώνει συνήθως σε υψόμετρο μέχρι 1500 μέτρων.
Η γκορτσιά χάρη στα πολλά οξέα και άλλες χημικές ουσίες που περιέχει δεν αποτελεί μόνο θρεπτική τροφή, αλλά οι καρποί της έχουν και φαρμακευτικές ιδιότητες και βοηθούν στη θεραπεία παθήσεων του πεπτικού και του αναπνευστικού συστήματος.Τέλος, η αγριογκορτσιά είναι αιμοστατική, χρησιμοποιείται κατά της δυσπεψίας, κατά της διάρροιας, είναι αντισπασμωδικό και ευεργετικό στις παθήσεις του αναπνευστικού συστήματος και την δυσμηνόρροια.









Σημείωση ἀπό τόν "ΠΑΤΜΙΟ":  Πράγματι, μεγαλώσαμε μέ τίς "ἀχλάδες". Περιμέναμε τά πρωτοβρόχια γιά νά "κνιάσουν" (ὡριμάσουν) καί τρέχαμε στά χωράφια καί στά βουνά γιά μαζέψουμε τίς πεσμένες στό ἔδαφος (κατάχαμα) καί τίς τρώγαμε ... πάραυτα, χωρίς πλύσιμο, χωρίς "μέτρα καθαριότητας". Τίς κόβαμε "ἄγουρες" καί τίς βάζαμε μέσα σέ ἄχερα (ἄχυρα), ἤ σέ ρουκανίδια (ροκανίδια) γιά νά κνιάσουν. Πολύτιμο ἀγαθό τόν καιρό τῆς πείνας καί τῆς ἔλλειψης φρούτων. Σήμερα δυστυχῶς δέν γνωρίζουμε τίς "ἀχλάδες" καί τή θρεπτική τους ἀξία. Ἡ προσπάθειά μου νά πείσω τά ἐγγόνια μου, ὥστε νά "φᾶνε καί καμιά ἀχλάδα" ἐλάχιστα ἔχει ἀποδώσει. Γιά τήν ἱστορία τοῦ πράγματος νά σημειώσω ἐπιπλέον ὅτι ὅταν ὁ Αὐτοκράτορας Ἀλέξιος ὁ Κομνημός, προκειμένου νά ἱκανοποιήσει τό αἴτημα τοῦ Ὁσίου μας γιά τήν ἄδεια ἀνεγέρσεως τοῦ Μοναστηριοῦ μας, ἔδωσε ἐντολή στόν "ἀπογραφέα τῶν Κυκλάδων Νήσων", νά ἐπισκεφθεῖ τήν Πάτμου καί νά τοῦ ἀναφέρει  πῶς ἦταν τό Νησί καί τἰ ὑπῆρχε ἐπάνω σ΄ αὐτό, ἡ ἀπάντηση ἦταν ὅτι: "δέν βρῆκα τίποτε στό Νησί, παρά μόνο περί τίς 20 ἀγριοαχλαδιές.