ΤΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟ ΥΦΟΣ
ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ
Αντωνίου Ε. Αλυγιζάκη, Καθηγητή
Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ Μεγάλη Ἐκκλησία εἶναι δύο ἔννοιες συνυφασμένες καὶ ταυτόσημες, ποὺ προσδιορίζουν ἐπὶ σειρὰν αἰώνων τὴν πρωτόθρονη ἀνὰ τὴν Οἰκουμένη Μητέρα Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἡ ἐξουσία της εἶναι καθαρὰ πνευματικὴ καὶ ἡ ταυτότητά της γνήσια ἀποστολική. Εἰδικότερα, κάθε ὀργάνωσή της ἀπορρέει κατ’ εὐθείαν ἀπὸ τὴν εὐχαριστιακὴ σύναξη καὶ ἀπὸ τὸ λειτουργικὸ τυπικό της, τὸ μοναδικὸ σὲ οἰκουμενικὴ βάση καὶ ἀξιωματικὸ ὕφος τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας. Οἱ ἔννοιες, ὡστόσο, Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ ὕφος τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας ἢ Πατριαρχικὸ ὕφος δὲν εἶναι κατηγορίες φυσικὲς ἢ αἰσθητικές, δὲν χαρακτηρίζουν, δηλαδή, φυσικὰ ἢ γεωγραφικὰ μεγέθη οὔτε ἐπίσης καλλιτεχνικὲς ἢ λογοτεχνικὲς τεχνοτροπίες ἢ ρυθμούς. Εἶναι κατηγορίες ὀντολογικές, ποὺ ἀναφέρονται σὲ οἰκουμενικὲς ἱστορικὲς καὶ ὑπαρξιακὲς πραγματικότητες, ὅπως εἶναι ἡ σχέση κτιστοῦ καὶ ἄκτιστου, ἡ εὐχαριστιακὴ μεταμόρφωση τῆς Οἰκουμένης στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἀναφορά της στὴν αἰωνιότητα καὶ στὴν Τριαδικὴ κοινωνία. Κυρίαρχο, συνεπῶς, στοιχεῖο τοῦ Πατριαρχικοῦ ὕφους εἶναι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο βιώνεται ἡ λειτουργικὴ πράξη καὶ ἰδίως ἡ θεία εὐχαριστία. Καὶ ὁ τρόπος αὐτὸς δὲν εἶναι ἡ ἱκανοποίηση τῶν αἰσθήσεων ἢ ἡ συναισθηματικὴ ὑποβολή, ἀλλὰ ἡ ἀποκάλυψη τοῦ καινούριου κόσμου τῆς χάριτος, τῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ εἰκονισμοῦ τῆς προσδοκίας τῶν ἐσχάτων.
Ἡ διάσταση αὐτὴ τῆς λειτουργικῆς πράξης διατυπώνεται ἐμπνευσμένα στὴν Πατριαρχικὴ ἔκδοση, Τυπικὸν Ἐκκλησιαστικὸν κατὰ τὸ ὕφος τῆς τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας. Σὲ τελικὴ ἀνάλυση, λοιπόν, ὕφος τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ὑποδειγματικὴ ὀργάνωση ὅλων τῶν ἐπιμέρους στοιχείων ποὺ συνθέτουν τὶς ἱερὲς ἀκολουθίες καὶ συνάξεις καὶ ποὺ συνάπτουν τὴν ἔκφραση τῆς ἐμπειρίας τῆς καθολικότητας τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας τῶν ἐσχάτων.
Ἔτσι, τὸ Πατριαρχικὸ ὕφος τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως διαποτίζει σειρὰ ὁλόκληρη ἐκκλησιαστικῶν δραστηριοτήτων διαθέτοντας ἕναν ἰσχυρότατο πολιτισμικὸ πυρήνα, ποὺ διαμορφώνεται στὴ βάση ποικίλων ἐκφράσεων καὶ διατυπώσεων τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας καὶ τέχνης, ὅπως εἶναι λ.χ. ἡ ναοδομία, ἡ λειτουργικὴ θεολογία, τὰ ἱερὰ ἀναγνώσματα, ὁ ζωγράφος καὶ ὁ μουσικὸς λόγος, ὁ σκηνικὸς διάκοσμος τοῦ λειτουργικοῦ τυπικοῦ, τὰ ἄμφια, ἡ μικροτεχνία, οἱ ἐκκλησιαστικοὶ χοροί, τὰ λειτουργικὰ σκεύη, οἱ λιτανεῖες, ἡ κινησιολογία, οἱ κηραψίες, τὰ θυμιάματα κ.ἄ.
Στὴ Μεγάλη Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως, κατὰ τὴν ἀρχαία παράδοση, ὅπως τὴν παρουσιάζει ὁ Ρωμανὸς ὁ Μελωδός, «ἔκειτο χαμαὶ ὁ θρόνος τῆς Ἐκκλησίας». Στὴν ἴδια βάση κινεῖται καὶ ἡ Ἔκθεση τῆς Βασιλείου Τάξεως, ποὺ κατέγραψε ὁ Βασιλεὺς Κωνσταντῖνος ὁ Πορφυρογέννητος. Ἀπὸ τὶς περιγραφὲς τῶν μεγαλοπρεπῶν αὐτῶν ἑορταστικῶν συνάξεων συνάγεται ὅτι τὸ βυζαντινὸ κράτος καὶ ἡ Ἐκκλησία εἶχαν ἀποστολὴ ἐξόχως οἰκουμενικὴ μὲ σταθεροὺς ὑπερεθνικοὺς θεσμοὺς φιλίας καὶ συνεργασίας. Ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία ἦταν τὸ ἐπίκεντρο καθιερωμένων λαμπρῶν βασιλικῶν ἑορταστικῶν ἐκδηλώσεων, ποὺ προωθοῦσαν ἐμφανῶς ἕνα εἶδος κοινωνίας τῶν ἐθνῶν, παγκόσμια πρωτοτυπία τοῦ βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ.
Μὲ τὴν ἴδια προοπτικὴ στὸ Φανάρι σήμερα τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἐκπληρώνει τὴ μεγάλη ἀποστολή του διατηρώντας τὶς παραδόσεις τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας στὸν περίλαμπρο καὶ πάνσεπτο Πατριαρχικὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Κωνσταντινουπόλεως. Αὐτοὶ οἱ θεσμοὶ τιμοῦν ἰδιαίτερα τὸ τουρκικὸ ἔθνος ἀλλὰ καὶ τὴν παγκόσμια κοινότητα.
Ἀναμφίβολα, στὸ περιβάλλον τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας καὶ τῶν βυζαντινῶν Ἀνακτόρων γεννᾶται καὶ μεγαλουργεῖ ὁ βυζαντινὸς καὶ μεταβυζαντινὸς μουσικὸς πολιτισμός, ποὺ ἐπηρεάζει βαθύτατα τὶς μουσικὲς παραδόσεις ὁλόκληρης τῆς ἀνατολικῆς λεκάνης τῆς Μεσογείου καὶ τῆς Δύσης.
Εἰδικότερα, τὸ Πατριαρχικὸ ὕφος προσεγγίζεται μετὰ ἀπὸ ἐπίπονη ἄσκηση καὶ ἐκπαίδευση στὴν ἰδιόμορφη καὶ ἰδιότυπη τεχνικὴ τῶν ἐκκλησιαστικῶν μελῶν, τὰ ὁποῖα ἐπιλέγονται γιὰ τὶς λειτουργικὲς ἀνάγκες τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας. Ἡ ὁλοκληρωμένη, βέβαια, σπουδὴ καὶ ὁ ἐθισμὸς στὸ Πατριαρχικὸ ὕφος πραγματοποιοῦνται μόνο στὸν Πατριαρχικὸ Ναὸ μετὰ ἀπὸ τακτικὴ καὶ πολύχρονη θήτευση στοὺς χοροὺς καὶ στὰ μουσικὰ ἐπίπεδα τῶν χορωδῶν: Κανονάρχης, βοηθός, Α΄-Β΄ δομέστικος, λαμπαδάριος, πρωτοψάλτης. Ὁ προγραμματισμὸς τῶν μουσικῶν μαθημάτων εἶναι καθορισμένος καὶ ἀπαράβατος, ὅπως ἐπίσης καὶ ἡ προσαρμογὴ τοῦ Πατριαρχικοῦ χορωδοῦ στὸν ἰδιαίτερο τρόπο ἔκφρασης, ποὺ δὲν συνδέεται μὲ τὶς προσωπικὲς ἰδιομορφίες τῶν φωνητικῶν ἱκανοτήτων, ἀλλὰ μὲ τὴν ἱεροπρέπεια καὶ τὴ σοβαρότητα τῶν ἐκκλησιαστικῶν μελῶν. Στὴν περίπτωση αὐτὴ τὸ Πατριαρχικὸ ὕφος δεσμεύεται ἀπὸ συγκεκριμένες στάσεις, κινήσεις, σεβισμούς, χρωματισμούς, ρυθμικὲς ἀγωγὲς καὶ περιορισμοὺς τῶν φωνητικῶν ἐκτάσεων ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν κατὰ περίπτωση τήρηση τοῦ λειτουργικοῦ τυπικοῦ. Ἀπὸ τοὺς ἀπαράβατους, ἐπίσης, κανόνες τοῦ Πατριαρχικοῦ ψαλτικοῦ ὕφους εἶναι ἡ πιστὴ προσαρμογὴ στοὺς τρόπους ἀπόδοσης τῶν λειτουργικῶν μελῶν ἀπὸ τοὺς παλαιοτέρους διδασκάλους.
Τὸ Πατριαρχικὸ ὕφος, ὡστόσο, δὲν ἀποτελεῖ μιὰν ἄκαμπτη πραγματικότητα, ὅπως συμβαίνει μὲ τὸ λειτουργικὸ τυπικὸ τῆς Δύσης. Στὴν Ἀνατολή, μὲ ἐπίκεντρο τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, τὸ ὀρθόδοξο βίωμα διαμορφώνει ἕναν ἔντονο κοσμοπολιτικὸ χαρακτήρα μέσα ἀπὸ ποικίλες τοπικὲς παραδόσεις. Τὰ φαινόμενα αὐτὰ ἐντοπίζονται ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ἀκόμη τοῦ Μ. Βασιλείου, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Πατέρας ὁμιλεῖ γιὰ μιὰ κοινὴ παράδοση προδιαγράφοντας ταυτόχρονα τὴν πολυεθνικότητά της καὶ τοὺς χώρους στοὺς ὁποίους θὰ ἐκδηλωθοῦν πολὺ σύντομα οἱ ποικίλες τάσεις της, ἔνδειξη τῆς ἀρτιότητας καὶ τῆς ζωτικότητάς της. Οἱ τάσεις αὐτὲς θὰ τροφοδοτήσουν στὴ συνέχεια τὶς διάφορες ἐπιχώριες παραδόσεις, ποὺ στὴν περίπτωση τῆς λειτουργικῆς ψαλμωδίας θὰ ἀποκρυσταλλωθοῦν στὸ σχῆμα τῶν κατὰ τόπους ἰδιωματισμῶν καὶ ἰδιοτυπικῶν.
Μὲ τὴν ἴδια προοπτικὴ διαμορφώνονται καὶ οἱ διάφορες κατὰ τόπους λειτουργικὲς παραδόσεις, οἱ ὁποῖες προβάλλουν σὲ ἕνα μεγαλύτερο, συγκεκριμένο καὶ ἐπίσημο πιὰ τύπο μιᾶς ἐκτεταμένης περιοχῆς. Ἔτσι, παρουσιάζεται τὸ Τυπικὸ ὡς κωδικοποίηση καὶ πιστοποίηση τῆς εὐταξίας τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ λειτουργικοὶ τύποι, συνεπῶς, ἀποτελοῦν ἔνδειξη τῆς καθολικότητας τῆς Ἐκκλησίας καὶ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ διάφορες παραλλαγὲς ἢ ἰδιώματα τῆς ἑνιαίας παραδόσεώς της, ὅπως λ.χ. ὁ βυζαντινός, ὁ ἀντιοχειανὸς καὶ ὁ ἀλεξανδρινὸς λειτουργικὸς τύπος. Ἀλληλεπιδράσεις τους μαζὶ μὲ ἄλλα ἐσωτερικὰ κίνητρα τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας δημιουργοῦν τὶς παραδόσεις τοῦ ἀσματικοῦ καὶ μοναχικοῦ τυπικοῦ. Εἶναι προφανὲς ὅτι ὅλα αὐτὰ τὰ σχήματα ἀκολουθοῦν ἀπὸ κοντὰ καὶ τὴν ἐξέλιξη τοῦ λειτουργικοῦ μέλους.
Τὸ ἀσματικὸ τυπικὸ εἶναι τὸ μεγάλο προνόμιο τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως μὲ τὸ περίτεχνο σύστημα τῆς ψαλμωδίας του στὴ βάση 68 ἀντιφώνων τῶν ψαλμῶν 140 καὶ 150 σὲ συνδυασμὸ μὲ ἕνα μεγάλο ἀριθμὸ ἐναλλασσομένων ἐφυμνίων. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, τὸ μοναχικὸ τυπικὸ ἀντιτάσσει τὴ διαίρεση τῶν 150 ψαλμῶν τοῦ Ψαλτηρίου σὲ εἴκοσι καθίσματα καὶ ἑξήντα στάσεις. Ἡ ψαλμωδία ἐδῶ περιορίζεται σὲ ἕνα μικρὸ ἀριθμὸ ψαλμῶν, ἐνῶ οἱ ὑπόλοιποι διαβάζονται. Οἱ ἐπιπτώσεις τῶν δύο τυπικῶν στὴ λειτουργικὴ παράδοση ἦταν καθοριστικές, ἀσχέτως ἂν τὸ ἀσματικὸ τυπικὸ παραχώρησε τὴ θέση του στὸ μοναχικό, τὸ ὁποῖο ὅμως, μὲ τὴ σειρά του, ἔγινε ἀσματικότερο τοῦ ἀσματικοῦ.
Εἶναι εὔκολο νὰ ἀντιληφθεῖ κανεὶς μὲ ποιὸν τρόπο παγιώνεται ἡ ψαλτικὴ παράδοση τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, ποὺ ἐπηρεάζει ὁριστικὰ ὁλόκληρη τὴν ὀρθόδοξη Ἀνατολή. Τὰ ἰδιαίτερα, ὅμως, χαρακτηριστικὰ τοῦ λειτουργικοῦ μέλους στὴν Κωνσταντινούπολη ὁριστικοποιοῦνται μὲ τὴ σημειογραφία, ποὺ παίρνει ἀπὸ τοὺς περίφημους μελουργοὺς τῆς Πόλης ἕναν τοπικὸ χαρακτήρα ἐγκεντρίζοντας ἀκόμη καὶ τὴν Ἁγιοπολιτικὴ πράξη τοῦ τυπικοῦ. Ἔτσι, ἡ γενικὴ ἀποδοχὴ τῆς Κωνσταντινουπολιτικῆς ψαλμωδίας καὶ τῶν ἰδιωματισμῶν της, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀποκρυσταλλωμένοι ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἰωάννου Μαΐστορος Κουκουζέλη, σὲ σχέση μὲ τὶς ἄλλες τοπικὲς παραδόσεις τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τῆς Θεσσαλονίκης, τῆς Θεσσαλίας, τῆς Κρήτης καὶ τῆς Κύπρου, εἶναι μιὰ ἁπτὴ πλέον πραγματικότητα, ποὺ ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ὑστεροβυζαντινὴ χειρόγραφη παράδοση ἀλλὰ καὶ ἐκείνην ὁλόκληρης τῆς ὀθωμανικῆς περιόδου.
Τὸν ιζ΄ καὶ ιη΄ αἰώνα, ὅμως, ἡ ψαλτικὴ πράξη τῆς Κωνσταντινουπόλεως διαμορφώνει ἀποκλειστικὰ δικά της χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα, ποὺ ἀφοροῦν ὅλες τὶς μελωδίες τοῦ ἑορτολογίου. Τὴν ἴδια ἐποχὴ ἐμφανίζεται καὶ ὁ ὅρος ὕφος, ποὺ ἀκολουθεῖ τοὺς τίτλους τῶν συλλογῶν τοῦ Εἱρμολογίου, τοῦ Ἀναστασιματαρίου, τοῦ Δοξασταρίου κ.λπ. Προφανῶς ὁ ἴδιος τίτλος καταχωρεῖται καὶ στὴν Πατριαρχικὴ ἔκδοση τοῦ Τυπικοῦ, ποὺ ἐπιμελήθηκε ὁ Κωνσταντῖνος Πρωτοψάλτης. Τὸ ἰδιαίτερο αὐτὸ γνώρισμα τῆς ψαλτικῆς, τὸ γνωστὸ στὰ κατοπινὰ χρόνια ὡς Πατριαρχικὸ ὕφος, ἀποτελεῖ ἀποκλειστικὴ τεχνικὴ τῶν Πρωτοψαλτῶν τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, σεβαστὴ στὶς κατὰ τόπους ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες.
Συμπερασματικά, τὸ ὕφος τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας εἶναι μία εὐρύτατη ἐκκλησιολογικὴ ἔννοια, ποὺ προβάλλει τὴ σημασία τοῦ λειτουργικοῦ βιώματος, τῆς εὐχαριστιακῆς ἐμπειρίας καὶ τῆς ἐσχατολογικῆς προοπτικῆς τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ ἰδιαίτερο, δηλαδή, χαρακτηριστικὸ «Μεγάλη» τῆς πρωτόθρονης Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως διερμηνεύει μὲ ἔμφαση τὸν εἰκονισμὸ τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας τῶν ἐσχάτων καὶ τὴ συγκεφαλαίωση τοῦ σύμπαντος κόσμου στὸ πρόσωπο τοῦ ἔνσαρκου Λόγου. Τὸ ὕφος, συνεπῶς, τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας εἶναι εὐχαριστιακὸ καὶ δοξολογικό, εἶναι ὁ τρισάγιος ὕμνος ποὺ ἄδεται στὴ ζωοποιὸ Τριάδα ταυτόχρονα ἀπὸ Ἀγγέλους καὶ ἀνθρώπους κατὰ τὴ θεία λειτουργία καὶ ποὺ προτρέπει τοὺς πιστοὺς νὰ ἀποθέσουν κάθε βιοτικὴ μέριμνα γιὰ τὴν ὑποδοχὴ τοῦ Βασιλέα τῶν ὅλων.
ΠΗΓΗ:http://melourgia.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου