Ο Άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής,
ο Ηγαπημένος μαθητής του Χριστού
Ο Άγιος
Ιωάννης,
ο
μαθητής
«ὅν ἠγάπα
ὁ Ιησοῦς» και Ευαγγελιστής,
έζησε
και
έδρασε,
ως
γνωστόν,
για
πολλά
χρόνια
στην
Παλαιστίνη,
ενώ
αργότερα
στην
Έφεσο,
όπου
και
ανέλαβε
την
στήριξη
και
την
διοίκηση
των
Εκκλησιών
της
Μ.
Ασίας: στα τέλη του αιώνα βρέθηκε εξόριστος στη νήσο Πάτμο, και έγραψε
το
βιβλίο
της
Αποκαλύψεως.
Εν
συνεχεία
επανήλθε
στην
Έφεσο
όπου
έγραψε
τα
υπόλοιπα
γνωστά
με
το
όνομά
του
κείμενα
(Ευαγγέλιο,
Επιστολές),
εγκατέστησε
πρεσβύτερους
και
επισκόπους
και
ετελεύτησε
σε
βαθύ
γήρας
στους
χρόνους
του
Τραϊανού.
Κατά
τις
εσωτερικές
μαρτυρίες
των
έργων
του,
τις
μαρτυρίες
των
Συνοπτικών
Ευαγγελίων
και
της
Εκκλησιαστικής παραδόσεως,
είναι
δυνατόν
να
εξαχθούν
τα
γεγονότα
του
βίου
του
ως
εξής:
Γεννήθηκε
στις
αρχές
του
1ου αι. και
όπως
ο
αδελφός
του
Ιάκωβος
και
ο
πατέρας
τους
Ζεβεδαίος,
ήταν
αλιεύς
στην
θάλασσα
της
Γαλιλαίας.
Οι
δύο
αδελφοί,
«ἧσαν
κοινωνοὶ
τῷ
Σίμωνι» (Πέτρο) και
σύμφωνα
με
τις
διηγήσεις
των
Ευαγγελίων,
δέχθηκαν,
μετά
τον
Πέτρο
και
τον
Ανδρέα,
πρώτοι
την
κλήση
του
Ιησού,
απετέλεσαν
δε
τον
στενότερο
προς
Αυτόν
κύκλο
των
μαθητών.
Η
μητέρα
τους
Σαλώμη
ήταν
μεταξύ
των
ευσεβών
γυναικών
οι
οποίες
ακολουθούσαν
τον
Ιησού,
ενώ
η
οικογένεια
διέμενε
στην
Καπερναούμ
ή
κοντά
σε
αυτήν.
Ο
Κύριος
τους
δύο
αυτούς
αδελφούς
είχε
ονομάσει
«υἱοὺς
βροντῆς», ενώ η
ταυτότητα
του
Ιωάννη
ως
συγγραφέα
του
τετάρτου
Ευαγγελίου
καλύπτεται
με
την
φράση
«εἷς
ἐκ τῶν
μαθητῶν
... ὃν ἠγάπα
ὁ Ἰησοῦς». Στην υική
αγάπη
αυτού
άλλωστε
παρέδωσε
ο
Ιησούς
από
τον
σταυρό
την
μητέρα
Του,
και
ο
Ιωάννης
μαζί
με
τον
Πέτρο
πρώτοι
διαπίστωσαν
τον
κενό
τάφο
του
Χριστού.
Στὴν οικία του κατέφυγαν οι Απόστολοι «διὰ
τὸν φόβον τῶν
Ἰουδαίων»: εκεί «καὶ τὸ
πρῶτον
μυστήριων
ἐτελέσθη τοῖς
μαθητές» καὶ «ἐκεῖ
ἐφάνη αὐτοῖς
ὁ Κύριος καὶ
τὸ
πνεῦμα
τὸ
ἅγιον κατῆλθε
τοῖς
μαθηταῖς». Εκεί διέμεινε
ο
ηγαπημένος
μαθητής του Κυρίου έως την τελευτήν του πατρός
του, «μετὰ
δὲ
τὴν
τελευτὴν
Ἰωάννης τὴν
ἐν Γαλιλαίᾳ
κτῆσιν
τοῦ
πατρὸς
ἀπέδοτο, καὶ
ἐκτήσατο ἐν
Ἱεροσολύμοις».
Είναι
γνωστό
πως
ο
Ευαγγελιστής
μετά
την
Ανάληψη
του
Κυρίου,
μαζί
με
τους
άλλους
Αποστόλους
έμεινε
για
πολλά
χρόνια
στην
Παλαιστίνη.
Ο
Απόστολος
Παύλος
τον
αναφέρει
στην
Προς
Γαλάτας
επιστολή
του.
Επίσης
το
52 μ.Χ. έγινε η
Αποστολική
Σύνοδος
στην
Ιερουσαλήμ
με
παρουσία
όλων
των
Αποστόλων.
Μέχρι
την
άλωση
της
πόλεως
της
Ιερουσαλήμ
από
τον
Τίτο
το
70 μ.Χ., όλοι σχεδόν
οι
Απόστολοι,
παρά
τις
ιεραποστολικές
τους
εξορμήσεις
εντός
της
Παλαιστίνης
ή
της
Συρίας
και
αλλού,
δεν
είχαν
ακόμη
διασπαρεί
στην
Οικουμένη.
Μετά
την
άλωση
και
την
καταστροφή
της
Ιερουσαλήμ,
και
μετά
την
κοίμηση
της
Θεοτόκου,
ο
Ιωάννης
κατέφυγε
στην
Έφεσο
όπου
συνέχισε
το
έργο
του
ιδρύοντας
τις
Εκκλησίες
της
Μ.
Ασίας.
Το
92 μ.Χ. με τους
διωγμούς
του
αυτοκράτορα
Δομιτιανού,
εξορίστηκε
στην
νήσο
Πάτμο.
Στην
αρχή
του
βιβλίου
της
Αποκαλύψεως
ο
Ιωάννης
περιγράφει
τον
εαυτό
του
ως
«δοῦλον
Θεοῦ», και κατόπιν:
«ἐγὼ
Ἰωάννης, ὁ
ἀδελφὸς
ὑμῶν
καὶ
συγκοινωνὸς
ἐν τῇ
θλίψει
καὶ
βασιλείᾳ
καὶ
ὑπομονὴ
ἐν Ἰησοῦ
Χριστῷ,
ἐγενόμην ἐν
τῇ
νήσῳ
τῇ
καλουμένῃ
Πάτμῳ
διὰ
τὸν
λόγον
τοῦ
Θεοῦ
καὶ
διὰ
τὴν
μαρτυρίαν
Ἰησοῦ».
Η
Πάτμος,
όπως
και
άλλα
μικρά
νησιά,
ήταν
κατά
την
περίοδο
εκείνη
τόποι
εξορίας
ανεπιθύμητων
προσώπων
για
τις
ρωμαϊκές
αρχές.
Ο
Ιωάννης
δεν
πήγε
στην
Πάτμο
για
να
κηρύξει
τον
λόγο
του
Κυρίου:
η
πρόθεση
«διὰ
τὸν
λόγον
τοῦ
Θεοῦ» δηλώνει την αιτία, τον λόγο
της
εναντίον
του
κατηγορίας
και
συνηγορεί
στην
ομόφωνη
αρχαία
παράδοση
ότι
βρέθηκε
εξόριστος
στην
νήσο,
εξαιτίας
της
ομολογίας
πίστης
του
στον
Ιησού
Χριστό.
Βάσει
των
εσωτερικών
μαρτυριών
του
βιβλίου
της
Αποκαλύψεως,
όπως
και
της
Εκκλησιαστικής παράδοσης,
η
οποία
μεταφέρεται
με
τις
μαρτυρίες
των
Πατέρων
και
των
Εκκλησιαστικών συγγραφέων, από
τον
2ο ήδη αιώνα, το όνομα
του συγγραφέα
της
Αποκάλυψης
συνδέθηκε
άρρηκτα
με
το
πρόσωπο
του
Ευαγγελιστή
καθώς
και
το
γεγονός
της
συγγραφής
του
βιβλίου
με
την
νήσο
Πάτμο.
Και
το
βιβλίο
της
Αποκαλύψεως
αναγνωρίζεται ως έργο συγγραφής που
έγινε
στην
Πάτμο
(ή
και
συνεχίστηκε
στην
Έφεσο)
προφανώς
κατά
στάδια,
μετά
από
πνευματική
εμπειρία
του
συγγραφέα
επί
της
νήσου.
Από
τις
εσωτερικές
μαρτυρίες
(του
ίδιου
του
έργου),
εξάγονται
πλήθος
στοιχείων
τα
οποία
συνηγορούν
υπέρ
της
συγγραφής
του
βιβλίου
από
τον
«μαθητή
της
αγάπης»·
πέραν
του
ότι
ο
συγγραφέας
του
βιβλίου
κατονομάζει
τον
εαυτό
του
(«ἐγὼ
Ἰωάννης») όπως
και
τον
τόπο
όπου
έλαβε
χώρα
η
όραση
των
αποκαλυπτικών
μυστηρίων
(«ἐν τῇ
νήσῳ
τῇ
καλουμένῃ
Πάτμῳ»), το ίδιο
το
κείμενο
παρουσιάζει
πολλά
συγγενικά
στοιχεία
(ιδεολογικά,
θρησκευτικά,
υφολογικά)
προς
το
κατά
Ιωάννην
Ευαγγέλιο.
Παρατηρείται
ήδη
εξαρχής
ότι
ο
συγγραφέας,
συμφώνως
προς
την
εντολή
την
οποία
του
απηύθυνε
ο
Κύριος:
«ὅ
βλέπεις
γράψον
εἰς
βιβλίον
καὶ
πέμψον ταῖς
ἑπτὰ
Ἐκκλησίας», απευθύνεται με έναν τέτοιο τρόπο στις Εκκλησίες της Μ. Ασίας, ο
οποίος
δεν
έχει
μόνο
την
έννοια
της
αυθεντίας
αλλά
και
μιας
βαθειάς
τρυφερότητας,
που
μόνο
ο
Απόστολος
θα
μπορούσε
απευθύνει.
Όσον
αφορά
στις
«έξωθεν» μαρτυρίες, παραδίδονται
σημαντικές
αναφορές
τόσο
από
την
έγκυρη, όσο επίσης
και
από
την
απόκρυφη
εκκλησιαστική
γραμματεία.
Στην
πρώτη
κατατάσσονται οι Πατέρες και εκκλησιαστικοί συγγραφείς της μεταποστολικής εποχής, των οποίων
τα
συγγράμματα
σώζονται
επώνυμα
και
η
θεολογική
επιστήμη
γνωρίζει
ή
ερευνά
την
προέλευσή
τους
σήμερα.
Κατά
αυτούς
η
όραση
του
περιεχομένου
του
βιβλίου
χαρακτηρίζεται ως πραγματικό
ιστορικό
γεγονός,
ενώ
γίνεται
δεκτός
ως
τόπος
συγγραφής
η
νήσος
Πάτμος.
Ο
Ιουστίνος
(†165), ο Ειρηναίος (γεννηθ. 140 μ.Χ.),
ο
Κλήμης
Αλεξανδρεύς (†211), ο
άγιος
Κυπριανός (†258), ο
Τερτυλλιανός (†240), ο Ιππόλυτος Ρώμης
(περί το 150), ο Ωριγένης (†254). Ο δε Ευσέβιος στο
Χρονικὸν
του τοποθετεί την εξορία του Ιωάννη κατά το 14ο έτος
της
βασιλείας
του
Δομιτιανού
(81-95).
Στην
δεύτερη,
στην
οποία
κατατάσσονται όλα εκείνα τα έργα που
διασώζονται
ως
ψευδεπίγραφα
και
αξιώνουν
αποστολική
ή
άλλη
έγκυρη
εκκλησιαστική πηγή,
ανήκει
το
γνωστό
έργο
«Πράξεις (ή Περίοδοι) του Αγίου Αποστόλου
Ιωάννου
του
Θεολόγου
συγγράφοντος
του
Προχόρου».
Πέραν
του
καθομολογουμένου γεγονότος της συγγραφής της Αποκαλύψεως στην Πάτμο, η εκκλησιαστική γραμματεία δεν παραδίδει
κανένα
άλλο
στοιχείο
περί
της
αποστολικής
δράσης
του
Ευαγγελιστού
στην
νήσο.
Το
κενό
αυτό
καλύπτεται
με πληροφορίες
τις
οποίες
παραθέτει
το
έργο
του
Προχόρου.
Ο
Πρόχορος,
ένας
από
τους
επτά
διακόνους,
έγινε
σύμφωνα
με
τα
Συναξάρια
επίσκοπος
Νικομηδείας,
ενώ
φέρεται
και
ως
συγγενής
του
πρωτομάρτυρα
διακόνου
Στεφάνου.
Κανένα
κείμενο
όμως
της
Καινής
Διαθήκης,
ή
η
αρχαία
παράδοση
συνδέουν
τον
διάκονο
Πρόχορο
με
τον
Ιωάννη.
«Ὁ
γραφεὺς
(κατὰ
τὸ
Corpus
Apocryphorum)
τοῦ
Ἀποκρύφου κειμένου
γιὰ
τὶς
Πράξεις
τοῦ
ἀποστόλου Ἰωάννου,
ἐπιθυμώντας ἴσως
νὰ
δανειστεῖ
ἕνα ὅνομα
συμβολικὸ
τῆς
Καινής
Διαθήκης,
διάλεξε
το
ὄνομα τοῦ
Προχόρου,
ποὺ
πρόσφερε τὸ
πλεονέκτημα, ὅτι
τὸ
ὄνομα αὐτὸ
δὲν
συνδεόταν
μὲ
καμία
παράδοση
γι’
αὐτόν».
«Το κείμενο αυτό
παραδίδεται
σε
αρκετές
παραλλαγές,
και
αναφέρεται
στις πράξεις
του
Ευαγγελιστή,
κατά
την
περίοδο
από
την
Πεντηκοστή
έως
την
εγκατάστασή
του
στην
Έφεσο,
ενώ
στο
μεγαλύτερο
μέρος
του
κάνει
λόγο
για
την
άφιξη,
την
παραμονή
και
την
ιεραποστολική
δραστηριότητά
του
στην
Πάτμο». Είναι το
βιβλίο
το
οποίο
επηρέασε
και
διαμόρφωσε
σε
μεγάλο
βαθμό
την
τοπική
παράδοση
της
Πάτμου
για
την
εκεί
παρουσία
του
Ευαγγελιστή.
Σε
αυτό
αναφέρονται
τα
εξής:
Ο
Ευαγγελιστής
και
ο
συνοδός
του
Πρόχορος,
φθάνοντας
στην
Πάτμο,
μεταφέρθησαν
με
στρατιωτική
συνοδεία
στην
πόλη
Φορά.
Οι
πρώτοι
άνθρωποι
που
γνώρισαν
εκεί
ήταν
ο
Μύρων
και
η
οικογένειά
του
οι
οποίοι
πίστεψαν
και
βαπτίσθηκαν,
όταν
με
θαυματουργική ενέργεια του Ευαγγελιστή προηγήθηκε
η
θεραπεία
του
υιού
του
Μύρωνος
Απολλωνίδη,
τον
οποίο
κατείχε
δαιμόνιο: ακολουθούν περιγραφές
και
άλλων
θαυματουργικών ενεργειών ενώ οι άνθρωποι τους οποίους θεράπευε κατόπιν βαπτίζονταν μαζί με τις οικογένειές τους στο όνομα του Ιησού Χριστού.
Οι
Ιερείς
του
Απόλλωνος
βλέποντας
τα
γεγονότα
κατηγόρησαν
τον
Ιωάννη,
ο
οποίος
συνελήφθη
από
τις
αρχές,
αλλά
απελευθερώθηκε
με
εγγύηση
του
Μύρωνος.
Εν
συνεχεία
ακολούθησαν
και
άλλα
θαύματα,
ωσότου
οι
ιερείς
του
Απόλ-λωνος
σπεύδουν
να
ζητήσουν
την
βοήθεια
του
μάγου
Κύνωπος,
ο
οποίος
έμενε
σε
ερημικό
μέρος.
Ο
Κύνωψ
πληροφορούμενος τις ενέργειες του Ιωάννη, έστειλε δαίμονες
με
σκοπό
να τον εξουδετερώσει, αλλά ο
Απόστολος,
εν
ονόματι
του
Κυρίου,
τους
διατάζει
να
εγκαταλείψουν την νήσο, και οι
δαίμονες
τρέπονται
σε
φυγή.
Τότε
ο
μάγος
απεφάσισε
να
κατέλθει
στην
πόλη
και
να
αντιμετωπίσει
ο
ίδιος
τον
Ιωάννη.
Συνάντησε τον Απόστολο να διδάσκει το πλήθος στην
περιοχή
που
λεγόταν Βότρυς, και άρχισε να επιτιμά τους ακροατές του κηρύγματος ώστε να ταπεινώσει τον αντίπαλό του. Αφού κάλεσε
τον
Ιωάννη
να
τον
αντιμετωπίσει,
καταδύθηκε
στην
θάλασσα
και
ανέσυρε
ως
ζωντανούς
ανθρώπους
οι
οποίοι
είχαν
πνιγεί
και
τους
παρουσίαζε
στους
δικούς
τους.
Το
πλήθος
επευφήμησε
τότε
τον
Κύνωπα,
αλλά
σε
μία
κατάδυσή
του,
ο
Ευαγγελιστής
ποίησε
το
σημείο
του
σταυρού, και ο Κύνωψ δεν επανήλθε στην επιφάνεια.
Πραγματοποιήθηκαν
και
άλλες
πολλές
θαυματουργικές ενέργειες, όπως
θεραπείες
ασθενών,
η
διακοπή
μιας
ανθρωποθυσίας
στην
Μυρινούσα,
αφού απέλασε τον δήθεν ευεργέτη της περιοχής
Λύκο,
ο
οποίος
ήταν
προσωποποίηση
κάποιου
δαίμονα
και
απάλλαξε
τους
κατοίκους
από
την
ετήσια
θυσία
δώδεκα
νέων·
η
καταστροφή
ναού
κατά
την
εορτή
των
Διονυσίων,
η
μεταστροφή
του
μάγου
Νοητιανού
και
η
βάπτισή
του.
Στην πόλη Κάρο κάποιος ιουδαίος ονόματι Φαύστος φιλοξένησε τον Ιωάννη και τον Πρόχορο για αρκετό καιρό. Και εκεί
ο
Ευαγγελιστής
θαυματούργησε, κήρυξε και βάπτισε.
Κατά το
διάστημα
της
παραμονής
του
στην
Πάτμο,
πλήθος
ανθρώπων
πίστεψαν
στον
Χριστό
και
το
νησί
απαλλάχθηκε
από
την
παρουσία
των
δαιμόνων.
Με
την
εναλλαγή
στην
εξουσία
της
Ρώμης,
ο
νέος
αυτοκράτορας
Νέρβας,
«ὅς οὐκ
ἐκώλυσεν τὴν
περὶ
Χριστοῦ
διδασκαλίαν
ἄγεσθαι πρὸς
πάντας
τοὺς
χριστιανούς
...», έδωσε
χάρη
στον
Ιωάννη
παρέχοντας
«λύσιν
τῆς
ἐξορίας ...», οπότε
και
ο
Ιωάννης
με
τον
μαθητή
του
ήταν
ελεύθεροι
να
επανέλθουν
στην
Έφεσο.
Ο
κόσμος
όμως
παρακαλούσε
τον
Απόστολο
να
μην
εγκαταλείψει
το
νησί
και
αφού
είδαν
ότι
«οὔ
πείθεται τοῖς
λόγοις
αὐτῶν
παρεκάλουν
μετὰ
δακρύων
λέγοντες·
παράδος ἡμῖν
ἐγγράφως, ἅπερ
εἷδες
σημεῖα
παρὰ
τοῦ
υἱοῦ
τοῦ
Θεοῦ
καὶ
τοὺς
λόγους
οὕς
ἠκουσας παρ’αὐτοῦ
... ».
Και
συνεχίζει
ο
συγγραφέας
του
βιβλίου:
«Καὶ
παρέλαβὲ
με
ὁ Ἰωάννης
καὶ
ἐξήλθομεν ἔξω
τῆς
πόλεως
ἀπὸ
μιλίου
ἑνὸς
ἐν τόπῳ
ἡσυχαστικῷ·
τὸ
δὲ
ὄνομα τοῦ
τόπου
ἐκείνου ἐκαλεῖτο
Κατάστασις
- Κατάπαυσις. ἦν
δὲ
ἐκεῖ
ὄρος μικρὸν.
ἀνελθόντων οὖν
ἡμῶν
ἐν τῷ
ὄρει ἐποιήσαμεν
ἡμέρας τρεῖς
καὶ
διετέλει
Ἰωάννης ἄσιτος
προσευχόμενος
καὶ
δεόμενος
τοῦ
Θεοῦ,
ὅπως δῶσῃ
τὰ
ἀγαθὰ
εὐαγγέλια
τοῖς
ἀδελφοῖς.
τῇ
οὖν
τρίτῃ
ἡμέρᾳ
ἐλάλησεν Ἰωάννης
λέγων·
τέκνον
Πρόχορε,
βάδιζε
καὶ
εἴσελθε
ἐν τῇ
πόλει καὶ
λαβὲ
τὸ
μέλαν
καὶ
τοὺς
χάρτας
καὶ
ἀγαγὲ
μοι
ὧδε ... ἀπελθῶν
οὖν
ἐγὼ
ἐν τῇ
πόλει λαβὼν
τὸ
μέλαν
καὶ
τοὺς
χάρτας
ἐπορεύθην πρὸς
Ἰωάννην ... καὶ
εὐρὼν
ἑστῶτα
καὶ
προσευχόμενον, εἶπε
πρὸς
με,
λάβε
τοὺς
χάρτας
καὶ
τὸ
μέλαν
καὶ
στῆθι
ἐκ δεξιῶν
μου.
καὶ
ἐποίησα οὕτως
καὶ
ἐγένετο ἀστραπὴ
μεγάλη
καὶ
βροντή,
ὥστε σαλευθῆναι
τὸ
ὄρος, καὶ
ἔπεσα ἐγὼ
ἐπὶ
πρόσωπον ἐπὶ
τὴν
γῆν
... τέκνον Πρόχορε, ἅπερ
ἀκούεις ἀπὸ
τοῦ
στόματὸς
μου
κατάγραφε
ἐπὶ
τοὺς
χάρτας.
καὶ
ἀνοίξας τὸ
στόμα
αὐτοῦ
ὁ Ἰωάννης,
ἑστὼς
καὶ
ἄνω προσέχων
εἰς
τὸν
οὐρανὸν
εἶπεν
«ἐν
ἀρχῇ
ἦν ὁ
λόγος
καὶ
ὁ λόγος ἦν
πρὸς
τὸν
θεὸν
καὶ
θεὸς
ἦν ὁ
λόγος».
πάλιν
οὖν
μετὰ
ἡμέρας τινὰς
εἶδεν
ὁ Ἰωάννης
τὸν
Κύριον
ἡμῶν
Ἰησοῦν
Χριστὸν
ἐν ὀπτασίᾳ
λέγοντα
αὐτῷ·
ἄνελθε ἐν
τῷ
ὄρει καὶ
μέλλει
μετὰ
ταῦτα
γενέσθαι
... ἐκάθισα παρὰ
τοὺς
πόδας
αὐτοῦ
καὶ
γενομένης
ἄφνω βροντῆς,
ἀπὸ
τοῦ
φόβου
ἀπενεκρώθην. καὶ
ὁ Ἰωάννης
κρατήσας
τῆς
χειρὸς
μου
ἀνέστησὲ
με
εἰρηνικώς,
ἅ ἀκούεις
ἀπὸ
τοῦ
στόματὸς
μου
γράφε
ἀκριβῶς.
καὶ
ἀνοίξας τὸ
στόμα
αὐτοῦ
εἶπεν·
«ἀποκάλυψις Ἰησοῦ
Χριστοῦ,
ἥν ἔδωκεν
ὁ Θεὸς
δεῖξαι
τοῖς
δούλοις
αὐτοῦ
ἅ δεῖ
γενέσθαι
ἐν τάχει»
καὶ
καθεξῆς
αὐτὸς
ἐλάλει κἀγὼ
ἔγγραφον».
Στην τοπική
παράδοση
της
νήσου
Πάτμου
διασώζεται
έως
σήμερα
η
πληροφορία
ότι
ο
Ιωάννης
δέχθηκε
με
όραμα
την
θεία
Αποκάλυψη
και
την
υπαγόρευσε
εν
συνεχεία
στον
μαθητή
του
Πρόχορο.
Το
γεγονός
αυτό
σύμφωνα
με
την
πατμιακή
παράδοση
συνέβη
εντός
του
σπηλαίου
το
οποίο
ονομάζεται
από
αμνημονεύτους χρόνους Ιερό Σπήλαιο
της
Αποκαλύψεως
και αποτελεί από τα παλαιότατα χρόνια, παγχριστιανικό
προσκύνημα.
Αναφέρει η
παράδοση
αυτή,
ότι
ο
Χριστός
παρουσιάστηκε
στον
Ευαγγελιστή
εντός του σπηλαίου αυτού και του καθυπέδειξε τα αναφερόμενα στο βιβλίο της Αποκάλυψης. Από
την
τρίκογχη
ρωγμή
που
υπάρχει
στην
βραχώδη
οροφή
του
σπηλαίου,
ακούστηκε
η
φωνή
του
Κυρίου,
ενώ
ένα
άλλο
κοίλωμα
στην
επιφάνεια
του
βράχου
επί
του
δαπέδου
χρησίμευε
ως
προσκέφαλο
στον
Ευαγγελιστή.
Ένα
δε
τρίτο
επικλινές
σημείο,
ως
γραφείο
για
την
συγγραφή
του
βιβλίου.
Το απόκρυφο
κείμενο
του
Προχόρου,
που
υποστηρίζει
ως
ένα
σημείο
την
παράδοση
της
Πάτμου,
κάνει
λόγο
για
έναν
ερημικό
και
ησυχαστικό
τόπο
που
λεγόταν
Κατάπαυσις
ή Κατάστασις. Μερικές παραλλαγές
του
βιβλίου
αναφέρουν
ότι
στον
τόπο
αυτό
ο
Ιωάννης
δεν
υπαγόρευσε
την
Αποκάλυψη,
αλλά
το
Κατά
Ιωάννην
Ευαγγέλιο.
Εξάλλου
(πέραν
του
ότι
το
καθαυτό
απόκρυφο
κείμενο του Προχόρου μπορεί να θεωρηθεί ότι αποκρυσταλλώνει την κοινή συνείδηση περί της
συγγραφής
του
βιβλίου
στην
Πάτμο),
το
ίδιο
το
Βιβλίο
της
Αποκαλύψεως
απετέλεσε
την
πρώτη
καινοδιαθηκική πηγή
πληροφοριών
για
την
ιστορική
αυτή
πτυχή
της
δράσης
του
Ευαγγελιστή
και
μάλιστα
την
πλέον
δύσκολη
και
«περιπετειώδη»: την εξορία
του
στην
νήσο
«τῇ καλουμένῃ
Πάτμῳ». Το αίτιο
της
εξορίας
του
«διὰ
τὸν
λόγον
τοῦ
Θεοῦ
...» φανερώνει
την
εκλογή
του,
ως
«προφήτου» της δευτέρας παρουσίας.
Με
αυτό
το
αξίωμα
ο
Άγιος
Ιωάννης
ο
«Θεολόγος» σφραγίζει το τέλος της ανθρώπινης ιστορίας και κλείνει οριστικά την αποστολική εποχή.
Μαζί
όμως
με
την
Αποκάλυψη
του
Ιωάννου
εντάσσεται
στο
ιστορικό
προσκήνιο
και
η
άσημη
έως
τότε
νήσος
Πάτμος,
η
οποία
αναδεικνύεται ως ο μοναδικός γεωγραφικά ευρωπαϊκός χώρος αποκαλύψεως του Θεού, θείας παρουσίας και θεοφανείας.
Η Εκκλησιαστική παράδοση
δέχεται
ότι
«ἀπέθανε
φυσικὸν
θάνατον
εἰς
βαθῦ
γῆρας
κατὰ
τοὺς
χρόνους
τοῦ
Τραϊανοῦ», στην Έφεσο.
Κατά
τον
Ιερώνυμο,
σε
βαθύ
γήρας
επισκεπτόταν,
υποβασταζόμενος, τις εκεί χριστιανικές κοινότητες, συνιστώντας
στους
πιστούς:
«τεκνία,
ἀγαπᾶτε
ἀλλήλους».
Σύμφωνα
με
τα
Μηνολόγια-Συναξάρια,
ο
Ευαγγελιστής
προέγνωσε
την
μετάστασίν του και «Κυριακῆς
ἡμέρας ἐλθούσης, διδάξας τοὺς
ἀδελφοὺς
τὰ
μεγαλεῖα
τοῦ
Θεοῦ: καὶ
παραγγείλας αὐτοῖς
φυλάττειν
πάντα
τὰ
διδαχθέντα
ὑπ’αὐτοῦ,
προέταξε τῷ
μαθητῇ
αὐτοῦ
παραλαβεῖν
ἄνδρας κατέχοντας
τὰς
πρὸς
ὄρυγμα χρείας,
καὶ
ἀκολουθεῖν.
Καὶ
ἐλθών ἐπὶ
τὸν
τόπον,
ἐπέτρεψεν ὀρύξαι
ὄρυγμα βαθὺ
σταυροειδές.
Καὶ
προσευξάμενος καὶ
εἰπών:
Εἰρήνη
ὑμῖν
ἀδελφοί, ἀνεκλίθη
ἐν τῷ
ὀρύγματι. Τότε
καλύψαντες
οἱ
μαθηταί,
ἀνεχώρησαν. Καὶ
μετὰ
τοῦτο
ἐλθόντες ἰδεῖν
αὐτὸν,
οὐχ
εὖρον».
Ο ενταφιασμός του Αγίου Ιωάννη και η μετάστασή του
(Φορητή Εικόνα στο Ιερό Σπήλαιο της Αποκάλυψης)
Ο Ιππόλυτος
Θηβαίος
αναφερόμενος
μεταξύ
άλλων στο πρόσωπο του Ιωάννου,
προσδιορίζει
τον
«ἄπαντα
τῆς
ζωῆς
αὐτοῦ
χρόνον
δέκα
πρὸς
ἑκατόν»,
ο
δε
Ιπόλλυτος
Ρώμης
σημειώνει: «Ἰωάννης δὲ ἐν Ἀσίᾳ ὑπὸ Δομετιανοῦ τοῦ βασιλέως ἐξορισθεὶς ἐν Πάτμῳ τῇ νήσῳ, ἐν ᾗ … καὶ τὴν Ἀποκάλυψιν ἐθεάσατο, ἐπὶ Τραϊανοῦ ἐκοιμήθη ἐν Ἐφέσῳ: οὗ τὸ λείψανον ζητηθὲν οὐχ εὐρέθη».
Χαρακτηριστικά
για
την
αποστολική
του
διακονία
είναι
τα
όσα
επιγραμματικά
αναφέρει
ο
Άγιος
Ιωάννης
ο
Χρυσόστομος:
«τῇ
μὲν
τοῦ
Εὐαγγελίου
γραφῇ
τὴν
οἰκουμένην
κατέλαβεν
ἅπασαν, τῷ
δὲ
σώματι
μέσην
κατέσχε
τὴν
Ἀσίαν ... τῇ
δὲ
ψυχῇ
πρὸς
τὸν
χῶρον
ἀνεχώρησεν ἐκεῖνον,
τὸν
ἁρμόττοντα τῷ
τὰ
τοιαῦτα
ἐργασαμένῳ».
Εορτολόγιο
Η
μνήμη
του
Ευαγγελιστού
Ιωάννου
του
Θεολόγου
εορτάζεται
κατά
την
26η Σεπτεμβρίου, ενώ σύμφωνα
με
το
Πατμιακό
εορτολόγιο
και
την
παράδοση
των
περισσοτέρων
Συναξαριστών,
κατά
την
8η Μαΐου
εορτάζεται
η
μνήμη
«ἤτοι,
ἡ Σύναξις τῆς
ἁγίας κόνεως
τῆς
ἐκπεμπόμενης ἐκ
τοῦ
τάφου
αὐτοῦ,
ἤγουν τοῦ
μάννα». Κατά την
παράδοση
αυτή,
ο
τάφος
του
Αγίου
Ιωάννου
την
8η ημέρα του Μαΐου,
αναβρύει
«κόνιν», την οποία
οι
εγχώριοι
την
ονομάζουν
«μάννα» και την
χρησιμοποιούν
«πρὸς
θεραπείαν
ψυχῶν,
εἰς
ῥῶσιν σωμάτων».
Κείμενο: Ιωάννης Μελιανός
Πολλή ενδιαφέρουσα η ανάρτηση σας αυτή!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜας δίνει τη χαρά να νιώσουμε περισσότερο "δικό μας" τον αγαπημένο μαθητή του Κυρίου μας.Μας ανοίγει το παράθυρο σε γνώσεις και γεγονότα της ζωής του Αγίου που ήταν άγνωστα σε πολλούς από εμάς.
Συγχαρητήρια στον συντάκτη του άρθρου αυτού, Γιάννη Μελιανό, που όπως φαίνεται επάξια ακολουθεί τα βήματα του παππού και του πατέρα του, και συνεχίζει το έργο τους.
Είμαστε όλοι υπερήφανοι για αυτόν και του ευχόμαστε να συνεχίζει έτσι δημιουργικά και ευλογημένα τη ζωή του!
Από την όμορφη Θεσσαλονίκη, με πολλή αγάπη
Οικογένεια Κ. Γιαλελή