Μ᾽ ἀγγελικὰ στοχάσματα καὶ μ᾽ ἅγια καρδιοχτύπια,
τὴν παιδικὴ τὴ λύρα,
ἐσᾶς νὰ ψάλλω, πῆρα,
βρέφη ἱερὰ τῆς Βηθλεέμ, ἁγνὰ κι ἄδολα νήπια1
.
Φριχτὴ τοῦ Ἡρώδ᾽ ἡ προσταγὴ καὶ τῆς κακῆς βουλῆς του,
τὰ βρέφη ἀπ᾽ τὴν ἀγκάλη
τὴ μιά, περνοῦν στὴν ἄλλη,
ἀπὸ τὴ μητρικὴ ἀγκαλιά, στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Ὑψίστου.

Γεννιέται στὴ σπηλιὰ ὁ Χριστός, τὸ μαρτυράει τ᾽ ἀστέρι,
ὥρ᾽ ἀπομένει λίγη,
μὴν ἀπ᾽ τὴ φάτνη φύγει,
παίρνουν τὸ δρόμο τὰ παιδιὰ καὶ πᾶνε χέρι-χέρι!

Λιβάνι, σμύρνα καὶ χρυσὸ δὲν κουβαλοῦν μαζί τους,
ἄλλο δῶρο δὲν ἔχουν
καὶ νὰ προλάβουν τρέχουν,
φέρνοντας στ᾽ ἄμωμο Παιδὶ τὴν καθαρὴ ψυχή τους.

Λυγίζουν Μάγοι καὶ βοσκοὶ μπροστὰ στὸ Δημιουργό τους,
κι αὐτά, ὄχι στὸν Ἡρώδη,
στὸ θεῖο Βρέφος τὸ πόδι
γέρνουνε, μὲ τοὺς Μάρτυρες ν᾽ ἀνταμωθοῦν τοὺς πρώτους.

Τὸ αἷμ᾽ ἀχνίζει τῶν παιδιῶν, διπλὸ σύννεφο φτιάχνει
μὲ τὸν ἀχνὸ ἀπ᾽ τ᾽ ἀθῶα
καὶ τ᾽ ἄκακα τὰ ζῷα,
πού ᾽ναι σκυμμένα στῆς φτωχῆς σπηλιᾶς τ᾽ ἀχυροπάχνι.

Τὰ κλάματά τους τὰ στερνά, θαρρεῖς κι εἶναι τραγούδια,
ἀπόψε, σπήλαιο, ἄκου,
δὲ φτερουγοῦν τοῦ κάκου,
σμίγουν μὲ τ᾽ ἄλλα ψάλματα, ποὺ λένε τ᾽ Ἀγγελούδια.

Κλαίει ἡ Ραχὴλ2
τὰ τέκνα της, βαρεῖ τὸ στηθοστέρνι,
μὲς στὴ Ραμὰ ὅλο ἀκούει
τ᾽ αὐτὶ ἕνα πολυβούι,
θρηνεῖ ἡ Ραχὴλ κι ὅλο θρηνεῖ καὶ μοιρολόγια σέρνει.

– Ραχὴλ ἀπαρηγόρητη, θρήνα περίσσια, θρήνα,
καὶ μὲ τὰ δάκρυά σου
πλέξε γιὰ τὰ παιδιά σου
στεφάνια, μὲ τὰ δάκρυα τὰ ὁλόπικρά σου ἐκεῖνα.

Στέκει μὲ μάτι λυπηρό, σπίτι σὲ σπίτι στέκει,
τὴν κάθε σπιτοσκέπη,
ὁλόμαυρη τὴ βλέπει,
χιλιάδες δεκατέσσερα δακρυοστεφάνια πλέκει.

Ὦ, Κύριε, ἔρχονται σ᾽ Ἐσὲ παιδόπουλα κλαμένα,
τὰ βλέφαρά τους τρέχουν
καὶ δακρυοκύκλωτο ἔχουν
στεφάνι, ποὺ τὸ φόρεσαν μὲ τὴ δική Σου γέννα!

Δὲν κρύβει ἀπόψε τὴ σπηλιὰ οὔτε βουνό, οὔτε κάστρο,
τὴν κρύβει μόνο ἡ κάκια,
τσοπάνηδες μ᾽ ἀρνάκια
ἔρχονται ἀπ᾽ τὰ λιβάδια τους, Μάγοι φθάνουν μὲ τ᾽ ἄστρο.

Στὸ σπήλαιο, ὦ βρέφη, φέρνει σας, μ᾽ αἱμάτινη πορφύρα,
τοῦ Ἡρώδη ἡ ρομφαία.
– Οὐράνιε Βασιλέα,
ἀπ᾽ τὴν αὐλή μας, μπαίνουμε στῆς φάτνης Σου τὴ θύρα.

– Ἀφήσατε τὴν ἀγκαλιὰ τοῦ μητρικοῦ συνδέσμου,
σᾶς δέχεται μιὰν ἄλλη,
τοῦ παλατιοῦ μου ἡ ἀγκάλη,
δικά μου βασιλόπουλα, αἰώνιοι πρίγκηπές μου.

Ἐσεῖς, ποὺ πρωτανοίξατε τοῦ μαρτυρίου τὸ δρόμο,
ἐσεῖς θὰ πᾶτε πρῶτοι
τὸ φῶς στ᾽ Ἅδη τὰ σκότη,
μ᾽ Ἐμένα θὰ κατέβετε, μὲ τὸ σταυρὸ στὸν ὦμο.

Θά ᾽σαστε οἱ μαντάτορες, θά ᾽σαστε οἱ πρόδρομοί μου,
στὸ κάτω τὸ βασίλειο,
μπροστὰ στὸν ἄδυτο Ἥλιο,
κεράκια, ποὺ θὰ φέγγετε στοὺς κόσμους τῆς ἐρήμου.

Ἔτσι λουσμένα μὲς στὸ φῶς, στὸ αἷμά σας λουσμένα,
στὴ θεία θὰ μπεῖτε πύλη,
θὰ λάμπετε σὰν ἥλιοι,
ἀπ᾽ τὸν ἀστέρα πιότερο τῆς φάτνης μου τὸν ἕνα.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝ. ΣΑΝΤΑΡΜΗΣ

1. Τὰ 14.000 βρέφη, ὅπως λέει ἡ παράδοση, τῆς φυλῆς Βενιαμίν, ποὺ σφαγιάσθηκαν ἀπὸ τὸν Ἡρώδη τὸν Μέγα, κατὰ τὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ.
2. Τῆς Ραχὴλ σηκώθηκε ὁ τάφος, μὲ τὰ κλάματα τῶν χαροκαμένων μητέρων.

** Ὁ Ὅσιος Ἀμφιλόχιος, Μητροπολίτης Κυζίκου, ρωτᾷ τὸν Ἅγιο Μέγα Φώτιο, Πατριάρχη τῆς Κωνσταντινουπόλεως. «Τίνος ἕνεκα, γεννηθεὶς ὁ Χριστός, συνεχώρησε δι᾽ Αὐτὸν τὴν ἀναίρεσιν προελθεῖν τῶν νηπίων;»

Γιατί ὁ Χριστός, μὲ τὴ γέννησή Του, ἐπέτρεψε νὰ θανατωθοῦν τὰ νήπια; Ἀπαντᾷ ὁ Μ. Φώτιος. Ἂν θανάτωνε ὁ Ἡρώδης ἀνθρώπους ἐνήλικες, θὰ ἐνοχοποιοῦσαν αὐτούς, ἀλλὰ καὶ τὸν ἴδιο λιγώτερο εἰδεχθῆ.

Ἄλλος λόγος εἶναι ὅτι οἱ θυσιαζόμενοι ποὺ θὰ προηγοῦνταν ἔπρεπε νὰ εἶναι ἀναμάρτητοι «καὶ μὴ καθυβρίζειν τὸ μέγα θαῦμα», ποὺ θὰ προσφερόταν γιὰ τὴν κάθαρση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Γι᾽ αὐτὸ ἦταν ταιριαστὸς ὁ χορὸς τῶν ἀθώων βρεφῶν.

Κι ὅταν ὁ ἀναστημένος Χριστὸς Βασιλιὰς θὰ κατέβαινε στὸν Ἅδη νὰ κηρύξει τὸ λόγο Του στοὺς ἀποθανόντες, νὰ λαφυραγωγήσει δηλαδὴ τὰ βασίλειά Του, θὰ πήγαινε μὲ τὰ νήπια, ποὺ ἦταν δορυφόροι καὶ πρόδρομοι τοῦ μεγάλου Βασιλιᾶ, ἀναμάρτητοι καὶ λουσμένοι στὰ μαρτυρικὰ αἵματά τους, νὰ εὐαγγελισθοῦν μὲ τὴν παρουσία τους τὴν κοινὴ 208 ἀπολύτρωση, δείχνοντας τὰ σημάδια τῆς σφαγῆς ποὺ ὑπέστησαν πρὸς χάρη τοῦ θείου Ἐλευθερωτῆ.

Ἀντιγραφή γιὰ τὸ «σπιτὰκι τῆς  Μέλιας»

Ὁ Κόσμος τῆς Ἑλληνίδος
ἔτος 65ο – Νοέμβριος – Δεκέμβριος 2019 – Ἀρ. 636

Εἰκόνα ἀπὸ: wikimedia.commons

τὸ «σπιτὰκι τῆς  Μέλιας»