ΕΓΕΝΟΜΗΝ ΕΝ Τῌ ΝΗΣῼ Τῌ ΚΑΛΟΥΜΕΝῌ ΠΑΤΜῼ»,
στὸ νησὶ τῆς ἁγιότητας καὶ τοῦ θείου γνόφου.
Γράφει ὁ Νικόλαος Δ. Πάσσας, Δρ. Θ.
Ἀνάτυπο ἀπὸ τὸ περιοδικὸ «ΑΝΑΠΛΑΣΙΣ».
«Τῷ συνδέσμῳ τῆς ἀγάπης».
Ἡ ὁμάδα τῶν ὁμογάλακτων στὸ θεοβάδιστο Σπήλαιο
ὁ πλοῦς, τὰ βάματά μας, ἡ ἀνάβασή μας,
οἱ ἐπισκέψεις μας, οἱ ἀνατάσεις μας,
ταξίδι στὸ φῶς..!
Σύνθεση ἐναρμόνια: ὁ Θεός, τὸ Σπήλαιο, ἡ ἀγάπη.
Φτάσαμε ἐκεῖ...ὀδυσεεικοὶ νοσταλγοί∙
Περπατήσαμε, ἀγγίξαμε τὸ βράχο τοῦ Σπηλαίου.
Προσκυνήσαμε στὸ θεοπαγὲς ἄνοιγμα
Τὸ θεοβάδιστο, τὸ καθαγιασμένο, τὸ ἀειλαμπές.
Καὶ ὁ Μαθητὴς τῆς ἀγάπης ὁμολογεῖ:
«Ἐγενόμην ἐν τῇ νήσῳ τῇ καλουμένῃ Πάτμῳ...»
" Η Αποκάλυψη" |
Μέγας χορηγός καὶ «κουροτρόφος» τὸ βασιλικό καὶ πατριαρχικό Μοναστήρι τοῦ νησιοῦ, ἡ Μονή τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου. Ἡ σχολή τῆς Πάτμου, ἡ Πατμιάς Σχολή, γιὰ δεύτερη φορά στὴν ὅλη της διαδρομή, πρόσφερε τὴν ἀείζωη πνευματική της τροφή στοὺς μαθητές, σ’ ὅλους ἐμᾶς, οἱ ὁποῖοι εἴχαμε τὴν εὐτυχῆ συγκυρία νὰ ἐνταχθοῦμε στοὺς πρώτους τροφίμους της, μὲ παρουσία λαμπρῶν παιδαγωγῶν καὶ διευθυντῶν ἀξιόλογων. Ἡ Πατμιάς Σχολή ἱδρύθηκε ἀπό τὸν πάτμιο ἐκκλησιαστικό λόγιο Μακάριο τόν Καλογερά, τό 1713. Οἱ ἐγκαταστάσεις τῆς Σχολῆς κατέλαβαν τόν περίβολο τοῡ Σπηλαίου καί ἡ δαπάνη τῆς ἀνοικοδομήσεως ἒγινε ἀπό τόν Μητροπολίτη Καισαρείας, Γρηγόριο.
Οἱ πρῶτοι μαθητές πῆραν τὸ ἀπολυτήριό τους τὸ 1720. Ἡ φοίτηση ἦταν ἑπταετής.
Ἡ ἐπανασύσταση τῆς Πατμιάδας ἀποφασίστηκε τὸ 1948, ἐπειδή οἱ κατακτητές Ἰταλοί τὸ 1912 ἐπέβαλαν τὴ διακοπή τῆς ἱστορικῆς της σταδιοδρομίας. Τὴν 1η Ὀκτωβρίου, λοιπόν, τοῦ 1948 ἔγιναν πανηγυρικῶς τὰ ἐγκαίνια καὶ ἄνοιξαν οἱ πύλες της. Εἶμαι ἀπό τοὺς πρώτους τροφίμους τῆς Σχολής αὐτῆς, ἡ ὁποία μοῦ πρόσφερε τὰ πάντα, γιὰ νὰ ἀναπτυχθῶ σωματικά καὶ πνευματικά. Τεράστια ὑπήρξε ἡ προσφορά της. Ἔφτασα στὴν Πατμιάδα τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 1948. Ἀπό τὴ Σάμο ξεκινήσαμε πολλά παιδιά, στοιβαγμένα σὲ μικρό καΐκι, τοῦ Πάτμιου, Θεολόγου Γρίλλη. Ἦταν τὸ παρθενικό μας ταξίδι, ἔξω ἀπό τὰ νερά τοῦ νησιοῦ μας.
Ἡ παραμονή μας, ἑπτά ὁλόκληρα χρόνια, στὴ διάρκεια τῆς ὁποίας ἀποκτήσαμε φρόνημα παιδευτικό ἄριστο, γιατί οἱ παιδαγωγοί μᾶς πρόσφεραν τὰ πάντα, γιὰ νὰ γίνουμε ἐμεῖς τὰ παιδιά τῆς Πατμιάδας, μὲ γνώσεις πολλές, μὲ κατάρτιση ἄρτια, μὲ προοπτικές ἀξιόλογες, τόσο γιὰ ἱερατική πορεία, ὅσο καὶ γιὰ πανεπιστημιακή ἐπιμόρφωση. Φύγαμε ἀπὸ τὴ Σχολή μας, ἡ ὁποία γιὰ ἑπτά χρόνια μᾶς ἀγκάλιασε, μὲ βαριά καρδιά. Σκορπίσαμε σὰν τοῦ λαγοῦ τὰ τέκνα. Χαθήκαμε καὶ σπάνια μαθαίναμε νέα, ὁ ἕνας ἀπό τὸν ἄλλο. Τραβήξαμε τὸ δρόμο μας. Μπήκαμε στὴ βιοπάλη. Δημιουργήσαμε οἰκογένειες. Ὑπηρετήσαμε τὴν κοινωνία καὶ τοὺς συνανθρώπους μας. Πέρασαν χρόνια, μετά τὴν ἀποχώρησή μας. Ὅμως, τὸ 1995, μὲ πρωτοβουλία τῶν πρώτων ἐκείνων μαθητῶν, δημιουργήθηκε ὁ δικός μας Σύνδεσμος, μὲ τὴν ἐπωνυμία «Μακάριος ὁ Καλογεράς». Τιμή καὶ εὐγνωμοσύνη στὸν ἄνθρωπο ἐκεῖνο, ὁ ὁποίος ἔδωκε τὰ πάντα γιὰ νὰ δημιουργήσει τὸ λαμπρό ἐκεῖνο φυτώριο τῆς παιδείας τῶν ἑλληνοπαίδων. Ἀποφασίσαμε νὰ ἐπισκεφθοῦμε τὴ Σχολή μας καὶ τὸ νησί, καὶ νὰ ζήσουμε, ἔστω καὶ γιὰ λίγο, τὶς στιγμές τῆς πρώτης μας μαθητικῆς ζωῆς.
Ἡ συμμετοχή στὴν προσκυνηματική μας ἐκδρομή, ἔδωκε τὴν εὐκαιρία νὰ ταξιδέψουμε ὅλοι μαζί, ὅπως τότε, ποὺ πηγαίναμε ἐκδρομές μὲ τὰ πλοιάρια στὰ κοντινά νησιά, τοὺς Ἀρκιούς, τοὺς Λειψούς, τὴν Κάλυμνο, τὴ Λέρο. Συνάντηση τῶν ἀποφοίτων, τῶν παιδιῶν τοῦ τότε, ἀλλά στὴ ζωή μὲ πολλές καὶ ποικίλες ἰδιότητες καὶ θέσεις κοινωνικές, ὅπως καθηγητές πανεπιστημίων, διδάκτορες, συγγραφεῖς, καθηγητές, στρατιωτικοί, τοπικοί ἄρχοντες, ἱερεῖς καὶ ἐπίσκοποι, ἐπιχειρηματίες καὶ ὑπάλληλοι σὲ θέσεις διάφορες. Κοντολογίς, ἕνας ὁλόκληρος κόσμος ὁμογάλακτος καὶ ὁμοτραφής, συνταξιῶτες καὶ φίλοι, ἀδελφοί πνευματικοί, βαπτισμένοι στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σπηλαίου, ἀλλά διαφοροποιημένοι στὸ στίβο τῆς ζωῆς.
Συγκινητική ἡ ἄφιξη τοῦ πλοίου στὰ νερά τοῦ πατμιακοῦ κόλπου, ἀπ’ ὅπου ἀντικρίσαμε, μετά ἀπό τόσα χρόνια, τὸ λόφο τῆς Χώρας, μὲ δεσπόζουσα παρουσία τὸ Μοναστήρι τοῦ Εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη, ἔργο φιλόδοξο καὶ τολμηρό τοῦ μοναχοῦ, Ὁσίου Χριστοδούλου τοῦ Λατρινοῦ, ἀλλά καὶ τῶν κτιριακῶν ἐγκαταστάσεων τῆς Πατμιάδας. Ὁλόκληρο τὸ νησί, ἄγονο καὶ ἔρημο, τὸ πρόσφερε ὡς δῶρο στὸν Ὅσιο, ὁ αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου, Ἀλέξιος Α΄ὁ Κομνηνός. Τὸ χρυσόβουλο τῆς δωρεᾶς, κειμήλιο ἀνεκτίμητο καὶ ἐχέγγυο κυριότητας, φυλάσσεται, ὡς κόρη ὀφθαλμοῦ, στὴ μοναδική καὶ πλουσιότατη βιβλιοθήκη τῆς Μονῆς. Τὸ βράδυ τῆς 25ης Σεπτεμβρίου τοῦ 2005 τελέσαμε πανηγυρικό Ἑσπερινό στὸ Σπήλαιο τῆς Ἀποκαλύψεως. Ἡ συγκέντρωση στὸν προαύλιο χῶρο τῆς Σχολῆς ἦταν ὄντως συγκινητική. Ἀντικρίσαμε ξανά χῶρο οἰκεῖο καὶ ἀγαπητό. Ἐδῶ, ἡ ἔξοδός μας στὰ διαλείμματα, οἱ μικροσυμπλοκές μας, οἱ φιλικές παρέες, τὰ βιβλία στὰ χέρια γιὰ ἐπανάληψη τοῦ μαθήματος τῆς ἑπόμενης ὥρας.
Ἀναμνήσεις πάμπολλες τῆς ἐφηβείας μας, τῆς φλογερῆς καρδιᾶς μας, ἐδῶ, ποὺ ἄλλοτε, παλιά, πάνω στοὺς βράχους τιτιβίζαμε τὰ μαθήματα τῆς μουσικῆς καὶ ἡ ἀτμόσφαιρα γέμιζε ἀπὸ τὶς φωνές μας, ἄκομψες καὶ ἀκαλλιέργητες ἀκόμη. Σ’ αὐτό τὸν χῶρο, τὸν προαύλιο, αἰσθανθήκαμε τὸ ἁπαλό φύσημα τοῦ βοριᾶ, ἀπό τὸ βάθος τοῦ Σπηλαίου καὶ νιώσαμε τὸ ἀνάβλεμμα καὶ τὴν ἀνάταση τοῦ νοῦ, ἀλλά καὶ τὴν ἀναβίωση τῶν χτύπων τῆς παιδικῆς μας καρδιᾶς.Ἀναπολήσαμε τὰ χρόνια, ὅπου τὰ ἱερά αὐτά χώματα, οἱ βράχοι οἱ τεράστιοι, μᾶς φιλοξένησαν, μᾶς συνήθισαν, μᾶς ἀγάπησαν καὶ ἔγιναν δικοί μας. Τα βράχια τῆς Ἀποκαλύψεως, χωρίς ὑπερβολή, ἦταν ἡ καθημερινή μας σχέση, δέχονταν ὑπομονετικά τὰ τρεξίματά μας καὶ τὸ κάθισμά μας πάνω τους, παρατηρώντας τὸ δίσκο τοῦ ἥλιου, ὅταν χανόταν γιὰ νὰ ἐπισκεφθεῖ τὴ χώρα τῶν Αἰθιόπων, μὲ τὰ ταχύποδα ἄλογά του. Τὰ βράχια αὐτά τὰ ἁγίασε ὁ Υἱός τῆς Βροντῆς, τὰ εὐλόγησε ἡ ἁγιότητα τοῦ Ὁσίου Χριστοδούλου καὶ τὰ χαρίτωσε ἡ ἀνυπολόγιστη προσφορά τῶν μακαριστῶν δασκάλων μας.
Το Ιερό Σπήλαιο της Αποκαλύψεως |
Η Χειρολαβή |
Τὸ Μοναστήρι, ὁ τεράστιος αὐτός ὄγκος, μὲ τὴν ἀρχιτεκτονική του μοναδικότητα, δωρικό καὶ μεγαλόπρεπο, μὲ τὴν τεράστια καμπάνα καὶ τὶς πολεμίστρες, τὸ ἄνοιγμα, πάνω ἀπό τὴν κεντρική πύλη, φόβητρο τῶν βέβηλων πειρατῶν καὶ ἐπίβουλων εἰσβολέων, ἀλλά καὶ ἐχέγγυο ἀσφάλειας τῶν τροφίμων, μοναχῶν. Τὸ βράδυ μάλιστα ἡ θέα τοῦ Μοναστηριοῦ εἶναι ἐπιβλητική καὶ μοναδική μὲ τὸν ἐπιτυχῆ φωτισμό τοῦ ὄγκου του.
Τὸ Μοναστήρι αὐτό, ἡ ἀκτινοβολία τοῦ ὁποίου ἔχει ξεπεράσει τὰ ὅρια τοῦ μικροῦ νησιοῦ καὶ ἔχει γίνει σύμβολο θρησκευτικῆς γαλήνης καὶ πνευματικῆς ἐνοράσεως, γιὰ πολλούς, ὑπερηφανεύεται, πρόδηλα, γιὰ τὴ μοναδική του βιβλιοθήκη μὲ τὰ χιλιάδες χειρόγραφα καὶ τοὺς κώδικες, τὰ χρυσόβουλα καὶ τόσα ἄλλα κείμενα, τὸ Σκευοφυλάκιο, ὅπου ἀναρίθμητα ἀντικείμενα μεγάλης ἀρχαιολογικῆς ἀξίας φυλάσσονται, τὴν Τραπεζαρία καὶ τὸ φούρνο μὲ τὴν τεράστια ξυλόγλυπτη σκάφη, ὅπου οἱ μοναχοί ζύμωναν τὸ δικό τους ψωμί. Τὸ αἴθριο, πλακοστρωμένο καὶ καθαρό, μὲ τὰ χείλη τῶν πηγαδιῶν ὑπερυψωμένα, τὰ ὁποῖα ὑποδέχο- νται τὰ ὄμβρια νερά τοῦ Χειμῶνα, γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ μοναστηριοῦ καὶ ἡ εἴσοδος τοῦ καθολικοῦ, στολισμένη μὲ τὴ γνωστή πατμιακή χάρη, μᾶς ὁδήγησε στὸ ἐσωτερικό. Πρωινό τῆς 26ης Σεπτεμβρίου. Ἑορτή τοῦ Εὐαγγελιστοῦ τῆς Ἀγάπης. Ὁ κόσμος πολύς. Ὁ χορός τῶν ψαλτῶν-μοναχῶν σκορποῦσε στὸ αἴθριο, τὴ βυζαντινή γνώριμη μελωδία. Στιγμή συγκινήσεως. Συναισθήματα μοναδικά, ἀνεπανάληπτα. Στάθηκα σὲ μιὰν ἄκρη τοῦ αἰθρίου. Τὴ στιγμή ἐκείνη ξανάγινα ὁ μικρός μαθητής, ποὺ γιὰ ἑπτά χρόνια ἀνέβαινα γιὰ τὸν ἴδιο σκοπό, γιὰ τὴν ἴδια γιορτή.
Πέρασα ἀπό τὴν εἴσοδο τοῦ καθολικοῦ, διέσχισα τὸν πρόναο, γονάτισα στὴ λάρνακα, ὅπου τὸ σῶμα τοῦ Ὁσίου Χριστοδούλου καὶ προσευχήθηκα. Ὁ Ὄσιος στὴν ἴδια στάση καὶ θέση, στὸ μικρό του χῶρο, ἄκουγε, ἀσφαλῶς, τὴ μελωδία τῶν μοναχῶν. Ἡ ἑορτή μεγάλη, γιὰ τὸ Μοναστήρι, τοὺς τροφίμους, τοὺς κατοίκους, οἱ ὁποῖοι ἰδιαίτερα τὸν τιμοῦν καὶ τὸν σέβονται. Εἶναι ὁ προστάτης τους, ὁ φύλακάς τους, τὸ στήριγμά τους. Μπῆκα στὸν κυρίως Ναό, μεγαλόπρεπο καὶ βυζαντινό. Οἱ πολυέλαιοι κατάφωτοι ἀπό τὰ κεριά, τὰ μανουάλια ἀστραφτερά καὶ πάμφωτα, τὸ τέμπλο, περίτεχνο μὲ τὶς εἰκόνες τὶς βυζαντινές, ἀκτινοβολοῦσε ἀπὸ τὸ φῶς τῶν κεριῶν. Ἡ ἀτμόσφαιρα μοναδική. Ἡ μεγαλοπρέπεια ἀνεπανάληπτη. Τὸ περιβάλλον ζεστό καὶ φιλικό, γνώριμο καὶ οἰκεῖο.
Ὅμως, τὶ ἔκπληξη! Στὸ δεσποτικό θρόνο δέσποζε ἡ παρουσία ἀγαπημένου φίλου καὶ ὁμογάλακτου συμμαθητοῦ μας, τοῦ Θεοφιλεστάτου ἐπισκόπου Ἐρυθρῶν κ. Ἀμφιλοχίου Τσούκου, τοῦ ὁποίου ἡ χειροτονία συντελέστηκε ὀλίγους μῆνες πρίν. Μεγαλόπρεπος στὸ θρόνο, ἀλλά μειλίχιος, ἱερατικός καὶ ταπεινός, προσηνής καὶ καταδεκτικός τοῦ φίλησα τὸ χέρι καὶ τοῦ ζήτησα τὴν εὐλογία, γεμᾶτος συγκίνηση καὶ χαρά, ὑπερηφάνεια καὶ ἱκανοποίηση, γιὰ τὴν ἐξαιρετική ἐπιλογή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στὸ πρόσωπο τοῦ Ἀμφιλοχίου. Ὁ Ἀμφιλόχιος μετά ἀπό λίγο διάστημα ἐπελέγη ὡς Μητροπολίτης Νέας Ζηλανδίας. Ὁ υἱός τῆς Βροντῆς, μέγας προστάτης ὅλων τῶν παιδιῶν τῆς Σχολῆς, νὰ φωτίζει τὰ βήματά του, νὰ ἐνισχύει τὸ ἔργο του καὶ νὰ τὸν χαριτώνει μὲ τὴν ἀγάπη του, ἀλλά σὲ ἀνταπόδοση ὁ ἐπίσκοπος Ἀμφιλόχιος νὰ παραμείνει τρυφερός καὶ ἀγαπητός, προσηνής καὶ καταδεκτικός. Οι Μοναχοί, καλλίφωνοι, μέ ύφος βυζαντινό καί μεγαλόπρεπο, έψαλαν τή Λειτουργία, ἐνῡ οἱ βυζαντινές τοιχογραφίες, μέ τίς μορφές των Ἁγίων, δημιουργοῡσαν ἀτμόσφαιρα μυστική καί μοναδική, ἀνατάσεως πνευματικῆς καὶ μυσταγωγίας ὑπέρκοσμης. Αὐτή τὴ μοναδικότητα ἔχει τὸ βυζαντινό μοναστήρι. Στάθηκα σὲ μία γωνιά, βρῆκα ἕνα στασίδι καὶ κάθισα. Ἤθελα νὰ ἀπολαύσω τὴ μαγεία τῆς Λειτουργίας. Μὲ κατέκτησε τὸ περιβάλλον. Ὁ νοῦς καὶ ἡ ψυχή γεύτηκαν τὸ θαῦμα τῆς πίστεως τῶν ἀνθρώπων, τὴν προσπάθεια ὅλων νὰ δοξολογήσουν τὸν προστάτη τους, νὰ τὸν τιμήσουν καὶ νὰ πάρουν τὴν εὐλογία του. Εἶναι ἡ στιγμή τῆς κενώσεως ἀπό τὰ γήινα, ἀλλά καὶ τῆς πληρότητας ἀπό τὴ μυσταγωγική δυναμική τῆς θείας Λειτουργίας, ὅπου «τὰ κάτω τοῖς ἄνω συνεορτάζει καὶ τὰ ἄνω τοῖς κάτω συνομιλεῖ». Τὴ στιγμὴ ἐκείνη σύνολο οἱ μετέχοντες τελοῦσαν «σιγώμενον ὕμνον». «Σιγησάτω πᾶσα σαρξ βροτεία καὶ στήτω μετά φόβου καὶ τρόμου». Ἀπόντες, σ’ αὐτή τὴ λιτανεία τῶν λειτουργῶν, πολλοί καλογεροπαπάδες καὶ μοναχοί, γιατί, ἀσφαλῶς, ὁ θάνατος ἤ μᾶλλον ἡ κοίμηση, τούς ὁδήγησε κοντά στὸν ἀγωνοθέτη Χριστό. Ἡ μνήμη τους αἰώνια.
Κι ἐμεῖς, οἱ μαθητές τοῦ τότε, τιμητικά καὶ ἐξαιρετικά, σχηματίσαμε τὸ δικό μας χορό, ψάλλοντας καὶ ἄδοντας τοὺς ὕμνους τῆς Λειτουργίας, γιατί τὸ θέλαμε καὶ ἔπρεπε νὰ ἀκουστεῖ ἡ φωνή μας στὸ χῶρο τοῦ βυζαντινοῦ καθολικοῦ, τοῦ βασιλικοῦ καὶ σταυροπηγιακοῦ Μοναστηριοῦ. Ἦταν, ἀκόμη, ἕνα εἶδος εὐχαριστίας στὸν προστάτη μας, Εὐαγγελιστή Ἰωάννη, τὸ Θεολόγο, γιατί κι ἐμείς τὰ πάντα ὀφείλουμε σ’ Αὐτόν, στὶς προσπάθειές του, στὴν ἀγάπη του, στὴν ἐξορία του στὸ νησί, τὸ ἄγονο καὶ ἀνυπόληπτο!
Πόσα χρόνια εἴχαμε νὰ συναντηθοῦμε καὶ πόσα πολλά θυμηθήκαμε στὸ χῶρο τῆς Βιβλιοθήκης, ὑπεύθυνος τῆς ὁποίας ἦταν ὁ πατὴρ Παντελεήμων Καραλῆς. «Σᾶς θυμᾶμαι ὅλους σας καὶ πάντα σᾶς μνημονεύω νὰ ἔχετε ὑγεία καὶ προκοπή στὴ ζωή σας». Λόγια συγκινητικά, γεμᾶτα ἀγάπη καὶ θύμηση νοσταλγική. Ἦταν ὁ συμμαθητής, ὁ μεγαλύτερός μας καὶ γιὰ τὸ καθετί τρέχαμε σ’ αὐτόν νὰ τὸν συμβουλευτοῦμε. Γνώριζε τὰ πάντα, ἀλλά κι ἐμεῖς τὸν βοηθούσαμε στα μαθήματα. Φαίνεται πὼς οἱ εὐχές καὶ οἱ προσευχές του γιὰ μᾶς συντελέστηκαν.
Ὁδεύσαμε μέχρι τὴν Πάτμο. Τὸ νησί τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ μυστηρίου, τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ, ὅπου ἀκούστηκε ἡ φωνή τοῦ Χριστοῦ, «ὡς σάλπιγκος». Ἡ παρουσία, ἐπίσης, ἐκλεκτῶν φίλων τοῦ συνδέσμου μᾶς χαροποίησε ὅλους, γιατί δεχθήκαμε τὸ μεθύσι τῆς εὐλογίας τοῦ Σπηλαίου καὶ τὴ χάρη τοῦ Εὐαγγελιστοῦ τῆς ἀγάπης. Ὁδεύσαμε, ἰδιαίτερα ἐμεῖς, οἱ μαθητές τῆς γεραρᾶς Σχολῆς μας στὸ νησί τῆς μαθητείας μας. Τὸ φυτώριο αὐτό τῆς καταρτίσεως καὶ τῆς ὁλοκληρώσεως. Ἐδῶ ποὺ παιδάκια ἀκόμη γίναμε ἔφηβοι καὶ σκεπτόμενοι. Ἀποκτήσαμε τὴν τέχνη τοῦ λόγου καὶ τοῦ σκέπτεσθαι, τοῦ γράφειν, τοῦ διανοεῖσθαι καὶ τοῦ ἐκφράζεσθαι. Τύχη ἀγαθή καὶ μοναδική νὰ μεγαλώνεις στὸ θεοβάδιστο Σπήλαιο τῆς Ἀποκαλύψεως καὶ νὰ τρέφεσαι ἀπό τὰ νάματα τοῦ Μαθητοῦ τῆς Ἀγάπης. Μὲ τὴν επίσκεψή μας, κάμαμε την ἀναβάπτιση στὰ ὕδατα τῆς πνευματικῆς μας παρουσίας καὶ παραμονῆς, στὴν ἑπτάχρονη κατάρτιση καὶ ὁλοκλήρωση τῆς τότε μαθητείας μας. Γίναμε ὀδυσσεïκοί νοσταλγοί, συνταιριασμένοι μὲ τὸ χρόνο, χωρίς φόβο ἀδεεῖς, χωρίς πάθος ἀπαθεῖς, μὲ φόβο Θεοῦ καὶ πάθος, γιὰ τὴ γνώση, τὴ μόρφωση, τὴν ἀλήθεια. Τότε, παιδιά ἀθῶα καὶ πεινασμένα, ἄμαθα κι ἀμάθητα, διστακτικά καὶ ὑπάκουα, χαμένα καὶ μετέωρα. Ἡ ἐλπίδα μας, ὁ μεγάλος προστάτης μας, ὁ Εὐγγελιστής τῆς ἀγάπης «ὁ ἐπί τῷ στήθει τοῦ Χριστοῦ ἀναπεσών».
Τώρα, σήμερα, ὕστερα ἀπό τόσα χρόνια, μπορῶ μὲ βεβαιότητα νὰ σᾶς προσκαλέσω, σ’ αὐτή τὴν ὥρα τῆς επιγνώσεως καὶ τῆς ἀναγνωρίσεως, στὴ δική μου χαρά, στὸ δικό μου «γεῦμα» τῆς εὐχαριστίας. Τὸ γιατί; Μὰ ὅσο ἤμουν μικρός καὶ τιποτένιος ἔκρυβα τὸ πρόσωπό μου. Δὲν ἤμουν ντροπαλός, ἀλλά αἰσθανόμουνα τὸ χάος τῆς κοινωνίας, ἡ ὁποία εἶναι σκληρή καὶ ἄτεγκτη. Ἡ ἐπικράτηση καὶ ἡ κοινωνική καταξίωση εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα αὐτοῦ τοῦ σχολείου, αὐτῆς τῆς μαθητικῆς κυψέλης, ποὺ λειτουργούσε άψογα καί επαγωγικά. Ἡ Πάτμος καί ἡ Πατμιάδα, ἡ Ἄποκάλυψη καί τό Μοναστήρι, φάροι παμφαεῖς καί τηλαυγεῖς, Φωτοδότες καί διαπρύσιοι κήρυκες τῆς αγάπης καί τῆς ἀλήθειας. Θὰ βρίσκονται πάντοτε στὶς ἐπάλξεις, φύλακες τῶν πατρώων ἰδεῶν καὶ ἰδεωδῶν, ἀλλά καὶ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, φορεῖς, πομποί, δότες καὶ κήρυκες τοῦ μηνύματος τοῦ θεοβάδιστου νησιοῦ, τῆς Πάτμου. Ἦταν τὸ ἀντίδωρο μιᾶς μαθητείας, μιᾶς διαδρομῆς μὲ παρουσία φωτεινή καὶ προσφορά εἰλικρίνειας καὶ εὐσυνειδησίας. Τὸ ἀντίδωρο ἐπιθυμῶ νὰ τὸ γευθεῖ ὁ ἀναγνώστης σὲ μιὰ μετακένωση ἐξομολογήσεως καὶ εἰλικρίνειας.
Νικόλαος Δ. Πάσσας Δρ. Θ.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: " Ο ΠΑΤΜΙΟΣ" εκφράζει τις θερμές του ευχαριστίες στον ομογάλακτο αδελφό κ. Νικόλα Πάσσα, Δρ. Θεολογίας και Καθηγητή Βυζαντινολόγο, για την αποστολή του ανωτέρω. κειμένου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου