Από το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά το 1966.
Στίχοι: Ιάκωβος ΚαμπανέλληςΜουσική: Μίκης ΘεοδωράκηςΠρώτη εκτέλεση: Μαρία ΦαραντούρηΤι ωραία που είν' η αγάπη μου
με το καθημερνό της φόρεμα
κι ένα χτενάκι στα μαλλιά.
Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία.
Κοπέλες του Άουσβιτς,
του Νταχάου κοπέλες,
μην είδατε την αγάπη μου;
Την είδαμε σε μακρινό ταξίδι,
δεν είχε πιά το φόρεμά της
ούτε χτενάκι στα μαλλιά.
Τι ωραία που είν' η αγάπη μου,
η χαϊδεμένη από τη μάνα της
και τ' αδελφού της τα φιλιά.
Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία.
Κοπέλες του Μαουτχάουζεν,
κοπέλες του Μπέλσεν,
μην είδατε την αγάπη μου;
Την είδαμε στην παγερή πλατεία
μ' ένα αριθμό στο άσπρο της το χέρι,
με κίτρινο άστρο στην καρδιά.
Τι ωραία που είν' η αγάπη μου,
η χαϊδεμένη από τη μάνα της
και τ' αδελφού της τα φιλιά.
Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία.
Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης υπήρξε αιχμάλωτος από τους Γερμανούς στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως του Μαουτχάουζεν, την περίοδο 1942-1945.
To 1965 έγραψε τέσσερα ποιήματα που αφορούσαν εκείνη την περίοδο
και ζήτησε από τον Μίκη Θεοδωράκη να τα μελοποιήσει.
''Κι
όμως, όσο πλήθαιναν τα καλά σημάδια, τόσο πιο κοντινός γινόταν ο
κίνδυνος για μας. Το ομαδικό ξεπάστρεμα είχε αρχίσει από βδομάδες. Ο
θάλαμος του γκαζιού και οι φούρνοι δουλεύανε μέρα και νύχτα. Κάμανε αρχή
με τους άρρωστους και συνεχίσανε με κείνους που είχαν έρθει από άλλα
στρατόπεδα. Οι μελλοθάνατοι περιμένανε στην ουρά τη σειρά τους. Ο
διοικητής έκανε απανωτές επιθεωρήσεις, σκύλιαζε που τόσοι μελλοθάνατοι
περιμένανε στην ουρά. Φώναζε ότι έπρεπε να βρεθεί τρόπος να αυξηθεί η
"απόδοσις". Ο υποδιοικητής έλεγε ότι δεν υπάρχει πια αρκετό γκάζι για να
κάμει κι άλλους θαλάμους. Και το πετρέλαιο όπου να 'ναι θα τελειώσει. Ο
διοικητής σκύλιαζε χειρότερα. "Να βρείτε άλλου είδους αέριο -φώναζε- κι
όσο για καύσιμα υπάρχουν βουνά από ξύλα. Εγώ δε θέλω να στερήσω τα
καύσιμα απ' τη γερμανίδα νοικοκυρά ούτε το πετρέλαιο απ' τη πολεμική μας
βιομηχανία. Αλλά δεν μπορώ να παραδεχτώ ότι είμαστε ανίκανοι να κάνουμε
σωστά τη δουλειά μας". Ο υποδιοικητής επέμενε να αποφασιστεί η
εκκαθάριση με τα πολυβόλα και οι νεκροί να σκάβονται σε λάκκους που θα
σκάβουν οι ίδιοι. "Γκάζι και πετρέλαιο -διαμαρτυρόταν- δεν έχω, ούτε τα
μεταφορικά μέσα για να φέρω. Ενώ σφαίρες διαθέτω άφθονες". Ο διοικητής
έλεγε κοφτά πως αυτό αποκλείεται. "Δεν έχω καμιά τέτοια εντολή απ' το
Βερολίνο". Η κουβέντα γινόταν πλάι στους μελλοθάνατους που καραδοκούσαν
ν' αρπάξουν τ' αποτσίγαρα που έριχναν οι συνομιλητές. Ύστερα ο διοικητής
σεργιάνιζε κατά μήκος του σωρού των νεκρών, που ήταν αραδιασμένοι σε
απανωτές στρώσεις όπως τα ξύλα στις ξυλαποθήκες. Κουνούσε στεναχωρημένος
το κεφάλι του και φώναζε: "Θα είμαστε τυχεροί αν δε φανεί κανένας
Χίμλερ από δω να δει το χάλι μας".
Ιάκωβος Καμπανέλλης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου