του πατρός Δημητρίου Μπόκου
Ἡ στάση τοῦ μεγάλου ἀδελφοῦ (στὴν παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου) ἀποτυπώνει τὴν ψυχικὴ κατάσταση τοῦ «δίκαιου» ἀνθρώπου.
Εἶναι ἀκατανόητη γι’ αὐτὸν ἡ στάση τοῦ πατέρα του καὶ ἐκφράζει τὴν ἀπορία του γι’ αὐτήν, διαμαρτυρόμενος γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τοῦ ἀσώτου ἀδελφοῦ του, χωρὶς νὰ ἔχει πληρώσει πρῶτα γιὰ τὶς παραβάσεις του.
Ὑπονοεῖ ὅτι ἐπιθυμία του καὶ εὐχαρίστησή του θὰ ἦταν, ἀντὶ ὁ πατέρας του νὰ ὑποδεχτεῖ μὲ ἀνοιχτὲς ἀγκάλες τὸν ἄσωτο γιό, νὰ τὸν ἔβαζε πρῶτα στὸ ἑδώλιο τοῦ κατηγορουμένου, νὰ τὸν δίκαζε γιὰ τὰ πεπραγ-μένα του καὶ νὰ τὸν τιμωροῦσε μὲ τὴν ἀνάλογη τιμωρία. Νὰ ἐξοφλήσει πρῶτα ὁ ἄσωτος πάντα τὰ ὀφειλόμενα, τὴν πατρικὴ περιουσία ποὺ ξόδεψε στὶς ἀσωτίες του, καὶ μετὰ νὰ ἔχει δικαίωμα νὰ ὀνομαστεῖ ξανὰ γιός του. Νὰ ἀποδοθεῖ δηλαδὴ ἡ αὐτονόητη δικαιοσύνη.
Καμουφλαρισμένη κάτω ἀπὸ τὸ κοινὸ αἴσθημα περὶ δικαίου ἡ στάση τοῦ μεγάλου ἀδελφοῦ, προδίδει στὴν πραγματικότητα μνησικακία, σκληρότητα καὶ πώρωση. Ἡ τοποθέτηση ποὺ θέλει τὸν Θεὸ ἀφεντικό, δικαστή, τιμωρὸ καὶ ὄχι πατέρα, ἀπορρίπτεται χωρὶς δεύτερη κουβέντα ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο.
Ὁ Γάλλος φιλόσοφος Ἀλμπὲρ Καμύ (στὸ βιβλίο του Ὁ ἐπαναστατημένος ἄνθρωπος), ἀναφέρει τὴν προκλητικὴ θέση τοῦ Τερτυλλιανοῦ (παλιοῦ λατίνου ἐκκλησιαστικοῦ συγγραφέα), ὅτι στὸν οὐρανὸ ἡ μεγαλύτερη πηγὴ εὐδαιμονίας γιὰ τοὺς μακάριους ἀνθρώπους θὰ εἶναι τὸ θέαμα τῶν Ρωμαίων αὐτοκρατόρων ποὺ θὰ σιγοκαίγονται στὴν κόλαση. Καὶ ὅτι παρόμοια εὐδαιμονία ἔνιωθαν οἱ τίμιοι καὶ καλοὶ ἄνθρωποι, ὅταν παρακολουθοῦσαν τὶς δημόσιες ἐκτελέσεις. Φοβερό, ὁ δίκαιος λόγῳ μνησικακίας νὰ αἰσθάνεται μέσα του προκαταβολικὰ ἀπόλαυση ἀπὸ τὴν ὀδύνη ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ νιώσουν οἱ κακοί!
Ἡ μνησικακία αὐτὴ θὰ κάνει τοὺς δίκαιους νὰ διαμαρτυρηθοῦν στὸν Κύριο κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως, ἐπειδή θὰ κάνει δεκτοὺς στὴ Βασιλεία του καὶ ἀνθρώπους ποὺ κατὰ τὴ γνώμη τους δὲν θά ’πρεπε. Βάζει συγκλονιστικὰ λόγια ὁ Ντοστογιέβσκη στὸ στόμα ἑνὸς μεθυσμένου, τοῦ πατέρα τῆς Σόνιας, ποὺ ἐκμεταλλευόταν τὴν κόρη του σπρώχνοντάς την στὴν πορνεία γιὰ νὰ μεθάει αὐτός: «Δὲν ἀξίζω νὰ μὲ λυπηθοῦν! Ἐμένα πρέπει νὰ μὲ σταυρώσουν, νὰ μὲ καρφώσουν στὸ σταυρὸ κι ὄχι νὰ μὲ λυπηθοῦν! …ἐγὼ μόνος μου θά ’ρθω νὰ μὲ σταυρώσεις, διότι δὲν εἶναι ἡ εὐτυχία ποὺ διψῶ, μὰ ἡ θλίψη καὶ τὰ δάκρυα! …καὶ θὰ μᾶς λυπηθεῖ Ἐκεῖνος, ὅστις ὅλους τοὺς λυπήθηκε καὶ ὅστις ὅλους καὶ ὅλα τὰ καταλάβαινε.
Αὐτὸς ὁ Ἕνας, Αὐτὸς ὁ Κριτὴς θά ’ρθει κείνη τὴν ἡμέρα καὶ θὰ ρωτήσει: «Καὶ ποῦ εἶναι ἡ θυγάτηρ, ἥτις τὸν πατέρα της τὸν ἐπίγειο, τὸν μεθύστακα, τὸν ἀκόλαστο, τὸν λυπήθηκε χωρὶς νὰ φρίξει γιὰ τὴ θηριωδία του;» Καὶ θὰ πεῖ: «Ἔλα! Σὲ συγχώρησα ἤδη μιὰ φορά. Σὲ συγχώρησα… Ἀφίενταί σοι λοιπὸν καὶ τώρα αἱ ἁμαρτίαι σου αἱ πολλαί, ὅτι πολὺ ἠγάπησας…» Καὶ θὰ συγχωρήσει τὴ Σόνια μου, …τὸ ξέρω πὼς θὰ τὴ συγχωρήσει.
…Κι ὅλους θὰ τοὺς δικάσει καὶ θὰ τοὺς συγχωρέσει, καὶ τοὺς καλοὺς καὶ τοὺς κακοὺς καὶ τοὺς σοφοὺς καὶ τοὺς πράους… Κι ὅταν πιὰ θά ’χει τελειώσει μ’ ὅλους, τότε θὰ πεῖ καὶ σὲ μᾶς: «Βγεῖτε», θὰ πεῖ, «καὶ σεῖς! Βγεῖτε, μεθυσμένοι, βγεῖτε, ἀδύναμοι, βγεῖτε, ντροπιασμένοι… Εἶστε γουρούνια! Ἔχετε ζώου μορφὴ καὶ τὴ σφραγίδα του, ὅμως ἐλᾶτε καὶ σεῖς!» Καὶ θὰ εἴπωσιν οἱ σοφοὶ καὶ θὰ εἴπωσιν οἱ σώφρονες: «Κύριε, ἵνα τί προσδέχεσαι αὐτούς;»
Καὶ θὰ πεῖ: «Τοὺς προσδέχομαι, σοφοί, τοὺς προσδέχομαι, σώφρονες, διότι οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν ἐθεώρει ἑαυτὸν ἄξιον τούτου…» Καὶ θὰ μᾶς ἁπλώσει τὸ χέρι κι ἐμεῖς θὰ πέσουμε στὰ γόνατα… καὶ θὰ κλάψουμε… κι ὅλα θὰ τὰ καταλάβουμε! Τότε ὅλα θὰ τὰ καταλάβουμε! …Θεέ μου, ἐλθέτω ἡ Βασιλεία σου!» (Φιόντορ Ντοστογιέβσκη, Ἔγκλημα καὶ τιμωρία, ἐκδ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 2009, σ. 30-31).
Μήπως ἀνήκουμε κι ἐμεῖς στοὺς σώφρονες δίκαιους ποὺ θὰ βγάλουν ἄδικο τὸν Θεό;
Καλὴ ἑβδομάδα!-Καλό Τριῴδιο!
«Αντιύλη». Ι. Ν. Αγ. Βασιλείου, Πρέβεζα
Εικόνα από: iconreader
Κείμενα του π.Δημητρίου Μπόκου ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου