1 ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ
- Εισαγωγικά
Το γεγονός της Αναλήψεως του Κυρίου, συνιστά την τελευταία πράξη της εν σαρκώσει παρουσίας του, ύστερα από μία τεσσαρακονθήμερη περίοδο εμφανίσεών του μετά την Ανάσταση. Εκ πρώτης όψεως μπορούμε να πούμε πως,το γεγονός αυτό διαλέγεται με τρεις πανάρχαιους τύπους και αντιλήψεις. Ο πρώτος είναι η παραμονή ενός συγκεκριμένου χρόνου των ψυχών στην γη μετά τον θάνατό τους, κάτι το οποίο εμπερικλείεται σε αρχαίες επιμνημόσυνες τελετές, πρόδρομες μορφές των σημερινών μνημοσύνων. Τέτοιες ήταν στην ελληνική παράδοση τα «Τρίτα», τα «Ένατα» και τα Τριακόστια (ή όπως θα λέγαμε σήμερα, τα «Τριήμερα», «Εννιάμερα» και τα «Τριάντα» αντί για τα γνωστά «Σαράντα», τα οποία τελούνται χριστιανικά)[1]. Σε αυτό το πλαίσιο κινείται και η παράδοση πως η ψυχή δεν μεταβαίνει αν δεν δεχτεί την πρέπουσα νεκρική τιμή και γνωρίζουμε πως και ο Χριστός δεν πρόλαβε να δεχτεί τις πρέπουσες τιμές, αν και είχε μυρωθεί εν ζωή[2]. Βέβαια η περίπτωση του Χριστού είναι διαφορετική γενικότερα και πρώτιστα γιατί δεν έχουμε να κάνουμε με ένα κοινό θνητό, αφού τελούσε, ήδη, σε αναστάσιμο σώμα.Ένας δεύτερος είναι η ανάληψη του εκθεομένου και ειδικά του ενδόξου βασιλέα σε θεία – ουράνια κοινωνία. Μου έρχονται στο νου δύο παραδείγματα αναφοράς, του Μεγάλου Αλεξάνδρου και η περί της αναληφθείσης ψυχής του Ιουλίου Καίσαρος ερμηνεία,όταν εμφανίσθηκε κομήτης στον ουρανό της Ρώμης το 42 π.Χ.[3] Ο τρίτος τύπος είναι η εσχατολογία, η οποία βέβαια ήταν σε διαφορετικό βαθμό ανεπτυγμένη στην βιβλική θεολογία, σε σχέση με τους αρχαίους πολιτισμούς.
- Πηγές της Αναλήψεως του Κυρίου και η εμφάνιση της εορτής:
Η Ανάληψη του Κυρίου μαρτυρείται σε 3 περικοπές της Καινής Διαθήκης. Στο Μάρκο απαντά σε τμήμα το οποίο σε άλλους κώδικες υπάρχει και σε άλλους όχι[4]. Επίσης την περιγράφει ο Λουκάς, τόσο στο Ευαγγέλιο του[5], όσο και στις, πιθανότατα, προγενέστερες Πράξεις των Αποστόλων[6]. Στις παραπάνω πηγές διακρίνονται, δύο μέρη: το ένα αφορά τον τελευταίο λόγο του Χριστού προς τους μαθητές του. Το άλλο, αναπτύσσει το ίδιο το γεγονός της Αναλήψεως.Το θέμα διασώζεται και στην απόκρυφη γραμματεία και συγκεκριμένα στον Ψευδο-Νικόδημο. Εκεί αναφέρονται μάρτυρες του γεγονότος, αλλά και χρηματισμός, ώστε να επέλθει μια τρόπον τινά damnatiomemoriae[7].
Εορτολογικά γνωρίζουμε πως ο Κωνσταντίνος μερίμνησε για την οικοδόμηση ναού στον ιερό τόπο της Αναλήψεως. Ωστόσο κατά την αρχαία παράδοση των Ιεροσολύμων, διαπιστώνεται η εξής ιδιορρυθμία: κατά την 40η ημέρα μετά το Πάσχα τελούνταν παννυχίδα στον Ναό του Σπηλαίου της Βηθλεὲμ. Όμως καθαυτού η Ανάληψη και μάλιστα στον ιερό της τόπο, τελούνταν την Πεντηκοστή κατά την 6η πρωινή ώρα (12:00 π.μ.). Λίγες ώρες πριν είχε γίνει παννυχίδα στο Ναό της Αναστάσεως για την ημέρα της Κυριακής και δεύτερη θεία λειτουργία στη Σιών για την εορτή της Πεντηκοστής κατά την 3η πρωινή (09:00 π.μ.)[8].
2. ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΤΗΣ ΑΝΑΛΗΨΕΩΣ
- Προσεγγίζοντας φιλολογικά τον όρο «Ανάληψη»:
Το είδος του χρόνου και η φωνή του ρήματος σε παθητικό τύπο, «ἀνελήφθη» («ἀνεφέρετο» στο Λουκά), δίνει, σαφώς, μια εικόνα του Κυρίου ο οποίος δεν υψώνονταν αυτόνομα, αλλά αιρόμενος υπό Αγγέλων ή επί νεφέλης. Αυτό επιβεβαιώνεται στις Πράξεις των Αποστόλων[9]. Πρέπει, ωστόσο, να σημειώσουμε πως αυτό το αρχαιοελληνικό ρήμα, έχει και μια άλλη ενδιαφέρουσα έννοια. Μια χρήση, η οποία εναρμονισμένη στο θέμα μας μπορεί να αποδοθεί ως επαναφορά στα αΐδια ή αποκατάσταση στην πρότερη δόξα ύστερα από την κατ΄οικονομία σάρκωση[10]. Αυτό βέβαια ως σχήμα λόγου[11]. Κάτι το οποίο, δύναται να συνδεθεί άμεσα με το «ἐκάθισεν ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ»[12]. Η πληροφορία αυτή, μπορεί να πρόκειται για μεταγενέστερη αποκαλυπτική για το που πήγε ο Χριστός. Ωστόσο μπορεί να δηλώνει, πως οι παρευρισκόμενοι είδαν μέσα από ανεωγμένους ουρανούς. Γνωρίζουμε πως ορισμένες αγιολογικές διηγήσεις αναφέρουν, ότι Άγιοι, όπως ο Μάρκος ο Αθηναίος, αξιώθηκαν να δουν ανεωγμένους Ουρανούς ή σε άλλες περιπτώσεις επέκεινα καταστάσεις, όπως οι μονές των Αγίων[13].
- Τόπος και χρόνος της Αναλήψεως:
Ο τόπος του γεγονότος στην απόκρυφη γραμματεία, καλείται «Όρος Μαμίλχ»[14] ή «Όρος των Ελαιών»[15]. Μάλιστα στο επόμενο κεφάλαιο αυτής της διήγησης, ο Νικόδημος στο Sanhedrin – סַנְהֶדְרִין / Μέγα Συνέδριο, ερμήνευσε την Ανάληψη ως προτυπωθείσα στον προφήτη Ηλία[16], ενώ ο ραβίνος Βουθέμ στον Ενώχ[17]. Πρέπει να αναφερθεί, πως το «Όρος του Ελαιώνος», όπως αποκαλείται στις Πράξεις των Αποστόλων, απείχε από τα τότε Ιεροσόλυμα μικρή απόσταση, όσο δηλ. επιτρέπονταν, νομικά, να βαδίσει Ισραηλίτης σε αργία του Σαββάτου[18]. Στον Λουκά, η Ανάληψη έλαβε χώρα έξω από τα Ιεροσόλυμα στην κοντινή Βηθανία και πραγματοποιήθηκε σε ώρα όπου δια των χειρών του ευλογούσε[19]. Στις Πράξεις των Αποστόλων (μια επιστολή την οποία ο Λουκάς έγραψε, επίσης, για τον ελληνόφωνο ιουδαΐζοντα Θεόφιλο), η Ανάληψη έγινε σαράντα ημέρες μετά την Ανάσταση. Τόσο διάστημα κράτησαν και οι εμφανίσεις του Κυρίου ως αναστημένου. Έτσι η αντίληψη της μετά θάνατον παραμονής των ψυχών στη Γη, ερμηνεύει, έμμεσα και ετεροχρονισμένα, το γιατί οι Ιουδαίοι πένθησαν τον Μωυσή για τριάντα ημέρες ή ότι το γεγονός αυτό μπορεί να αποτελεί σκιώδες των σχετικών θείων εμφανίσεων[20]. Ήδη κάναμε αναφορά στις μνημόσυνες τελετές των Αρχαίων Ελλήνων.
- Ουσιαστικά ερμηνευτικά σημεία στις κανονικές πηγές:
Στον Μάρκο ο τελευταίος λόγος του Χριστού απευθύνθηκε προς τους 11 μαθητές[21]. Πρώτιστα στηλιτεύθηκε η απιστία των μαθητών, ενώ τονίσθηκαν σωτηριολογικές προϋποθέσεις[22]. Δεν αρκεί, μόνο, η αποδοχή της υπό του Πατρός κλήσης στην πίστη, αλλά είναι αναγκαία η μυστηριακή αναγέννηση με αρχή το Βάπτισμα[23]. Βέβαια οι μαθητές του δεν είχαν εφαρμόσει, ακόμα, το καινό Βάπτισμα, αφού δεν είχε συντελεσθεί η έλευση του Παρακλήτου. Ενδιαφέρον, εδώ, έχει, το ότι κατ΄εξαίρεση στο Τετραευάγγελο του χειρόγραφου κώδικα W του 5ου αιώνα, υπάρχει εκτενέστατη απάντηση των Αποστόλων αναφορικά με την απιστία τους.
Στον Λουκά, η τελευταία ομιλία του Κυρίου άρχεται με την πληροφορία, ότι στο πρόσωπό του εκπληρώνονται οι Γραφές. Μάλιστα θέτει και μια ενδιαφέρουσα διάκριση των βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης: βιβλία Μωυσέως, τα οποία είναι αναμφίβολα η Torah / Πεντάτευχος, τα προφητικά βιβλία και οι ψαλμοί[24]. Με το τελευταίο δεν είναι βέβαιο αν εννοείται μόνο το ομώνυμο βιβλίο, αλλά ενδεχομένως και άλλα βιβλία με χρήση στην ιουδαϊκή λειτουργική και υμνολογία.
Στον ίδιο στίχο, ο Ιησούς παρέχει το χάρισμα της γνώσης των Γραφών[25]. Κάτι το οποίο μας διδάσκει, πως η βιβλική ερμηνεία δεν είναι μόνο τυπικά γνωστικό αντικείμενο αλλά και χαρισματικό. Μπορεί, βέβαια, να υπονοείται, πως κάθε λόγος προς τους Μαθητές ήταν Γραφή, αλλά τότε, μόνο, μπόρεσαν να αντιληφθούν πολλά, τα οποία ο Χριστός είχε αποκαλύψει πριν και ειδικά την καινή μυστηριακή ζωή.
- Η ονοματολογία στην Ανάληψη:
Η ονοματολογία έχει την αξία της στις σχετικές περικοπές και καλό είναι να σταθούμε για λίγο. Ο Χριστός στον τελευταίο του λόγο, δίνει εντολή στους Μαθητές να μείνουν στα Ιεροσόλυμα έως την Ανάληψη[26]. Τους ονομάζει, κατ΄ουσίαν, μάρτυρες της αποστολής της επαγγελίας του Πατρός[27]. Οι Άγγελοι Κυρίου, όμως, αποκάλεσαν τους παρισταμένους στο γεγονός «Γαλιλαίους»[28]. Μια επωνυμία, η οποία υιοθετήθηκε αναφορικά με τους Χριστιανούς, κυρίως, υποτιμητικά από ενάντιους του Χριστιανισμού.
3 Η ΑΝΑΛΗΨΗ ΩΣ ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ
- Το ζήτημα της αποκατάστασης της «Βασιλείας Ισραήλ»:
Το θέμα του τι είναι η «γη της επαγγελίας» είναι ένα μεγάλο ζήτημα. Συχνά και στην σύγχρονη ραββινική γραμματεία, το γεγονός πως έχει ιδρυθεί κράτος του Ισραήλ, αλλά δεν έχει έλθει κατ΄αυτούς ο Μεσσίας, είναι δηλωτικό του ότι δεν είναι γεωγραφικός προσδιορισμός αλλά εσχατολογικός. Έτσι ερμηνεύεται η κατά την τάξη / σέντερ του εβραϊκού πασχαλίου, προσφορά ποτηρίου οίνου ως «του προφήτη Ηλία»: ο Ηλίας συχνά συνδέεται στην ραββινική παράδοση ως προάγγελος του Μεσσία[29]. Στην συγκεκριμένη τάξη, η επαγγελία του Θεού, σχετίζεται με συγκεκριμένους στίχους από το βιβλίο της Εξόδου[30]. Άλλο, όμως, η επαγγελία και άλλο η γή αυτής. Αφού δεν είναι η Χαναάν, τίθεται το ερώτημα ποια είναι η γή;[31]
Σύμφωνα με τα παραπάνω, αν συνδυάσουμε την αναφορά του Λουκά για επαγγελία του Πατρός[32] και την αντίστοιχη των Πράξεων για διάκριση του βαπτίσματος Ιωάννου από το χριστιανικό Βάπτισμα[33], τότε η κοινή συνισταμένη τους είναι η άνω γέννηση εξ ύδατος και πνεύματος και σίγουρα η έλευση του Παρακλήτου[34]. Κατά συνέπεια ως «γη της επαγγελίας», μπορεί να νοηθεί η Εκκλησία, αλλά και κάθε άνθρωπος – μέλος αυτής, ο οποίος δέχεται ως Ναός του Αγίου Πνεύματος τον Θεό[35] και αναγεννάται εν τοις μυστηρίοις, πρόγευση ούσα και εικόνα της αλήθειας των Εσχάτων[36].
- Ο εσχατολογικός χαρακτήρας και στοιχεία της εικόνας της Αναλήψεως:
Η Ανάληψη έχει, αναμφίβολα, περισσότερο εσχατολογικό παρά ιστορικό χαρακτήρα: μετά από αυτήν, δύο Άγγελοι, όπως και στην Ανάσταση[37], φέροντας λευκή ζώνη, αποκάλυψαν πως η Ανάληψη αποτελεί και εικόνα του τρόπου με τον οποίο θα επανέλθει ο Κύριος κατά την ημέρα της Κρίσεως[38]. Στην δια χειρός αγίου Ανδρέου Ρουμπλιώφ φορητή εικόνα, οι Άγγελοι αναπαρίστανται σχετικά δυσανάλογα υπερμεγέθεις, επιτείνοντας την μαρτυρία τους για την Δευτέρα Παρουσία (Εικ. 3). Το επίμαχο χωρίο, Πρ 1:11, αποτελεί και το εφαλτήριο της αντίστοιχης εικόνας, επίσης εσχατολογικής ταυτότητας. Ούτως ή άλλως, η ανάληψη του Χριστού, σηματοδοτεί τον προάγγελο της έλευσης του Παρακλήτου[39].
Ενδιαφέρουσα και μάλλον, δεδομένη, θα πρέπει να θεωρείται η σύνδεση με σημεία της Ευχαριστίας και εδώ υπεισέρχεται, κομβικά, ο παράγων εικονογραφία. Κατά την παλαιοχριστιανική εποχή, έως και τα όρια της αποκατάστασης των εικόνων, η ιστορική αυτή παράσταση, συναγωνίζονταν ή υπερτερούσε τύπων απόλυτα εσχατολογικών, οι οποίοι σήμερα έχουν κυριαρχήσει με τη μορφή του Παντοκράτορος. Έτσι η φιλοτέχνηση της Ανάληψης ως σημαινόμενη δια των Πράξεων 1:11, εκτελούνταν, συχνά, στις επιφάνειες των πλέον προβεβλημένων σημείων, ανάλογα τον αρχιτεκτονικό τύπο του ιστορηθέντος ναού: στον τρούλο στα τρουλαία μνημεία (όπως λ.χ. σε επιβίωση της πρακτικής αυτής στο καθολικό της Μονής Μεταμορφώσεως του Pskov το 1156), αλλά και στην ανατολική θριαμβική κόγχη. Ειδικά στην Θεσσαλονίκη, το θέμα ψηφοθετήθηκε στον τρούλο της Αγίας Σοφίας κατά τον 9ο αιώνα (Εικ. 1), τοιχογραφήθηκε στην αψίδα της Ροτόντας, αλλά και το τρούλο (1350-1370), του κοιμητηριακού μικρού ναού και σήμερα αφιερωμένου εκ νέου (κατά την Οθωμανοκρατία) στον Σωτήρα Χριστό (Εικ 4).
Τα παραπάνω τοποθετούν την Ανάληψη, όπως και τον εικονογραφικό τύπο του Παντοκράτορος, σε άμεση συνάφεια με σημεία της Θ. Λειτουργίας, όπως ο χερουβικός ύμνος και η αγία αναφορά. Να σημειώσουμε πως ανάμεσα στα δύο αυτά λειτουργικά σημεία έχουμε σήμερα την προσκομιδή. Η ιεροπραξία αυτή μέχρι τον 5ο αιώνα, τελούνταν λιτά με διακόνους. Από τον 6ο αιώνα η όλη πομπή αναβαθμίσθηκε σε θριαμβική, με την συμμετοχή του ανώτερου και κατώτερου κλήρου, καθώς και εκπροσώπων της πολιτείας. Ίσως δεν είναι τυχαίο, το ότι το 573-74, εισήχθη ο χερουβικός ύμνος. Εδώ διαβλέπουμε, πιθανότατα, μια διαλεκτική ανάμεσα στη δοσμένη από το Θεό εξουσία[40] και ειδικά της Κωνσταντινούπολης, της οποίας η συμμετοχή εικονίζει το εσχατολογικό πολίτευμα της Εκκλησίας[41]. Ωστόσο στη συνέχεια, τονίζεται, νοητά, το «πᾶσαν νῦν βιωτικὴν ἀποθώμεθα μέριμναν», αφού στο εισαγωγικό τμήμα της αναφοράς, ο ιερέας ζητάει την «ανάληψη» των μελών της τοπικής Εκκλησίας. Έτσι ατενίζουν την παράσταση του αναληφθέντα και ερχόμενου Χριστού. Ζητείται μια αφοσίωση μακριά από την πολιτική εξουσία, παρά τις ελληνιστικές και ρωμαϊκές επιβιώσεις[42]. Έτσι τονίζεται και πάλι το Πράξεις 1:11, καθώς και το ότι η τοπική Εκκλησία αποτελεί παροικία της ουράνιας εσχατολογικής πολιτείας, της οποίας ο πάλαι ποτέ μοναδικός ναός των Ιεροσολύμων υπήρξε η παλαιοδιαθηκική σκιά[43].
Ο Απόστολος Παύλος, αν και δεν ήταν παρών στο γεγονός, ιστορείται αναπόσπαστα (Εικ. 5). Συγκεφαλαιώνει τόσο τον μεταμελημένο Φαρισαίο, όσο και τον διδάσκαλο των Εθνών. Κυρίως, όμως, υφίσταται λόγω της μαρτυρίας του. Είναι ο κατεξοχήν Απόστολος της ακολουθίας του Χριστού στον θάνατο και στην έσχατη ανάσταση[44], ενώ μαρτύρησε και την Ανάληψη[45]. Ο P. Eudokimovσημείωσε, μάλλον, εύστοχα, και την ρήση του Παύλου στην Εφεσίους 4:10, όπου τονίσθηκε, ταυτόχρονα, η Κάθοδος και η Άνοδος Του[46]. Στη μαρτυρία του για την Δευτέρα Παρουσία[47], μπορεί να ερμηνευθεί η ένταξη στην εικόνα σαλπιστών, πέρα από την σχετική αναφορά του ψαλμωδού ή του Ματθαίου[48]. Η Ανάληψη απηχεί την Κρίση και οι σχετικές εικονογραφικές αλληγορίες αντλούν από τον Λουκά, με τους Πέτρο και Παύλο πάντα παρόντες υπερβαίνοντας την ιστορικότητα[49]
Εικόνα 5 Απόστολος Παύλος και Αρχάγγελος Μιχαήλ (λεπτ. από την Ανάληψη του Σωτήρος, τοιχογραφία Αγίων Αποστόλων Pec, 1335-1350 μ.Χ.
Στην εικόνα εγγράφεται κεντρικά και η Θεοτόκος, ήδη από τις πρώιμες απεικονίσεις, όπως στο Ευαγγέλιο του Rabbula του 586 (Εικ. 6, η χρονολόγησή του είναι ελάχιστα μετά την εισαγωγή του χερουβικού ύμνου το 573-574). Η παρουσία της δεν υπάρχει στις κανονικές πηγές, αλλά εντοπίζεται στην υμνολογία[50]. Στα απόκρυφα κείμενα και τουλάχιστον στον Ψευδο-Νικόδημο, ο οποίος μνημονεύει, όπως είδαμε, το γεγονός, η Θεοτόκος δεν καταγράφεται. Ο ρόλος της είναι δογματικός και εσχατολογικός. Η ορθή μαρτυρία των δογμάτων, η αποστολική παράδοση, είναι εικόνα της αληθούς μαρτυρίας και προϋπόθεση για την Ευχαριστία[51]. Πρόκειται για την Χώρα του Αχωρήτου, την γεφυροποιό ανάμεσα σε ανθρώπους και Αγία Τριάδα, πιθανότατα μια αλληγορία της Εκκλησίας, η οποία ιδρύθηκε στην θεία ομολογία του Χριστού, με την έλευση του Παρακλήτου. Συνιστά την πλησιέστερη απτή εικόνα, ως προς την ένωση του κτιστού στο άκτιστο. Συχνά παρακολουθεί έκθαμβη, ιστάμενη σε υποπόδιο ή βάθρο. Πρόκειται για σαφή αναφορά στους Ψαλμούς, την ετοιμασία του θρόνου και την τελική νίκη[52]: η Δευτέρα Παρουσία θα βρει τους εχθρούς του Θεού ταπεινωμένους ολοκληρωτικά[53].
Παραπομπές:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου