Ἡ Δημοτική μας Μούσα στήν Ἅλωση τῆς Πόλης
Γεώργιος Χατζηθεοδώρου
Ἄρχων Μαΐστωρ τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας
Ἡ Δημοτική Μούσα ἤ ἀλλιῶς τό δημοτικό τραγούδι, εἶναι ἡ πολυτιμότερη ἀπό τίς ἐκδηλώσεις τοῦ λαϊκοῦ πολιτισμοῦ, γιατί σ’ αὐτήν, ὅσο σέ καμιά ἄλλη, καθρεφτίζεται μέ σαφήνεια καί διαύγεια ὄχι μόνο ἡ λαϊκή ψυχή μέχρι τά μύχια της, ἀλλά καί ὁλόκληρη σχεδόν ἡ ἱστορία τοῦ Ἔθνους μέ τούς θριάμβους καί τίς συμφορές της, μέ τούς πόνους καί τίς χαρές της, μέ τούς πόθους καί τίς ἐλπίδες της.
Τό πιό σηματικό γεγονός τοῦ νεώτερου ἑλληνισμοῦ, ἀσφαλῶς ὑπῆρξε ἡ ΑΛΩΣΗ τῆς Πόλης ἀπό τούς Τούρκους, στίς 29 τοῦ Μάη, ἡμέρα Τρίτη – ἀπό τότε εἶναι καί ἀποφράδα, γρουσούζικη, γιά μᾶς τούς Ἕλληνες–, τοῦ ἔτους 1453.
Κανένα ἄλλο ἱστορικό γεγονός δέν τραγουδήθηκε ἀπό τούς Ἕλληνες ὅπως τό πάρσιμο τῆς Πόλης, οὔτε καί σέ καμιά ἄλλη περίπτωση συναντοῦμε τόσους θρύλους, μά καί τόση ἐλπίδα γιά τήν ἐπιστροφή τῆς «Πόλης τῶν πόλεων» στά χέρια ἐκείνων πού τή δημιούργησαν καί τήν ἀνέδειξαν ὡς τή πιό σπουδαία τοῦ κόσμου στά χρόνια τῆς ἀκμῆς της.
Ἡ φοβερή κραυγή «ἡ Πόλις ἑάλω», ἔπεσε σάν κεραυνός καί ξαπλώθηκε ἀστραπιαῖα σέ ὅλο τόν χριστιανικό κόσμο, Ἀνατολῆς καί Δύσης, κάνοντάς τον νά ἀναλογισθεῖ μέ ἀπόγνωση τό τί ἔχασε καί τρόμο γιά τό τί γενέσθαι στήν ἱστορική του συνέχεια.
Καί ἡ Λαϊκή μούσα, ἄμεσα, μέ πολλή συντομία, ἀλλά καί ἐκφραστικότητα μᾶς ἀναγγέλλει τό γεγονός τῆς καταστροφῆς:
«Καράβιν ἐκατέβαινε στά μέρη τῆς Τενέδου καί κάτεργο τό ὑπάντησε, στέκει κι’ ἀναρωτᾶ το.
–Καράβιν πόθεν ἔρχεσαι καί πόθεν κατεβαίνεις; εἰς τήν ἀστραποχάλαζαν, εἰς τήν ἀνεμοζάλη;
–Ἀπό τήν Πόλη ἔρχομαι τήν ἀστραποκαμένην, ἐγώ γομάρια δέ βαστῶ ἀμή μαντάτα φέρνω κακά γιά τούς χριστιανούς, πικρά καί θολωμένα..».
Ἀπό κάθε γωνιά τῆς Ρωμανίας ξεσηκώθηκε τότε θρῆνος γιά τήν Ἅλωση καί ἡ μούσα ἀναφέρει. Στήν Κωνσταντινούπολη ἀπό τήν πρώτη ἡμέρα:
«Πῆραν τήν Πόλη πῆραν τή πῆραν τή Σαλονίκη, πῆραν καί τήν Ἁγιά Σοφιά τό μέγα μοναστήρι».
Στή Θράκη: «Ἁγιά Σοφιά μοιρολογᾶ, Τά μοναστήρια κλαῖγνε…».
Στήν Τραπεζούντα: «Ναϊλί ἐμᾶς, νά βάϊ ἐμᾶς, Οἱ Τοῦρκ’ τήν Πόλ’ ἐπαίραν, ἐπαίραν
τό βασιλοσκάμν’ ἐλλάγεν ἡ ἀφφεντία…».
Στά Τρίκαλα: «Ἀνάμεσα στοῦ γαλατᾶ κι ἀντικρυτά στήν Πόλη, ἰκεῖ πόλιμους γίνουνταν Τούρκιους μί Ρουμαίους…».
Στόν Πόντο: «Ἐγώ ἔμουνε μάστορας σ’ Ἐλλενικά τά κάστρα, σ’ Ἕλλεν ἐμέν ὥρισαν, κατέβα σύ ςσήν Πόλιν…».
Στήν Ἀνατολική Ἑλλάδα: «Τίν τό κακό πού γένηκε στήν ξακουσμένη Πόλη; Οἱ Τοῦρκοι τήν πατήσανε μ’ ἀμέτρητα ἀσκέρια…».
Στήν Ἤπειρο: «Ψαλτάδες, πάψτε τό χερουβικό καί πάρτε τά χαρτιά σας, παπάδες πάρτε τά ἱερά καί σεῖς κεριά σβηστῆτε…».
Στή Μακεδονία: «Ἐσεῖς πουλιά πετοῦμε πετάξτε στόν ἀέρα σύρτε νά πῆτε στή Φραγκιά, πέιτε καί στήν Ἑλλάδα, πῆρεν τήν Πόλη ἡ Τουρκιά…».
Στό Μοριά: «Τρεῖς καλογέροι Κρητικοί καί τρεῖς Ἁγιονορεῖτες καράβιν ἀρματώσανε…».
Στή Μικρασία: «Πάψετε τό χερουβικό καί χαμηλῶστε τ’ ἅγια, Ἁγιά Σοφιά ἐπάρθηκεν στ’ Ἀγαρηνοῦ τά χέρια…».
Ὅμως ἀπό τήν πρώτη στιγμή ἡ ψυχή τοῦ Γένους ἐπαναστάτησε.
Δέ δέχθηκε τό γεγονός τῆς σκλαβιᾶς του καί μέσα ἀπό τά δημοτικά του τραγούδια, ἄφησε εὐθύς ἐξ ἀρχῆς, νά φυτευτεῖ ὁ σπόρος τῆς ἐλπίδας γιά τήν ἐθνική του ἀποκατάσταση, ἡ ἐλπίδα τῆς λευτεριᾶς!
Ἤδη ἀπό τά πρῶτα τραγούδια πού δημιούργησε, ὅπως τό θρῆνο γιά τήν Ἅλωση: «Σημαίνει ὁ Θεός, σημαίνει ἡ γῆ σημαίνουν τά οὐράνια…», συναντοῦμε ἐκτός ἀπό τή βαθειά συναισθηματική φόρτιση καί τή ρεαλιστική προσαρμογή πρός τή σκληρή πραγματικότητα.
Μέ τούς στίχους τοῦ περίφημου αὐτοῦ Θρήνου ἔρχεται τό ἄτομο καί ὁ λαός πιό κοντά στή γνωριμία μέ τήν πραγματικότητα.
Ἐδῶ βλέπομε ὁ λαός νά θρηνεῖ γιά τήν ἀπώλεια τῆς Πόλης καί τῆς ἐλευθερίας του, ἀλλά μέ τρόπο πού τελικά ὁδηγεῖ στό ξαλάφρωμα τῆς ψυχῆς του καί ὁδηγεῖται στήν κάθαρση, μέ ἀποτέλεσμα νά ἀρχίζουν νέες ἐλπίδες γιά τή ζωή, νέος ξαναγεννημός.
Ἔτσι, λαός δέν εἶναι πιά ἕνας ὄχλος δειλῶν αἰχμαλώτων, πού ἁπλῶς κάθεται μοιρολατρικά «ἐπί τόν ποταμόν Βαβυλῶνος» καί κλαίει «ἐν τῷ μνησθῆναι τῆς Σιών».
Ἀπό αὐτό τό τραγούδι, αὐτόν τόν θρῆνο, ἡ ζωή ξαναρχίζει μέ ἕνα σπουδαῖο ἰδανικό, τήν ἀπελευθέρωση, πού τήν ὑποσχέθηκε ὁ ἴδιος ὁ Θεός στήν Παναγία:
«… Σώπασε, κυρά Δέσποινα,
καί μήν πολυδακρύζεις, πάλι μέ χρόνια μέ καιρούς πάλαι δικά σου θά’ ναι».
Τέσσερις σχεδόν αἰῶνες ἀνέβαινε τό Γένος μας τό γολγοθά του, σηκώνοντας τό μαρτυρικό του σταυρό.
Ἡ ἀτέλειωτη πικρή σκλαβιά ἔμοιαζε μέ ὁλόμαυρη Μεγάλη Παρασκευή καί ἡ μούσα τήν καταγράφει: «Μεγάλη μου Παρασκευή καί πῶς νά σέ περάσω, ὁπού ’χεις δέκα ταχινές καί δέκα μεσημέρια καί δέκα ’πογιαγέρματα κι ἀκόμη ἔχεις μέρα!…».
Βέβαια ὁ λαός μας δέν περιμένει τήν ἀνάστασή του παθητικά, γιατί ὅπως μᾶς λέει
τό τραγούδι τοῦ μακρυνοῦ Πόντου «…– Ἀλί ἐμᾶς καί βάϊ ἐμᾶς, πάρθεν ἡ Ρωμανία, ἡ Ρωμανία πέρασεν, ἡ Ρωμανία ἐπάρθη – ἡ Ρωμανία ἄν ἐπέρασεν αὐθύς θά φέρει κι ἄλλο», ἀφοῦ σύμφωνα μέ τήν Κρητική μούσα:
«Τόν ἀντρειωμένο μήν τόν κλαῖς, ὅσο κι ἄν ἀστοχήσει, μ’ ἄν ἀστοχήσει μιά καί δυό, πάλι ἀνδρειωμένος θά ’ναι… Μήν τόνε κλαῖς τόν ἀετό, ἀφοῦ πετᾶ κι ἄς βρέχει, μόνο νά κλαῖς ἕνα πουλί, ὁπού φτερά δέν ἔχει».
Ἀντιγραφή γιὰ τὸ «σπιτὰκι τῆς Μέλιας»
Ὁλκάς
Μηνιαῖον Περιοδικόν Ἱ.Μ. Λέρου, Καλύμνου καί Ἀστυπαλαίας
Τεύχος 09 (Μάϊος 2010)
Εἰκόνα ἀπὸ: news.store.rambler.ru
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου