1. Οι Μονές και οι μοναχοί του Αγίου Όρους, σε αντίθεση με την υπόλοιπη ελληνική επικράτεια, διέπονται από ένα εξαιρετικό και προνομιακό καθεστώς, το οποίο αποτυπώνεται λεπτομερώς στον Καταστατικό Χάρτη του Αγίου Όρους (Κ.Χ.Α.Ο.). Το καθεστώς αυτό διαμορφώθηκε με τη βαθμιαία και σταδιακή παραχώρηση διαφόρων προνομίων από τους βυζαντινούς αυτοκράτορες και τις εκκλησιαστικές αρχές ήδη από τα πρώτα χρόνια οργανώσεως του μοναχικού βίου στον Άθω και δεν αποτελεί πρωτογενές δημιούργημα του σύγχρονου πολιτειακού νομοθέτη[1]. Το Άγιο Όρος αποτελούσε αυτοδιοίκητο τμήμα του βυζαντινού κράτους[2], το οποίο απολάμβανε διοικητική και οικονομική ανεξαρτησία και δεν υπαγόταν καταρχήν στις τοπικές διοικητικές, εκκλησιαστικές και στρατιωτικές αρχές. Το ελληνικό κράτος, μετά την οριστική ένταξη του Αγίου Όρους στην ελληνική κυριαρχία με τη Συνθήκη της Λωζάννης την 24.7.1923, δεν έθιξε το προϋφιστάμενο αυτοδιοίκητο, προνομιακό, εξαιρετικό και αναλλοίωτο από αιώνων καθεστώς του[3]. Αντιθέτως, για τη διατήρηση και διασφάλισή του, η ελληνική πολιτεία κινήθηκε προς δύο κατευθύνσεις: πρώτον, με την κατοχύρωση του αυτοδιοίκητου καθεστώτος του σε συνταγματική διάταξη[4] και δεύτερον, με την κύρωση του Κ.Χ.Α.Ο., ο οποίος είχε ψηφισθεί από την Έκτακτη Διπλή Σύναξη των 19 Μονών του Αγίου Όρους (εκτός του ρωσσικού μοναστηριού), με το Ν.Δ. 10/16.9.1926[5].
Ο Κ.Χ.Α.Ο. περιέχει ειδική διάταξη σχετικά με την κληρονομική διαδοχή των μοναχών του Αγίου Όρους. Σύμφωνα με το άρθρ. 101 Κ.Χ.Α.Ο.[6]: «η ακίνητος περιουσία παντός μοναχού αγιορείτου περιέρχεται εις την μονήν αυτού εφ ’ όσον ούτος προ της κουράς αυτού εξεχώρησεν εγγράφως εις αυτήν. Πάσα δε περιουσία κτηθείσα υπό μοναχού τίνος μετά την κουράν του περιέρχεται εις την οικείαν αυτού μονήν οπουδήποτε και αν ήθελεν αποβιώσει ούτος άνευ απολλυτηρίου της μονής του. Δια τα χρέη των μοναχών ουδαμώς ευθύνεται η μονή αυτών, εφ’όσον ταύτα συνήφθησαν άνευ εγγράφου αδείας αυτής. Οι αδελφοί των κοινοβίων δεν δύνανται να έχωσιν ιδίαν περιουσίαν».
Πέρα από τη βασική διάταξη του άρθρ. 101, με την οποία ρυθμίζεται η κληρονομική διαδοχή των μοναχών, στον Κ.Χ.Α.Ο. υπάρχει πρόβλεψη και για την περιουσία των λαϊκών που διαμένουν και αποβιώνουν στο Άγιο Όρος. Στο άρθρ. 179 εδ. α’ Κ.Χ.Α.Ο.[7] ορίζεται ότι κληρονόμοι της εν γένει περιουσίας τους είναι οι δικαιούμενοι κατά το κοινό δίκαιο (ενν. του Αστικού Κώδικα). Η περιουσία όμως των λαϊκών, που αποβίωσαν χωρίς κληρονόμους, καθώς και των απολελυμένων (καβιωτών) μοναχών, η οποία βρίσκεται στο Άγιο Όρος, κληρονομείται από την Ιερά Κοινότητα, εάν αυτοί αποβίωσαν στις Καρυές και από τις Μονές τους, εάν αποβίωσαν σε αυτές (άρθρ. 179 εδ. β’ Κ.Χ.Α.Ο).
Η διάταξη του άρθρ. 101 Κ.Χ.Α.Ο. είναι η μόνη ισχύουσα στο Άγιο Όρος, διότι ο Ν. ΓΥΙΔ71909, όπως τροποποιήθηκε με τον Ν. 4684/1930 και κωδικοποιήθηκε με το Π.Δ. της 14/21.9.1931 και τροποποιήθηκε εκ νέου με το Ν.Δ. της 1918/1942 και το Ν. 2067/1952, δεν επεκτάθηκε ποτέ στο Άγιο Όρος και συνεπώς δεν εφαρμόζεται σε αυτό. Το Άγιο Όρος αποτελεί ιδιόρρυθμο καθεστώς, διεπόμενο από τον Καταστατικό Χάρτη του και το κυρωτικό του Ν.Δ., όπως τροποποιήθηκε με τοΝ. 6010/1934 και τον Α.Ν. 758/1937 και κατοχυρώθηκε συνταγματικά[8].
Οι διατάξεις του άρθρ. 101 Κ.Χ.Α.Ο., διατηρήθηκαν σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Α.Κ. δυνάμει του άρθρ. 99 Εισ.Ν.Α.Κ., η οποία αναφέρεται γενικώς σε κληρονομιές μοναχών στην ελληνική επικράτεια, και εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι σήμερα[9].
Επειδή η κληρονομική διαδοχή των μοναχών του Αγίου Όρους ρυθμίζεται από διάταξη που υπάρχει στον Κ.Χ.Α.Ο., γεννάται εύλογα το ερώτημα εάν η διάταξη αυτή μπορεί στο μέλλον να καταργηθεί. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό συνδέεται με το γενικότερο ζήτημα της συνταγματικής κατοχύρωσης των διατάξεων του Κ.Χ.Α.Ο. και της αυξημένης προστασίας που οι διατάξεις του απολαμβάνουν έναντι των κοινών νόμων. Στη θεωρία και τη νομολογία[10] έχουν υποστηριχθεί δύο εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις σχετικά με το ζήτημα της εκτάσεως της συνταγματικής προστασίας των διατάξεων που περιλαμβάνονται στον Κ.Χ.Α.Ο. αλλά και στο Ν.Δ. της 10/16.9.1926 και κατ’ επέκταση της δυνατότητας τροποποιήσεως ή και καταργήσεως διατάξεων του Κ.Χ.Α.Ο. από την κοινή νομοθεσία. Σύμφωνα με την πρώτη άποψη[11] μόνο οι διατάξεις του Κ.Χ.Α.Ο. και του κυρωτικού Ν.Δ., οι οποίες ρυθμίζουν ζητήματα της αυτοδιοίκησης του Αγίου Όρους, απολαμβάνουν τη συνταγματική προστασία του άρθρ. 105 § 3 Σ. και έχουν αυξημένη τυπική ισχύ, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι όσες διατάξεις περιλαμβάνονται στον Κ.Χ.Α.Ο. και στο κυρωτικό Ν.Δ. και δεν αναφέρονται στην αυτοδιοίκηση, δεν αποτελούν τμήμα του αγιορειτικού καθεστώτος, δεν έχουν αυξημένη τυπική δύναμη και μπορούν να τροποποιηθούν ή να καταργηθούν με νεότερο (απλό) νόμο.
Σύμφωνα με τη δεύτερη άποψη[12], η οποία είναι και η ορθότερη, κατοχυρώνεται σε συνταγματικό επίπεδο το σύνολο του περιεχομένου του Κ.Χ.Α.Ο., ανεξαρτήτως διακρίσεως μεταξύ διατάξεων που αφορούν στην αυτοδιοίκηση και διατάξεων που ρυθμίζουν άλλα θέματα. Τούτο συνεπάγεται ότι ο Κ.Χ.Α.Ο. στο σύνολό του και το κυρωτικό αυτού Ν.Δ., αποτελεί ειδικό και εξαιρετικό δίκαιο, έχει αυξημένη τυπική ισχύ έναντι των κοινών νόμων, οι οποίοι δεν μπορούν να τον καταργήσουν η να τον τροποποιήσουν, παρά μόνο εάν ακολουθηθεί η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 105 § 3 Σ., δηλ. με τη σύνταξη νέου Κ.Χ.Α.Ο. από τις είκοσι Μονές του Αγίου Όρους, τον οποίο θα εγκρίνει το Οικουμενικό Πατριαρχείο και θα επικυρώσει η Ελληνική Πολιτεία. Επομένως, κάθε διάταξη που ψηφίζεται από την ελληνική πολιτεία με νόμο κατά τη συνήθη διαδικασία (άρθρο 73 Σ.) και αντιφάσκει σε διάταξη του Κ.Χ.Α.Ο., κάμπτεται προ αυτής και εφαρμόζεται η αντίθετη διάταξη του Κ.Χ.Α.Ο.
Το συμπέρασμα που προκύπτει με βάση την ορθότερη δεύτερη άποψη, είναι ότι η διάταξη του άρθρ. 101 Κ.Χ.Α.Ο. για την κληρονομική διαδοχή των μοναχών, επειδή περιλαμβάνεται στον Κ.Χ.Α.Ο., απολαμβάνει αυξημένη τυπική ισχύ δυνάμει της διατάξεως του άρθρ. 105 § 3 Σ. έναντι των κατά τα άρθρα 73 επ. Σ. κοινών νόμων. Ως εκ τούτου, κατά τη γνώμη μου, δεν μπορεί να τροποποιηθεί η διάταξη του άρθρ. 101 Κ.Χ.Α.Ο. με κοινό νόμο, παρά μόνο με τη διαδικασία του άρθρ. 105 § 3 Σ., δηλ. με τη σύνταξη νέου Κ.Χ.Α.Ο. από τις είκοσι Μονές του Αγίου Όρους, τον οποίο θα εγκρίνει το Οικουμενικό Πατριαρχείο και θα επικυρώσει η Ελληνική Πολιτεία. Επιπλέον, κατά τη γνώμη μου, δεν χρειάζεται καν επίκληση του άρθρ. 99 Εισ.Ν.Α.Κ. προκειμένου να στηριχθεί η διατήρηση της ισχύος του άρθρ. 101 Κ.Χ.Α.Ο. για την κληρονομική διαδοχή των μοναχών. Και τούτο διότι ακόμα και εάν δεν υπήρχε το άρθρ. 99 Εισ.Ν.Α.Κ., το άρθρ. 101 Κ.Χ.Α.Ο. έχει αυξημένη τυπική ισχύ και έναντι του κοινού κληρονομικού δικαίου του Α.Κ., ο οποίος δεν παύει να είναι κοινός νόμος, με συνέπεια να κάμπτεται η εφαρμογή του έναντι των ειδικών διατάξεων του άρθρ. 101 Κ.Χ.Α.Ο.
2. Η διάταξη του άρθρ. 101 Κ.Χ.Α.Ο., όπως έχει ορθώς επισημανθεί, χωλαίνει ως προς την διατύπωσή της και η ερμηνεία της έχει προκαλέσει πολλά προβλήματα και αμφισβητήσεις[13]. Οι ερμηνευτικές δυσχέρειες και τα κενά προκαλούνται όχι μόνο από τη γραμματική διατύπωση της διατάξεως, αλλά και από το γεγονός ότι πέραν των γνωστών προβλημάτων που γενικώς σε όλα τα εκκλησιαστικά καθεστώτα προκύπτουν από την κληρονομική διαδοχή των μοναχών, όπως π.χ. η απόδειξη της κουράς η ο διαχωρισμός της περιουσίας του μοναχού σε περιουσία πριν την κουρά και σε περιουσία μετά την κουρά, προστίθεται ένα επιπλέον πρόβλημα: η ύπαρξη της ιδιορρυθμίας. Η ιδιορρυθμία ουσιαστικά είναι η κατάργηση της αρχής της ακτημοσύνης, κατά τρόπο ώστε οι μοναχοί να μπορούν να έχουν ιδία περιουσία[14]. Ενώ δηλ. στα κοινόβια μοναστήρια οι μοναχοί ενδύονται από την ίδια ιματιοθήκη, συντρώγουν ανεξαρτήτως βαθμού στην ίδια τράπεζα, δεν έχουν προσωπική περιουσία και γενικώς τα πάντα είναι κοινά, αντιθέτως στα ιδιόρρυθμα μοναστήρια οι μοναχοί διατηρούν ή/και αποκτούν δική τους περιουσία, διαιτώνται ιδιαιτέρως και μόνο τις εορτές συντρώγουν[15]. Στα ιδιόρρυθμα μοναστήρια, οι μοναχοί έχουν δική τους περιουσία, παρασκευάζουν μόνοι την τροφή τους και γενικώς συντηρούν τον εαυτό τους με τα χρήματα που κερδίζουν από τις «χειροτεχνικές ενασχολήσεις» τους, εκ των οποίων καταβάλουν ένα ποσό «υπέρ των γενικών της Μονής αναλωμάτων»[16].
Τα πρώτα ιδιόρρυθμα μοναστήρια εμφανίστηκαν στον Άθω κατά τον 14° αιώνα[17]. Όμως, πολύ ενωρίτερα (από τον 9° αιώνα) οι μοναχοί στο Άγιο Όρος, είχαν στην πράξη καταργήσει την τήρηση της αρχής της ακτημοσύνης. Απόδειξη αυτού, αποτελούν τα ίδια τα καταστατικά του Άθω στη βυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδο, με τα οποία επιχειρήθηκε να ανακοπεί η ροπή προς την φιλοκτησία[18], χωρίς όμως επιτυχή αποτελέσματα. Ήδη στο «Τυπικό του Τζιμισκή» (970-972 μ.Χ.), γνωστό και ως «Τράγος», περιέχονται διάφορα περιοριστικά μέτρα για την οικονομική δραστηριότητα των Μονών, όπως απαγόρευση της αγοράς και εκ νέου πώλησης ενός αγρού για λόγους κερδοσκοπικούς, ωστόσο δεν γίνεται καμία νύξη σχετικά με την περιουσία των μοναστηριών, ούτε καν κάποια υπενθύμιση στους μοναχούς του κανόνα της πτωχείας[19]. Αντίθετα το «Τυπικό του Τζιμισκή» άφησε ελεύθερη την πώληση ή τη δωρεά κτημάτων που ανήκουν σε μοναστήρια.
Η «ιδιορρυθμία» πάντως, ως τρόπος μοναστικής οργάνωσης, με κύριο χαρακτηριστικό της την φιλοκτησία και την κατάλυση της αρχής της ακτημοσύνης, είχε ήδη αρχίσει μετά από το 10° αιώνα να καταλαμβάνει έδαφος έναντι των κοινοβίων. Γι’ αυτό και ο αυτοκράτορας Μανουήλ ο Β’ Παλαιολόγος προσπάθησε με το Δ’ Τυπικό (1406 μ.Χ.) να επαναφέρει στο Άγιο Όρος κάποιες από τις παλαιότερες ρυθμίσεις και την αρχή της ακτημοσύνης[20]. Το τελειωτικό δε χτύπημα στις κανονικές και εκκλησιαστικές διατάξεις περί ακτημοσύνης στο Άγιο Όρος δόθηκε από το ΣΤ’ Τυπικό του Πατριάρχη Γαβριήλ Δ’ του έτους 1783, με το οποίο επιτράπηκε ο έντοκος δανεισμός μεταξύ των μοναχών[21]. Γεγονός πάντως είναι ότι ο ιδιόρρυθμος βίος επικράτησε όχι μόνο σε μικρές Μονές στον Άθω, αλλά ακόμα και σε μεγάλα μοναστήρια, όπως της Μ. Λαύρας, του Βατοπεδίου, των Ιβήρων κ.α. Η Εκκλησία πάντως, ήταν πάντοτε αντίθετη προς το ιδιόρρυθμο καθεστώς των Μονών και εργάστηκε προς την κατεύθυνση της παλινόρθωσης σε αυτές του κοινοβίου βίου[22], για το λόγο δε αυτό πολλά μοναστήρια κατά καιρούς μετατρέπονταν από ιδιόρρυθμα σε κοινόβια και τανάπαλιν[23].
Τελικώς η ιδιορρυθμία ως σύστημα οργάνωσης του μοναχικού βίου ίσχυσε στο Άγιο Όρος παράλληλα με την κοινόβια οργάνωση καθ’ όλη τη διάρκεια των μεταβυζαντινών χρόνων και για το λόγο αυτό περιλήφθησαν και στον Κ.Χ.Α.Ο. σχετικές διατάξεις σχετικά με την οργάνωση και διοίκηση των ιδιορρύθμων Μονών[24].
Σήμερα στο Άγιο Όρος[25] υπάρχουν συνολικά είκοσι Μονές «Κυριαρχικές, Βασιλικές, Πατριαρχικές και Σταυροπηγιακές», διακρίνονται δε κατά τον Κ.Χ.Α.Ο. σε κοινόβιες και ιδιόρρυθμες. Ως προς τη νομική προσωπικότητά τους, κρατούσα είναι η άποψη ότι αποτελούν Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.)[26], έχει όμως υποστηριχθεί ότι αυτές είναι διφυή νομικά πρόσωπα[27]. Οι κοινόβιες Μονές δεν επιτρέπεται να μετατραπούν σε ιδιόρρυθμες, ενώ οι ιδιόρρυθμες μπορούν να μετατραπούν σε κοινόβιες σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Χ.Α.Ο.[28]. Ήδη το 1992 η τελευταία (Μονή Παντοκράτορος) από τις 9 ιδιόρρυθμες Μονές που προέβλεπε ο Κ.Χ.Α.Ο.[29] μετετράπη σε κοινόβια.
Επομένως σήμερα στο Άγιο Όρος δεν υπάρχει καμία ιδιόρρυθμη Μονή. Ως εκ τούτου οι ρυθμίσεις του άρθρ. 101 Κ.Χ.Α.Ο. που απευθύνονται σε μοναχούς ιδιόρρυθμων Μονών και ρυθμίζουν την κληρονομική τους διαδοχή, στερούνται πρακτικού ενδιαφέροντος.
Υποστηρίχθηκε[30] ότι παρά την μετατροπή όλων των ιδιόρρυθμων Μονών σε κοινόβιες, εξακολουθούν να υπάρχουν στο Άγιο Όρος 8 σκήτες που λειτουργούν ως ιδιόρρυθμες και για το λόγο αυτό στην ερμηνεία των σχετικών διατάξεων του αγιορειτικού δικαίου θα εξακολουθήσουμε για άγνωστο διάστημα να αντιμετωπίζουμε περιπτώσεις μοναχών υπαγόμενων στο ιδιόρρυθμο σύστημα ρυθμίσεως των περιουσιακών τους σχέσεων.
Ακόμα και εάν γίνει δεκτό ότι μέχρι και σήμερα ενδεχομένως υπάρχουν στο Άγιο Όρος σκήτες, οι οποίες λειτουργούν ως ιδιόρρυθμες, νομίζω ότι το γεγονός αυτό δεν σημαίνει ότι οι μοναχοί που διαβιούν σε αυτές θα κληρονομηθούν κατά τρόπο διαφορετικό από εκείνον που κληρονομούνται οι μοναχοί των κοινοβίων Μονών. Και τούτο διότι σύμφωνα με το άρθρ. 126 επ. Κ.Χ.Α.Ο.[31] όλα τα εξαρτήματα[32] των κυρίαρχων Μονών του Αγίου Όρους θεωρούνται αναφαίρετα και αναπαλλοτρίωτα κτήματα αυτών. Τα εξαρτήματα δεν έχουν νομική προσωπικότητα[33] και ως εκ τούτου τα περιουσιακά ωφελήματα από την κληρονομική διαδοχή των μονάχων που διαβιούν σε αυτά, περιέρχονται στην κυρίαρχη Μονή. Εξάλλου τα άρθρ. 126 επ. Κ.Χ.Α.Ο., που προβλέπουν γενικώς περί της θεσμικής καταστάσεως των εξαρτημάτων, δεν περιέχουν ειδικότερες διατάξεις, οι οποίες να ορίζουν κατά παρέκκλιση του άρθρ. 101 Κ.Χ.Α.Ο. ότι ο μοναχός-μέλος του εξαρτήματος κληρονομείται κατά άλλο τρόπο. Επομένως, και δεδομένου ότι κατά τη ρητή διάταξη του άρθρ. 127 Κ.Χ.Α.Ο.[34] «πάντες οι μοναχοί των εξαρτημάτων λογίζονται αδελφοί της κυριάρχου μονής…», η κληρονομική διαδοχή των μοναχών που διαβιούν σε εξαρτήματα θα διέπεται από τους κανόνες που ισχύουν για τους μοναχούς της κυριάρχου Μονής[35], δηλ. από τη ρύθμιση του άρθρ. 101 Κ.Χ.Α.Ο.
Επομένως και οι μοναχοί των εξαρτημάτων, ακόμα και αν αυτά είναι ιδιόρρυθμα, εφόσον ανήκουν πλέον σε κοινόβιες Μονές, θα διέπονται ως προς την κληρονομική τους διαδοχή από τις ρυθμίσεις του άρθρ. 101 Κ.Χ.Α.Ο. που διέπουν την κληρονομική διαδοχή μοναχών κοινοβίων Μονών.
3. Πάντως, αν και δεν υπάρχει πρακτικό πλέον ενδιαφέρον για την κληρονομική διαδοχή των μοναχών ιδιορρύθμων Μονών στο Άγιο Όρος, για την πληρότητα της παρούσας μελέτης, κρίνεται σκόπιμο να περιληφθούν σε αυτή και οι ρυθμίσεις που αφορούν τις Μονές αυτές. Ενόψει λοιπόν και των διατάξεων για την ιδιορρυθμία, η ανάλυση της κληρονομικής διαδοχής των μοναχών του Αγίου Όρους ακολουθεί έναν τετραμερή διαχωρισμό. Πρώτα χωρίζεται σε δύο μέρη, υιοθετώντας την διάκριση των λοιπών συστημάτων κληρονομικής διαδοχής των μοναχών στην ελληνική επικράτεια, ήτοι σε περιουσία που έχει αποκτήσει ο μοναχός πριν από την κουρά του και σε εκείνη που αποκτά αφού εισέλθει στο μοναχικό βίο. Εξακολουθεί δηλ. να παραμένει και στο Άγιο Όρος ως σημαντικό σημείο ρυθμίσεως της περιουσίας ο χρόνος της κουράς. Στη συνέχεια τα δύο αυτά μέρη, διαιρούνται σε δύο επιμέρους ενότητες ανάλογα με το εάν η Μονή στην οποία ανήκει ο μοναχός είναι κοινόβια ή ιδιόρρυθμη. Κατά συνέπεια η διάρθρωση των σχετικών διατάξεων σχετικά με την τύχη της περιουσίας των μοναχών στο Άγιο Όρος στην παρούσα μελέτη καταστρώνεται ως εξής: α) περιουσία πριν από την κουρά, η οποία ανήκει σε μοναχό που θα καρεί σε κοινόβια ή σε ιδιόρρυθμη Μονή και β) περιουσία μετά από την κουρά, η οποία ανήκει σε μοναχό που εγκαταβιώνει σε κοινόβια ή σε ιδιόρρυθμη Μονή.
Παραπομπές:
1. Βλ. προχείρως Σ. I. Παπαδάτου, Η πολιτειακή θέσις του Αγίου Όρους, εν Αθήναις 1965, σ. 111 επ.’ A. Α. ΚΟΝΤΗ, Η απαλλαγή των μοναχών του Αγίου Όρους από την υποχρέωση στρατεύσεως, Νομοκανονικά 2/2009 σσ. 81-116 και ιδίως σσ. 105-110 με περαιτέρω παραπομπές• πρβλ. για τα κατά καιρούς προνόμια και ελευθερίες που παραχωρήθηκαν στο Αγιο Όρος, την από 17.11.1992 έκθεση της Ιεροκοινοτικής Επιτροπής, με τίτλο Ιστορική και νομοκανονική θεώρησις του αγιορειτικού καθεστώτος, σε: Το καθεστώς του Αγίου Όρους Άθω [= Αθωνική Νομοκανονική Βιβλιοθήκη, αρ. 1], Άγιον Όρος: έκδ. Ιεράς Κοινότητας Αγίου Όρους Άθω 1996, σ. 18 επ. Όπως χαρακτηριστικά έχει επισημάνει ο Γ. Π. ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ, Ο οικουμενικός χαρακτήρας του Αγίου Όρους, συνταγματική θεώρηση, σε: Το καθεστώς του Αγίου Όρους Αθω [= Αθωνική Νομοκανονική Βιβλιοθήκη, αρ. 1], Αγιον Όρος: έκδ. Ιεράς Κοινότητας Αγίου Όρους Αθω, 1996, σ. 159, η αναγνώριση του αυτοδιοίκητου από την πολιτεία του Αγίου Όρους αποτελεί «δικαιϊκή αναγνώριση και δικαιοποίηση, σε πολιτειακό και διεθνές επίπεδο, ενός καθεστώτος, το οποίο εξελίχθηκε και διαμορφώθηκε σε μια ιστορική πορεία, αιώνων, επικυρώθηκε με πράξεις – χρυσόβουλα και σιγίλλια – των Βυζαντινών αυτοκρατόρων και των πατριαρχών της Κωνσταντινούπολης, αναγνωρίστηκε επί τουρκοκρατίας με φιρμάνια του Σουλτάνου και καθιερώθηκε διεθνώς απέναντι στην Οθωμανική αυτοκρατορία, με τη συνθήκη του Βερολίνου».
2. Βλ. για τη διοικητική ανεξαρτησία του Αγίου Όρους επί Βυζαντινής Αυτοκρατορίας σε Σ. I. ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ, Η διοικητική ανεξαρτησία, του Αγίου Όρους επί Βυζαντινών, ανάτυπο από τον τ. ΛΒ’ της Επετηρίδος της Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών [Ε.Ε.Β.Σ.], Εν Αθήναις: τυπογραφείον Μυρτίδου 1963, σ. 428 επ.
3. Βλ. σε ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ σ. 321 επ.
4. Βλ. για το σχέδιο ψηφίσματος με το οποίο θα αποκτούσαν συνταγματική ισχύ τα δίκαια και προνόμια του Αγίου Όρους, αλλά και θα καθορίζονταν και τα κυριαρχικά δικαιώματα του ελληνικού Κράτους απέναντι του, σε [Αθ. Ευταξίου], Προσοχή εις το Άγιον Όρος!, Ανάγκη νομοθετικού διακανονισμού του καθεστώτος αυτού, εν Αθήναις 1926, σσ. δ’-ζ’ και 42-43, καθώς και σσ. 49-50, στις οποίες περιλαμβάνεται και το κείμενο του σχεδίου. Το σχέδιο ψηφίσματος, αφού υποβλήθηκε στην A’ Αναθεωρητική Συνέλευση προς ψήφιση και περιλήφθηκε στη συνέχεια στα άρθρ. 106-109 του προσωρινού Συντάγματος 1925-1926, αποτελεί τη βάση της συνταγματικής ρυθμίσεως του αγιορειτικού καθεστώτος, διότι το περιεχόμενό του επαναλήφθηκε σχεδόν αυτούσιο στα μεταγενέστερα Συντάγματα. Βλ. για τη διαχρονική εξέλιξη και τη διαμόρφωση της συνταγματικής διάταξης που αφορά στο Άγιο Όρος, σε Ν. Α. Αντωνόπουλου, Η συνταγματική προστασία του Αγιορειτικού Καθεστώτος, Αθήναι 1958 [ανατ.: εκδ. Τροχαλία 1997], σ. 107 επ.’ Γ. Α. Ανδρουτσόπουλου, Είσοδος και εγκαταβίωση στο Αγιον Όρος, Νομοκανονικά 2/2006 σσ. 82-84.
5. Ε.τ.Κ. 309/1926. Βλ. για τη σχέση του Κ.Χ.Α.Ο. και του κυρωτικού Ν.Δ. σε Ν. Α. ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ, Η συνταγματική προστασία του Αγιορειτικού Καθεστώτος, όπ. π. [υποσημ. 4], σ. 134 επ.’ Θ. ΤΣΑΤΣΟΥ – Μ. ΒΟΛΟΝΑΚΗ, Η απονομή της δικαιοσύνης εν Αγίω Όρει, Α.Ε.Κ.Δ. Δ’ [1949] σ. 211 επ.
6.Βλ. το άρθρ. σε ΚΟΝΙΔΑΡΗ, Θεμελιώδεις διατάξεις σ. 341.
7. Βλ. το άρθρ. σε ΚΟΝΙΔΑΡΗ, Θεμελιώδεις διατάξεις σ. 362.
8. Βλ. Α.Π. 555/1961 ΝοΒ 10 [1962] σσ. 211-213′ Πρ. Βόλου 144/1958 Α.Ε.Κ.Δ. ΙΓ’ [1958] σσ. 202-203 Πρ. Κεφαλληνίας 27/1970 Ε.Ε.Ν. 37 [1970] σσ. 173-175′ Εφ. Θεσ. 234/1975 Αρμ. 29 [1975] σ. 219′ Μ.Πρ.Τριπ. 292/1987 ΕλλΔνη 29 [1988] σ. 1249 επ.’ Εφ. Αθ. 1433/2010 Νομοκανονικά 2/2010 σ. 162• πρβλ. Μάτσης σ. 32′ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Α. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Γνωμοδότησις: Μοναχοί Αγίου όρους, ακίνητα μοναχών κείμενο, εντός περιοχής Αγίου Όρους, κτηθέντα μετά την κουράν.- δικαίωμα διαθέσεως αδεία Μονής.- συνέπειαι εν παραλείψει.- κληρονομιά, μοναχών.- κληρονομικόν δικαίωμα Μονής επί ακινήτου περιουσίας μοναχού κείμενης εντός Αγίου Όρους και αποκλεισμόν Ο.Δ.Ε.Π., ΝοΒ 8 [1960] σ. 658 επ.• ΑΛΙΠΡΑΝΤΗΣ σσ. 6,8• ΔΩΡΗΣ σ. 417• ΤΡΩΙΑΝΟΣ – ΠΟΥΛΗΣ σ. 680.
9. Βλ. ότι η διάταξη του Κ.Χ.Α.Ο. εξακολουθεί να έχει ισχύ δυνάμει του άρθρ. 99 Εισ.Ν.Α.Κ. σε Πρ. Βόλου 144/1958 Α.Ε.Κ.Δ. ΙΓ’ [1958] σ. 203′ Α.Π. 401/1959 ΝοΒ 7 [1959] σ. 1250′ Α.Π. 170/1964 ΝοΒ 12 [1964] σ. 613′ Εφ. Αθ. 1101/1989 ΕλλΔνη 31 [1990] σ. 1610′ Εφ.Αθ. 649/1998 ΝοΒ 48 [2000] σ. 1135′ Ν.Σ.Κ. 708/2002 (ατομική) σε www.nsk.gr = Τράπεζα νομικών πληροφοριών ΝΟΜΟΣ σ. 4.
10. Βλ. διεξοδικώς σε A. Α. ΚΟΝΤΗ, Η απαλλαγή των μοναχών του Αγίου Όρους από την υποχρέωση στρατεύσεως, όπ. π. [υποσημ. § 1] σ. 92 επ.
11. Η άποψη αυτή ακολουθείται κυρίως από τη νομολογία. Βλ. Α.Π. 340/1937 Θ. ΜΘ’ [1938] σ. 90 επ.• Α.Π. 384/1939 Θ. Ν’ [1939] σ. 821 επ.• Α.Π. 432/1939 Θ. Ν’ [1939] σ. 821 επ.• Σ.τ.Ε. 869/1967 (Ολομ.) ΝοΒ 15 [1967] σ. 686• Σ.τ.Ε. 2140/1975 (Ολομ.) Αρμ. 30 [1976] σσ. 88-89 με παρατηρήσεις I. Μ. ΚΟΝΙΔΑΡΗ. Με την άποψη αυτή συντάσσεται και μερίδα της επιστήμης: Ν. Α. ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ, Η συνταγματική προστασία, του Αγιορειτικού Καθεστώτος, όπ. π. [υποσημ. 4] σσ. 134 και 197′ Σ. Ν. ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Η από της στρατεύσεως απαλλαγή των μοναχών, Νέον Δίκαιον 30 [1974] σ. 455’ Δ. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑΚΙΔΗΣ, Οι πηγές του δικαίου της α.γιορειτικής αυτοδιοίκησης και το «αρχαίο προνομιακό καθεστώς» του Αγίου Όρους (άρθρο 105 Σ.), Το Σύνταγμα 22 [1996], σ. 677• ΤΡΩΙΑΝΟΣ-ΠΟΥΛΗΣ σσ. 649-650. Πάντως η ίδια άποψη υποστηρίζει ότι επειδή οι διατάξεις του Κ.Χ.Α.Ο. και του Ν.Δ. της 10/16.9.1926 συνιστούν δίκαιο ειδικό και εξαιρετικό, για την κατάργηση ή την τροποποίησή τους απαιτείται να γίνει ρητή και ειδική μνεία αυτών στον μεταγενέστερο νόμο και δεν αρκεί η οποιαδήποτε νέα ρύθμιση του ίδιου θέματος με μια γενική διάταξη, έστω και εάν στον νεότερο νόμο υπάρχει η πάγια ρήτρα ότι «καταργείται κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη που είναι αντίθετη με το περιεχόμενό του η ρυθμίζει τα ίδια θέματα με άλλο τρόπο». Βλ. Σ.τ.Ε. 869/1967 (Ολομ.) ΝοΒ 15 [1967] σ. 687• ΤΡΩΙΑΝΟΣ – ΠΟΥΛΗΣ σσ. 649-650.
12. Βλ. σε ΠΑΠΑΣΤΑΘΗ, νομική μεταχείριση σσ. 15-18′ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Προϋποθέσεις εισόδου προσκυνητών και εγκαταβιώσεως ομόδοξων αλλοδαπών στο Άγιον Όρος (Γνμδ.), σε: Το καθεστώς του Αγίου Όρους Άθω [= Αθωνική Νομοκανονική Βιβλιοθήκη, αρ. 1], έκδ. Ιεράς Κοινότητας Αγίου Όρους Άθω, Άγιον Όρος 1996, σσ. 99-100• Του ιδίου, Το καθεστώς του Αγίου Όρους, Πολιτεία, Ορθόδοξη Εκκλησία και θρησκεύματα στην Ελλάδα [= Νομοκανονική Βιβλιοθήκη: 16], Κατερίνη: εκδ. Επέκταση 2006, σσ. 41-43′ I. Μ. Κονιδαρη,Γνωμοδότησή [18.6.2008] για την αυτοτέλεια και αυτοδιοίκηση του Αγίου Όρους (αδημοσίευτη), σσ. 6-7′ A. Α. Κόντη, Η απαλλαγή των μονοχών του Αγίου Όρους από την υποχρέωση στρατεύσεως, όπ. π. [υποσημ. 1], σ. 97 και passim. Βλ. επίσης για την αυξημένη τυπική ισχύ του Κ.Χ.Α.Ο. και σε I. Γ. Ηλιάκη, ΟΙ Αγιορείτικοι Θεσμοί, Αθήναι: τυπογραφείον Γ. Η. ΚΑΛΛΕΡΓΗ και ΣΙΑ 1938, σ. 19′ Π. I. ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΚΟΥ, Η οργάνωσις του μοναχικού πολιτεύματος εν Αγίω Όρει Άθω, Α.Ε.Κ.Δ. Δ’ [1949] σ. 109• Σ. I. ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ, Νομοθέτησις «κατά παραπομπήν» εν τω Αγιορειτικώ Δικαίω, Α.Ε.Κ.Δ. ΙΖ’ [1962] σ. 32′ Του ιδίου, Η πολιτειακή θέσις του Αγίου Όρους, όπ. π. [υποσημ. 1], σ. 96′ ΔΩΡΗ σσ. 13,87, 157• Γ. Π. ΚΑΣΙΜΑΤΗ, Ο οικουμενικός χαρακτήρας του Αγίου Όρους, συνταγματική θεώρηση, όπ. π. [υποσημ. 1], σσ. 159-160.
13. Βλ. ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ σ. 323′ Τρωϊανού, Άγιον Όρος σ. 645.
14. Βλ. για την ιδιορρυθμία ενδεικτικώς σε ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ σσ. 47-48.
15. Βλ. για τη διάκριση μεταξύ κοινοβίων και ιδιόρρυθμων Μονών σε ΜΟΜΦΕΡΡΑΤΟΥ σ. 220-221• ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ σσ. 298-299• Μίλας σσ. 959-961. Πρβλ. για την έννοια της ιδιόρρυθμης Μονής σε ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΚΟΥ σ. 321• Κονιδάρη, Εγχειρίδιο σ. 113. Για τις αρχές της οργάνωσης του κοινοβιακού βίου βλ. σε ΠΕΤΡΑΚΑΚΟΥ, Οι μοναχικοί θεσμοί σ. 43 επ.
16. Μίλας σ. 960. Όπως ο ίδιος σημειώνει, οι αποβιώσαντες μοναχοί ιδιόρρυθμων Μονών συνήθως καταλείπουν την ιδιωτική περιουσία τους είτε σε αδελφούς μοναχούς είτε και στη Μονή. Εάν δεν εγκαταστήσουν κάποιο κληρονόμο από τα πρόσωπα αυτά, η περιουσία τους πηγαίνει αυτοδικαίως στην κατοχή της Μονής. Η πρακτική πάντως αυτή δεν ήταν η επικρατούσα ούτε στη βυζαντινή, ούτε και στη μεταβυζαντινή περίοδο, διότι όπως επισημάνθηκε οι μοναχοί κατέλειπαν την περιουσία τους και σε συγγενείς τους με διαθήκες, αλλά και η νομοθεσία του Λέοντος ΣΤ’ προέβλεπε διαφορετική ρύθμιση για τον αποβιώσαντα μοναχό, ο οποίος δεν είχε κάνει διαθήκη. Βλ. για τα χαρακτηριστικά του ιδιόρρυθμου μοναχικού βίου στο Άγιο Όρος σε ΠΕΤΡΑΚΑΚΟΥ, Το μοναχικόν πολίτευμα σσ. 24-26.
17. Μίλας σ. 960.
18. Βλ. διεξοδικά τις διατάξεις των Τυπικών που απαγόρευαν την πώληση και αγορά αγιορειτικών γαιών σε ΠΕΤΡΑΚΑΚΟΥ, Το μοναχικόν πολίτευμα σσ. 22-23 με περαιτέρω παραπομπές. Πρβλ. και ΚΟΝΙΔΑΡΗ, Τοπικά σ. 160 υποσημ. 21, ο οποίος αναφέρει ότι τα Τυπικά του Αγίου Όρους επιτρέπουν ή ανέχονται ιδιορρυθμικές καταστάσεις.
19. Βλ. ad hoc ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΠΑΠΑΧΡΥΣΑΝΘΟΥ, Ο αθωνικός μοναχισμός, αρχές και οργάνωση, [α' ανατύπωση], Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης 2004, σσ. 266-267. Όπως παρατηρεί η ΙΔΙΑ σσ. 267-268, στα τέλη του 10ου αιώνα τα κοινόβια είχαν αρχίσει να επικρατούν και οι αναχωρητικές ομάδες σιγά σιγά εξαφανίζονταν. Τα μεγαλύτερα μοναστήρια προσαρτούσαν τα μικρότερα καθώς και τα «κελλιά» των γειτονικών τους περιοχών. Αναμφίβολα η Μονή της Μ. Λαύρας ήταν την εποχή εκείνη η σημαντικότερη και πλουσιότερη Μονή του Άθω. Βλ. και ΠΕΤΡΑΚΑΚΟΥ, Το μοναχικόν πολίτευμα, σ. 22′ Π. I. ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΚΟΥ, Η οργάνωσις του μοναχικού πολιτεύματος εν Αγίω Όρει Άθω, όπ. π. [υποσημ. 12], σσ. 92-93.
20. Βλ. ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΠΑΠΑΧΡΥΣΑΝΘΟΥ, Ο αθωνικός μοναχισμός, αρχές και οργάνωση, όπ. π. [υποσημ. 19], σσ. 280-286′ πρβλ. Π. I. ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΚΟΥ, Η οργάνωσις του μοναχικού πολιτεύματος εν Αγίω Όρει Άθω, όπ. π. [υποσημ. 12], σ. 94′ ΣΤΑΥΡΟΥ ΙΩΣ. ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ, Αι νομικαί βάσεις της αγιορείτικης πολιτείας, ανάτυπον εκ του Η’ τόμου του περιοδικού «Ηπειρώτικη Εστία», Ιωάννινα 1959 σ. 7 υποσημ. 1.
21. ΠΕΤΡΑΚΑΚΟΥ, ΤΟ μοναχικόν πολίτευμα σσ. 24-26• ΣΤΑΥΡΟΥ ΙΩΣ. ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ, Αι νομικαί βάσεις της αγιορείτικης πολιτείας, όπ. π. [υποσημ. 20], σ. 7 υποσημ. 1.
22. ΠΕΤΡΑΚΑΚΟΥ, Το μοναχικόν πολίτευμα σ. 22• ΣΤΑΥΡΟΥ ΙΩΣ. ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ, ΑΙ νομικαί βάσεις της αγιορείτικης πολιτείας, όπ. π. [υποσημ. 20], σ. 7 υποσημ. 1.
23. ΣΤΑΥΡΟΥ ΙΩΣ. ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ, Αι νομικαί βάσεις της αγιορείτικης πολητείας, όπ. π. [υποσημ. 20], σ. 7 υποσημ. 8, στην οποία αναφέρει ότι οι Μονές Μ. Λαύρας και Βατοπεδίου είχαν πολλές φορές μετατραπεί από κοινόβιες σε ιδιόρρυθμες και αντίστροφα.
24. Βλ. άρθρ. 84 και 85 Κ.Χ.Α.Ο. σε ΚΟΝΙΔΑΡΗ, Θεμελιώδεις διατάξεις σσ. 336-337.
Επίσης το άρθρ. 114 των Γενικών Κανονισμών του 1911 όριζε ότι «ουδεμία κοινοβιακή μονή δύναται να μετασχηματισθή εις ιδιόρρυθμον ή τανάπαλιν, άνευ λόγων ισχυρών, άνευ της γνώσεως της Ιεράς Κοινότητος, άνευ της αποφάσεως της πλειονότητας των αδελφών και άνευ της εγκρίσεως του Οικουμενικού Πατριάρχου».
25. Βλ. για τις Μονές στον ελλαδικό χώρο και ειδικότερα για τις Μονές του Αγίου Όρους σε I. Μ. ΚΟΝΙΔΑΡΗ, Περίγραμμα του δικαίου των ορθοδόξων Μονών στην ελληνική επικράτεια, ΝοΒ 40 [1992] σσ. 982-993, ιδίως σ. 990 επ. = Στου Ιδίου, Ζητήματα Βυζαντινού και Εκκλησιαστικού Αικαίου, τ. II, Αθήνα-Κομοτηνή: εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα 2008, σ. 65 επ.
26. Βλ. Σ. ΤΡΩΙΑΝΟΥ, Η φύση της νομικής προσωπικότητας των Ιερών Μονών του Αγίου Όρους, Χριστιανός ΚΓ’ [1984] σσ. 110-116′ I. Μ. ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ, Περίγραμμα του δικαίου των ορθοδόξων Μονών στην ελληνική επικράτεια., όπ. π. [υποσημ. 25], σ. 1992′ πρβλ. Α.Π. 783/2000 ΕλλΔνη 42 [2001] σσ. 107-109=Nομοκανονικά 2/2002 σ. 103 επ.’ Α.Π. 462/2008 Νομοκανονικά 2/2008 σ. 184 επ. = Δίκη 39 [2008] σ. 849 επ. με παρατηρήσεις Κ. ΜΠΕΗ = Θ.Π.Δ.Δ. 8-9/2008 σ. 991 επ. με παρατηρήσεις Σ. Ν. ΤΡΩΙΑΝΟΥ• contra Σ.τ.Ε. 2629/1988 ΝοΒ 37 [1989] σ. 818 επ.’ Εφ. Θεσ. (συμβούλιο) 418/1990 Υπεράσπιση 1991 σ. 208.
27.ΤΡΩΪΑΝΟΣ – ΠΟΥΛΗΣ σ. 658′ ΝΣΚ 8/2005 Νομοκανονικα 1/2007 σσ. 110-114.
28. Βλ. άρθρ. 85 Κ.Χ.Α.Ο. σε ΚΟΝΙΔΑΡΗ, Θεμελιώδεις διατάξεις σ. 337. Πρβλ. για το συνταγματικό έλεγχο της διάταξης αυτής σε ΣΤΑΥΡΟΥ ΙΩΣ. ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ, ΑΙ νομικαί βάσεις της αγιορείτικης πολιτείας, όπ. π. [υποσημ. 20], σ. 39.
29. Βλ. άρθρο 84 εδ. β’ Κ.Χ.Α.Ο. σε ΚΟΝΙΔΑΡΗ, Θεμελιώδεις διατάξεις σ. 336.
30. ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Άγιον Όρος σ. 646.
31. ΚΟΝΙΔΑΡΗ, Θεμελιώδεις διατάξεις σ. 348.
32. Βλ. για την έννοια των εξαρτημάτων σε ΔΩΡΗ σ. 512: «με τον όρο εξαρτήματα υποδηλώνεται η έννομη σχέση που συνδέει τις είκοσι κυρίαρχες Μονές με τα υποδεέστερα ιερά σκηνώματα (Σκήτες, κελλιά κ.α.) και η οποία είναι σχέση εξαρτήσεως από πλευράς προσωπικής, διοικητικής και περιουσιακής του υποδεέστερου από τον υπέρτερο, υπό την έννοια ότι η βούληση του πρώτου εμφανίζεται μειωμένη έναντι του δευτέρου».
33. Βλ. σε Π. I. ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΚΟΥ, Η οργάνωσις του μοναχικού πολιτεύματος εν Αγίω Όρει Άθω, όπ. π. [υποσημ. 12], σ. 119 επ.• ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΚΟΥ σ. 323• Χριστοφιλόπουλου σ. 322 υποσημ. 6• I. Μ. ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ, Περίγραμμα του δικαίου των ορθοδόξων Μονών στην ελληνική επικράτεια, όπ. π. [υποσημ. 25], σ. 1992• ΔΩΡΗ σ. 515′ Πρ. Αθ. 7922/1954 Α.Ε.Κ.Δ. 9 [1954] σσ. 165-168• Εφ. Πειρ. 557/1992 Χριστιανός ΛΑ’ [1992] σσ. 84-88• Ν.Σ.Κ. 708/2002 (ατομική) σε www.nsk. gr = Τράπεζα νομικών πληροφοριών νόμος σ. 8.
34. ΚΟΝΙΔΑΡΗ, Θεμελιώδεις διατάξεις σ. 348.
35. Εφ.Θεσ. 416/1931 Θ. ΜΓ’ [1932] σσ. 572-573, η οποία δέχθηκε ότι οι κανόνες της ιδιορρυθμίας που ισχύουν για την κυρίαρχη Μονή, ισχύουν και για τον κελλιώτη μοναχό της’ Ν.Σ.Κ. 708/2002 (ατομική) σε www.nsk.gr = Τράπεζα νομικών πληροφοριών ΝΟΜΟΣ σ. 8. Βλ. για τη σχέση κυρίαρχης Μονής και εξαρτημάτων ιδίως την πρόσφατη Α.Π. 462/2008 ΝΟΜΟΚΑΝΟΝΙΚΑ 2/2008 σ. 184 επ. = Δίκη 39 [2008] σ. 849 επ. με παρατηρήσεις Κ. Μπεη = Θ.Π.Δ.Δ. 8-9/2008 σ. 991 επ. με παρατηρήσεις Σ. Ν. ΤΡΩΙΑΝΟΥ.
Πηγή: Αθανασίου Κόντη Δ.Ν.- Δικηγόρου, από τη Βιβλιοθήκη Εκκλησιαστικού Δικαίου (Διευθυντής: Καθηγητής Ι.Μ.Κονιδάρης) Σειρά Β΄:Μελέτες, Η κληρονομική διαδοχή των ορθοδόξων μοναχών στην ελληνική επικράτεια κατά το ισχύον δίκαιο, §15. Το καθεστώς του Αγίου Όρους και η κληρονομική διαδοχή των μοναχών: συνταγματική θεώρηση και κατοχύρωση, σελ.279-288, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2012
ΠΗΓΗ:http://www.pemptousia.gr/
ΠΗΓΗ:http://www.pemptousia.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου