Η υπακοή ως οδός θεογνωσίας
Οντολογική συνάφεια υπακοής και θεολογίας
«…Ἡ ὁδός τῆς ὑπακοῆς πηγάζει ἀπό τό μυστήριο τῆς Ἁγίας
Τριάδος καί φανερώθηκε στόν κόσμο μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ «ἠγαπημένου Υἱοῦ» …Ὅλη
ἡ ἐπίγεια παρουσία τοῦ Χριστοῦ ὑπῆρξε ἕνα ὑπόδειγμα ὑπακοῆς… «…καταβέβηκα ἐκ
τοῦ οὐρανοῦ οὐχ ἵνα ποιῶ τό θέλημα τό ἐμόν, ἀλλά τό θέλημα τοῦ πέψαντός με». Ὁ
Χριστός ἐργάστηκε τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων μέ τήν ὑπακοή του στόν Πατέρα, «… γενόμενος
ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ».
…Ὁ σκοπός τῆς ὑπακοῆς περικλείεται στήν ἀναζήτηση «τῶν
ὁδῶν τοῦ Θείου Θελήματος», ὥστε νά γίνει τελικά ὁ Θεός «τά πάντα ἐν πᾶσι».
«Πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτούς ἐν τῷ ὀνόματί σου ὧ δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἕν καθώς ἡμεῖς…ἵνα πάντες ἕν ὦσι, καθώς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοί κἀγώ ἐν σοί, ἵνα καί αὐτοί ἐν ἡμῖν ἕν ὦσιν…καθώς ἡμεῖς ἕν ἐσμέν, ἐγώ ἐν αὐτοῖς καί σύ ἐν ἐμοί, ἵνα ὦσι τετελειωμένοι εἰς ἕν».
Στήν προοπτική αὐτή, ἡ ὑπακοή εἶναι ἕνα μυστήριο πού κατέχει μέγιστη σπουδαιότητα, ὄχι μόνο γιά τή ζωή κάθε χριστιανοῦ καί μοναχοῦ, ἀλλά καί γιά τή ζωή ὅλου τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας.
…Για τόν Γέροντα Σωφρόνιο ἡ ὑπακοή εἶναι «ἱερόν ἀπόρρητον»τό ὁποῖο ἀποκαλύπτεται μόνο διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀποτελεῖ πικρή διαπίστωση τό γεγονός ὅτι ἀπό τά πολλά μέλη τῆς Ἐκκλησίας λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι πού γνωρίζουν τά κρυμμένα πλούτη τῶν θεσμῶν της. Κατά κανόνα τό κυριότερο πρόσκομμα εἶναι ὁ πειρασμός τῆς «ἰδίας κρίσεως» καί τῆς αὐτάρκειας, πού πηγάζουν ἀπό τό πάθος τοῦ ἐγωισμοῦ.
Ἔπειτα ἀπό τήν πτώση τοῦ Ἀδάμ στήν πλάνη τῆς αὐτονομίας, ὁ ἄνθρωπος ζεῖ πλέον μέ τόν νοῦ του κατακερματισμένο καί τήν καρδιά του ὑποδουλωμένη σέ πλῆθος φθαρτῶν θελημάτων. Τά νοήματά του ὑπέστησαν μεγάλη φθορά, καί ὁ ἴδιος ἔγινε ὄχι ἁπλῶς «δίψυχος», ἀλλά «πολύψυχος» καί ὄντως «ἀκατάστατος ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ». Ὁ σκοπός τῆς ὑπακοῆς εἶναι νά ἀντιστρέψει τίς συνέπειες τῆς πτώσης καί νά χαρίσει στόν ἄνθρωπο «τήν εἰς Χριστόν ἁπλότητα», κάνοντάς τον «μονόψυχο», σταθερό καί ἀσάλευτα στερεωμένο στήν πέτρα τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ ὑπακοή εἶναι τό πιό δυνατό καί τό πλέον ἀποτελεσματικό ὅπλο πού χάρισε ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο γιά νά ἐξαγνίσει τόν νοῦ καί τήν καρδιά του ἀπό κάθε κίνηση ἐγωισμοῦ καί νά μάθει σταδιακά νά «αἰχμαλωτίζει πᾶν νόημα εἰς τήν ὑπακοήν τοῦ Χριστοῦ». Ὁ γενικότερος κανόνας ὡς πρός τή στάση κάθε πιστοῦ, ἀρχάριου καί μή, εἶναι τό «μή ἐμπιστεύου εἰς ἑαυτόν».
…Ὁ Θεός δέν ἔπλασε ἀφεντικά καί δούλους, ἀλλά πατέρες καί υἱούς, καί οἱ υἱοί μέ τή σειρά τους, ὅταν μαθαίνουν νά ἀνοίγουν τήν καρδιά τους στόν λόγο τοῦ Γέροντός τους, γίνονται κληρονόμοι τῆς πνευματικῆς παρακαταθήκης τῶν πνευματικῶν προγόνων τους. Ἡ ὑπακοή κατ’ ἀκρίβεια εἶναι πολύ μεγάλο προνόμιο, γιατί εἶναι ὁ πιό σύντομος δρόμος γιά νά βρεῖ ὁ ἄνθρωπος «πλοῦτον χάριτος» καί «περισσόν ζωῆς». Ὁ Γέροντας σφραγίζει τήν ἀλήθεια αὐτή μέ λόγους πού πιθανόν νά φαίνονται «σκληροί», ἀλλά ὄχι γιά ἐκείνους πού ἔχουν γευθεῖ τούς καρπούς τοῦ μυστήριου τῆς ὑπακοῆς:
«Ἐν τῷ ὠκεανῷ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ἡ γνήσια καί ἀμίαντος παράδοσις τοῦ Πνεύματος ρέει ὡς λεπτόν ρεῦμα καί ὅστις θέλει νά ἐμποτισθῇ ἐκ τούτου τοῦ λεπτοῦ ρεύματος ὀφείλει νά ἀποκοπῇ ἐκ τῆς ‘ἰδίας αὐτοῦ κρίσεως’…Οἱ ἔχοντες ἴδιον θέλημα καί ἴδιον νοῦν, ὅσον καί ἄν εἶναι πολυμαθεῖς καί εὐφυεῖς, καί ἐάν εἰσέτι φονεύσουν ἑαυτούς διά τῶν πλέον αὐστηρῶν ἀσκήσεων ἤ ἐργασιῶν πολυμαθείας θεολογικῆς, δέν θά ἐπιτύχουν νά περισυλλέξουν εἰ μή ψυχία πίπτοντα ἐκ τοῦ Θρόνου τοῦ Ἐλέους».
…Ἡ ἄσκηση τῆς ὑπακοῆς δέν ἀποσκοπεῖ στό νά «συντρίψει» τή φυσική θέληση κάθε χριστιανοῦ. Ὁ ἀληθινός σκοπός της εἶναι νά βοηθήσει τόν ἄνθρωπο νά ἀποβάλει τό ‘ἴδιον θέλημα’, τό ἐγωιστικό καί φίλαυτο φρόνημα, ὥστε νά οἰκειοποιηθεῖ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Κάθε θυσία στόν ἀγώνα τῆς τηρήσεως τοῦ Θείου θελήματος ἐξομοιώνει τόν ἄνθρωπο μέ τόν Χριστό…
Πολλοί περιγράφουν τήν ὑπακοή ὡς τήν πλέον θεάρεστη θυσία, γιατί ὁ ἄνθρωπος θυσιάζει τό θέλημά του, πού εἶναι ὅ,τι πολύτιμο ἔχει στή ζωή του. Κατ’ οὐσίαν ὅμως ἡ ὑπακοή εἶναι μεγάλο δῶρο, ἀφοῦ τό μόνο πού θυσιάζει ὁ ἄνθρωπος εἶναι τό ἐμπαθές καί ἐγωκεντρικό θέλημά του μαζί μέ τόν ἀσθενῆ καί πεπερασμένο νοῦ του. Μέ τήν πράξη αὐτή ἀνέρχεται στόν χῶρο τοῦ Θείου θελήματος καί ἔτσι γίνεται κοινωνός τῆς θείας ζωῆς. Ἡ πείρα τῆς ὑπακοῆς γίνεται τελικά πείρα «τῆς αὐθεντικῆς ἐν τῷ Θεῷ ἐλευθερίας». Ἐφόσον ὅμως ἡ ἀληθινή ἐλευθερία ὑπάρχει ἐκεῖ, «οὗ τό Πνεῦμα Κυρίου», ἕπεται ὅτι καί ὁ σκοπός τῆς ὑπακοῆς, ὅπως καί τῆς χριστιανικῆς ζωῆς γενικότερα, εἶναι ἡ ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐπομένως, δέν πρόκειται γιά θυσία ἀλλά γιά μεγάλη εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο.
Ὅλο τό πλήρωμα τῆς Θεογνωσίας εἶναι ἀποθησαυρισμένο στή χρυσή ἀλυσίδα τῆς πνευματικῆς παραδόσεως, πού συνεχίζεται ἀδιάκοπα στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Χριστοῦ ἔως σήμερα. Ὁ μόνος τρόπος γιά νά δεχθεῖ κάποιος τόν πλοῦτο τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι νά γίνει καί ὁ ἴδιος ἕνας ζωντανός κρίκος αὐτῆς τῆς ἀλυσίδας τῆς Ἱερῆς Παραδόσεως. Γι’ αὐτόν τόν σκοπό ὅμως, πρέπει νά προσέλθει στό μυστήριο τῆς ὑπακοῆς μέ συναίσθηση τῆς πνευματικῆς του πτωχείας καί τῆς ἀνάγκης του γιά θεραπεία, ἀφοῦ ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ «ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται». Ἀντιθέτως, ὅταν γίνεται «φρόνιμος παρ’ ἑαυτῷ», τότε ἀδυνατεῖ νά εἰσέλθει στό «μυστικό θησαυροφυλάκιο»τῆς χάριτος καί τῆς γνώσεως τῶν ὁδῶν τοῦ Κυρίου. Ἡ καθαρότητα τῆς παραδόσεως χάνεται ὅταν ὀ ἄνθρωπος παραμένει προσκολλημένος στήν «ἰδίαν κρίσιν»του, γιατί τότε, στήν ἀποκεκαλυμμένη θεία σοφία καί δικαιοσύνη, ἀντιτίθεται ἡ ἀνθρώπινη «σοφία»καί «δικαιοσύνη».
…Ἡ ὑπακοή εἶναι ὄντως ἕνα μεγάλο μυστήριο πού συνδέεται πολύ στενά μέ τό χάρισμα τῆς θεολογίας, δηλαδή τῆς θεολογίας μέ τήν ἔννοια τῆς πνευματικῆς κατάστασης καί ὄχι τῆς διανοητικῆς πολυμάθειας, γιατί κατά τόν Γέροντα ἡ τελευταῖα μπορεῖ νά ἀπέχει ἀπό τήν πραγματική ζωή ὅσο ἀπέχει ἡ γῆ ἀπό τόν οὐρανό…Στά συγγράμματά του τεκμηριώνει θεολογικά τή συνάφεια ὑπακοῆς καί θεολογίας, στηριζόμενος στό γεγονός τῆς Ὑποστατικῆς σαρκώσεως τοῦ Λόγου καί στή δυνατότητα πραγματώσεως τῆς ὑποστατικῆς ἀρχῆς στόν ἄνθρωπο διά τῆς ὑπακοῆς.
Ἡ ἀληθινή θεολογία ἀποτελεῖ καρπό τῆς θέωσης…κατά τή θέωση ἡ ζωή τοῦ Θεοῦ «ὑποστασιάζεται» στόν ἄνθρωπο…Ἑφόσον ὅμως ἡ ζωή τοῦ Θεοῦ φανερώθηκε στόν κόσμο μέ τήν ἄφατη καί «μέχρι θανάτου» ὑπακοή τοῦ Χριστοῦ, ἄρα καί γιά τόν ἄνθρωπο ἡ ὑπακοή εἶναι ἡ μόνη ὁδός, γιά νά μπορέσει κατά χάριν νά ὑποστασιάσει μέσα του τή θεία ζωή καί νά φτάσει στή θέωση…Ἀφοῦ λοιπόν ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ φανερώθηκε μέ «ὑποστατικό τρόπο», δηλαδή μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ, ἄρα καί ἡ πρόσληψη αὐτῆς τῆς ἀλήθειας συνδέεται μέ τήν ἀνάπτυξη τῆς ὑποστατικῆς ἀρχῆς στόν ἄνθρωπο…ἡ ὑπακοή εἶναι ἡ τελειότερη καί περιεκτικότερη ἔκφραση τῆς διπλῆς ἐντολῆς τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο.
…Ἀπό τά παραπάνω ἕπεται ὅτι ἡ συνάφεια θεολογίας καί ὑπακοῆς εἶναι ὀντολογικῆς φύσεως, ἐπειδή ἡ ὑπακοή εἶναι ἡ μόνη ὁδός γιά τήν τελείωση τῆς ὑποστατικῆς ἀρχῆς. Ὀ ἄνθρωπος πού ἀγνοεῖ τήν ὁδό τῆς ὑπακοῆς, ἀδυνατεῖ νά ἀφομοιώσει τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί τό μυστήριο τοῦ ἀνθρώπου. Ἐπομένως ἀδυνατεῖ νά προσλάβει καί τό πλήρωμα τῆς Θεογνωσίας καί τῆς ἐμπειρικῆς θεολογίας.
…Ἡ ὑπακοή στήν τελειότερη μορφή της εἶναι ἡ ἐνεργητική κίνηση τοῦ πνεύματος τοῦ ἀνθρώπου πού ἄγεται ἀπό τή μείζονα ἐντολή τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἔμπειρος ὑποτακτικός…σταδιακά μαθαίνει νά αἰσθάνεται καί νά ψηλαφεῖ τήν «ὑπόσταση» τοῦ ἄλλου προσώπου. Αὐτό ἀποτελεῖ σημεῖο ὅτι καί σέ αὐτόν τόν ἴδιο ἀναδεικνύεται ἡ ὑποστατική ἀρχή.
Ἡ πνευματική γνώση πού ἀποκτᾶται μέ τήν ταπεινή μαθητεία τῆς ὐπακοῆς, εἶναι εὐρύτερη ἀπό τή μελέτη καί τήν ἐξ ἀκοῆς διδασκαλία. Ὅσο μορφωμένος καί ἄν εἶναι ὁ ἄνθρωπος, χωρίς τήν καλλιέργεια τῆς εὐαγγελικῆς ὑπακοῆς δέν θά γνωρίσει ποτέ «τήν ὑπερβάλλουσαν τῆς γνώσεως ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ», γιατί ἡ θύρα τοῦ ἐσωτερικοῦ του κόσμου θά παραμένει πάντοτε «ἑρμητικῶς κεκλεισμένη». Ἑάν τό χάρισμα τῆς θεολογίας προϋποθέτει τόσο τήν «ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» πρόσληψη καί ἀφομοίωση τῆς Ἀποκάλυψης τοῦ Λόγου, ὅσο καί τή μετάδοση αὐτῆς τῆς γνώσεως, τότε τό μυστήριο τῆς ὑπακοῆς ἅπτεται καί τῶν δύο αὐτῶν πλευρῶν τῆς θεολογίας, γιατί διευρύνει ἀπροσμέτρητα τίς γνωστικές δυνατότητες τοῦ ἀνθρώπου.
…Ἀπό ὅλες τίς «γνωστικές» ὁδούς καμία δέν παρέχει τέτοιο βάθος ἀνθρωπολογικῆς γνώσεως, ὅσο ἡ ὁδός τῆς ὑπακοῆς, γιατί μόνο αὐτή μπορεῖ νά φανερώσει τόν ἀληθινό ἄνθρωπο, ὅπως τόν συνέλαβε ὁ δημιουργικός Νοῦς τοῦ Θεοῦ «πρό καταβολῆς κόσμου».Ὅσο ὀ ἄνθρωπος παραμένει «ἀδόκιμος» τοῦ μυστηρίου τῆς ὑπακοῆς, τόσο ἀπομονώνεται στά δεσμά τῆς ἐγωϊστικῆς ἀτομικότητάς του, ἀδυνατώντας νά δεχθεῖ τήν Ἀποκάλυψη Ἐκείνου πού ἔγινε «ὑπήκοος μέχρι θανάτου».Ἡ ἀρχή τῆς ὑποστάσεως τελειώνεται μέ τήν ὑπάκοή σέ ἕνα ἄλλο ἀληθινό πρόσωπο· αὐτό τοῦ πνευματικοῦ καί κατ’ ἐπέκτασιν πρός τό πρόσωπο κάθε ἀδελφοῦ. Ἐκεῖνος πού ὑποτάσσεται μαθαίνει νά δέχεται μέσα του τή ζωή τοῦ ἄλλου, ἕως ὅτου γίνει ἱκανός νά δεχθεῖ κατά χάριν καί τό πλήρωμα τῆς ζωῆς του «κατ’ ἔξοχήν Ἄλλου» πού εἶναι ὁ Χριστός.
Ὁ ἀληθινός ὑποτακτικός γνωρίζει ὑπαρξιακά τό μυστήριο τοῦ «πλατυσμοῦ τῆς καρδιᾶς». Δεχόμενος μέσα του τίς σκέψεις καί τό θέλημα τῶν ἄλλων προσώπων, μαθαίνει ταυτόχρονα νά θεωρεῖ καί τά προσωπικά του βιώματα ὡς ἀποκάλυψη τοῦ τί συμβαίνει σέ κάθε ἄνθρωπο στόν κόσμο. Ἔτσι, ἡ ὑπακοή ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο σέ ἕναν «ὑποστατικό τρόπο ὑπάρξεως».
«Ἐν τῇ ψυχῇ τοῦ ὑποτακτικοῦ ἀναπτύσσεται ἡ χριστιανική συμπάθεια πρός ὅλην τήν ἀνθρωπότητα καί ἡ προσευχή αὐτοῦ γίνεται φορεύς ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου, τουτέστιν ‘ὑποστατική’, καθ’ ὁμοίωσιν τῆς προσευχῆς τοῦ Χριστοῦ ἐν Γεθσημανῇ. Δι’ αὐτῆς τῆς προσευχῆς ὁ ὑποτακτικός αἰσθάνεται τήν ἑνότητα αὐτοῦ μεθ’ ὄλης τῆς ἀνθρωπότητος, καί ἡ ἀγάπη πρός τόν πλησίον, ἤτοι πρός πάντα ἄνθρωπον, ἀποβαίνει φυσικόν τι».
Στήν τελειότητά της, ἡ ὑπακοή ἐκφράζει τήν κατάσταση κατά τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος καθιστᾶ «ὅλον τόν Ἀδάμ» περιεχόμενο τῆς ὑποστάσεώς του. Ἡ μεσιτεία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ γιά ὅλον τόν κόσμο καί ἡ συμμετοχή στή Γεθσημάνεια προσευχή τοῦ Χριστοῦ, ἀποτελοῦν ἀδιαμφισβήτητες ἐνδείξεις πραγματώσεως τῆς ὑποστατικῆς ἀρχῆς. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο, τό μυστήριο τῆς ὑπακοῆς ἀπεργάζεται τόν ἄνθρωπο φορέα ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος…Εἶναι πολύ χαρακτηριστική ἡ μαρτυρία τοῦ ὁσίου Σιλουανοῦ, ἀναφορικά μέ τή σχέση ὑπακοῆς καί προσευχῆς γιά ὅλον τόν κόσμο.
Ὁ «ὑποστατικός τρόπος ὑπάρξεως» ἀποτελεῖ πολύτιμο χάρισμα γιά τή διδασκαλία καί τή μετάδοση τῆς θεολογίας…Ἡ ὑποστατική προσευχή καί ἡ ἀγάπη πρός τόν πλησίον ἔχουν τό ἰδιαίτερο ἰδίωμα νά πληροφοροῦν καί νά πείθουν τίς καρδιές «τῶν ἀκουόντων». Ὅταν στήν καρδιά τοῦ διδασκάλου-θεολόγου ἐνεργεῖται αὐτή ἡ ὑποστατική προσευχή γιά ὅλον τόν Ἀδάμ, τότε οἱ λόγοι του εἶναι φορτωμένοι μέ χάρη καί ἐπιφέρουν ἀγαθή ἀλλοίωση στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ὑψηλή παιδεία τῆς ὑπακοῆς ἀναπτύσσει στόν ἄνθρωπο τήν ἱκανότητα νά «ψηλαφίζει» τόν ἐσωτερικό κόσμο τῶν ἀδελφῶν του καί νά τούς μεταδίδει τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ μέ λόγους καί τρόπους πού ἀνταποκρίνονται στήν κατάστασή τους. Τό σημαντικότερο ὅμως εἶναι ἡ Χριστομίμητη προσευχή, πού ἐνεργεῖται ἐκ τῶν προτέρων καί πού μεταδίδει ἀκαταμάχητη αἴσθηση Θεοῦ. Τότε καί τό κήρυγμα γίνεται ὄχι μέ «πειστικά» ἀνθρώπινα λόγια , ἀλλά «ἐν ἀποδείξει Πνεύματος καί δυνάμεως». Ἡ παιδεία τῆς ὑπακοῆς «ἀνοίγει τά ὦτα»τοῦ ἀνθρώπου γιά νά μπορεῖ νά προσλάβει τήν Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ καί τοῦ χαρίζει «γλῶσσαν παιδείας» γιά νά μπορεῖ νά μεταδώσει τή γνώση τοῦ μυστηρίου τοῦ Θεοῦ στούς ἀδελφούς του.
…Ἡ κάθαρση τοῦ νοῦ ἀπό τούς ἐμπαθεῖς λογισμούς καί ἡ ἕνωσή του μέ τήν καρδιά, πού ἐπιτελεῖται μέ τό πνευματικό πένθος καί τήν ὑπακοή, θέτει τά πιό βαθειά καί ἀσάλευτα θεμέλια γιά τήν αὐθεντική θεολογία.
…Στόν βαθμό πού ἡ ὑπακοή βιώνεται ὡς «μυστήριον ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ», οἱ σχέσεις Γέροντος καί ὑποτακτικοῦ φέρουν ἱερό χαρακτήρα. Γιά τόν φιλότιμο ὑποτακτικό ἡ αἰωνιότητα γίνεται ἁπτή πραγματικότητα ἤδη ἀπό αὐτή τή ζωή, ἀφοῦ φέρει μέσα του ζωντανή αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τό Ὁποῖο τοῦ μεταδίδει πληροφορία ὅτι ἤδη «μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν».
…ἡ «σταύρωση» τοῦ νοῦ διά τῆς ὑπακοῆς ἔχει καίρια σημασία, γιά νά μπορέσει ὁ ἄνθρωπος νά προσλάβει τή θεολογία ὡς κατάσταση τοῦ πνεύματός του…Κατανοώντας τήν ἀληθινή θεολογία ὡς καρπό θεοπτίας, ὁ Γέροντας τονίζει ὅτι ἡ ὁδός πρός αὐτή τήν κατάσταση δέν εἶναι ἠ διανόηση ἀλλά ἡ παράσταση ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ «ἐν καθαρῷ νοΐ». Αὐτή δίδεται , ὅταν ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται σέ ἔσχατη ἔνταση μετανοίας…Τότε, ὀ ἄνθρωπος «ζεῖ» τόν Θεό ὄχι ὡς «ἀντικείμενο»γνώσεως, ἀλλά «ὡς τήν ἑαυτοῦ ζωήν»· ἡ ἐνέργεια τῆς ἀΐδιας θείας ζωῆς διαπερνᾶ τήν καρδιά, τόν νοῦ καί τό σῶμα, καί ὁ «ὅλος ἄνθρωπος»γνωρίζει ὑπαρξιακά τόν Θεό στήν ἐνεργητική Του μορφή.
Παρ’ ὄλα αὐτά ὅμως, ἀκόμη καί σέ αὐτό τό στάδιο ἡ ταπεινή ἀναφορά τῆς ὑπακοῆς ἀποβαίνει ἀσφαλιστικός γνώμονας, πού παρέχει πνευματική σταθερότητα…Τό ὁποιοδήποτε προφητικό χάρισμα πρέπει νά τίθεται στήν κρίση ἄλλων προσώπων κατάλληλων πρός αὐτόν τόν σκοπό. Ἡ συμμαρτυρία τῶν Πατέρων καί τῶν πνευματικῶν τῆς Ἐκκλησίας ἐπιβεβαιώνει ὅτι τό χάρισμα δέν εἶναι ἕνα αὐτονομημένο γεγονός τῆς ἀτομικότητάς του, ἀλλά ὅτι «περικλείεται εἰς τό καθολικόν εἶναι, τό κατ’ εἰκόνα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐμπιστοσύνη στά προσωπικά βιώματα ἀνέχει μεγάλο κίνδυνο, ἰδιαίτερα ὄταν ὁ ἄνθρωπος ἐξουσιάζεται ἀκόμη ἀπό τά πάθη.
…Ἡ σταύρωση τοῦ νοῦ διά τῆς ὐπακοῆς δίνει στόν ἄνθρωπο τή δυνατότητα νά διδαχθεῖ διά τῆς χάριτος στήν καρδιά του τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Μέ τήν ἐκκοπή τοῦ θελήματος καί τήν παράδοση τοῦ νοῦ στό μυστήριο τῆς ὑπακοῆς τά φυσικά χαρίσματα τοῦ ἀνθρώπου «περικλείονται»στά ὑπερφυσικά χαρίσματα τοῦ Θεοῦ. Κατά τό μέτρο τῆς ἐκκοπῆς τῆς «ἰδίας κρίσεως» ἐνεργεῖται καί ὁ ἐμπλουτισμός μέ τή θεία Χάρη. Τότε ἐκεῖνο πού ἔμοιαζε μέ ἀχρήστευση τῶν χαρισμάτων τοῦ ἀνθρώπου τελικά «ποιεῖ καρπόν ἑκατονταπλασίονα». Ἐγκαταλείποντας πάντα «τά ὑπάρχοντά ἑαυτοῦ», ὁ ἄνθρωπος δέχεται ἀπό τόν Θεό τήν δωρεά τῆς αἰώνιας πνευματικῆς ἀγάπης πρός τούς πάντες καί τά πάντα· γίνεται κάτοχος ἀσύγκριτα μεγάλων θησαυρῶν, ἀληθινῶν καί ἄφθαρτων, «ὡς μηδέν ἔχων καί τά πάντα κατέχων». Δίνοντας ὅλον τόν χῶρο τῆς καρδιᾶς στόν Χριστό διά τῆς ὑπακοῆς, ξεπερνᾶ τά φτωχά μέτρα τῆς φθαρτῆς φύσεώς του· ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ «ἐνοικεῖ πλουσίως»μέσα του καί γίνεται πλέον «διδακτός Θεοῦ». Ἐγκαταλείποντας τούς «θησαυρούς τῆς Αἰγύπτου», δηλαδή τό πνεῦμα καί τή σοφία αὐτοῦ τοῦ κόσμου, καί βαστάζοντας τόν ὀνειδισμό τοῦ Χριστοῦ μέ τή μωρία τῆς ὑπακοῆς, ἀξιώνεται νά λάβει «μείζονα πλοῦτον». Ἡ θεία χάρη τοῦ μεταδίδει τή σοφία τοῦ μέλλοντος αἰώνος, πού δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τή σοφία τῆς ἀπερίγραπτης ταπείνωσης καί ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ.
…Χωρίς τό κενωτικό φρόνημα, πού καλλιεργεῖται στήν ὑπακοή, ὁ ἄνθρωπος ἀδυνατεῖ νά ἐμβαθύνει στό μυστήριο τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἐάν ἡ πράξη τῆς ὑπακοῆς θεωρηθεῖ ὡς ἐκούσια συσταύρωση μέ τόν σαρκωθέντα Θεό-Λόγο, τότε γίνεται αἰτία γιά νά λάβει ὁ ἄνθρωπος χάρη πού τόν ἐξομοιώνει μέ τόν Θεάνθρωπο Χριστό. Στήν κατάσταση αὐτή, τό χάρισμα τῆς ὑπακοῆς περικλείει μέσα του «ζωηφόρο θεολογία», τήν ὁποία ὁ Γέροντας κατανοεῖ ὡς καρπό «τῆς ἀληθοῦς διαμονῆς ἐν τῷ Φωτί τῆς ἀγάπης». »
«Πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτούς ἐν τῷ ὀνόματί σου ὧ δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἕν καθώς ἡμεῖς…ἵνα πάντες ἕν ὦσι, καθώς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοί κἀγώ ἐν σοί, ἵνα καί αὐτοί ἐν ἡμῖν ἕν ὦσιν…καθώς ἡμεῖς ἕν ἐσμέν, ἐγώ ἐν αὐτοῖς καί σύ ἐν ἐμοί, ἵνα ὦσι τετελειωμένοι εἰς ἕν».
Στήν προοπτική αὐτή, ἡ ὑπακοή εἶναι ἕνα μυστήριο πού κατέχει μέγιστη σπουδαιότητα, ὄχι μόνο γιά τή ζωή κάθε χριστιανοῦ καί μοναχοῦ, ἀλλά καί γιά τή ζωή ὅλου τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας.
…Για τόν Γέροντα Σωφρόνιο ἡ ὑπακοή εἶναι «ἱερόν ἀπόρρητον»τό ὁποῖο ἀποκαλύπτεται μόνο διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀποτελεῖ πικρή διαπίστωση τό γεγονός ὅτι ἀπό τά πολλά μέλη τῆς Ἐκκλησίας λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι πού γνωρίζουν τά κρυμμένα πλούτη τῶν θεσμῶν της. Κατά κανόνα τό κυριότερο πρόσκομμα εἶναι ὁ πειρασμός τῆς «ἰδίας κρίσεως» καί τῆς αὐτάρκειας, πού πηγάζουν ἀπό τό πάθος τοῦ ἐγωισμοῦ.
Ἔπειτα ἀπό τήν πτώση τοῦ Ἀδάμ στήν πλάνη τῆς αὐτονομίας, ὁ ἄνθρωπος ζεῖ πλέον μέ τόν νοῦ του κατακερματισμένο καί τήν καρδιά του ὑποδουλωμένη σέ πλῆθος φθαρτῶν θελημάτων. Τά νοήματά του ὑπέστησαν μεγάλη φθορά, καί ὁ ἴδιος ἔγινε ὄχι ἁπλῶς «δίψυχος», ἀλλά «πολύψυχος» καί ὄντως «ἀκατάστατος ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ». Ὁ σκοπός τῆς ὑπακοῆς εἶναι νά ἀντιστρέψει τίς συνέπειες τῆς πτώσης καί νά χαρίσει στόν ἄνθρωπο «τήν εἰς Χριστόν ἁπλότητα», κάνοντάς τον «μονόψυχο», σταθερό καί ἀσάλευτα στερεωμένο στήν πέτρα τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ ὑπακοή εἶναι τό πιό δυνατό καί τό πλέον ἀποτελεσματικό ὅπλο πού χάρισε ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο γιά νά ἐξαγνίσει τόν νοῦ καί τήν καρδιά του ἀπό κάθε κίνηση ἐγωισμοῦ καί νά μάθει σταδιακά νά «αἰχμαλωτίζει πᾶν νόημα εἰς τήν ὑπακοήν τοῦ Χριστοῦ». Ὁ γενικότερος κανόνας ὡς πρός τή στάση κάθε πιστοῦ, ἀρχάριου καί μή, εἶναι τό «μή ἐμπιστεύου εἰς ἑαυτόν».
…Ὁ Θεός δέν ἔπλασε ἀφεντικά καί δούλους, ἀλλά πατέρες καί υἱούς, καί οἱ υἱοί μέ τή σειρά τους, ὅταν μαθαίνουν νά ἀνοίγουν τήν καρδιά τους στόν λόγο τοῦ Γέροντός τους, γίνονται κληρονόμοι τῆς πνευματικῆς παρακαταθήκης τῶν πνευματικῶν προγόνων τους. Ἡ ὑπακοή κατ’ ἀκρίβεια εἶναι πολύ μεγάλο προνόμιο, γιατί εἶναι ὁ πιό σύντομος δρόμος γιά νά βρεῖ ὁ ἄνθρωπος «πλοῦτον χάριτος» καί «περισσόν ζωῆς». Ὁ Γέροντας σφραγίζει τήν ἀλήθεια αὐτή μέ λόγους πού πιθανόν νά φαίνονται «σκληροί», ἀλλά ὄχι γιά ἐκείνους πού ἔχουν γευθεῖ τούς καρπούς τοῦ μυστήριου τῆς ὑπακοῆς:
«Ἐν τῷ ὠκεανῷ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ἡ γνήσια καί ἀμίαντος παράδοσις τοῦ Πνεύματος ρέει ὡς λεπτόν ρεῦμα καί ὅστις θέλει νά ἐμποτισθῇ ἐκ τούτου τοῦ λεπτοῦ ρεύματος ὀφείλει νά ἀποκοπῇ ἐκ τῆς ‘ἰδίας αὐτοῦ κρίσεως’…Οἱ ἔχοντες ἴδιον θέλημα καί ἴδιον νοῦν, ὅσον καί ἄν εἶναι πολυμαθεῖς καί εὐφυεῖς, καί ἐάν εἰσέτι φονεύσουν ἑαυτούς διά τῶν πλέον αὐστηρῶν ἀσκήσεων ἤ ἐργασιῶν πολυμαθείας θεολογικῆς, δέν θά ἐπιτύχουν νά περισυλλέξουν εἰ μή ψυχία πίπτοντα ἐκ τοῦ Θρόνου τοῦ Ἐλέους».
…Ἡ ἄσκηση τῆς ὑπακοῆς δέν ἀποσκοπεῖ στό νά «συντρίψει» τή φυσική θέληση κάθε χριστιανοῦ. Ὁ ἀληθινός σκοπός της εἶναι νά βοηθήσει τόν ἄνθρωπο νά ἀποβάλει τό ‘ἴδιον θέλημα’, τό ἐγωιστικό καί φίλαυτο φρόνημα, ὥστε νά οἰκειοποιηθεῖ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Κάθε θυσία στόν ἀγώνα τῆς τηρήσεως τοῦ Θείου θελήματος ἐξομοιώνει τόν ἄνθρωπο μέ τόν Χριστό…
Πολλοί περιγράφουν τήν ὑπακοή ὡς τήν πλέον θεάρεστη θυσία, γιατί ὁ ἄνθρωπος θυσιάζει τό θέλημά του, πού εἶναι ὅ,τι πολύτιμο ἔχει στή ζωή του. Κατ’ οὐσίαν ὅμως ἡ ὑπακοή εἶναι μεγάλο δῶρο, ἀφοῦ τό μόνο πού θυσιάζει ὁ ἄνθρωπος εἶναι τό ἐμπαθές καί ἐγωκεντρικό θέλημά του μαζί μέ τόν ἀσθενῆ καί πεπερασμένο νοῦ του. Μέ τήν πράξη αὐτή ἀνέρχεται στόν χῶρο τοῦ Θείου θελήματος καί ἔτσι γίνεται κοινωνός τῆς θείας ζωῆς. Ἡ πείρα τῆς ὑπακοῆς γίνεται τελικά πείρα «τῆς αὐθεντικῆς ἐν τῷ Θεῷ ἐλευθερίας». Ἐφόσον ὅμως ἡ ἀληθινή ἐλευθερία ὑπάρχει ἐκεῖ, «οὗ τό Πνεῦμα Κυρίου», ἕπεται ὅτι καί ὁ σκοπός τῆς ὑπακοῆς, ὅπως καί τῆς χριστιανικῆς ζωῆς γενικότερα, εἶναι ἡ ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐπομένως, δέν πρόκειται γιά θυσία ἀλλά γιά μεγάλη εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο.
Ὅλο τό πλήρωμα τῆς Θεογνωσίας εἶναι ἀποθησαυρισμένο στή χρυσή ἀλυσίδα τῆς πνευματικῆς παραδόσεως, πού συνεχίζεται ἀδιάκοπα στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Χριστοῦ ἔως σήμερα. Ὁ μόνος τρόπος γιά νά δεχθεῖ κάποιος τόν πλοῦτο τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι νά γίνει καί ὁ ἴδιος ἕνας ζωντανός κρίκος αὐτῆς τῆς ἀλυσίδας τῆς Ἱερῆς Παραδόσεως. Γι’ αὐτόν τόν σκοπό ὅμως, πρέπει νά προσέλθει στό μυστήριο τῆς ὑπακοῆς μέ συναίσθηση τῆς πνευματικῆς του πτωχείας καί τῆς ἀνάγκης του γιά θεραπεία, ἀφοῦ ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ «ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται». Ἀντιθέτως, ὅταν γίνεται «φρόνιμος παρ’ ἑαυτῷ», τότε ἀδυνατεῖ νά εἰσέλθει στό «μυστικό θησαυροφυλάκιο»τῆς χάριτος καί τῆς γνώσεως τῶν ὁδῶν τοῦ Κυρίου. Ἡ καθαρότητα τῆς παραδόσεως χάνεται ὅταν ὀ ἄνθρωπος παραμένει προσκολλημένος στήν «ἰδίαν κρίσιν»του, γιατί τότε, στήν ἀποκεκαλυμμένη θεία σοφία καί δικαιοσύνη, ἀντιτίθεται ἡ ἀνθρώπινη «σοφία»καί «δικαιοσύνη».
…Ἡ ὑπακοή εἶναι ὄντως ἕνα μεγάλο μυστήριο πού συνδέεται πολύ στενά μέ τό χάρισμα τῆς θεολογίας, δηλαδή τῆς θεολογίας μέ τήν ἔννοια τῆς πνευματικῆς κατάστασης καί ὄχι τῆς διανοητικῆς πολυμάθειας, γιατί κατά τόν Γέροντα ἡ τελευταῖα μπορεῖ νά ἀπέχει ἀπό τήν πραγματική ζωή ὅσο ἀπέχει ἡ γῆ ἀπό τόν οὐρανό…Στά συγγράμματά του τεκμηριώνει θεολογικά τή συνάφεια ὑπακοῆς καί θεολογίας, στηριζόμενος στό γεγονός τῆς Ὑποστατικῆς σαρκώσεως τοῦ Λόγου καί στή δυνατότητα πραγματώσεως τῆς ὑποστατικῆς ἀρχῆς στόν ἄνθρωπο διά τῆς ὑπακοῆς.
Ἡ ἀληθινή θεολογία ἀποτελεῖ καρπό τῆς θέωσης…κατά τή θέωση ἡ ζωή τοῦ Θεοῦ «ὑποστασιάζεται» στόν ἄνθρωπο…Ἑφόσον ὅμως ἡ ζωή τοῦ Θεοῦ φανερώθηκε στόν κόσμο μέ τήν ἄφατη καί «μέχρι θανάτου» ὑπακοή τοῦ Χριστοῦ, ἄρα καί γιά τόν ἄνθρωπο ἡ ὑπακοή εἶναι ἡ μόνη ὁδός, γιά νά μπορέσει κατά χάριν νά ὑποστασιάσει μέσα του τή θεία ζωή καί νά φτάσει στή θέωση…Ἀφοῦ λοιπόν ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ φανερώθηκε μέ «ὑποστατικό τρόπο», δηλαδή μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ, ἄρα καί ἡ πρόσληψη αὐτῆς τῆς ἀλήθειας συνδέεται μέ τήν ἀνάπτυξη τῆς ὑποστατικῆς ἀρχῆς στόν ἄνθρωπο…ἡ ὑπακοή εἶναι ἡ τελειότερη καί περιεκτικότερη ἔκφραση τῆς διπλῆς ἐντολῆς τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο.
…Ἀπό τά παραπάνω ἕπεται ὅτι ἡ συνάφεια θεολογίας καί ὑπακοῆς εἶναι ὀντολογικῆς φύσεως, ἐπειδή ἡ ὑπακοή εἶναι ἡ μόνη ὁδός γιά τήν τελείωση τῆς ὑποστατικῆς ἀρχῆς. Ὀ ἄνθρωπος πού ἀγνοεῖ τήν ὁδό τῆς ὑπακοῆς, ἀδυνατεῖ νά ἀφομοιώσει τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί τό μυστήριο τοῦ ἀνθρώπου. Ἐπομένως ἀδυνατεῖ νά προσλάβει καί τό πλήρωμα τῆς Θεογνωσίας καί τῆς ἐμπειρικῆς θεολογίας.
…Ἡ ὑπακοή στήν τελειότερη μορφή της εἶναι ἡ ἐνεργητική κίνηση τοῦ πνεύματος τοῦ ἀνθρώπου πού ἄγεται ἀπό τή μείζονα ἐντολή τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἔμπειρος ὑποτακτικός…σταδιακά μαθαίνει νά αἰσθάνεται καί νά ψηλαφεῖ τήν «ὑπόσταση» τοῦ ἄλλου προσώπου. Αὐτό ἀποτελεῖ σημεῖο ὅτι καί σέ αὐτόν τόν ἴδιο ἀναδεικνύεται ἡ ὑποστατική ἀρχή.
Ἡ πνευματική γνώση πού ἀποκτᾶται μέ τήν ταπεινή μαθητεία τῆς ὐπακοῆς, εἶναι εὐρύτερη ἀπό τή μελέτη καί τήν ἐξ ἀκοῆς διδασκαλία. Ὅσο μορφωμένος καί ἄν εἶναι ὁ ἄνθρωπος, χωρίς τήν καλλιέργεια τῆς εὐαγγελικῆς ὑπακοῆς δέν θά γνωρίσει ποτέ «τήν ὑπερβάλλουσαν τῆς γνώσεως ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ», γιατί ἡ θύρα τοῦ ἐσωτερικοῦ του κόσμου θά παραμένει πάντοτε «ἑρμητικῶς κεκλεισμένη». Ἑάν τό χάρισμα τῆς θεολογίας προϋποθέτει τόσο τήν «ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» πρόσληψη καί ἀφομοίωση τῆς Ἀποκάλυψης τοῦ Λόγου, ὅσο καί τή μετάδοση αὐτῆς τῆς γνώσεως, τότε τό μυστήριο τῆς ὑπακοῆς ἅπτεται καί τῶν δύο αὐτῶν πλευρῶν τῆς θεολογίας, γιατί διευρύνει ἀπροσμέτρητα τίς γνωστικές δυνατότητες τοῦ ἀνθρώπου.
…Ἀπό ὅλες τίς «γνωστικές» ὁδούς καμία δέν παρέχει τέτοιο βάθος ἀνθρωπολογικῆς γνώσεως, ὅσο ἡ ὁδός τῆς ὑπακοῆς, γιατί μόνο αὐτή μπορεῖ νά φανερώσει τόν ἀληθινό ἄνθρωπο, ὅπως τόν συνέλαβε ὁ δημιουργικός Νοῦς τοῦ Θεοῦ «πρό καταβολῆς κόσμου».Ὅσο ὀ ἄνθρωπος παραμένει «ἀδόκιμος» τοῦ μυστηρίου τῆς ὑπακοῆς, τόσο ἀπομονώνεται στά δεσμά τῆς ἐγωϊστικῆς ἀτομικότητάς του, ἀδυνατώντας νά δεχθεῖ τήν Ἀποκάλυψη Ἐκείνου πού ἔγινε «ὑπήκοος μέχρι θανάτου».Ἡ ἀρχή τῆς ὑποστάσεως τελειώνεται μέ τήν ὑπάκοή σέ ἕνα ἄλλο ἀληθινό πρόσωπο· αὐτό τοῦ πνευματικοῦ καί κατ’ ἐπέκτασιν πρός τό πρόσωπο κάθε ἀδελφοῦ. Ἐκεῖνος πού ὑποτάσσεται μαθαίνει νά δέχεται μέσα του τή ζωή τοῦ ἄλλου, ἕως ὅτου γίνει ἱκανός νά δεχθεῖ κατά χάριν καί τό πλήρωμα τῆς ζωῆς του «κατ’ ἔξοχήν Ἄλλου» πού εἶναι ὁ Χριστός.
Ὁ ἀληθινός ὑποτακτικός γνωρίζει ὑπαρξιακά τό μυστήριο τοῦ «πλατυσμοῦ τῆς καρδιᾶς». Δεχόμενος μέσα του τίς σκέψεις καί τό θέλημα τῶν ἄλλων προσώπων, μαθαίνει ταυτόχρονα νά θεωρεῖ καί τά προσωπικά του βιώματα ὡς ἀποκάλυψη τοῦ τί συμβαίνει σέ κάθε ἄνθρωπο στόν κόσμο. Ἔτσι, ἡ ὑπακοή ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο σέ ἕναν «ὑποστατικό τρόπο ὑπάρξεως».
«Ἐν τῇ ψυχῇ τοῦ ὑποτακτικοῦ ἀναπτύσσεται ἡ χριστιανική συμπάθεια πρός ὅλην τήν ἀνθρωπότητα καί ἡ προσευχή αὐτοῦ γίνεται φορεύς ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου, τουτέστιν ‘ὑποστατική’, καθ’ ὁμοίωσιν τῆς προσευχῆς τοῦ Χριστοῦ ἐν Γεθσημανῇ. Δι’ αὐτῆς τῆς προσευχῆς ὁ ὑποτακτικός αἰσθάνεται τήν ἑνότητα αὐτοῦ μεθ’ ὄλης τῆς ἀνθρωπότητος, καί ἡ ἀγάπη πρός τόν πλησίον, ἤτοι πρός πάντα ἄνθρωπον, ἀποβαίνει φυσικόν τι».
Στήν τελειότητά της, ἡ ὑπακοή ἐκφράζει τήν κατάσταση κατά τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος καθιστᾶ «ὅλον τόν Ἀδάμ» περιεχόμενο τῆς ὑποστάσεώς του. Ἡ μεσιτεία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ γιά ὅλον τόν κόσμο καί ἡ συμμετοχή στή Γεθσημάνεια προσευχή τοῦ Χριστοῦ, ἀποτελοῦν ἀδιαμφισβήτητες ἐνδείξεις πραγματώσεως τῆς ὑποστατικῆς ἀρχῆς. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο, τό μυστήριο τῆς ὑπακοῆς ἀπεργάζεται τόν ἄνθρωπο φορέα ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος…Εἶναι πολύ χαρακτηριστική ἡ μαρτυρία τοῦ ὁσίου Σιλουανοῦ, ἀναφορικά μέ τή σχέση ὑπακοῆς καί προσευχῆς γιά ὅλον τόν κόσμο.
Ὁ «ὑποστατικός τρόπος ὑπάρξεως» ἀποτελεῖ πολύτιμο χάρισμα γιά τή διδασκαλία καί τή μετάδοση τῆς θεολογίας…Ἡ ὑποστατική προσευχή καί ἡ ἀγάπη πρός τόν πλησίον ἔχουν τό ἰδιαίτερο ἰδίωμα νά πληροφοροῦν καί νά πείθουν τίς καρδιές «τῶν ἀκουόντων». Ὅταν στήν καρδιά τοῦ διδασκάλου-θεολόγου ἐνεργεῖται αὐτή ἡ ὑποστατική προσευχή γιά ὅλον τόν Ἀδάμ, τότε οἱ λόγοι του εἶναι φορτωμένοι μέ χάρη καί ἐπιφέρουν ἀγαθή ἀλλοίωση στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ὑψηλή παιδεία τῆς ὑπακοῆς ἀναπτύσσει στόν ἄνθρωπο τήν ἱκανότητα νά «ψηλαφίζει» τόν ἐσωτερικό κόσμο τῶν ἀδελφῶν του καί νά τούς μεταδίδει τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ μέ λόγους καί τρόπους πού ἀνταποκρίνονται στήν κατάστασή τους. Τό σημαντικότερο ὅμως εἶναι ἡ Χριστομίμητη προσευχή, πού ἐνεργεῖται ἐκ τῶν προτέρων καί πού μεταδίδει ἀκαταμάχητη αἴσθηση Θεοῦ. Τότε καί τό κήρυγμα γίνεται ὄχι μέ «πειστικά» ἀνθρώπινα λόγια , ἀλλά «ἐν ἀποδείξει Πνεύματος καί δυνάμεως». Ἡ παιδεία τῆς ὑπακοῆς «ἀνοίγει τά ὦτα»τοῦ ἀνθρώπου γιά νά μπορεῖ νά προσλάβει τήν Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ καί τοῦ χαρίζει «γλῶσσαν παιδείας» γιά νά μπορεῖ νά μεταδώσει τή γνώση τοῦ μυστηρίου τοῦ Θεοῦ στούς ἀδελφούς του.
…Ἡ κάθαρση τοῦ νοῦ ἀπό τούς ἐμπαθεῖς λογισμούς καί ἡ ἕνωσή του μέ τήν καρδιά, πού ἐπιτελεῖται μέ τό πνευματικό πένθος καί τήν ὑπακοή, θέτει τά πιό βαθειά καί ἀσάλευτα θεμέλια γιά τήν αὐθεντική θεολογία.
…Στόν βαθμό πού ἡ ὑπακοή βιώνεται ὡς «μυστήριον ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ», οἱ σχέσεις Γέροντος καί ὑποτακτικοῦ φέρουν ἱερό χαρακτήρα. Γιά τόν φιλότιμο ὑποτακτικό ἡ αἰωνιότητα γίνεται ἁπτή πραγματικότητα ἤδη ἀπό αὐτή τή ζωή, ἀφοῦ φέρει μέσα του ζωντανή αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τό Ὁποῖο τοῦ μεταδίδει πληροφορία ὅτι ἤδη «μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν».
…ἡ «σταύρωση» τοῦ νοῦ διά τῆς ὑπακοῆς ἔχει καίρια σημασία, γιά νά μπορέσει ὁ ἄνθρωπος νά προσλάβει τή θεολογία ὡς κατάσταση τοῦ πνεύματός του…Κατανοώντας τήν ἀληθινή θεολογία ὡς καρπό θεοπτίας, ὁ Γέροντας τονίζει ὅτι ἡ ὁδός πρός αὐτή τήν κατάσταση δέν εἶναι ἠ διανόηση ἀλλά ἡ παράσταση ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ «ἐν καθαρῷ νοΐ». Αὐτή δίδεται , ὅταν ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται σέ ἔσχατη ἔνταση μετανοίας…Τότε, ὀ ἄνθρωπος «ζεῖ» τόν Θεό ὄχι ὡς «ἀντικείμενο»γνώσεως, ἀλλά «ὡς τήν ἑαυτοῦ ζωήν»· ἡ ἐνέργεια τῆς ἀΐδιας θείας ζωῆς διαπερνᾶ τήν καρδιά, τόν νοῦ καί τό σῶμα, καί ὁ «ὅλος ἄνθρωπος»γνωρίζει ὑπαρξιακά τόν Θεό στήν ἐνεργητική Του μορφή.
Παρ’ ὄλα αὐτά ὅμως, ἀκόμη καί σέ αὐτό τό στάδιο ἡ ταπεινή ἀναφορά τῆς ὑπακοῆς ἀποβαίνει ἀσφαλιστικός γνώμονας, πού παρέχει πνευματική σταθερότητα…Τό ὁποιοδήποτε προφητικό χάρισμα πρέπει νά τίθεται στήν κρίση ἄλλων προσώπων κατάλληλων πρός αὐτόν τόν σκοπό. Ἡ συμμαρτυρία τῶν Πατέρων καί τῶν πνευματικῶν τῆς Ἐκκλησίας ἐπιβεβαιώνει ὅτι τό χάρισμα δέν εἶναι ἕνα αὐτονομημένο γεγονός τῆς ἀτομικότητάς του, ἀλλά ὅτι «περικλείεται εἰς τό καθολικόν εἶναι, τό κατ’ εἰκόνα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐμπιστοσύνη στά προσωπικά βιώματα ἀνέχει μεγάλο κίνδυνο, ἰδιαίτερα ὄταν ὁ ἄνθρωπος ἐξουσιάζεται ἀκόμη ἀπό τά πάθη.
…Ἡ σταύρωση τοῦ νοῦ διά τῆς ὐπακοῆς δίνει στόν ἄνθρωπο τή δυνατότητα νά διδαχθεῖ διά τῆς χάριτος στήν καρδιά του τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Μέ τήν ἐκκοπή τοῦ θελήματος καί τήν παράδοση τοῦ νοῦ στό μυστήριο τῆς ὑπακοῆς τά φυσικά χαρίσματα τοῦ ἀνθρώπου «περικλείονται»στά ὑπερφυσικά χαρίσματα τοῦ Θεοῦ. Κατά τό μέτρο τῆς ἐκκοπῆς τῆς «ἰδίας κρίσεως» ἐνεργεῖται καί ὁ ἐμπλουτισμός μέ τή θεία Χάρη. Τότε ἐκεῖνο πού ἔμοιαζε μέ ἀχρήστευση τῶν χαρισμάτων τοῦ ἀνθρώπου τελικά «ποιεῖ καρπόν ἑκατονταπλασίονα». Ἐγκαταλείποντας πάντα «τά ὑπάρχοντά ἑαυτοῦ», ὁ ἄνθρωπος δέχεται ἀπό τόν Θεό τήν δωρεά τῆς αἰώνιας πνευματικῆς ἀγάπης πρός τούς πάντες καί τά πάντα· γίνεται κάτοχος ἀσύγκριτα μεγάλων θησαυρῶν, ἀληθινῶν καί ἄφθαρτων, «ὡς μηδέν ἔχων καί τά πάντα κατέχων». Δίνοντας ὅλον τόν χῶρο τῆς καρδιᾶς στόν Χριστό διά τῆς ὑπακοῆς, ξεπερνᾶ τά φτωχά μέτρα τῆς φθαρτῆς φύσεώς του· ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ «ἐνοικεῖ πλουσίως»μέσα του καί γίνεται πλέον «διδακτός Θεοῦ». Ἐγκαταλείποντας τούς «θησαυρούς τῆς Αἰγύπτου», δηλαδή τό πνεῦμα καί τή σοφία αὐτοῦ τοῦ κόσμου, καί βαστάζοντας τόν ὀνειδισμό τοῦ Χριστοῦ μέ τή μωρία τῆς ὑπακοῆς, ἀξιώνεται νά λάβει «μείζονα πλοῦτον». Ἡ θεία χάρη τοῦ μεταδίδει τή σοφία τοῦ μέλλοντος αἰώνος, πού δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τή σοφία τῆς ἀπερίγραπτης ταπείνωσης καί ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ.
…Χωρίς τό κενωτικό φρόνημα, πού καλλιεργεῖται στήν ὑπακοή, ὁ ἄνθρωπος ἀδυνατεῖ νά ἐμβαθύνει στό μυστήριο τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἐάν ἡ πράξη τῆς ὑπακοῆς θεωρηθεῖ ὡς ἐκούσια συσταύρωση μέ τόν σαρκωθέντα Θεό-Λόγο, τότε γίνεται αἰτία γιά νά λάβει ὁ ἄνθρωπος χάρη πού τόν ἐξομοιώνει μέ τόν Θεάνθρωπο Χριστό. Στήν κατάσταση αὐτή, τό χάρισμα τῆς ὑπακοῆς περικλείει μέσα του «ζωηφόρο θεολογία», τήν ὁποία ὁ Γέροντας κατανοεῖ ὡς καρπό «τῆς ἀληθοῦς διαμονῆς ἐν τῷ Φωτί τῆς ἀγάπης». »
(Ἀποσπάσματα ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἱερομονάχου Πέτρου: Το
μυστήριο του λόγου στόν Γέροντα Σωφρόνιο, Η θεολογία ως πνευματική κατάσταση,
εκδ. Ἱερά Μονή Τιμἰου Προδρόμου Ἔσσεξ Ἀγγλίας 2019)
Σύγχρονη εικόνα από τον by Phil Davydov και την Olga
Shalamova.
ΠΗΓΗ: https://antifono.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου