Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2016

Τελετουργικά θέματα

Οι δοξασίες της λαϊκής ευσέβειας 
στη Θεία Λατρεία.

Γεωργίου Ζαραβέλα
Θεολόγου
ΜΑ Ιστορικής Θεολογίας - Λειτουργικής ΕΚΠΑ

Η εκκλησιαστική σύναξη συνιστά έναν αδιαμφισβήτητα ζωντανό οργανισμό, το Σώμα του Κυρίου. Η πορεία και η δράση της Εκκλησίας από τη γέννησή της την ημέρα της Πεντηκοστής ως το πλήρωμά της στα Έσχατα δεν είναι μια απλή, γραμμική ευθεία, αλλά μία πορεία γεμάτη από γεγονότα, συγκρούσεις, αλληλεπιδράσεις· πάντα, όμως, υπό τη σκεπαστική επενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Το λαϊκό στοιχείο της σύναξης συνιστά τον πλέον δυνατό κρίκο της ανθρωπογεωγραφίας της και της διαμόρφωσης του Σώματος σε κάθε τόπο και εποχή. 
Η ιστορία της Εκκλησίας φανερώνει τη δυναμική παρουσία του λαϊκού στοιχείου σε αυτή. Δεν είναι τυχαίο πως η εισροή πολλών πιστών στο εκκλησιαστικό σώμα προοδευτικά μετά το Διάταγμα της Ανεξιθρησκίας επέδρασε καταλυτικά, τόσο στη σύνθεση της σύναξης, όσο και σε κάθε επιμέρους στοιχείο, επί του οποίου δομείται ο εκκλησιαστικός οργανισμός.
Οι επιδράσεις του λαϊκού στοιχείου στην Εκκλησία δεν μπορούν να παραθεωρηθούν. Η είσοδος νέων μελών στο ευχαριστιακό σώμα έδωσε καινούργια πνοή σε αυτό, αλλά οι παράπλευρες εισδοχές ποικίλων δοξασιών και εθίμων δεν είναι λίγες. Η κοινωνική, πολιτιστική κ.λπ. ζωή των μελών της Εκκλησίας πριν από την ένταξή τους σε αυτή ρύθμιζε κατά καιρούς, περιοχές και εποχές τη λατρευτική ζωή του Σώματος. 
Οι ειδωλολατρικές και εν γένει θρησκευτικές καταβολές των μελών αποτελούν σημαντική πτυχή της μελέτης των λαϊκών δοξασιών, οι οποίες παρεισέφρησαν στη χριστιανική λατρεία. Η θεία λατρεία βρίθει εθνικών και εξωχριστιανικών λαϊκών εθίμων, τα οποία ήρθαν σε επαφή με αυτή. Από τα έθιμα αυτά άλλα κατάφεραν να ενσωματωθούν, να εκχριστιανισθούν και να θεωρούνται πλέον ως αναπόσπαστα λατρευτικά στοιχεία, ενώ άλλα δεν μπόρεσαν να επιβιώσουν στο πέρασμα του χρόνου και να καθιερωθούν στη λειτουργική πρακτική της Εκκλησίας.
Οι λαϊκές δοξασίες καταλαμβάνουν μερίδιο σε όλες τις εκφάνσεις της λειτουργικής ζωής και ιδίως στις μυστηριακές τελετές, οι οποίες συνδέονται με τη ζωή και το θάνατο. Η λαϊκή θεώρηση της διαρχίας μεταξύ καλού και κακού, Θεού και διαβόλου κατέχει την πρώτη θέση μεταξύ αυτών. Οι παράπλευρες τελετουργικές πρακτικές, οι οποίες στοχεύουν στην αποδίωξη του κακού («για να φύγει το κακό») βρίσκονται καλά κρυμμένες πίσω από τις επίσημες τελετές της Εκκλησίας.



Η βασκανία ή κοινά λεγόμενη ως μάτι είναι μία από τις πιο σημαντικές δοξασίες, οι οποίες έλαβαν μια ιδιότυπη χριστιανική περιβολή. Η επίσημη Εκκλησία αποδέχεται τη βασκανία ως επίδραση των δαιμονικών δυνάμεων και επικαλείται τον Κύριο με τις σχετικές ευχές για την ενίσχυση και ανακούφιση του πάσχοντος αδελφού. Λαϊκές κακοδοξίες, παράλληλα, έχουν αναγάγει το μάτιασμα σε μία παρεκκλησιαστική, λαϊκή (ενίοτε λαϊκίστικη) «επιστήμη», η οποία στις ακραίες μορφές της δεν διαφέρει από τις μαγικές πρακτικές. Η «δημιουργική σύνθεση» εκκλησιαστικών στοιχείων, όπως ευχές, ύμνοι κ.α. με ξόρκια και ποικίλες εκφράσεις αποστροφής του κακού διαστρεβλώνουν την εκκλησιαστική περί βασκανίας θέση και οικοδομούν μία μαγική νεοπαγανιστική θεώρηση περί ασθενείας. Το ξεμάτιασμα από ειδικούς εμπειρικούς ψευδομαΐστορες ή η χρήση μικρών, διακοσμητικών, μπλε οφθαλμών σε μορφή φυλακτηρίου έρχονται σε αντίθεση με την αγιαστική δύναμη της μετοχής στο μυστήριο του Χριστού και την απαράμιλλη δύναμη του Σταυρού του Κυρίου.
Η αρχή κάθε ανθρώπινου έργου φέρει κι αυτή την υπογραφή λαϊκών δοξασιών. Η επίσημη λειτουργική πρακτική ορίζει την έναρξη κάθε πράξης με αγιαστική τελετή, συνήθως την τέλεση της ακολουθίας του Μικρού Αγιασμού. Τα ειδωλολατρικά και εξωλατρειακά κατάλοιπα δεν ικανοποιούνται από το αγιαστικό έργο της Εκκλησίας και εμμένουν να έχουν θέση και στο πλαίσιο αυτό. Η παράπλευρη πρακτική της σφαγής πετεινού κατά τη θεμελίωση οικοδομήματος, για παράδειγμα, είναι συνήθης. Η πράξη αυτή ήταν δομικό μέρος της εθνικής λατρείας. Η αποστροφή της Εκκλησίας έναντι κάθε είδους αιματηρής θυσίας αντιτίθεται στην ανωτέρω πράξη, η οποία επιβιώνει έως σήμερα, τελούμενη πολλές φορές από τον ιερέα που τέλεσε προηγουμένως τον αγιασμό. 
Το τέλος της επίγειας δράσης του ανθρώπου είναι ένας επιπλέον μεγάλος σταθμός. Τα λαϊκά έθιμα έχουν και εδώ εισβάλλει. Η συνήθεια να σπάζουν οι συγγενείς πιάτα, ποτήρια ή αγγεία κατά τη διάρκεια της εκφοράς του νεκρού ή αργότερα για την αποδίωξη του κακού έλαβε ιδιαίτερη θέση στη λαϊκή περί του τέλους του ανθρώπου συνείδηση. Η Εκκλησία, σε αντίθεση με αυτά, προκρίνει την προσευχή, την ελεημοσύνη, την τέλεση της Θείας Λειτουργίας και των μνημοσύνων για την ανάπαυση της ψυχής του κεκοιμημένου, πράξεις που έχουν οντολογικό περιεχόμενο και δεν μένουν στην αντήχηση του θρυμματισμού των σκευών. Μεταξύ των τελευταίων δοξασιών συγκαταλέγονται: α) το σπάσιμο πιάτου με στάρι πάνω στο μνήμα, την τρίτη ημέρα από την κοίμηση, β) το σπάσιμο κανατιού κατά την έξοδο του σκηνώματος από την οικία ή την κάθοδό του στο μνήμα κ.α.
Οι λαϊκές περί θανάτου κακοδοξίες είχαν επιφέρει και δύο λειτουργικά έθιμα, τα οποία έχουν πλέον αποπεμφθεί. α) Η τέλεση του λεγομένου Νεκρωσίμου Ευχελαίου. Η ιδιότυπη αυτή ακολουθία λάμβανε χώρα μετά την κοίμηση του πιστού και στόχευε στην απαλλαγή της ψυχής του κεκοιμημένου από αμαρτήματα. Η απώλεια της επίγειας ζωής, όμως, δεν συνάδει με την πράξη αυτή, εφόσον ο κεκοιμημένος δεν έχει τη δυνατότητα να μετανοήσει για όσα έπραξε. β) Σχετική με την ελάφρυνση της θέσης του κεκοιμημένου ήταν η πρακτική της μετάδοσης Τιμίων Δώρων σε ήδη νεκρούς. Η απώλεια της συνείδησής, όμως, αντιβαίνει στην κοινωνική διάσταση του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, καθιστώντας αδύνατη την μετάδοση της Θείας Κοινωνίας και σε όσους ζώντες δεν έχουν αντιληπτική του μυστηρίου ικανότητα, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για κεκοιμημένο.

Η λαϊκή ευσέβεια δεν είναι σε καμία περίπτωση απορριπτέα, αλλά οφείλει να επεξεργάζεται από την Εκκλησία, να ενσωματώνονται στη λατρεία τα πιθανά ωφέλημα στοιχεία της και να απορρίπτονται τα περιττά ή ανώφελα. Μεταξύ των στοιχείων, τα οποία εισήλθαν στη λατρεία και παγιώθηκαν πριν να επεξεργαστούν, είναι και οι λεγόμενες «Φανουρόπιτες» ή καλύτερα πίτες προς τιμή του Αγίου Φανουρίου του Νεοφανούς. Η ίδια η τιμή της μνήμης του Αγίου Φανουρίου υπαγορεύθηκε από τη λαϊκή ευσέβεια, σύμφωνα με τα γνωστά γεγονότα της ανεύρεσης ανώνυμης εικόνας αγίου μάρτυρα. Η έρευνα ως προς το πρόσωπο του αγίου έχει αποφανθεί και είναι δεδομένη η σύγχυση προσώπων. 

Η ιδιαίτερα λαοφιλής πρακτική της προετοιμασίας άρτων ή πιτών (ως πλακούντες αναφέρονται στα εκκλησιαστικά κείμενα) προς τιμή αγίων είναι γνωστή από αντίστοιχες προχριστιανικές λατρείες. Η αδυναμία του ανθρώπου μπροστά σε καταστάσεις απώλειας, ασθενείας κ.λπ. είναι κατανοητή και οφείλει να αντιμετωπίζεται με προσευχή και συνεχή μετοχή στη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας. Η εθιμοτυπική αντικατάσταση αυτών με πράξεις «έτσι για το καλό» δεν διαφέρει από τη μαγεία. Ο λειτουργός δεν τελεί τα μυστήρια μόνος του, αλλά σε κοινωνία και με συμμετοχή όλων των μελών της σύναξης. Όταν η ενεργής συμμετοχή στη λατρεία της Εκκλησίας αντικαθίσταται καταχρηστικά μόνο από την ευλογία πιτών και άρτων στο όνομα υπαρκτών ή και αγνώστων αγίων αποχρωματίζει την οντολογική σημασία της εκκλησιαστικής σύναξης. 

Κέντρο της Εκκλησίας είναι ο Χριστός, ο οποίος διαμελίζεται σε κάθε Θεία Ευχαριστία και μεταδίδεται σε όλους τους πιστούς. Το φαινόμενο της απομάκρυνσης από το κοινό ευχαριστιακό ποτήριο δεν είναι σπάνιο. Το αντίστοιχο φαινόμενο δεν παρατηρείται και κατά τη διανομή του αντιδώρου ή του άρτου, η οποία προκαλεί συνωστισμό γύρω από τον ιερέα. Η διαστροφή της οντολογίας του μυστηρίου της Εκκλησίας από τη λαϊκή ευσέβεια έχει συνεργήσει και σε αυτή την κε(αι)νοφανή πρακτική. 

Το Ποτήριο της Ζωής προσφέρεται καθημερινά ή έστω κάθε Κυριακή προς όλα τα μέλη της σύναξης. Η λαϊκή ευλάβεια όμως, σε αντίθεση με τα θέσμια της Εκκλησίας και τις πλείστες υποδείξεις των Πατέρων (ο Μ. Βασίλειος υποδεικνύει τη μετοχή στη Θεια Ευχαριστία τουλάχιστον τέσσερις φορές την εβδομάδα) επιτάσσει την ευσεβιστική αποχή από το Σώμα του Χριστού, αποϊεροποιώντας άθελά της (;) το ιερό. Η αποχή από τη Θεία Ευχαριστία χωρίς ισχυρό λόγο ή κανονικό επιτίμιο είναι ένα στοιχείο που βαρύνει τη σύναξη, προσβάλλει τον προσφερόμενο Χριστό και ατιμάζει το μυστήριο.

Η λαϊκή ευσέβεια είναι ευλογημένη και αποδεκτή μέχρι το σημείο που δεν θίγει τη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας. Ο λαογραφικός πλούτος που σχετίζεται με τη Θεία Λατρεία είναι σεβαστός. Η ανατροπή, όμως, της λειτουργικής ζωής από λαϊκές δοξασίες δεν είναι δυνατό να οικειοποιείται τόσο από τους λαϊκούς, όσο, κυρίως, από τον ιερό κλήρο. Η εξυπηρέτηση των πνευματικών αναγκών του λαού είναι δεδομένη και επιβεβλημένη για κάθε λειτουργό, αρκεί να γίνεται με τρόπο ποιμαντικό, διδακτικό και σωτήριο για τη ψυχή του πιστού και όχι με στόχο την ικανοποίηση των επιθυμιών, τόσο του λαού, όσο και του κλήρου.
ΠΗΓΗ: http://naxioimelistes.blogspot.gr/   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου