Πῶς γίνεται ἡ μέταξα…
Ἤμην δώδεκα ἐτῶν, ὅταν ἠσθένησα ἀπὸ βαρεῖαν ἀσθένειαν. Ἀφοῦ ἐθεραπεύθην, ὁ πατήρ μου μὲ ἔστειλεν εἰς ἓν χωρίον τῆς Χαλκιδικῆς, ὅπου ἔμενε μία θεία μου, διὰ νὰ ἀναλάβω.
Ἦτο Ἀπρίλιος. Ἐντύπωσιν μοῦ ἔκαμεν, ὅτι τὸ χωρίον εἶχε πολλὰς μορέας, περισσοτέρας ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα δένδρα
Ἦτο Ἀπρίλιος. Ἐντύπωσιν μοῦ ἔκαμεν, ὅτι τὸ χωρίον εἶχε πολλὰς μορέας, περισσοτέρας ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα δένδρα
Τὴν πρωΐαν, ὅταν ἐξύπνησα, ἤκουσα τὴν θείαν μου νὰ λέγῃ:
-Πηγαίνετε τώρα νὰ μαζέψετε μουρόφυλλα.
Αἱ μορέαι, μόλις εἶχον βλαστήσει καὶ εἶχον πολὺ μικρὰ καὶ τρυφερὰ φύλλα, ὡς εἶναι ἡ καρδιὰ τοῦ μαρουλιοῦ. Μοῦ ἐφάνη περίεργον· τί νὰ τὰ ἤθελον;
Ἐβγῆκα ἀπὸ τὸ δωμάτιόν μου καὶ ἐκοίταξα εἰς τὸ ἄλλο δωμάτιον.
–Μιὰ στιγμή, νὰ ταΐσω τὰ μικρούλια, μοῦ εἶπεν ἡ θεία μου, καὶ θὰ σοῦ φέρω τὸ γάλα.
–Ποιὰ μικρούλια; ἠρώτησα.
Πλησιάζω καὶ βλέπω εἰς μία ἐφημερίδα ἁπλωμένα μικρὰ μορεόφυλλα καὶ ἐπάνω εἰς αὐτὰ πολὺ μικρὰς κάμπας. Ἐκεῖ πλησίον, ἐντὸς ἑνὸς κυτίου, ὑπῆρχον σπόροι, ὅμοιοι μὲ τοὺς σπόρους τοῦ σύκου.
–Εἶναι κουκουλόσπορος, μοῦ ἐξήγησεν ἡ θεία μου. Ὀλίγον ἔβαλα, πολὺ ὀλίγον. Θὰ ἰδῇς πῶς θὰ μεγαλώσουν οἱ κάμπιες καὶ θὰ πλέξουν κουκούλι.
Μετὰ μίαν ἑβδομάδα αἱ κάμπαι ἐμεγάλωσαν ἀρκετά. Ἐμεγάλωσαν ὅμως καὶ τὰ φύλλα τῆς μορέας καὶ ἔγιναν σκληρά. Ἡ θεία μου τὰ ἔκοπτε τότε ψιλὰ – ψιλὰ καὶ αἱ κάμπαι τὰ ἔτρωγον ἀχόρταγα.
Εἶχον ἁπλωθῆ τώρα εἰς τέσσαρας καλαμωτάς, δηλαδὴ εἰς τέσσαρα κρεβάτια, τὰ ὁποῖα ἡ θεία μου εἶχε κατασκευάσει ἀπὸ καλάμια καὶ τὰ εἶχε στρώσει μὲ ἐφημερίδας.
῎Ερριπτε τὰ φύλλα εἰς τὴν μίαν καλαμωτὴν καὶ ἕως ὅτου νᾶ ρίψῃ εἰς τὴν τελευταία, τὰ φύλλα τῆς πρώτης εἶχον ἤδη φαγωθῆ. Καὶ ἤκουες ἕνα θόρυβον ἀδιάκοπον, ὅμοιον μὲ ἐκεῖνον τὸν ὁποῖον κάμνει ἡ βροχὴ ἐπάνω εἰς τὰ ξηρὰ φύλλα.
Εἰς τὸ τέλος τῆς ἑβδομάδος οἱ σκώληκες ἔμειναν ἀκίνητοι, ὡς νὰ εἶχον ἀσθενήσει.
–Βγάζουν τὸ ὑποκάμισόν των, μοῦ ἐξήγησεν ἡ θεία μου. Ὅσον μεγαλώνουν, τόσον αἰσθάνονται τὸν ἑαυτόν των στενοχωρημένον μέσα εἰς τὸ παλαιὸν ὑποκάμισον καὶ τὸ ἀλλάσσουν. Θ’ ἀλλάξουν τρεῖς φορὰς ἀκόμη. Ὕστερα θ’ ἀρχίσουν νὰ πλέκουν τὸ κουκούλι.
Ἔπειτα ἀπὸ τρεῖς ἑβδομάδας, ὅλη ἡ οἰκογένεια εὑρίσκετο εἰς κίνησιν. Καὶ ἐγὼ ἐβοήθουν ὅσον ἠδυνάμην. Αἱ καλαμωταὶ εἶχον γίνει ἕξ.
Ὁ θεῖος ἔκοπτεν ὁλοκλήρους κλάδους ἀπὸ τὴν μορέαν, ἡμεῖς οἱ μικροὶ τοὺς μετεφέρομεν καὶ ἡ θεία, ἀφοῦ ἔκοπτε τὰ φύλλα, τὰ ἔρριπτε τώρα ὁλόκληρα εἰς τὰς καλαμωτάς.
Κάθε σκώληξ εἶχε τὸ μέγεθος μικροῦ δακτύλου Ἤρχιζε νὰ τρώγῃ τὸ φύλλον ἀπὸ τὸ ἓν ἄκρον, τὸ ἔψαλίδιζε μὲ τὸ στόμα του γρήγορα καὶ ἀδιάκοπα καὶ μετ’ ὀλίγον ἀπέμενε μόνον ὁ μίσχος τοῦ φύλλου.
Αὐτὸ ἐγίνετο πέντε ἕως ἓξ φορὰς τὴν ἡμέραν.
Κάθε ἡμέραν ἀφῄρουν τὰς ἐφημερίδας καὶ τὰς ἀντικαθίστων μὲ ἄλλας καθαράς.
Οἱ μεταξοσκώληκες ἐξηκολούθησαν νὰ τρώγουν ἐπἵ ὀλίγας ἡμέρας. Τέλος ἐσταμάτησαν καὶ ἐσήκωναν ὑψηλὰ τὴν κεφαλήν των, ὡς νὰ ἐζήτουν κάτι.
–Θέλουν κλαδὶ νὰ πλέξουν κουκούλι, εἶπεν ἡ θεία μου.
Καὶ ἔστειλε τὸν ὑπηρέτη νὰ φέρῃ ρείκια καὶ θυμάρια ἀπὸ τὸ βουνόν. Κάθε ρίζαν τὴν περιέζωσεν ἡ θεία μου μὲ ἔνα σχοινάκι εἰς τὸ μέσον καὶ τὴν ἔδεσεν εἰς ξύλα, τὰ ὁποῖα ἔστησεν ἀπὸ τὰς καλαμωτὰς ἕως τὴν ὀροφήν.
–Κάθισε τώρα εἰς ἕνα κάθισμα, νὰ διασκεδάσῃς μοῦ εἶπε
Ἐκάθισα καὶ ἰδου τί εἶδον. Ὅσοι σκώληκες εἶχον χορτάσει ἐσκαρφάλωσαν εἰς τὰ κλαδιά. ᾽Επῆρε καθένας τὴν θέσιν του ἀνάμεσα εἰς τὰ κλωναράκια καὶ ἤρχισε νὰ κινῇ τὴν κεφαλήν του καὶ νὰ κάμνῃ κύκλους εἰς τὸν ἀέρα.
Ἐκοίταξα καλύτερα καὶ εἶδα πῶς ἔβγαζεν ἀπὸ τὸ στόμα του μίαν κλωστὴν καὶ τὴν ἔπλεκεν ὁλόγυρά του. Ἔπλεκε τὸν μετάξινόν του πέπλον καὶ ὁλοένα ἐτυλίσσετο μὲ αὐτόν.
Πρὸς τὸ βράδυ ἦτο ὁλόκληρος τυλιγμένος μέσα εἰς αὐτὸν τὸν πέπλον, ὡς μέσα εἰς ὁμίχλην. Μόλις τὸν διέκρινα. Τὴν ἄλλην ἡμέραν δὲν ἐφαίνετο πλέον καθόλου. Ἡ μέταξα τὸν εἶχε σκεπάσει ἐντελῶς. Ἁλλὰ ἐκεῖνος μέσα ὅλο καὶ ὕφαινε τὸ κουκούλι του.
Ἡ θεία μου ἐτρύγισε τὰ κουκούλια καὶ τὰ ἥπλωσεν εἰς τὸν ἥλιον.
—Ἄν τὰ ἀφήσω στὸν ἥσκιο, θὰ βγοῦν πεταλοῦδες, μοῦ εἶπε, καὶ οἱ ἔμποροι δὲν τὸ παίρνουν αὐτὸ τὸ κουκούλι. Θὰ ἀφήσω μερικά, διὰ νὰ ἰδῃς.
Ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα ἄφησεν εἰς τὴν σκιάν, ἐτρύπησαν μετὰ δέκα ἡμέρας τὸ ἓν ἄκρον καὶ ἐβγῆκαν πεταλοῦδες. Αἱ πεταλοῦδες ἐγέννησαν τὰ αὐγά των καὶ ἔπειτα ἡ μία μετὰ τὴν ἄλλην ἀπέθανον ὅλαι.
Μὲ τὴν ψαλίδα ἔκοψα ἕνα ἀπὸ τὰ κουκούλια, τὰ ὁποῖα ἡ θεία μου εἶχεν ἁπλωμένα εἰς τὸν ἥλιον διὰ τὸν ἔμπορον καὶ εἶδον μέσα τὴν χρυσαλλίδα νεκράν. Ἡ ζέστη τοῦ ἡλίου τὴν εἶχεν ἀποξηράνει.
Ὡς μοῦ εἶπεν ἡ θεία, εἰς τὰς περισσοτέρας οἰκίας τοῦ χωρίου ἔτρεφον μεταξοσκώληκα.
Κατὰ τὸν ᾽Ιούνιον ἦλθον οἱ ἔμποροι καὶ ἠγόρασαν τὸ κουκούλι. Μερικαὶ οἰκογένειαι ἐκέρδισαν καὶ δέκα χιλιάδας δραχμῶν, αἱ περισσότεραι πέντε ἕως ὀκτὼ χιλιάδας.
Ὅσα ἐτύχαινε νὰ βγάλουν πεταλοῦδες αἰ γυναῖκες τὰ ἔβραζον, τὰ ἔξαινον καὶ ὕστερα τὰ ἔγνεθον. Ἀπὸ τὰ νήματα αὐτὰ ὕφαινον σινδόνια καὶ μεταξωτὰ φορέματα.
Ὅσα ἐτύχαινε νὰ βγάλουν πεταλοῦδες αἰ γυναῖκες τὰ ἔβραζον, τὰ ἔξαινον καὶ ὕστερα τὰ ἔγνεθον. Ἀπὸ τὰ νήματα αὐτὰ ὕφαινον σινδόνια καὶ μεταξωτὰ φορέματα.
-Τὰ ἀποφάγια τοῦ μεταξοσκώληκος τί τὰ κάμνετε, ποῦ τὰ μαζεύετε; ἠρώτησα τὴν θείαν μου.
–Τρέφομε τὸν χειμῶνα τὰ μοσχάρια. Παχαίνουν μὲ αὐτὴν τὴν τροφὴν πολὺ καὶ τὰ ἀκριβοπουλοῦμε. Ἡ μουριά, βλέπεις, μᾶς δίδει πολλά. Τώρα τὰ φύλλα τὰ ἔφαγαν οἱ μεταξοσκώληκες.
Μετὰ ἕνα μῆνα θὰ φουντώσουν πάλιν καὶ θὰ θρέψωμε ἕνα – δυὸ ἀρνιὰ ἡ κάθε οἰκογένεια. Τὸ φθινόπωρον αἱ μορέαι θὰ εἶναι πάλιν γεμᾶται, τὰ φύλλα των θὰ τὰ μαζεύσωμε καὶ θὰ τὰ ξηράνωμε διὰ τὸν χειμῶνα. Ἰδοὺ πόσον χρήσιμος εἶναι ἡ μορέα..
ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟΝ Δ’ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ
Γ. ΜΕΓΑ, Κ. ΡΩΜΑΙΟΥ
Σ. ΔΟΥΦΕΞΗ, Θ. ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΥ
1959
Γ. ΜΕΓΑ, Κ. ΡΩΜΑΙΟΥ
Σ. ΔΟΥΦΕΞΗ, Θ. ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΥ
1959
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου