Πρίν ἀπό 52 χρόνια
Ὅλως τυχαίως βρέθηκαν στά χέρια μου 7
τευχίδια ἀπό τό πολυγραφημένο «Μηνιαῖο Δελτίο τοῦ Ὁμίλου τῶν Φίλων τῆς Πάτμου
ΠΑΤΜΟΣ». Δέν γνώριζα τήν ὕπαρξή του. Διαβάζω στό 1ο φύλλο του
(Φεβρουάριος 1966), τά ἑξῆς:
«ΣΚΟΠΟΙ ΤΟΥ
ΔΕΛΤΙΟΥ ΜΑΣ
Ὁ «Ὅμιλος τῶν Φίλων τῆς Πάτμου», θέλησε
νά ἔχῃ ἕνα ὄργανο γιά νά ἐπικοινωνῇ μέ τά μέλη του καί νά προσελκύσῃ καί ἄλλα
μέλη. .....Νά μᾶς στέλνουν εἰδήσεις, περιγραφές ἑορτῶν, ὑποδείξεις καί ὅ,τι ἄλλο
ἀφορᾶ τό νησί. Ἔτσι θά γίνεται μιά ζωντανή ἐπικοινωνία τῶν «Φίλων τῆς Πάτμου»
μέ τό Διοικητικό τους Συμβούλιο, πού θά ἀποβῇ,
ὅπως ἐλπίζουμε ὅλοι, γόνιμη καί θά συντελέσῃ στήν ἀνάπτυξη τῆς Πάτμου σάν
πνευματικοῦ κέντρου».
Δέν γνωρίζω πόσο κράτησε ἡ ἔκδοση αὐτοῦ
τοῦ ἐντύπου. Σέ αὐτά τά 7 τεύχη πού κρατάω στά χέρια βρῆκα κάποιες πληροφορίες
καί κάποια δημοσιεύματα, ἐδῶ καί πενήντα χρόνια περίπου, καί σκέφθηκα νά τά
παρουσιάσω στήν ἀγάπη σας, γιά τήν ἱστορία· νά τά φέρουμε οἱ παλιοί στή μνήμη
μας καί νά τά πληροφορηθοῦν οἱ νέοι μας.
Ἀρχίζω λοιπόν τήν ἀντιγραφή
(πιστή) μέ τό κείμενο, ἀπό τό φύλλο 4-Μάιος 1966, σελ.6-8:
«Πῶς βλέπουν τό Νησί τῆς Ἀποκαλύψεως
οἱ Φίλοι τῆς Πάτμου».
Ὦ, σιανέ μου
ποταμέ
καί ταπεινή
μου βρύση,
κατέβασε τό
ξόνερο
νά πιῇ τό
κυπαρίσσι.
Πᾶνε τώρα δώδεκα χρόνια πού πῆγα γιά
πρώτη φορά στήν Πάτμο. Κάθε φορά πού ἔπαιρνα τήν ἄδειά μου ξεκινοῦσα νά
ξεκουραστῶ σ᾿ ἕνα ἀπό τά ὤμορφα νησιά μας καί ὅλα ἔχουν καθένα τή δική του
χάρη, ἀπό τά πιό ξακουσμένα τή Ρόδο καί τήν Κέρκυρα, ὡς τό μικρότερο, πού
μερικά ἀπ᾿ αὐτά ἔγιναν τόν τελευταῖο καιρό τόσο τῆς μόδας, σάν τή
Μύκονο καί τήν Ὕδρα. Ὅλα πανέμορφα, λουσμένα σέ γαλάζια νερά, διστάζει κανείς
πιό νά πρωτοδιαλέξη.
Ἐκείνη τή χρονιά εἶχα ἀποφασίσει γιά
τήν Πάτμο. Κάποιος συνάδελφος μοῦ εἶπε πὠς εἶναι ἥσυχο νησάκι, ἔχει φρέσκο ψάρι
καί μπαρμπούνια λαχταριστά. Εἶναι ἀλήθεια πώς ἀπό πολύν καιρό ἤθελα νά πάγω,
γιά μόνον σκοπό νά ἐπισκεφθῶ τό Μοναστῆρι.
Ἦταν Σεπτέμβρης πού ξεκίνησα καί γιά
συνταξειδιῶτες εἶχα καθηγητές τῆς Πατμιάδος, πού γύριζαν καί αὐτοί ἀπό τίς
διακοπές τους.
Φθάσαμε στό νησί στίς τρεῖς ὧρες μετά
τά μεσάνυχτα. Ἡ ἀτμόσφαιρα ἦταν εὐχάριστη χωρίς ἴχνος ὑγρασίας, ἀλλά
θεοσκότεινα, δέν εἶχε φεγγάρι, μόνο ἕνα φανάρι στό μέρος πού ἀποβιβαστήκαμε.
Κανείς στήν ἀποβάθρα, ὅλα κλειστά. Ὁ
καθένας ἀπ᾿ τήν συντροφιά τράβηξε γιά τό σπίτι του, καί ἔμεινα ὁλομόναχη,
μή γνωρίζοντας ποῦ νά πάγω. Ἔφερα βόλτα στήν πλατεῖα καί ἀριστερά, σ᾿ ἕνα στενό δρομάκι εἶδα ἕνα καφενεδάκι πού φωτιζόταν ἀμυδρά.
Τό ἀντίκρυσα σά φίλο. Μερικοί ψαράδες ἦταν ἐκεῖ, καί κάποιος ἐνδιαφέρθηκε καί
μέ πῆγε σ᾿ ἕνα σπίτι.
Ἡ νοικοκυρά ἀγουροξυπνημένη ἄναψε μιά
λάμπα πετρελαίου, καί ἀνεβήκαμε κάτι ψηλά πέτρινα σκαλοπάτια. Ὅπως ἤμουν
κουρασμένη ἀπό τό ταξείδι, ὁμολογῶ πώς εἶχα ἀπαγοητευθῆ. Ἠλεκτρικό δέν εἶχε. Μιά φτωχογεννήτρια ἔδινε
λίγο φῶς σέ καφενεῖα καί λιγοστά σπίτια, πού μιά καλή λάμπα πετρελαίου
παράβγαινε μέ πολλή ἐπιτυχία. Ἡ γεννήτρια ἐλειτουργοῦσε μέχρι τίς δώδεκα.
Μέ σφιγμένη καρδιά ἀκολούθησα τήν καλή
νοικοκυρά μου σ᾿ ἕνα δωμάτιο. Ἐκεῖ, ἕνα κρεββάτι
διπλό, στρωμένο μέ κάτασπρα σεντόνια πού μοσχοβολοῦσαν σαποῦνι καί γιασεμί, μέ
καλοδέχτηκε. Ἔπεσα κατάκοπη καί κοιμήθηκα 5 ὧρες συνέχεια. Ξύπνησα ξεκούραστη, ὁ
καθαρός ἀέρας καί ἡ μυρωδιά τῆς θάλασσας ἔκαναν τό θαῦμα τους.
Βγῆκα άμέσως στήν ταράτσα καί τό θέαμα
πού ἀντίκρυσα, μοῦ ἔκανε νά τά χάσω. Πουθενά, μά πουθενά δέν ἔχω δῆ τέτοιο
λιμάνι, τέτοια ὠμορφιά.
Τό
βουνό ἀντικρύ, σάν ἕνας βραχίονας ἔκλεινε τό φυσικό λιμάνι, πού πολλοί τό
παρομοιάζουν μέ φιόρδ, ἦταν ροδισμένο ἀπ᾿ τή χαραυγή καί ἡ θάλασσα, ἕνας
γαλάζιος στραφτερός καθρέφτης, ἀργοκουνοῦσε μερικές βαρκοῦλες.
Ἀπό
τήν ἀπέναντι πλευρά πρόβαλλε τό Μοναστῆρι, ἐπιβλητικό κατάμαυρο κάστρο,
ξεχώριζε στά κάτασπρα σπίτια τῆς ἀρχόντισσας Χώρας. Εἶχα κυριολεκτικά γοητευθῆ
καί ἡ γοητεία μεγάλωνε κάθε μέρα.
Οἱ ἀκρογιαλιές
τῆς Πάτμου εἶναι ἀσύγκριτες. Μιά βενζίνα σέ λίγα λεπτά σέ φέρνει κοντά σέ κάτι
κολπίσκους – μαγεία! Ἡ Ἄσπρη, τό Μελόι, τό Ἀγριολιβάδι, ὁ Κάμπος, ὅλα αὐτά τά
φέρνεις βόλτα σέ εἴκοσι λεπτά. Δεξιά εἶναι ὁ Γροῖκος ὡραῖο λιμάνι μέ παράξενη
διάπλαση. Στό Μελόι εἶναι τόσο ὡραῖα! Ἡ ἀμμουδιά ἀσημένια, ἡ θάλασσα γαλάζια
καί ἀκύμαντη. Διστάζεις νά βουτήξεις
μήπως τῆς χαλάσεις τήν ἁρμονία.
Ἐκεῖνο
τό χρόνο γύρισα ὅλο τό νησί, δέν ἄφησα ἀκρογιάλι,
δέν ἀφησα βουναλάκι: πῆγα στόν Ἀπολλώ, πῆγα στίς Λεῦκες ἔκανα ὅλο τό γῦρο τοῦ
νησιοῦ μέ βενζίνα.
Οἱ ἄνθρωποι
τοῦ νησιοῦ εἶναι καλωσυνάτοι, φιλόξενοι καί εὐγενικοί, ἀπό ὅπου κι᾿ ἄν περνᾶς σοῦ χαμογελοῦν καί σέ καλημερίζουν. Ἀγαποῦν
φανατικά τό νησί τους, καί ἔδειξαν στήν κατοχή τῶν Ἰταλῶν μεγάλο πατριωτισμό. Ἡ
ἀγάπη τους στό νησάκι τους φαίνεται καί στό νοσταλγικό τραγούδι του:
«Ὦ, σιανέ μου ποταμέ...»
Νά ἕνας
στίχος του πού φανερώνει τόν ἀβάσταχτο πόθο τοῦ γυρισμοῦ:
«Ὦ Παναγιά τοῦ Κουμανιοῦ
Μέ τά χρυσᾶ καντήλια,
Βοήθα νἄρθω στό νησί,
Νά σοῦ τά κάνω χίλια»
Τώρα
ἡ Πάτμος ἄλλαξε ὄψη. Ἔχει συγκοινωνία. Δύο τουριστικά ἔρχονται δύο φορές τήν ἑβδομάδα,
καί πολλά γιώτ, μεγάλα καί μικρά πλουσίων, ὁμογενῶν καί μή, δίνουν μιά ὄψι
κοσμοπολίτικη. Τά σπίτια ὅλα ἔχουν φῶς καί ντούς, καί πολλά μπάνιο. Ἔχει ἕνα
πολιτισμένο ξενοδοχεῖο καί ὁ ΕΟΤ χτίζει ἕνα στό Γροῖκο.
Καί
νά πού στήν πεζή μας ἐποχή μερικοί ἄνθρωποι ἀνώτεροι, ἐξέχουσες φυσιογνωμίες
στά γράμματα, στίς ἐπιστῆμες, στήν παιδεία, στήν κοινωνία πού πέρασαν ἀπό τήν
Πάτμο καί γοητεύτηκαν μέ τή σειρά τους κι᾿ αὐτοί, συνῆλθαν, ἀποφάσισαν καί ἵδρυσαν
τόν «Ὅμιλο Φίλων τῆς Πάτμου», προσφέροντας ἀφιλοκερδῶς, μολότι πολυάσχολοι, τή
συμμετοχή τους γιά τήν ἀνάδειξη σέ ὅλους τούς τομεῖς αὐτοῦ τοῦ διαμαντιοῦ τῆς
Δωδεκανήσου. Ἔχω ἀπόλυτη πίστη πώς τό ἔργο θά τελεσφορήσῃ.
Ὅσοι
βλέπετε στό χάρτη τήν Πάτμο μιά τελεία μέ ἕναν σταυρό πηγαίνετε νά τήν
γνωρίσετε. Θά τήν ἀγαπήσετε καί σεῖς μέ φανατισμό, ὅπως ὅλοι πού πέρασαν ἀπό κεῖ.-
Λιλή Ἀθηνοδώρου»
Γιά τήν ἀντιγραφή: «Ο
ΠΑΤΜΙΟΣ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου