Επεφάνη η
χάρις του Θεού
(Ομότιμος Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.
ειδικός στην ερμηνεία της
Καινής Διαθήκης)
Στη θεία
Λειτουργία της εορτής των Θεοφανείων διαβάζεται η παρακάτω Αποστολική περικοπή
από την προς Τίτον επιστολή, στην οποία επικρατούν οι όροι «επιφάνεια»,
«χάρις», «Σωτήρ», και το επίθετο «σωτήριος».
Η επιστολή του Απ. Παύλου προς τον συνεργάτη του Τίτον
είναι μια από τις τρεις λεγόμενες Ποιμαντικές επιστολές (Α΄και Β΄προς Τιμόθεον
και προς Τίτον). Η περικοπή είναι σε μετάφραση η ακόλουθη:
«Παιδί μου Τίτε, ο Θεός φανέρωσε τη χάρη του, για να
σώσει όλους τους ανθρώπους. Αυτή η χάρη μάς καθοδηγεί να αρνηθούμε την ασέβεια
και τις αμαρτωλές επιθυμίες και να ζήσουμε με σωφροσύνη, με δικαιοσύνη και με
ευσέβεια στον παρόντα αιώνα, περιμένοντας τη μακαριότητα που ελπίζουμε, δηλαδή
την εμφάνιση της δόξας του μεγάλου Θεού και σωτήρα μας, του Ιησού Χριστού. Αυτός
έδωσε τον εαυτό του για μας, για να μας λυτρώσει από κάθε ανομία, να μας
καθαρίσει και να μας κάνει ένα λαό που να ανήκει μόνο σ’ αυτόν και να
καταγίνεται με ζήλο στα καλά έργα.
‘Οταν όμως ο σωτήρας μας ο Θεός φανέρωσε την καλοσύνη
του και την αγάπη του στους ανθρώπους, μας έσωσε, όχι για τα καλά έργα που
τυχόν κάναμε εμείς, αλλά γιατί μας σπλαχνίστηκε. Μας έσωσε με το βάπτισμα της
αναγέννησης και της ανανέωσης που χαρίζει το ‘Αγιο Πνεύμα, που το σκόρπισε
πλούσια πάνω μας δια του Ιησού Χριστού του σωτήρα μας, για να δικαιωθούμε με τη
δική του χάρη και να κληρονομήσουμε την αιώνια ζωή, που την προσδοκούμε» (Τίτ.
2, 11- 14 και 3, 4- 7).
Στις Ποιμαντικές επιστολές, από τις οποίες προέρχεται
το Αποστολικό ανάγνωσμα, υπογραμμίζεται η στενή σύζευξη θεολογίας και πράξης.
Οι εντολές που δίδονται στον Τιμόθεο και στον Τίτο δεν αντικαθιστούν τη
θεολογία, αλλά απορρέουν από αυτήν και την εκφράζουν με τρόπο που μαρτυρεί ότι
η ζωή της Εκκλησίας συνεχίζεται με την πνοή του Αγίου Πνεύματος τόσο την εποχή
που γράφονται οι εν λόγω επιστολές όσο και σήμερα.
Ήδη στο προοίμιο της Α΄ προς Τιμόθεον (1,1) ο Απ.
Παύλος παρουσιάζεται ως «απόστολος του Ιησού Χριστού με εντολή του σωτήρα μας
Θεού», στο δε προοίμιο της προς Τίτον (1, 4) αποστέλλεται στον παραλήπτη ο
χαιρετισμός «Εύχομαι ο Θεός Πατέρας και ο σωτήρας μας ο Κύριος Ιησούς Χριστός,
να σου δίνουν τη χάρη, το έλεος και την ειρήνη». Ήδη δηλαδή από την αρχή
προβάλλει η διαπίστωση ότι τόσο ο Θεός Πατέρας όσο και ο Ιησούς Χριστός
συνοδεύονται από τον χαρακτηρισμό του «Σωτήρος». Ο χαρακτηρισμός αυτός δεν
απαντά συχνά στην υπόλοιπη Καινή Διαθήκη και στις υπόλοιπες επιστολές του
Παύλου. Ωστόσο η σωτηριολογία έχει κεντρική θέση στις εν λόγω επιστολές.
Ελπίζουμε να στηρίξουμε αυτή την άποψη με τις παρατηρήσεις που ακολουθούν.
1. Η σωτηριολογία, όχι βέβαια ως ανεπτυγμένη
συστηματική δογματική διδασκαλία που συναντούμε αργότερα στην Εκκλησία, αλλ’ ως
βίωμα εν Χριστώ και ως έκφραση του βιώματος αυτού με ύμνους, προσευχές, κήρυγμα
και θεολογία, βρίσκεται στην καρδιά της Καινοδιαθηκικής παράδοσης. Από αυτήν
την παράδοση αντλούν και σε αυτήν είναι θεμελιωμένες οι Ποιμαντικές Επιστολές,
που έχουν ως κεντρικό θέμα τη σωτηρία, χωρίς να προσδιορίζουν εγγύτερα σε τι
αυτή συνίσταται (από την αμαρτία; από τον θάνατο; κλπ.), διότι προφανώς οι
αναγνώστες την θεωρούν γνωστή διδασκαλία της Εκκλησίας. Είναι χαρακτηριστικές
εν προκειμένω οι πέντε στερεότυπες φράσεις «πιστός ο λόγος» (σε δυο περιπτώσεις
επαυξημένες με το «και πάσης αποδοχής άξιος») που είναι άγνωστες στο υπόλοιπο
corpus των επιστολών. Είναι γενικά παραδεκτό στην έρευνα ότι οι φράσεις αυτές
εισάγουν παραδοσιακό υλικό ή τίθενται ευθύς αμέσως μετά την παράθεση του υλικού
αυτού. Ό,τι μας ενδιαφέρει εδώ είναι ότι το υλικό αυτό αναφέρεται στη
σωτηριολογία.
Αμέσως μετά την περικοπή που αναλύουμε η έκφραση
«πιστός ο λόγος» συνδέεται νοηματικά με τους στίχους που προηγούνται («’Οταν
όμως ο σωτήρας μας ο Θεός φανέρωσε την αγάπη του στους ανθρώπους, μας έσωσε,
όχι για τα καλά έργα που τυχόν κάναμε εμείς, αλλά γιατί μας σπλαχνίστηκε. Μας
έσωσε με το βάπτισμα της αναγέννησης και της ανανέωσης που χαρίζει το ‘Αγιο
Πνεύμα, που το σκόρπισε πλούσια πάνω μας δια του Ιησού Χριστού του σωτήρα μας»)
που έχουν χαρακτήρα ομολογίας πίστης της Εκκλησίας και περιέχουν και το θέμα
της σωτηρίας.
2. Η εν Χριστώ σωτηρία αποτελεί ασφαλώς τον πυρήνα της
πίστης της Εκκλησίας που παραθέτει ο ι. συγγραφέας των επιστολών με τη φράση
«πιστός ο λόγος». Αλλά στερεά συνυφασμένη με αυτή την παραδοσιακή πίστη είναι
και η θεολογική διδασκαλία του ιδίου του συγγραφέα, που αποκαλεί τόσο τον Θεό
Πατέρα «σωτήρα μας» (Α΄Τιμ. 1,1. 2,3. Τιτ. 1,3. 2,10. 3,4. 4,10) όσο και τον
Ιησού Χριστό (Β΄Τιμ. 1,10. Τιτ 1,4. 2,13. 3,6). Δεδομένου ότι στην ιουδαϊκή
περί Μεσσίου αντίληψη δεν μαρτυρείται ο τίτλος «Σωτήρ» για τον Μεσσία, αλλού
πρέπει να αναζητηθεί η συχνότητα χρήσης του όρου στις Ποιμαντικές επιστολές. Η
σκέψη μας πηγαίνει στην περιρρέουσα ελληνιστική ατμόσφαιρα τόσο του συγγραφέα
όσο και των παραληπτών των επιστολών. Βέβαια το περιεχόμενο του όρου προέρχεται
σαφώς από την πρωτοχριστιανική πίστη και επιγραμματικά διατυπώνεται στα λόγια
του αγγέλου προς τον Ιωσήφ για τη σημασία του ονόματος του Ιησού: «(η Παρθένος)
θα γεννήσει γιο και θα του δώσουν το όνομα Ιησούς, γιατί αυτός θα σώσει τον λαό
του από τις αμαρτίες τους» (Ματθ. 1, 21). Στην πρωτοχριαστιανική πίστη
μαρτυρείται ο όρος στον ύμνο των αγγέλων κατά τη Γέννηση του Χριστού : «Σήμερα,
στην πόλη Δαβίδ γεννήθηκε για χάρη σας σωτήρας –κι αυτός είναι ο Χριστός, ο
Κύριος» (Λουκ. 2, 11), επίσης σε ένα χωρίο του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου (4, 42)
«πραγματικά αυτός είναι ο σωτήρας του κόσμου, ο Χριστός», σε δυο χωρία των
Πράξεων των Αποστόλων (5, 31 και 13, 23), και σε δυο ακόμη επιστολές του Παύλου
(Εφεσ. 5, 23. Φιλιπ. 3, 20). Ωστόσο, η ελληνιστική ατμόσφαιρα με τους θεούς και
αυτοκράτορες να αποκαλούνται «Σωτήρες», δηλαδή η ατμόσφαιρα της αυτοκρατορικής
λατρείας, αποτελεί το ιστορικό πλαίσιο που εξηγεί τη συχνότητα χρήσης του όρου
στις Ποιμαντικές επιστολές με την έννοια ότι στην αντίληψη των χρόνων εκείνων
περί θεών και αυτοκρατόρων «σωτήρων» η Εκκλησία προβάλλει την πίστη της ότι
Σωτήρας είναι ο Χριστός.
Η διπλή χρήση του όρου Σωτήρ (τόσο για τον Θεό Πατέρα
όσο και για τον Κύριο Ιησού Χριστό) θέλει να υποδηλώσει ότι όλες οι ιδιότητες
του Θεού Πατέρα αποδίδονται και στον Ιησού Χριστό. Παράλληλα όμως δεν απουσιάζει
από τις Ποιμαντικές και η μνεία του Αγίου Πνεύματος (Β΄Τιμ. 1, 14. Τίτ. 3, 5).
Στο ανάγνωσμά μας ο Θεός Πατέρας, ο Ιησούς Χριστός ο Σωτήρ και το Πνεύμα το
άγιο απαντούν μαζί: «ο σωτήρας μας ο Θεός φανέρωσε την αγάπη του στους
ανθρώπους, μας έσωσε με το βάπτισμα της αναγέννησης και της ανανέωσης που
χαρίζει το ‘Αγιο Πνεύμα, που το σκόρπισε πλούσια πάνω μας δια του Ιησού Χριστού
του σωτήρα μας».
3. Προς την ίδια ελληνιστική κατεύθυνση μας οδηγεί και
η ύπαρξη ενός σημαντικού νέου όρου των Ποιμαντικών επιστολών, συνήθως μάλιστα
σε συνδυασμό με τον όρο Σωτήρ: είναι ο όρος «επιφάνεια». Κατά τους
ελληνιστικούς χρόνους (δηλ. την εποχή του Παύλου) ο όρος αυτός έχει θρησκευτική
έννοια και δηλώνει την εμφάνιση κάποιας θεότητας και δη όχι γενικά αλλά σε
συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, δηλώνει την ευνοϊκή και σωστική επέμβαση, που
ενδεχομένως οδηγεί στη συνέχεια στην εγκαθίδρυση λατρείας της επεμβαίνουσας και
βοηθούσας τους ανθρώπους θεότητας. Η λέξη απαντά σε πολλές επιγραφές των
ελληνιστικών χρόνων με αυτήν την θρησκευτική έννοια.
Από τα χωρία των Ποιμαντικών Επιστολών όπου απαντά ο
όρος «επιφάνεια» άλλα μεν αναφέρονται σαφώς στον παροντικό χαρακτήρα της
επιφάνειας του Θεού εν Χριστώ και άλλα έχουν μελλοντική-εσχατολογική αναφορά. Η
ίδια ένταση που υφίσταται στην υπόλοιπη Καινή Διαθήκη μεταξύ του «ήδη» της
σωτηρίας και του «ούπω» της μελλοντικής ολοκλήρωσης διαπιστώνεται και στον όρο
«επιφάνεια» των Ποιμαντικών Επιστολών. Άλλωστε πρέπει να σημειώσουμε ότι η
επιφάνεια δεν έχει στατική αλλά δυναμική έννοια: Αρχίζει από την πρόθεση του
Θεού «προ χρόνων αιωνίων» (Β΄Τιμ. 1, 9), γίνεται εμφανής με την ιστορική
«επιφάνειαν του σωτήρος ημών Ιησού Χριστού» (Β΄ Τιμ. 1, 10) και εκτείνεται στην
μέλλουσα δόξα (Τίτ. 2, 13). Εκείνο όμως που για το θέμα μας είναι εξόχως
σημαντικό να σημειώσουμε είναι ότι η επιφάνεια του Θεού σε όποια φάση της
ιστορίας της θείας οικονομίας κι αν χρησιμοποιείται είναι άρρηκτα συνδεδεμένη –
φραστικά και θεολογικά – είτε με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Σωτήρ» είτε με το
επίθετο «σωτήριος». Εκφράζει με άλλα λόγια την εισβολή της λυτρωτικής χάρης του
Θεού μέσα στον κόσμο, την αλλαγή και μεταμόρφωση του κόσμου, τον εσχατολογικό
του προορισμό.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία χρησιμοποίησε στη λειτουργική της
ζωή τον χαρακτηριστικό αυτόν όρο των Ποιμαντικών Επιστολών για να δηλώσει τη
γέννηση και βάπτιση του Ιησού Χριστού (αρχικά στην πρώτη Εκκλησία
συνεορταζόμενα γεγονότα) και ψάλλει ύμνους στις δυο αυτές δεσποτικές εορτές που
έχουν εν αφθονία τους όρους σωτήρ, επιφαίνεσθαι, φανερούν, σωτήριος, φως,
φωτίζειν, επιφάνεια κ.ά.
Επιμείναμε κατά την ανάλυση της Αποστολικής περικοπής
σε θέματα ορολογίας, και τούτο είναι φυσικό, γιατί με όρους – ορθά βέβαια
ερμηνευόμενους – μεταφέρεται το θεολογικό, και στην περίπτωση του θέματός μας,
το σωτηριολογικό μήνυμα της Αγίας Γραφής. Ο συγγραφέας μάλιστα ενδιαφέρεται να
οριοθετήσει και να εκφράσει την πίστη της εκκλησίας στο αντιαιρετικό του έργο
και ενδιαφέρον, το οποίον δεν συνίσταται μόνο στο να μην εκπέσουν απλώς οι
χριστιανοί από τη Ορθοδοξία της πίστης της Εκκλησίας αλλά κυρίως και κατ’ εξοχήν
να μην εκπέσουν από την εν Χριστώ σωτηρία, από την «σωτήριον χάριν» του Θεού, η
οποία επεφάνη «πάσιν ανθρώποις».
Η πρώτη φράση του
αναγνώσματος «ο Θεός φανέρωσε τη χάρη του, για να σώσει όλους τους ανθρώπους»
(στο πρωτότυπο: «επεφάνη η χάρις του Θεού σωτήριος πάσιν ανθρώποις») μας οδηγεί
στο να τονίσουμε μια ουσιαστική πλευρά της σωτηριολογίας των επιστολών μας που
είναι και ουσιαστική πλευρά της Παύλειας σωτηριολογίας γενικότερα: η πλευρά
αυτή συνίσταται στο ότι η σωτηρία απευθύνεται σε όλους τους ανθρώπους, διότι ο
Θεός «πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α΄
Τιμ. 2, 4), διότι είναι «σωτήρ πάντων ανθρώπων» (Α΄Τιμ. 4, 10).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου