Μετά τις σπουδές του ήλθε στην αυτοκρατορική μονή της Μεταμορφώσεως
των Στροφάδων νήσων, όπου εκάρη μοναχός λαμβάνοντας το όνομα Γρηγόριος.
Από εκεί τον κάλεσε ο Μητροπολίτης Σμύρνης Προκόπιος και τον
χειροτόνησε αρχιδιάκονό του. Όταν αργότερα χειροτονήθηκε πρεσβύτερος,
επέστρεψε στη Δημητσάνα και έδωσε 1.500 γρόσια για την στέγαση των
απόρων φοιτητών.
Ο Άγιος Γρηγόριος μυήθηκε στην Φιλική εταιρεία από τον Ιωάννη Φαρμάκη
περί τα μέσα του έτους 1818 μ.Χ. στο Άγιον Όρος. «Έδειξεν ευθύς
ζωηρότατον ενθουσιασμόν υπέρ τού πνεύματος αυτής» και «ηυχήθη από
καρδίας», για την επιτυχία του σκοπού της.
Στις 19 Αυγούστου 1785 μ.Χ. εκλέγεται οικουμενικός Πατριάρχης και
παραμένει στον πατριαρχικό θρόνο μέχρι τον Δεκέμβριο του 1798 μ.Χ.. Κατά
το έτος αυτό καθαιρείται από την Πύλη, διότι θεωρήθηκε ανίκανος να
διατηρήσει την υποταγή των Χριστιανικών λαών κάτω από τον Τουρκικό ζυγό
και εξορίζεται στο Άγιον Όρος. Το 1818 μ.Χ. κλήθηκε για τρίτη φορά στον
Οικουμενικό θρόνο, στον οποίο και παρέμεινε μέχρι την ημέρα του
μαρτυρικού του θανάτου.
Ο Κωνσταντίνος Κούμας αναφέρει ότι ο Άγιος Γρηγόριος δεν ήταν μόνο
«σεμνός τό ήθος, λιτός τήν δίαιταν, ταπεινός τήν στολήν, ζηλωτής τής
πίστεως, δραστηριότατος εις όλα τά έργα του», αλλά ήταν και «άκαμπτος
εις τάς ιδέας του καί δέν τόν έμελε διά κανέν εναντίων, όταν απεφάσιζε
τίποτε». Και ο Γρηγόριος αποφάσισε. Έταξε ως σκοπό στην ζωή του να
υπηρετήσει πιστά το δούλο Γένος και να βοηθήσει με όλες τις δυνάμεις του
και με την ζωή του στην απελευθέρωση από τον Τουρκικό ζυγό. Για την
πραγματοποίηση του σκοπού του χρησιμοποιούσε όλη του τη διπλωματική
δεξιοτεχνία.
Στην προσπάθειά του ο Εθνομάρτυρας να διασώσει τον Ελληνικό πληθυσμό
από την σφαγή και συγχρόνως να παραπλανήσει τον Σουλτάνο και να δώσει
την ευκαιρία στους αγωνιστές να εργάζονται ανενόχλητοι, αναγκάσθηκε να
αφορίσει τους επαναστάτες.
Συντριπτική απάντηση στους κατήγορους του Γρηγορίου θα δώσει ο
Αλέξανδρος Υψηλάντης με τις οδηγίες που έστειλε από το Κισνόβιο της
Βεσσαραβίας στους αρχηγούς της Πελοποννήσου:
«Ο μέν Πατριάρχης βιαζόμενος παρά τής Πόρτας σάς στέλλει αφοριστικό
καί εξάρχους, παρακινώντας σας νά ενωθήτε μέ τήν Πόρταν. Εσείς όμως νά
θεωρήτε ταύτα ως άκυρα καθόσον γίνοντα μέ βίαν καί δυναστείαν καί άνευ
θελήσεως τού Πατριάρχου».
«Άς μήν λησμονήσωμεν ότι υπάρχουν περιστάσεις καθ’ άς απαιτούνται
θυσίαι μεγαλύτεραι καί αυτής τής θυσίας τής ζωής καί ότι ενίοτε η
μαρτυρική ζωή είναι πικρότερον αλλά πλέον επιβεβλημένον καθήκον καί
αυτού τού μαρτυρικού θανάτου. Καί αυτήν τήν υπέρτατην θυσίαν προσέφερεν ο
αοίδιμος Πατριάρχης, όστις συνησθάνθη συναίσθημα πικρότερον καί αυτού
τού θανάτου, όταν θυσιάζων πάντα εγωισμόν καί αποβλέπων εις τό αληθινόν
συμφέρον, ηναγκάσθη νά θέση τήν υπογραφήν του κάτωθι εγγράφου
καταδικάζοντας τό κίνημα, υπέρ τής επιτυχίας τού οποίου ολοψύχως ηύχετο
καί ειργάζετο.
Υπογράφων, απεμάκρυνε τάς υπονοίας τής Πύλης περί συμμετοχής εις τό
κίνημα επισήμων κύκλων, μή υπογράφων, θά επεβεβαίου τάς υπονοίας, ότε
δεινή επιπίπτουσα η τιμωρία τού τυράννου κατά τών βυσσοδομούντων, θά
ενέκρου τό κίνημα πρίν ή εκραγή. Άλλως ο αοίδιμος Πατριάρχης μετά
θαυμαστής εγκαρτερήσεως υπέστη τό μαρτύριον, όταν επέστη τό μαρτύριον,
όταν επέστη η ώρα, καίτοι ηδύνατο νά σωθή διά τής φυγής».
Είναι χαρακτηριστική η επιστολή που έστειλε ο Άγιος Γρηγόριος στις 26
Δεκεμβρίου 1820 μ.Χ. στον Επίσκοπο Σαλώνων Ησαΐα και πολύτιμη από
ιστορική άποψη, γιατί αποδεικνύει πως ο Εθνομάρτυς παρακολουθούσε όλα
όσα συνέβαιναν στην Ελλάδα, σε όλες του τις λεπτομέρειες και τις
προετοιμασίες για την επανάσταση:
«Αμφοτέρα τάς τιμίας επιστολάς, διά τού αγαθού Φούντα Γαλαξειδιώτου,
ασφαλώς εδεξάμην καί τούς εν αυταίς τιμίους λόγους έγνων. Εχεμυθείας,
αδελφέ, μεγίστη χρεία καί προφύλαξις περί πάν διάβημα, οι γάρ χρόνοι
πονηροί εισι καί εν ταίς φιλοπατριώταις εστι καί μοχθηρών ζύμη, αφ’ ής
ως από ψωραλέου προβάτου φυλάττεσθε. Κακόν γάρ πολλοί μηχανώνται διά τό
τής φιλοπλουτίας έγκλημα. Διό τήν αγαθήν μερίδα εξελέξω κοινολογών μοι
εμπιστευομένοις πατριώταις, τά εχεμυθείας δεόμενα.
Οι Γαλαξειδιώται, ούς επιστέλλεις μοι συνεχώς, πεφροντισμένως
ενεργούσι, καί αφ’ ών έγνω αδύνατον αντί παντός τιμίου ουδ’ ελάχιστον
λόγον έρκος οδόντων φυγείν. Ου μόνον τά σά, αλλά καί τά τών εν Μορέα
αδελφών γράμματα κομίζουσι μοι. Η τού Παπανδρέα πράξις πατριωτική μέν
τοίς γινώσκουσι τά μύχια, κατακρίνουσι δέ οι μή ειδότες τόν άνδρα. Κρυφά
υπερασπίζου αυτόν, εν φανερώ δέ άγνοιαν υποκρίνου, έστι δ’ ότε καί
επίκρινε τοίς θεοσεβέσιν αδελφοίς καί αλλοφύλοις. Ιδία πράυνον τόν
Βεζύρην λόγοις καί υπόσχεσιν, αλλά μή παραδοθήτω εις λέοντος στόμα.
Άσπασον ούν ταίς εμαίς ευχαίς τούς ανδρείους αδελφούς, προτρέπων εις
κρυψίνοιαν διά τόν φόβον τών Ιουδαίων. Ανδρωθήτωσαν ώσπερ λέοντες καί η
ευλογία τού Κυρίου κρατύνει αυτούς, εγγύς δ’ έστι τού Σωτήρος τό Πάσχα.
Αί ευχαί τής εμής μετριότητος επί τής κεφαλής σου, αδελφέ μου Ηασαΐα.
Γεωργοί ακαμάτως καί όλβια γεώργια δώσοι σοι ο Πανύψιστος».
Ο Άγιος Γρηγόριος συνιστούσε τον αγώνα για την ελευθερία και τον
ενίσχυε με κάθε μέσο. Ήταν αποφασισμένος να θυσιασθεί για την Πατρίδα.
«Χρεωστούμεν», έλεγε, «νά ποιμαίνωμεν καλώς τά ποίμνιά μας καί χρείας
τυχούσης νά κάμωμεν, όπως έκαμεν ο Ιησούς δι’ ημάς διά νά μάς σώση….».
Σε επιστολή που έστειλε προς τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, έγραφε:
«Συλλειτουργέ εν Χριστώ καί λίαν αγαπητέ αδελφέ. Έλαβον τήν από 20
Απριλίου επιστολήν σου. Η απόφασίς μου περί μελετωμένης ανορθώσεως
«σχολής» τής φιλτάτης πατρίδος είναι τοιαύτη, ως η ιδική σας. Όπως θέλης
μάθει καί παρά τού ιδίου. Τό κιβώτιον τού ελέους πρέπει νά εμψυχωθή.
Καί τήν βουλήν τού Κυρίου ανθρώπιναι δυνάμεις δέν δύνανται νά τήν
μεταβάλουν. Γενηθήτω τό θέλημά Του».
Κάτω από την λέξη «σχολήν» υπονοούσαν την Ελληνική Επανάσταση. Οι
Φιλικοί μάλιστα ονόμασαν επιστάτες της σχολής τον Οικουμενικό Πατριάρχη
Γρηγόριο και τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Πολύκαρπο.
Όταν σε μια συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού
Πατριαρχείου, ο Μητροπολίτης Δέρκων Γρηγόριος προέτρεψε τον Πατριάρχη να
μεταβούν στην Πελοπόννησο για να τεθούν επικεφαλής της Επαναστάσεως, ο
Γρηγόριος ο Ε’ απάντησε: «Καί εγώ ως κεφαλή τού Έθνους καί υμείς ως
Σύνοδος οφείλομεν νά αποθάνωμεν διά τήν κοινήν σωτηρίαν.
Ο θάνατος ημών θά δώση δικαίωμα εις τήν Χριστιανοσύνην νά υπερασπίση
τό Έθνος εναντίων τού τυράννου. Αλλ’ άν υπάγωμεν ημείς νά θαρρύνωμεν τήν
Επανάστασιν, τότε θά δικαιώσωμεν τόν Σουλτάνον αποφασίσαντα νά
εξολοθρεύση όλον τό Έθνος».
Όταν μερικοί προσπάθησαν να τον πείσουν να φύγει από την
Κωνσταντινούπολη και να σώσει τον εαυτό του, ο καλός ποιμένας απάντησε:
«Μέ προτρέπετε εις φυγήν. Μάχαιρα θά διέλθη τάς ρύμας τής
Κωνσταντινουπόλεως καί λοιπών πόλεων τών χριστιανικών επαρχιών. Υμείς
επιθυμείτε όπως εγώ μεταμφιεζόμενος καταφύγω εις πλοίον ή κλεισθώ εν
οικία οιουδήποτε ευεργετικού υμών Πρεσβευτού, ν’ ακούω δέ εκείθεν πώς οι
δήμιοι κατακρεουργούσι τόν χηρεύοντα λαόν. Ουχί! Εγώ διά τούτο είμαι
Πατριάρχης, όπως σώσω τό Έθνος μου, ουχί δέ όπως θά θεωρήσωσιν αδιαφόρως
πώς η πίστις αυτών εξυβρίσθη εν τώ προσώπω μου.
Οι Έλληνες, οι άνδρες τής μάχης, θά μάχωνται μετά μεγαλυτέρας μανίας,
όπερ συχνάκις δωρείται τήν νίκην. Εις τούτο είμαι πεπεισμένος. Βλέπετε
μεθ’ υπομονής εις ότι καί άν μού συμβή. Σήμερον (Κυριακή τών Βαΐων) θά
φάγωμεν ιχθείς, αλλά μετά τίνας ημέρας καί ίσως καί ταύτην τήν εβδομάδα
οι ιχθείς θά μάς φάγωσιν… Ναί, άς μή γίνω χλεύασμα τών ζώντων. Δέν θά
ανεχθώ ώστε εις τάς οδούς τής Οδησσού, τής Κερκύρας καί τής Αγκώνος
διερχόμενον εν μέσω τών αγυιών νά μέ δακτυλοδείκτωσι λέγοντες:
“Ιδού έρχεται ο φονεύς Πατριάρχης”. Άν τό Έθνος μου σωθή καί
θριαμβεύση, τότε πέποιθα θά μού αποδώση θυμίαμα επαίνου καί τιμών, διότι
εξεπλήρωσα τό χρέος μου… Υπάγω όπου μέ καλεί ο νούς μου, ο μέγας κλήρος
τού Έθνους καί ο Πατήρ ο ουράνιος, ο μάρτυς τών ανθρωπίνων πράξεων».
Ο Γρηγόριος ο Ε’, ο φλογερός αυτός Ιεράρχης, ακολούθησε τον δρόμο
του. Σάρκωσε ολόκληρο το υπόδουλο Γένος. Επωμίσθηκε το σταυρό του.
Ανέβηκε το Γολγοθά του. Δέχθηκε ραπίσματα, χλευασμούς, εμπτυσμούς και
τέλος τον θάνατο με απαγχονισμό. Μπροστά στο Πατριαρχείο, την ημέρα του
Πάσχα του 1821, οι Τούρκοι κρέμασαν τον Πατριάρχη.
Στο έγγραφο της καταδίκης του (τουρκιστί «γιαφτάς»), αναφέρεται η
αιτία του απαγχονισμού του: «.…Αλλ’ ο άπιστος πατριάρχης τών Ελλήνων… εξ
αιτίας τής διαφθοράς τής καρδίας του, όχι μόνον δέν ειδοποίησεν ουδ’
επαίδευσε τούς απατηθέντας, αλλά καθ’ όλα τά φαινόμενα ήτο καί αυτός, ως
αρχηγός, μυστικός συμμέτοχος τής Επαναστάσεως… αντί νά δαμάση τούς
αποστάτας καί δώση πρώτος τό παράδειγμα τής εις τά καθήκοντα επιστροφής
τών, ο άπιστος ούτος έγινεν ο πρωταίτιος όλων τών ανεφυεισών ταραχών.
Είμεθα πληροφορημένοι ότι εγεννήθη εν Πελοποννήσω καί ότι είναι
συνένοχος όλως τών αταξιών, όσας οι αποπλανηθέντες ραγιάδες έπραξαν κατά
τήν επαρχίαν Καλαβρύτων…
Επειδή πανταχόθεν εβεβαιώθημεν περί τής προδοσίας του όχι μόνος εις
βλάβην τής υψηλής Πύλης, αλλά καί εις όλεθρον αυτού τού έθνους του,
ανάγκη ήτο νά λείψη ο άνθρωπος ούτος από τού προσώπου τής γής καί διά
τούτο εκρεμάσθη πρός σωφρονισμό τών άλλων».
Ένα χρόνο μετά τον απαγχονισμό και την μεταφορά του τιμίου λειψάνου
του από τον πλοίαρχο Μ. Σκλάβο στην Οδησσό της Ρωσίας, ο Ζακυνθινός
ιερωμένος Οικονόμος Νικόλαος Κοκκίνης, μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Ζακύνθου,
εφημέριος τότε του παλαίφατου ναού της Οδηγήτριας και φλογερότατος
Φιλικός, ευαισθητοποιημένος από την θυσία του Πατριάρχη, συνθέτει
Ακολουθία προς τιμήν του νέου Ιερομάρτυρα, κάτι που αποδεικνύει
περίτρανα ότι ο Άγιος Γρηγόριος στη συνείδηση του Γένους κατέκτησε
αμέσως με το τίμιο αίμα του θέση Αγίου.
Το 1871 μ.Χ. η Εκκλησία της Ελλάδος θεώρησε επιβεβλημένο να
μετακομίσει το τίμιο λείψανό του από την Οδησσό στην απελεύθερη Αθήνα.
Για τον σκοπό αυτό συστάθηκε Επιτροπή, στην οποία συμμετείχαν ο
Αρχιεπίσκοπος Ζακύνθου Νικόλαος Β’ ο Κατραμής και Αρχιμανδρίτης Αβέρκιος
Λ. Λαμπίρης, Α’ γραμματεύς της Ιεράς Συνόδου. Στην Οδησσό απεδόθησαν
από τα μέλη της Επιτροπής και τους εκεί ομόδοξους τιμές Αγίου στο ιερό
λείψανο του Αγίου Γρηγορίου.
Κατά την Πανυχίδα μάλιστα, που τελέσθηκε εκεί κατά την ημέρα της
μνήμης του, «εξεφώνισεν απ’ άμβωνος, κατ’ επίμονον τών ομογενών
απαίτησιν, λογύδριον ο Σεβασμιώτατος Αρχιεπίσκοπος Ζακύνθου». Το ιερό
λείψανο έφθασε στην Αθήνα την 25η Απριλίου 1871 μ.Χ., όπου οι Αθηναίοι
του επεφύλαξαν πάνδημη υποδοχή. Με κατάνυξη και αγαλλίαση εναπετέθη στον
Καθεδρικό Ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, όπου φυλάσσεται μέχρι
σήμερα σε περίβλεπτη λάρνακα.
Στις 10 Απριλίου 1921 μ.Χ. ανακηρύχθηκε Άγιος από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος.
ΠΗΓΗ:https://www.vimaorthodoxias.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου