Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Σταυροῦ τοῦ
Διακοφτιοῦ
Μιά πού βρισκόμαστε άκόμη στά μεθέορτα τῆς
μεγάλης γιορτῆς τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ (14 Σεπτεμβρίου) καί νά μήν
λησμονοῦμε τίς παραδόσεις μας, παραθέτω αὐτούσιο τό κείμενο τῆς ἀείμνηστης Ἀθηνᾶς
Ταρσούλη γιά τό «ἐρημοκλήσι τοῦ Σταυροῦ», ὅπως τό ἀποκαλεῖ στό περίφημο ἔργο
της «ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ», τόμος Β’, σελ. 80, 81 (ἐξαντλημένο δυστυχῶς ἐδῶ καί πολλά
χρόνια). Βέβαια ἡ «σχισμή στό Ἱερό Βῆμα» δέν ὑπάρχει πιά· πρίν ἀπό κάποια
χρόνια ἔγιναν κάποιες ἀπαραίτητες ἐπισκευές καί προφανῶς ὁ «μάστορας» πού ἀνέλαβε
τίς ἐργασίες δέν γνώριζε τό λόγο πού εἶχε δημιουργηθεῖ ἡ σχισμή αὐτή καί τήν «παρατσάχωσε»,
δηλαδή τή γέμισε μέ «σοβά», μέ ἀποτέλεσμα νά μήν διακρίνεται. Εὐτυχῶς ὅμως ὑπάρχουν
πολλοί ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι μποροῦν νά μαρτυρήσουν γιά τήν, μέχρι πρίν ἀπό λίγα
χρόνια, ὕπαρξή της.
«Γιά τό παλιό ἐρημοκλήσι τοῦ Σταυροῦ
μέ τό σχισμένο ἅγιο βῆμα, πού χρονολογεῖται ἀπό τό 1700, χτισμένο στά νοτιοανατολικά
τοῦ νησιοῦ, στό λιμάνι Διακόφτι, ὑπάρχει τοῦτος ὁ θρῦλος. Ὅταν στἀ παλιά χρόνια
πῆγαν ἐκεῖ ἐκδρομή κοπέλες Πατινιώτισσες νά λειτουργήσουν κι᾿ ὕστερα νά
διασκεδάσουν, ἔχοντας μαζί τους κι᾿ ἕνα τσαμπουνιάρη πού θά τούς ἔπαιζε τήν
τσαμπούνα νά χορέψουν, φάνηκε νά ᾿ρχεται ἀπό μακριά ἕνα καράβι γεμάτο «φοῦστες»,
ὅπως ἐλέγαν τούς κουρσάρους. Ὁ τσαμπουνιάρης πρῶτος εἶδε τό πειρατικό κι ἄρχισε
νά τούς τραγουδάει αὐτούς τούς συμβολικούς στίχους:
«Καί χορεύετε, κοπέλες, ὥσπου νά βγει τό φεγγάρι,
καί σάν ἔβγει τό φεγγάρι , κάτω τό γιαλό Κουβάρι»,
δηλαδή, ὅσο νά φτάσει
τό κουρσάρικο καράβι κι ὅσο νά βγαινε τό φεγγάρι, τούς ἔδινε καιρό νά χορέψουν,
κι᾿ ὕστερα νά πήγαιναν να κρυφτοῦν στό μέρος Κουβάρι κάτω στήν παραλία. Ἄλλη παράδοση λέει πώς ὅταν ἤρθανε σ᾿ αὐτό τό
μέρος «οἱ φοῦστες», οἱ κοπέλες ἔτρεξαν φοβισμένες νά σωθοῦν μέσα στό ἐκκλησάκι τοῦ Σταυροῦ. Τότε ἔγινε τό
θαῦμα.Τό ἱερό τῆς ἐκκλησίας ἄνοιξε στά δυό, οἱ κόρες ἔφυγαν ἀπό κεῖ καί σώθηκαν
τρέχοντας «ἀρκουδιαστά», δηλαδή μέ τά τέσσερα γιά νά μή φαίνονται, μέσα στά σκοῖνα προτοῦ προφτάσουν οἱ πειρατές νά
τίς συλλάβουν. Μία ἀπ᾿ αὐτές, ἡ πιό «ντελικάτη», πού δέν μποροῦσε νά τρέξει,
κρύφτηκε κάτω ἀπό ἕνα βάτο, χωρίς νά προσέξει ὅτι φαινόταν μιά ἄκρη ἀπό τό
φουστάνι της πού πρόδιδε τήν παρουσία της.
Ὁ τσαμπουνιάρης, γιά τή σώσει, τῆς τραγουδάει
πάλι συμβολικά:
«Πέρδικα πού ᾿σαι στό βάτο,
σύρε τό φτερό σου κάτω».
Αὐτή τό κατάλαβε καί κρύφτηκε καλύτερα, ὅμως ὁ τσαμπουνιάρης,
πού τόν βασάνιζαν οἱ πειρατές νά μαρτυρήσει ποῦ εἶναι οἱ γλεντηστάδες, γιατί εἶδαν
χάμω τά φαγιά μέ τά πιάτα, τό πλήρωσε μέ τή ζωή του γιά νά μήν προδώσει τά
κορίτσια».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου