50 καὶ πλέον χρόνια,
πίσω
Πάτμος.
Τὸ
νησὶ ὑπάγεται
στά ἀνατολικά.
Ἐκεῖ
ἔγραψε ὁ ΄Ἅγιος
Ἰωάννης τὴν Ἀποκάλυψη.
Τόπος
ὀνειρεμένος γιά νά ξεχάσεις τὸ
τέλος τοῦ κόσμου!!!!
1956, ἢ 1957
Καμία σημείωση. Πού θὰ
πεί, μηδὲν ἡμερολόγιο.
Πέρασα τρεῖς μέρες ἐκεῖ,
μετὰ τὴν
Κρήτη, κάνοντας ὄνειρα γιά τὸν
΄Ἰκαρο καὶ μαζεύοντας
πολύχρωμα βότσαλα σὲ μία μικρὴ
ἀκρογιαλιά. Ἀπὸ
τὸ ὕψωμα τοῦ
Ἁγίου Νικολάου (181 μέτρα ), στό μάτι τοῦ
βορριά, βλέπω τὴν Ἰκαρία,
καὶ μὲ
μελτέμι μία θάλασσα κατάστικτη ἀπὸ
πιτσιλίσματα καὶ μαστιγωμένη ἀπὸ
ἄσπρο ἀφρό. Θύμηση τῆς
πτώσης τοῦ ΄Ἰκάρου;
1960
Βολεύτηκα σ΄ἕνα ἄσπρο
σπίτι στή Σκάλα, τὸ
χωριουδάκι τοῦ γιαλού. Νοίκιασα ὁλόκληρο
τὸ πρῶτο πάτωμα ἀπὸ
μία οἰκογένεια ψαράδων, μπαλκόνι, μεγάλο
δωμάτιο ,κουζίνα καὶ μπάνιο. Ἡ
τιμὴ ἀποκαρδιώνει
οἰονδήποτε συναγωνισμὸ κι ἄκομα
καὶ ἔνας
συγγραφέας μπορεῖ
να στεγάσει σ΄αὐτό τις πιὸ
τρελὲς ἐπιθυμίες
του. Ἡ
ἀνεψιά τοῦ σπιτιού, ἡ
Κούλα, ἔρχεται κάθε πρωὶ
καὶ κάνει τὸ
σπίτι. Πού θέλει νά πει ὅτι
ἀφοῦ ξεσκονίσει γιά πέντε λεπτά, μετὰ ἀφήνεται
νά παρασυρθεῖ γιά κουβέντα στό ντιβάνι. Ἀπὸ
τὴν πρώτη φορά πού τὴν εἴδα, τῆς
λέω: «πάμε σήμερα τὸ βράδι νά κολυμπήσουμε στόν Ταρσανά:» Μὲ κοίταξε μὲ
τὰ λαμπερὰ μάτα της
πού δέν ἀπόφευγαν τὰ
δικά μου καὶ ἀποκρίθηκε:
«ἀχ, καὶ νά μπορούσα,
κύριε Ζάκ!»
Μιά καὶ
εἶμαι στήν Πάτμο, εἶπα πώς καλύτερα
νά τελειώνω μία ὥρα ἀρχύτερα
μὲ τὴν Ἀποκαλύψῃ.
Τὴν ἑπομένη, ἀπὸ
τὰ χαράματα, ἀνηφορίζω στή Χώρα. Ἡ σπηλιὰ
τοῦ Ἁγίου
Ἰωάννη, ὅπου ἔζησε
σὰν ἐρημίτης,
βρίσκεται καταμεσὶς στήν πλαγιά.
Σοῦ δείχνουν, κυκλωμένες μ΄ ἀσήμι,
τὶς δυο γοῦβες ὅπου
ἀκουμποῦσε τὰ
χέρια καὶ τὸ
κεφάλι του. Ὑπάρχει
ἕνα μικρὸ εἰκονοστάσι
ὅπου παριστάνεται ἡ κοίμηση τοῦ
Ἁγίου, καντήλια, κηροστάτες, ὅλα
τὰ ἐπιχρυσώματα τῆς
προκατάληψης πού ὀνομάζουμε εὐλάβεια.
Αὐτὸ τὸ
μέρος, ὅπου γράφτηκε ἕνα
ἀπὸ τὰ
ὡραιότερα κείμενα τοῦ κόσμου (ἕνα
ἀπ’ αὐτά
πού μάς κάνουν νά ταξιδεύουμε, ὄχι ἀπὸ
ἐκεῖνα που
διαβάζουμε ταξιδεύοντας), ὅμοια μ΄ ὅλα
τὰ ἀντίστοιχα μέρη ἔχει
γίνει λειψανοθήκη νεκρῶν ἀναμνηστικῶν.
΄Ὅμως τοῦτο ἔδω
τὸ μέρος, περισσότερο ἀπ΄
ὁποιοδήποτε ἄλλο, ἔπρεπε
νά ΄χε μείνει γυμνό. Κοιτάζοντας τὴν Πάτμο ἀπὸ
τή σπηλιά, διερωτᾶσαι πῶς
μπόρεσε ὁ ΄Ἅγιος
Ἰωάννης νά νιώσει τὴν ἀγωνία
τοῦ κόσμου σ΄ ἕνα
τέτοιο ὑπέροχο μέρος. Φαίνεταί πώς καμιὰ
ὀμορφιὰ δέν ἤτανε
πιὰ ἱκανὴ
να τὸν ἀγγίξει,
να τὸν συμφιλιώσει μ΄ ἕνα
σύμπαν πού πίστευε ἐτοιμοθάνατο.
Καὶ αὐτὸ
τὸ ἀνθρώπινο καὶ
θεϊκὸ δρᾶμα,
γιά τὸ ὁποῖο
οἱ χριστιανοὶ δέν ἐπάψαν
στή συνέχεια νά ἐκστασιάζονται,
τοὺς
ἀπόκλεισε γιά αἰῶνες
ἀπὸ κάθε ἀντίληψη
ὀμορφιάς. Ξωκλήσια, ἐκκλησιές,
μητροπόλεις, ὅταν πληροφορήθηκαν ὅτι
ὁ κόσμος θὰ συνεχίσει,
μόνον τότε ὕμνησαν τή δόξᾳ τοῦ
Θεοῦ μὲ
τις ζωγραφιὲς καὶ
τὰ κιονόκρανα τούς. Ὅπως ὅλα
δείχνουν, δέν εἶχε καθήσει τὴν
Ὀμορφιὰ στα γόνατά του ὁ ΄Ἅγιος Ἰωάννης
ἀλλὰ τὸ
Θηρίον τὸ κόκκινον.
΄Ὅπως εἲναι
αὐτονόητο, τὴν ἱστορία
τὴν ἐνίσχυσε ὁ
θρῦλος. Ὁ
Ντάπερ, ἔνας ὀλλανδὸς
ναυτικός πού ἐπισκέφθηκε τὴν
Πάτμο τὸν XVII αἰῶνα, λέει στο ἡμερολόγιο
τοῦ πλοίου του:
«Οἱ
κάτοικοι διηγοῦνται ὅτι έδώ ὑπάρχει μία
συκιά πού οἱ καρποί, πάνω στά κλάρια της,
ἔχουν γραμμένο ἀπὸ
τή φύση ἀπάνω
τους τή λέξη Ἀποκαλύψῃ
…Διηγοῦνται ἀκόμη
ὅτι στό γειτονικὸ μικρὸ
μοναστῆρι (στό σπήλαιο τῆς Ἀποκαλύψεως)
μπορεὶς νά δεῖς
ἕνα ἀνθρώπινο χέρι πού μεγαλώνουν τὰ
νύχια του ὅπως
τῶν ζωντανὼν ἀνθρώπων
καί πού ὅταν τοῦ
τὰ κόβουν, αὐτὰ
ξαναγίνονται μετὰ ἀπὸ
λίγο καιρό. Οἱ ΄Ἕλληνες
λένε ὅτι εἲναι
τὸ χέρι μὲ τὸ
ὁποῖο ὁ
΄Ἅγιος Ἰωάννης ἔγραψε
τὴν Ἀποκαλύψῃ
καὶ οἱ
Τούρκοι ἰσχυρίζονται πώς ἀνήκει σ΄ ἔναν ἀπὸ
τοὺς δικοὺς
τους προφῆτες».
……………………………………………………………………………………
Τὰ
ὁράματα τῆς Ἀποκαλύψῃς έδώ δὲ δίνουν σὲ
κανέναν ἐφιάλτες. Δυό φορὲς
τὴν ἑβδομάδα τὰ
κρουαζιερόπλοια ἀδειάζουν διακοσίους μὲ
τριακοσίους τουρίστες πού ὀρμάνε πρὸς
τὸ μοναδικὸ ταξί τοῦ
νησιοὺ ἢ
τὰ μουλάρια πού θὰ τοὺς
ἀνεβάσουν στή Χώρα. Καὶ
ὅταν ἐπισκεφθοὺν
τή σπηλιὰ καὶ
τὸ μοναστῆρι, ἐπιστρέφουν
στό πλοῖο τους
ὅπου τρῶνε γιά βράδι καὶ
περνᾶνε τή νυχτιὰ τους
χορεύοντας. Τὶς νύχτες, ὅταν
ἔχει μπουνάτσα, ὅταν
ἡ θάλασσα εἲναι γυαλί, ἀκούω
ἀπὸ τὸ
μπαλκόνι μου τὰ φλον-φλον τοῦ
χοροῦ τους, τὰ
ταγκὸ καὶ
τὰ τσα-τσα, γέλια, χειροκροτήματα. Κάποιος χαριτωμένος animateur θὰ
πρέπει νά εἲναι στό πλοῖο.
Στην ἀρχή, αὐτὲς
οἱ μουσικὲς μὲ
νευρίαζαν. Νά ΄ῥθεὶς
στήν Πάτμο γιά νά χορέψεις τσα-τσα-τσα! ΄Ὅπου νά ΄ναι, αὐτοὶ
οἱ χαριτωμένοι animateurs θὰ
διοργανώσουν χορευτικὲς βραδιὲς
στόν Γολγοθά, κυνήγια θησαυρῶν στή Βηθλεέμ, τὸ παιχνίδι τῶν
χιλίων φράγκων στό ναὸ τοῦ
Σολομῶντος! Ἀλλὰ
γιατὶ νά νευριάζω γιά παρόμοια
μικροπράγματα; Λέω μέσα μου ὅτι
κατὰ βάθος, ἡ
Πάτμος θὰ ἤταν
τὸ ἰδανικὸ
μέρος για ἕνα συνέδριο μελλοντολογίας.
Ἀρχίζω
να κάνω μερικοὺς
φίλους: ὁ Θανάσης, ὁ
παγωτατζής, πού τίς ἡμέρες πού ἔχει
ἀφιξη (ἐννοεῖ
τοὺς τουρίστες) σπρώχνει μὲ
πεῖσμα στό λιμάνι τὸ
καρότσι του, στολισμένο μὲ
τὰ κοχύλια καὶ τὰ
πολύχρωμα βότσαλα ποὐ τὰ
παιδιὰ του (ἔχει τρία παιδιὰ) πάνε καὶ
τοῦ
μαζεύουν ἢ τοῦ
ψαρεύουν στή θάλασσα. Για να προσελκύσει
πελάτες φυσάει μία πελώρια μπουρού. Μὲ τὰ
φουσκωμένα μάγουλά του, τὸ βυσσινὶ
του πρόσωπο, τὸ
λιγδιασμένο κασκέτο πάνω στό κεφάλι του μὲ
κάνει νά σκέπτομαι ἕνα σύγχρονο Αἴολο.
Θὰ πρέπει νά τὸ γράψω κάποτε αὐτὸ
τὸ νεομυθικὸ κείμενο: ὁ Αἴολος
παιδὶ τοῦ
γκαράζ, ἐπιφορτισμένος νά φουσκώνει λάστιχα.
Ὁ ἀγωγιάτης
ὁ Θωμὰς εἲναι ἔνας
σβησμένος, ντροπαλός, σκιαγμένος σχεδὸν
ἄνθρωπος. Μιλὰ μὲ
μιά μαλακιά, πνιγμένη φωνὴ καὶ
τὰ χέρια του, ἀσταμάτητα, κάνουν τὴν
ἑλληνικὴ χειρονομία πού δηλώνει τὸ μοιραῖο
– φοῦχτες στραμμένες στόν οὐρανό. Βέβαια ἡ ζωὴ
εἲναι δύσκολη, κανεὶς ὅμως
δέν τὸν ὑποχρέωσε
νά κάνει ἔντεκα παιδιὰ
στή γυναῖκα
του! Τὶς
προάλλες, ἐκεῖ
πού πίναμε παρέα τὰ οὔζα
μας στό λιμάνι, κοίταξε μὲ τέτοια λαχτάρα
τὸ θαλασσὶ μπαμπακερό μου
πουκάμισό πού, ἀμ΄ ἔπος
ἀμ΄ ἔργον, τὸ
ἔβγαλα καὶ τοῦ
τὸ ΄δωσα. Πρῶτος ἐγὼ
ξαφνιάστηκα μ΄ αὐτὴ
τή χειρονομίᾳ μου πού κατὰ
κάποιον ἀκαθόριστο τρόπο κάτι ἢ
κάποιον μού θύμιζε, ἀλλὰ
βέβαια! τὸν ΄Ἁγιο
Μαρτίνο! Μὲ τή διαφορά ὅτι
ἐγὼ ἔδωσα
ὁλόκληρο τὸ πουκάμισο, ὄχι
κομμένο στά δυό. Σὲ κάθε μου
ταξίδι, ὅλο καὶ
κάποιο ροῦχο
τοῦ
φέρνω ἀπὸ
τή Γαλλία γιά τὰ παιδιὰ
του: τρικό, σουέτερ, πουκάμισα. Καὶ
μὲ διασκεδάζει νά τὰ ξαναβρίσκω τοῦ
χρόνου φορεμένα ἀπὸ
κάποιον ἀπὸ
τοὺς μικροτέρους Θωμάδες, ποὺ
τοῦ τὰ
περνᾶνε οἱ
μεγαλύτεροι.. Μὲ εὐχαριστεῖ
αὐτὴ ἡ
ἰδέα.΄Ακόμα καὶ
σήμερα, κάποιος Θωμὰς
θὰ πρέπει νά ὑπάρχει στήν
Πάτμο πού νά φοράει ἀκόμη τὰ
πουκάμισά του.
Πάνε λίγες μέρες, ἤμουν
μόνος στήν παραλία, στήν ἄκρια τοῦ
λιμανιού, μετὰ τὸ
παγοποιεῖο καὶ
τὸ παρέκκλησι τοῦ Ἁγίου
Ἰωάννη. Δύο τὸ μεσημέρι, ἔνας
οὐρανὸς χωρὶς
συννεφα καὶ ἥλιος
ἀπὸ λιωμένο
μολύβι. Καὶ πάλι, στή θύμησή μου, ἔνας στίχος τοῦ
Ἐλύτη:
Κόκκινες
ψαροβαρκες πιὸ μακριὰ
ὡς τή θύμηση
΄Ἔλυτρα
χρυσὰ τοῦ
Αὐγούστου στο μεσημεριάτικο ὕπνο
….
Μπροστά
μου, τρία κοριτσάκια παίζουνε στό νερό. Πίσω, ἀπὸ
τὸ γειτονικὸ σπίτι, ἔρχεται
μυρωδιὰ ἀπὸ
τηγάνισμα. Ἡ μητέρα φωνάζει τίς τρείς
κόρες της μ΄ αὐτὴ
τὴν ὑπεροξεῖα
φωνή πού ἔχουνε οἱ
νησιώτισσες: « Βάσω, Ἀντιγόνη, Ἑλένη,
ἐλᾶτε ἀμέσως
γιά φαΐ». Τὰ δυό κορίτσια ἔτρεξαν
ἀμέσως. Τὸ τρίτο ἑξακολούθησε
τὸ παιχνίδι του στό νερό. Σὲ
πέντε λεπτὰ ἡ
μάνα ξαναβγῆκε,
ἀπηυδησμένη, καὶ
βάλθηκε νά οὐρλιάζει: «Ἀντιγόνη!
Θὰ ΄ῥθεις
γιά φαΐ ναὶ
ἢ ὄχι; Πάντα τοῦ
κεφαλιού σου».
1961
Ἡ Χώρα τῆς
Πάτμου, ἡ Πάνω Πόλη, ἔχει
τὰ πιὸ ὄμορφα
σπίτια τοῦ νησιού. Ἡ
Εὐθυμία, ἡ γυναῖκα
τοῦ καφετζή, θὰ
μὲ πάει νά δῶ δύο ἀπ΄
αὐτά, τὸ ἕνα
μάλιστα εἲναι γιά πούλημα. Σὲ
μερικά, δουλεμένες κασέλες, ζωγραφισμένα χωρίσματα, παλαιὰ
πορτραίτα, ὀπάλινα λαμπογυάλια, ἔνας
ὁλόκληρος κόσμος περασμένης πολυτελείας πού μού θυμίζει τὰ
γερασμένα σαλόνια στόν ΄Ἀθω. Οἱ
προσόψεις, μὲ τὴν
καμάρα στήν εἴσοδο, τὰ
παράθυρα μὲ τοὺς
παραστάδες, σοῦ φέρνουν στό νοῦ
πλούσια ἰταλικὰ
σπίτια. Ἀλλὰ
στό ἐσωτερικὸ
ξαναβρίσκεις αὐτὴ
τή χαρακτηριστική ἀρχιτεκτονική τῶν
ἑλληνικῶν σπιτιών πού περιέγραψε ὁ Τουρνφὸρ
τὸν XVIII αἰῶνα,
ὅταν ἐπισκέφθηκε τὸ
νησὶ καὶ
μέτρησε ὀκτακόσια σπίτια. Μεταξὺ
ἄλλων, καὶ αὐτὰ
τὰ χωρίσματα ἀπὸ
σκαλιστὸ ξύλο, δουλεμένα, στολισμένα μὲ
λουλούδια καὶ πουλιά, ποὺ
ἀπομονώνουν ἀπὸ
τὸ κυρίως δωμάτιο τὴν ὑπερυψωμένη
γωνία ὅπου βρίσκεται ὁ
σοφάς. Ψηλὰ ἀπὸ
τὸ παράθυρο βλέπεις τὶς ἄσπρες
ταράτσες τῆς πόλης, τοὺς
ξεροῦς κάμπους μὲ
τις πορτοκαλιὲς καὶ
τὰ νησιὰ Ἀρκοῖ
καὶ Λείψοι, ὡς
τὴν τουρκικὴ ἀκτή.
Μέσα στό Μοναστῆρι
ὑπάρχει ἕνα παραξενο
παρέκκλησι ἀφιερωμένο στόν ΄Ἁγιο
Βασίλειο, ποὺ τή μία πλευρὰ
του τὴν
σκεπάζουν ὁλόκληρη οἱ
τοιχογραφίες που παριστάνουν μία ἐπιδρομὴ
Φράγκων στο λιμάνι τῆς Πάτμου.
Βλέπεις σ΄ αὐτές, δεκάδες σκαριὰ
ὅλων τῶν εἰδῶν
καὶ Φράγκους μὲ
πανοπλίες. Αὐτὲς
οἱ τοιχογραφίες φέρνουνε στό μυαλὸ
τη λεηλασίᾳ τοῦ
Βενετοὺ Μοροζίνι πού τὸν
XVII αἰῶνα ἐρήμωσε
τὸ νησὶ καὶ
κατέστρεψε ὅλα τὰ
καράβια τοῦ λιμανιού. Καὶ
καταλαβαίνομε καλύτερα γιά ποιό λόγο ἡ ζωὴ
σὲ κείνα τὰ χρόνια τῶν
πειρατῶν καὶ
τῶν κουρσάρων ἤταν πάντα συγκεντρωμένη σὲ
μία Πάνω Χώρα, μόνο προστατευμένο σημεῖο ἀπὸ
τοὺς ἐχθρούς
πού ξέβραζε ἡ θάλασσα.
Χθές, πήρα ἀπὸ
τὸ λιμάνι μία βάρκα καὶ
πήγα στόν Κάμπο, κάνοντας ἔτσι σχεδὸν
ὅλο τὸ γύρο τοῦ
νησιού. Ἀπὸ
΄κεί, μέσα ἀπὸ
τοὺς ξεροῦς
λόφους πέρασα πάνω ἀπὸ
τὸ μικρὸ ἐρημητήρι
τοῦ Ἀπολλοὺ
καὶ ἔφτασα
στην ἀνατολικὴ
παραλία, καὶ κόβοντας πρὸς
τὸν βορριά, στην ἀμμουδιὰ
τοῦ ΄Ὅρμου
τῆς Λάμπης ὅπου βρίσκω τίς
πολύχρωμες πέτρες πού μαζεύω κάθε χρονιά. Τὰ
ὀνόματα τῶν ὑψωμάτων
διηγοῦνται τὴν
ἱστορία τῆς φύσῃς
σὰν να περιγράφουν μέρη παραμυθού: περνάω, μὲ
τή σειρᾷ, αὐτά
πού μεταφράζω σὰν Καβουροκαμινάδα, Κάβο τοῦ
Γεράνου,
Φωλιὰ Πουλιού, Φοῦρνο
τῶν Γρύλλων. Στίς πλαγιὲς
τους, βαθμιδωτά, ἄσπρα ξωκκλήσια,
ἀραιότερα ἀπ΄ ὅτι
στή νότια πλευρὰ
τοῦ νησιού, γύρω ἀπὸ
τὸ μοναστῆρι: ἡ
Παναγία Γεράνου, ὁ ΄Ἅγιος
Παντελεήμων, ὁ ΄Ἅγιος
Γιώργης, ὁ ΄Ἅγιος
Δημήτρης. Κομπολόι ἀπὸ
δροσιὲς ὅπου εἲναι
ὡραία νά ξαποσταίνεις μέσα σ΄ ἕνα
ἄρωμα ἀπὸ
ξεθυμασμένο λιβάνι. Κατόπιν, καθὼς κατηφορίζω πρὸς
τὴν ἀκτή, διασχίζω τὴν
κοιλάδα τῶν Καλογέρων, τὸν
Κόκκινο Κάβο, τή Μικρή Μυρτιά, τὴν Ἀητοφωλιά.
Ἡ βλάστηση ἔδω, εἲναι
πιὸ πλούσια. Γύρω, μυρίκια, συκιές (πού στούς καρποὺς
τους ὅμως
δέν εἲναι γραμμένη ἡ
λέξη Ἀποκαλύψῃ),
πορτοκαλιές. Σ΄ ἕνα ἀπὸ
τὰ λευκὰ σπίτια – ἁπλά καλύβια μέσα στά περιβόλια – συναντῶ ἕνα
γάλλο σπουδαστὴ τῆς
Ῥωσικὴς Θεολογικῆς
Σχολῆς τοῦ
Παρισίου, ποὺ ἔρχεται
κάθε καλοκαίρι να ζήσει σὰν ἐρημίτης
πάνω ἀπὸ
τὸν κόλπο τοῦ Γροίκου.
Καὶ
τὸ βράδι, τσακισμένος ἀπὸ
τὴν κούραση, τη ζέστη,
τή σκόνη, θεόκουφος ἀπὸ
τὸ τραγούδι τῶν γρύλλων πού ἔχω
ζωντανὸ μέσα στ΄ αὐτιά
μου, ξαναβρίσκω τή δροσιὰ
τῆς Σκάλας καὶ τή μπουροὺ τοῦ
Θανάση.
1962
Κάθε
πρωί, ἀπὸ
τὶς πέντε, πιάνω νά δουλεύω στό καφενεδάκι πού βρίσκεται
στήν ἄκρη τοῦ
λιμανιοὺ κοντὰ
στήν ἐκκλησία τῶν
Ἁγίων Ἀναργύρων. Ὁ
καφετζὴς παρουσιάζεται κατὰ
τὶς ἕξι, ἀλλὰ
καθὼς ξέρει τίς συνήθειές μου, μοῦ
ἀφήνει ἕνα τραπέζι ἔξω
μὲ μία καρέκλα, κάτω ἀπὸ
ἕνα μυρίκι. Μεταφράζω τοὺς
μύθους τοῦ Αἰσώπου
γιά ἔναν παρισινὸ
ἐκδοτικὸ οἶκο.
Ζωὴ ὀνειρεμένη:
ἀπὸ τὴν
αὐγὴ μέχρι τὶς
ἐννέα ζῶ μὲ
τοὺς μύθους, τὰ
ζῷά πού μιλάνε, κι αὐτὴ
τὴν παραδοσιακὴ ἑλληνικὴ σοφία πού βρίσκεις σ΄ ὅλους
τοὺς δρόμους πού γειτονεύουν μὲ
τὴν Ἀνατολή. Στίς ἐννιά,
τέλος ἡ ἐργασία:
ὅλη ἡ μέρα εἲναι
δική μου γιά νά κοιμάμαι ἢ νά κόβω
βόλτες. Ὁ καφετζὴς
εἲναι ἔνας μικροσωμος ἀνθρωπάκος
μ’ ἕνα τέλειο
φαλακρὸ κρανίο, ποὺ
αἰωνίως χαμογελάει καὶ βιάζεται. Δέν
προφταίνει ν΄ ἀνοίξει τὸ
μαγαζὶ του κι ἔχω μπροστά μου ἕνα
ἀχνιστὸ μέτριο μὲ
δυὸ φρυγανιές. Κατόπιν, ὅταν
δέν ὑπάρχει ἄλλος
πελάτης, ἔρχεται καὶ
κάθεται καμιὰ φορὰ
πλάι μου καὶ μὲ
κοιτάζει ἐκεῖ
πού δουλεύω: «γράφεις, γράφεις, ὅλο
γράφεις, μὰ τὶ
γράφεις;» μὲ ῥωτάει.
Τοῦ μιλῶ
γιά τὸν Αἴσωπο, τὸν
πρόγονὸ του,
ποὺ ἔγραψε
μύθους πρὶν ἀπὸ
πάρα πολλὰ
χρόνια καὶ τοῦ
διαβάζω – πασχίζοντας νά μεταφράσω τὰ ἀρχαῖα
ἑλληνικὰ σὲ
νέα – τὸ μύθο πάνω στόν ὁποῖο
ἐργάζομαι. Τὸ θέμα ταιριάζει
κουτί: τίτλος, Ο ΜΕΘΥΣΟΣ.
Μία
γυναῖκα ἤταν
παντρεμένη μ΄ ἕνα μεθύστακα. Γιά νά τὸν
γιατρέψει ἀπ΄ τὸ
πιοτό, ἰδού τί ἐσκαρφίστηκε:
μία μέρα πού ὁ ἀντρας
της ἤτανε τέζα ἀπὸ
τὸ μέθυσι, τὸν ἐσήκωσε
στούς ὤμους, τὸν
πῆγε στό νεκροταφεῖο, τὸν
παράτησε κατὰ γῆς
καὶ σηκώθηκε κι ἔφυγε.
΄Ἔρχεται στά σύγκαλὰ του ὁ ἄνθρωπος, ἀκούει
νά βροντάνε στήν πόρτα τοῦ νεκροταφείου.
«Ποῖος εἴναι;»
ῥωτάει,»Ἐγώ πού φέρνω φαΐ
στούς νεκροὺς» ἀποκρίνεται ἡ γυναῖκα.
«Μή μού μιλὰς γιά φαΐ»
λέει ὁ ἀντρας,
«μὸν΄ φέρε μου κάτι να πιώ». Τότε ἡ
γυναῖκα ἄρχισε
νά κτυπιέται
καὶ νά φωνάζει: « Ἀχ,
ἡ ἀμοίρη ἐγώ!
Σὲ τίποτα δεν ὠφέλησε ἡ
πονηρία μου ἀφοῦ
ἀντὶ νά σὲ
γιατρέψει, τὸ βίτσιό σου θέριεψε κι ἔφτασες νά θέλεις νά πιεὶς καὶ
μέσα στούς πεθαμένους».
Ὁ καφετζὴς
ἄκουσε μὲ πολλὴ
προσοχὴ ἐκείνη
τὴν ἱστορία, καὶ
μὲ πολλὴ σοβαρότητα. Ἀλλὰ
πρόσθεσε ἕνα ἠθικὸ
δίδαγμα πού δέν εἶχε προβλέψει ὁ
Αἴσωπος: «Μωρέ, καλὰ τὰ
λέει! Μόνο οἱ γυναῖκες
θὰ μπορούσαν νά σκαρφιστοὺν
τέτοια πράματα! Νά πάει τὸν
ἄντρα της στό Νεκροταφεῖο!
Εὐτυχῶς, ἐγὼ
εἶμαι ἐργένης»,
καταληξε σὰν καθησυχασμένος.
Ἀπέναντι ἀκριβῶς
ἀπ΄ τὴν Πάτμο ὑπάρχουνε
δύο νησιά: οἱ Ἀρκοῖ
καὶ οἱ
Λειψοί……..
ΠΗΓΗ:
«Τὸ Ἑλληνικὸ
καλοκαίρι» τοῦ Jacgues Lacarriere, μεταφράσῃ Ἰωάννας Δ.
Χατζηνικολή, (4ης ἔκδοση), Ἐκδόσεις
Ι. Χατζηνικολή, 1980
Σημείωση: Κατὰ τὴν
ἀντιγραφὴ διατηρήσαμε τὴν
ὀρθογραφία του ανωτέρω κειμένου
Κάθε που διαβάζω αποσπάσματα αυτού του βιβλίου, με την τόσο ζωντανή μετάφραση, αναγαλιάζει η ψυχή μου. Ευχαριστώ που μου δίνετε αυτήν την ευκαιρία! Εύχομαι καλή συνέχεια στην τόσο πετυχημένη προσπάθειά σας και ελπίζω να μην σας πτοούν τα εμπόδια που ίσως θα συναντάτε στην πορεία αυτού του έργου σας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπό την όμορφη Θεσσαλονίκη με αγάπη
Σούλα Τρίγκα-Γιαλελή