Η Λογοτεχνία στο απόσπασμα
«Ὅς
δ’ ἄν σκανδαλίσῃ ἕνα
τῶν μικρῶν τούτων τῶν
πιστευόντων εἰς ἐμέ, συμφέρει αὐτῷ
ἵνα κρεμασθῇ μύλος ὀνικός
εἰς τόν τράχηλον αὐτοῦ
καί καταποντισθῇ ἐν τῷ
πελάγει τῆς θαλάσσης» Ματθ. 14΄, 6
Συχνή
ἡ ἐπωδός: «Τά παιδιά δέν διαβάζουν ἐξωσχολικά βιβλία». Τήν ἀκοῦμε ἀπό γονείς, τήν προσυπογράφουμε καί ἐμεῖς οἱ
δάσκαλοι. Εἶναι τέχνη λησμονημένη ἡ
ἀνάγνωσις πιά. Ὅπως κάθε τέχνη πού διδάσκεται, πρέπει νά μαθητεύσῃς «παρά τούς πόδας ἀνθρώπου» καί ἀφοῦ
μιλᾶμε γιά μαθητές ἰσχύει τό ἀπροσπέλαστο, ὑπό τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου, λεχθέν «παράδειγμα τοῖς τέκνοις παρέχειν».
Τό
παράδειγμα προσφέρεται πρῶτα στό σπίτι. Ὅμως σήμερα «οἱ
ἀπασχολημένοι γονεῖς παρκάρουν τά παιδιά τους μπροστά στήν τηλεόρασι…. οἱ ἄνθρωποι πού δέν ἐδιάβασαν ἢ
δέν τούς εἶπαν ἱστορίες, τείνουν νά ἐπιβάλλουν τήν ἴδια στέρησι καί στά παιδιά τους». Ἀποτέλεσμα; «Ἕνα νέο εἶδος ἀνθρώπου ἔχει ἀναδυθῇ
τόν τελευταῖο καιρό: ὁ μορφωμένος βάρβαρος –πού ἔχει σπουδάσει εἴκοσι χρόνια, ἔχει ἀποκατασταθῇ
θαυμάσια ἐπαγγελματικῶς, ἀλλά δέν ἔχει διαβάσει τίποτα, δέν ξέρει ἱστορία καί ἀγνοεῖ ὁτιδήποτε εὑρίσκεται ἐκτός τῆς εἰδικότητός του….Μερικοί τυγχάνει νά εἶναι καί δάσκαλοι. Δέν διαβάζουν τίποτε ἐκτός ἀπό τά βιβλία πού πρέπει νά διδάξουν∙ δέν ἔχουν νοιώσει ποτέ τήν ἀπόλαυσι τῆς ἀνάγνωσης∙ καί δέν μποροῦν νά μεταγγίσουν ἐνθουσιασμό, γιά νά μήν πῶ
ἀγάπη γιά τό ἀντικείμενό τους». (Τό ἀπόσπασμα περιέχεται στό βιβλίο «ὁ
ἀντιχριστιανισμός», τοῦ Σ. Γουνελᾶ,
ὁ ὁποῖος παραπέμπει σέ ἄρθρο τῆς Βρετανίδος Ντ. Λέσιγκ, πού δημοσίευσε ἡ «Ἐλευθεροτυπία»). Τό προαναφερθέν χωρίο μιλάει γιά γονεῖς ἀδιάφορους, γιά δασκάλους ἀπονήρευτους καί ἀκοινώνητους, ἀποσιωπᾷ
ὅμως τόν φθοροποιό ρόλο τῶν σχολικῶν βιβλίων.
Θά
ἀναφερθῶ
καί πάλι στοῦ Γυμνασίου τά γλωσσικά ἐγχειρίδια. Κατ’ ἀρχάς ὑπῆρχε στά βιβλία αὐτά (κυρίως τῶν κειμένων Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας) μία ρητή προδιαγραφή, τήν ὁποίαν ἔπρεπε νά ἐφαρμόσουν οἱ
συγγραφικές ὁμάδες πού εἶχαν ἀναλάβει τήν ἐκπόνησί τους: τά νέα βιβλία ἔπρεπε νά μή περιλαμβάνουν οὕτε ἕνα ἀπό τά κείμενα πού περιελαμβάνοντο στά παληά. (Ἡ
γνωστή «ἐθνική νόσος» πού περιέγραψε ὁ Παπαδιαμάντης: περιφρονοῦμε «ὅ,τι παλαιόν, ὅ,τι ἐγχώριον, ὅ,τι ἑλληνικόν»).
Κατά
δεύτερον τά κείμενα πού ἐπιλέχτηκαν ὤφειλαν –στά πλαίσια της πολυπολιτισμικότητας– νά ἀπομακρυνθοῦν ἀπό «παρωχημένες» πλέον ἰδέες (ἔθνος, πίστις, παράδοσι), νά προσαρμοστοῦν στά νέα δεδομένα. Ἡ
γνῶσι δέν πρέπει νά ὑφαίνεται γύρω ἀπό κοινές ἀξίες, οἱ ὁποῖες, ποινικοποιήθηκαν ὡς ἑλληνοχριστιανικό ἰδεολόγημα, νά μήν συγκινῇ,
ἀλλά νά διασκεδάζῃ,
νά εἶναι ἐπικοινωνιακή. (Παράδειγμα: «Ἡ Φρικαντέλα ἡ μάγισσα πού ἐμισοῦσε τά κάλαντα» ὡς κυρίαρχο ἀνάγνωσμα Χριστουγέννων στην Ε΄ δημοτικοῦ). «Τό σχολεῖο δέν ἔχει πιά σκοπό νά μεταδίδῃ οὐσιαστικές γνώσεις, πού ἡ κατοχή τους φωτίζει τήν συνείδησι καί προσφέρει τά ὑλικά της ἐλευθερίας», ἀλλά, ὑπό τό πρόσχημα τῆς ἀναβαθμίσεως, καταλήγει σ’ αυτό πού ἀνομολογήτως στοχεύει: στήν παραγωγή ὑποταγμένων μυαλῶν, «μορφωμένων βαρβάρων» καί χειρότερα, γενιτσάρων.
ΠΗΓΗ: Η ΚΑΤΑΝΥΞΙΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου