Πέμπτη 23 Απριλίου 2020

Μονή Ζωοδόχου Πηγῆς Πάτμου


Ἱερά Γυναικεία Μονή

Ζωοδόχου Πηγῆς Πάτμου


Τὸ παρακάτω κείμενο γράφτηκε πρὶν ἀπὸ 46 χρόνια καὶ ἀποτελεῖ ἀπόσπασμα 
ἀπὸ τὴν ἀνέκδοτη ἐργασία (πολυγραφημένο ἀντίτυπο) τοῦ τότε μαθητὴ 
τῆς Β΄ Λυκείου τοῦ Πειραματικοῦ Σχολείου τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν,
 Βασίλη Καψαμπέλη, μὲ τίτλο Περιπλάνησι στὰ 45 τετρ. χιλμ. τῆς Πάτμου, Φεβρουάριος 1973.
Σημείωση: οἱ φωτογραφίες δέν ἀνήκουν στόν συγγραφέα

Κεφάλαιο 8.
Τὰ γυναικεῖα μοναστήρια τῆς Πάτμου

«… ἡ βιβλικὴ θρησκεία ἠνέωξεν εἰς τὴν γυναῖκα τὰς πύλας
τοῦ ἱεροῦ πρὸς συμμετοχὴν εἰς λατρείαν κοσμίαν …»
(Παναγιώτης Μπρατσιώτης)
  
Στὴν Πάτμο ὑπάρχουν δύο μεγάλες γυναικεῖες μονές: ἡ Μονὴ τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, στὴ Χώρα, καὶ ἡ Μονὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, στὸ μονοπάτι Χώρας–Κήπων. Ἀπομακρυσμένες, αὐστηρὲς καὶ «κλεισμένες», οἱ δυὸ μονὲς εἶναι σχεδὸν ἀπρόσιτες στοὺς τουρίστες· ἄλλωστε οἱ ἴδιες οἱ μοναχὲς κάνουν ὅ,τι μποροῦν –ὄχι πάντα μὲ εὐγένεια– γιὰ νὰ ἐμποδίσουν τὶς χιλιάδες τῶν τουριστῶν ποὺ ἐπισκέπτονται τὸν Θεολόγο νὰ φτάσουν μέχρι τὴν πόρτα τους. Ἂς εἶναι ὅμως. Μ’ ἐμένα ἦσαν εὐπροσήγορες καὶ φιλόξενες, μὲ βοήθησαν ὅσο μποροῦσαν καὶ μὲ ἀποχαιρέτησαν μὲ εὐχὲς καὶ τὰ δείγματα τῆς ἀγάπης τους: φυλακτά, σταυρουδάκια, φωτογραφίες. Δὲν θὰ μποροῦσα γιὰ τίποτα νὰ διατυπώσω παράπονο.

1.  Ἡ Ζωοδόχος Πηγή.


    Ἡ Ζωοδόχος Πηγὴ ἱδρύθηκε τὸ 1607 ἀπ’ τὸν ἡγούμενο τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη, Παρθένιο Παγκώστα, ἀφιερωμένη «Χριστῷ τῷ Θεῷ καὶ τῇ μητρὶ Αὐτοῦ». Ὁ Παρθένιος πρὶν γίνει μοναχός ἦταν καπετάνιος. Κάποτε ἔταξε δὐο ὀρειχάλκινα κηροπήγια στὸν Ἅγιο Ἰωάννη, ἀλλὰ ὅταν κατόπιν πῆγε τὸν μπροῦντζο στὸν τεχνίτη, βρῆκε μέσα χρυσὸ καὶ μ’ αὐτὸ ἀποφάσισε νὰ κτίσει τὴν Ζωοδόχο Πηγή. Ἐπιμελήθηκε τοῦ κτίσματος ὁ ἴδιος καὶ τὸ ἔκανε μεγάλο καὶ ἰσχυρό, τοποθέτησε μάλιστα καὶ πολεμίστρες. Αὐτὸ τοῦ στοίχισε τὴ ζωή. Ὁ Τοῦρκος ναύαρχος δὲν ἀνέχτηκε τὴν αὐθαιρεσία καὶ ὁ Παρθένιος Παγκώστας μαρτύρησε τὸ 1629, περιλουσμένος μὲ καυτὸ λάδι.


    Σήμερα ἡ μονὴ ἔχει 17 μοναχές, Πάτμιες οἱ περισσότερες, ποὺ διοικοῦνται μὲ τὸ ἰδιόρυθμο μοναχικὸ σύστημα ἀπὸ τὴν ὑπέργηρη ἡγουμένη. (Πόσο χάρηκε ὅταν μᾶς εἶδε καὶ μᾶς ἄκουσε νὰ μιλᾶμε Ἑλληνικά! «Χριστιανικὰ μιλᾶνε, χριστιανικά», ἔλεγε καὶ ξανάλεγε στὴ μοναχὴ ποὺ τὴν ὑποβάσταζε. Μᾶς εἶχε περάσει για ξένους).


‒ Πρὶν 53 χρόνια, ὅταν ἦρθα ἐγὼ στὴ μονή, εἴμασταν 47, μοῦ λέει ἡ ἀδελφὴ Εὐπραξία, ποὺ ἀνέλαβε τὴν κατατόπισή μου. Ὅσο πᾶμε καὶ λιγοστεύουμε.
‒ Ποιὲς εἶναι οἱ δραστηριότητες τῶν μοναχῶν;
‒ Φτιάχνουν κεντήματα καὶ ἄμφια, ἀκόμη καὶ λιβάνι. Ἀλλὰ κυρίως εἶναι ἡ προσευχὴ παιδί μου.
‒ Πῶς ἀποφασίσατε νὰ γίνετε μοναχή;
‒ «Οὕς ὁ Θεὸς προώρισε, οὕτους καὶ ἐκάλεσε»[1].
‒ Πῶς βλέπετε τὴν τουριστικὴ ἀνάπτυξη;
‒ Δὲν τὴ θέλουμε. Μᾶς ἔγιναν πολλὲς προτάσεις γιὰ νὰ ἀξιοποιήσουμε τουριστικὰ τὴ Μονή. ὅμως ἐμεῖς δὲν θέλουμε κι ἐμπιστευόμαστε στὸ Θεὸ τὶς ἐλπίδες μας γιὰ νὰ μὴν ἀλλάξει τίποτε. Κρατᾶμε τὶς ἐντολὲς τοῦ κτήτορά μας. Πρὸ παντὸς οἱ ἐπισκέπτες μᾶς ἐνοχλοῦν. Οἱ γυναῖκες πιὸ πολὺ παιδί μου, ποὺ εἶναι περίεργες.
‒ Θὰ θέλατε νὰ μοῦ δείξετε τὸ κελλί σας;



    Περνάμε μέσα ἀπὸ τὶς ἀσβεστωμένες αὐλές. Ὅλα ἀστράφτουν ἀπὸ καθαριότητα καὶ ὀμορφιά. Κόκκινοι ἀσκληπιοί καὶ μπλοῦλες σκεπάζουν τοὺς τοίχους. Ἕνα πλῆθος γλάστρες περιβάλλουν κάθε ἐσωτερικὴ αὐλή. Φτάνουμε στὸ κελλὶ τῆς ἀδελφῆς Εὐπραξίας. Ἔχουν κι ὅλας μαζευτεῖ τρεῖς-τέσσερις μοναχὲς ποὺ μὲ μεγάλες ψαλίδες κόβουν σὲ κομμάτια τὰ χρησιμοποιημένα κεριὰ καὶ τὰ ρίχνουν στὶς τσίγγινες λεκάνες τους. Ἡ Μονὴ εἶναι κηροποιεῖο, ὅπως καὶ τὸ μικρὸ διμελὲς κάθισμα, τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων. Ἀκόμη εἶναι σημαντικὸ ἱεροραφεῖο καὶ κέντρο χειροτεχνίας.

    Μοῦ προσφέρουν τὸ λουκούμι καὶ ρίχνω μιὰ ματιὰ στὸ δωμάτιο. Ὅλα ἐδῶ μιλοῦν γιὰ τὰ περασμένα: οἱ ξύλινες πιατοθῆκες μὲ τὰ χρωματιστὰ πιάτα, ὁ παλιὸς νεροχύτης σὲ μιὰ γωνιά, ἡ γκαζιέρα, τὸ σιδερένιο κρεββάτι, οἱ κουρελοῦδες στὸ πάτωμα καὶ στοὺς τοίχους, τὰ κεντήματα ποὺ μᾶς δείχνουν μὲ ὑπερηφάνεια. Σὲ μιὰ γωνιὰ κρέμονται γκριζωπὰ ράσα. Στὸν τοῖχο εἶναι καρφωμένο ἕνα μαυρόασπρο ἔκτυπο, ποὺ παριστάνει τὴν Ἀποκάλυψη. Τὸ ταβάνι ἀποτελεῖται ἀπὸ ξύλινα δοκάρια ποὺ ὑποβαστάζουν τὸν ὀντά, στὸ μέγεθος καὶ τὸ σχῆμα τοῦ κάτω πατώματος.

    Ἡ συζήτηση συνεχίζεται. Μὲ ρωτᾶν γιὰ ᾿μένα καὶ τοὺς μιλῶ γιὰ τὰ σχέδιά μου καὶ τὶς ἀσχολίες μου. Μοῦ δίνουν τὴν εὐλογία τους. Μοῦ βάζουν σὲ μιὰ σακκοῦλα κουλουράκια, ἕνα φυλακτὸ καὶ μιὰ εὐχὴ γιὰ τὴ βασκανία, δυὸ αὐγὰ καὶ τυρί. Ὕστερα μὲ πηγαίνουν στὸ κελλὶ τῆς ἁγιογράφου τῆς Μονῆς.

    Ἡ ἁγιογράφος τῆς Μονῆς εἶναι φανερὰ τὸ κέντρο τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ θαυμασμοῦ τῶν ἀδελφῶν της. Σ’ αὐτὸν τὸν κύκλο τῶν ἀγαθῶν ἀνθρώπων ἕνας ποὺ ὑλοποιεῖ τὶς εἰκόνες ποὺ ἔχουν στὴν ψυχή τους, τοὺς καλοσυνάτους Χριστούς, τὶς γλυκὲς ἀρχοντικὲς Παναγίες, τοὺς ἐξωγήινους ἀγγέλους, εἶναι ὁ ἀληθινός τους σύνδεσμος μὲ τὸ Θεό. Ἡ ἁγιογράφος, μιὰ κοντὴ παχουλὴ γυναικούλα, μᾶς ὑποδέχεται μ’ ἕνα φιλόξενο χαμόγελο. Ἂν δὲν ἦταν τὸ πρόσωπό της τὸ πρόσωπο ποὺ συναντοῦσα διαρκῶς σ’ αὐτὸ τὸ μοναστήρι, θὰ τὴν φανταζόμουνα περισσότερο σὰν καλοκάγαθη νοικοκυρὰ ἑνὸς ἄσπρου σπιτιοῦ σ’ ἕνα νησάκι τοῦ Αἰγαίου παρὰ καλόγρια στὸ νησὶ ποὺ ἄκουσε τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ. Μᾶς δείχνει μὲ περηφάνια τὰ ἔργα της. Προσεγμένη πινελιά, ἔμπειρη μεῖξη χρωμάτων σὲ συνθέσεις χωρὶς καμιὰ καλλιτεχνικὴ ἀξία. Μᾶς μιλάει γιὰ τὴ διαφωνία της μὲ μιὰ περαστικὴ ζωγράφο. Τὴν εἶχε μαλώσει, λέει <ἡ ζωγράφος>, γιατὶ δὲν ἀκολουθούσε τὸ στὺλ τῆς βυζαντινῆς ἁγιογραφίας, ἀλλὰ ἔχανε τὸν καιρό της μ’ αὐτὰ τὰ χωρὶς οὐσία ἔργα. «Ἐγὼ δὲν τὰ καταλαβαίνω αὐτά», μᾶς λέει χαμογελώντας. «Ἕνα στραβὸ σῶμα, ἀφύσικο καὶ ἄκαμπτο, τὶ δείχνει; Εἶδα τὶς ἁγιογραφίες τῆς Διασώζουσας, τὶ σημασία ἔχουν; Καμμιὰ φυσικότητα, καμμιὰ ὀμορφιά». Νὰ καθίσει κανεὶς νὰ τῆς ἐξηγήσει τὴ φοβερὴ γοητεία τῆς βυζαντινῆς ἁγιογραφίας; χαμένος κόπος ἴσως, ἄχρηστο σίγουρα. Ἡ γυναίκα αὐτὴ ἐδῶ ἐκφράζει ὅλες τὶς ἁπλοϊκὲς ἀδελφές της, συγκεκριμενοποιεῖ καὶ καταγράφει τὰ χριστιανικά τους ὀράματα. Ὅπως ἀλλιῶς καὶ ἂν ζωγράφιζε θὰ ἦταν ἔξω ἀπὸ τὸ χῶρο της, ἀπ’ τὴν ἀτμόσφαιρά της. Ἀνακαλύπτω τὴν σχετικότητα τῆς ἀξίας τῶν προσώπων καὶ τῶν πραγμάτων.

    Σιγὰ σιγὰ μᾶς διηγεῖται τὴ ζωή της. Ἀπὸ πολὺ μικρὴ ἔνιωσε τὴν ἀγάπη τῆς ζωγραφικῆς. Δεκατριῶν ἐτῶν στὴ Μυτιλήνη, παρακολούθησε καὶ διδάχτηκε γιὰ ἕξι μῆνες τὴν τέχνη ἑνὸς γέρου ἁγιογράφου τοῦ νησιοῦ. Ὅμως ἡ φτώχεια τὴν ἀνάγκασε νὰ ψάξει γιὰ κανένα περισσότερο σίγουρο ἐπάγγελμα, καὶ τὸ 1927 γίνεται κομμώτρια. Τὸ 1966 «πῆρε σύνταξη ἀπ’ τὴν κομμωτική». Ἤδη ἀπ’ τὸ 1960 βοηθώντας σὲ κάτι σκηνικὰ τοῦ κατηχητικοῦ σχολείου νιώθει τὴν ἀγάπη γιὰ τὴ ζωγραφικὴ νὰ ξυπνάει. Ἔτσι ὅταν τελειώνει μὲ τὸ ἐπάγγελμά της, δὲν διστάζει καθόλου. Μαζεύει τὰ πράγματά της κι ἔρχεται στὴ Ζωοδόχο Πηγὴ τῆς Πάτμου. Τώρα εἶναι τυπικὰ δόκιμη· ὅταν συμπληρωθεῖ ὁ ἀπαραίτητος χρόνος θὰ ἀκολουθήσει συνοπτικὴ διαδικασία γιὰ νὰ γίνει μεγαλόσχημη μοναχή.

    Ἐφυγα ὰπὸ τὴ Ζωοδόχο Πηγὴ μετὰ τὸν ἑσπερινό, τὸ ἀπομεσήμερο. Ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ διφορούμενα ἀπογευματινὰ τοῦ Σεπτέμβρη, ἀνάμεσα στὴ συννεφιὰ καὶ τὴν ἡλιοφάνεια, ποὺ τελειώνουν συνήθως μέσα στὶς ἀνταύγειες ἑνὸς δειλινοῦ. Οἱ ἄσπροι τοίχοι τῆς Μονῆς βάφονταν χρυσοὶ καὶ τὰ λουλούδια σάλευαν ἀργὰ στὸ ἀπογευματινὸ ἀεράκι. Ἡ ἀτμόσφαιρα ἦταν γεμάτη καὶ τώρα, ὅπως καὶ τότε ποὺ πῆγα στὸ Σπήλαιο, ἀπὸ μιὰ Θεία Ἀναμονή. Ὅμως τότε ἦταν φορτωμένη ἀπὸ σημάδια καὶ φόβο: ἐδῶ ἦταν γεμάτη ἀπὸ γαλήνη. Ἔφυγα μὲ τοὺς στίχους τοῦ Πορφύρα[2] στὸ νοῦ:

                              Βουβὲς ψυχές, θλιμένες, καὶ τ’ ἀπόβραδο
                              προσμένουν τὸν Χριστό μας ἀπὸ πέρα,
                              ποιὸς ξέρει, ἀπὸ μακριά. Κι ἐκεῖνος ἔρχεται
 μέσ’ τὸν θολὸ τοῦ φθινοπώρου ἀγέρα.IM ZoodohouPigis


[1] Βλ. Πρὸς Ρωμαίους 8,30.
[2] Λάμπρος Πορφύρας (1879-1932): (ψευδώνυμο τοῦ Δημητρίου Σύψωμου), λυρικὸς ποιητής ἀπὸ τὴν Χίο· τὸ ἀπόσπασμα ποὺ ἀκολουθεῖ εἶναι ἡ πρῶτη στροφὴ ἀπὸ τὸ ποίημά του μὲ τίτλο «Ἑσπερινός».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου