ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΚΕΣ
ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ
1. ᾿Αποτελοῦν δυστυχῶς παλαιὰ «παράδοσι» στὶς ἐκκλησιαστικὲς ἐκδόσεις, λειτουργικὲς ἢ ποιμαντικὲς ἢ ἐπιστημονικὲς καὶ ἄλλες, τὰ ὀρθογραφικὰ λάθη. ἀπὸ τὰ πιὸ παλαιὰ καὶ πιὸ συνηθισμένα εἶναι τὰ «χερουβεὶμ» καὶ τὰ «σεραφεὶμ» ἀντὶ τῶν ὀρθῶν μὲ -ίμ (χερουβίμ, σεραφίμ). ὑπάρχουν ὅμως καὶ πολλὰ λάθη, ποὺ δυσκολεύεται κανεὶς νὰ τὰ δικαιολογήσῃ, ὅπως ἐπὶ παραδείγματι ὅταν διαβάζη σὲ λειτουργικὰ ἢ μουσικὰ βιβλία ἢ σὲ τυπικὰ περὶ «τοῦ βαρέως(!) ἤχου» καὶ ἄλλα ὅμοια. θὰ πρέπει νὰ συμβουλευώμαστε ποῦ καὶ ποῦ μιὰ ὁποιαδήποτε γραμματικὴ τῆς ἀρχαίας ἢ τῆς καθαρευούσης ἢ ἀκόμη καὶ τῆς δημοτικῆς, γιὰ νὰ δοῦμε ὅτι τὰ τριτόκλιτα ἐπίθετα σὲ -υς σχηματίζουν τὴν γενική τους σὲ -εος· ὁ εὐθὺς – τοῦ εὐθέος, ὁ βαρὺς – τοῦ βαρέος, ὁ ταχὺς – τοῦ ταχέος, ὁ βραδὺς – τοῦ βραδέος, ὁ ἥμισυς – τοῦ ἡμίσεος, ὁ δίπηχυς – τοῦ διπήχεος καὶ λοιπά. σὲ -έως σχηματίζονται τὰ ἐπιρρήματα τῶν ἀνωτέρω ἐπιθέτων· εὐθέως ὡς ἤκουσε – βαρέως φέρω – ταχέως γράφω – σπεῦδε βραδέως.
2.
Ἡ λέξη «ζωήρυτος» συναντᾶται σὲ κάποια ἀπολυτίκια, μεγαλυνάρια
καὶ ἄλλους ὕμνους. σὲ ὅλες σχεδὸν τὶς ἐκδόσεις γράφεται μὲ διπλὸ ρ. ὅμως ὁ
σχετικὸς κανόνας τῆς γραμματικῆς λέει ὅτι τὸ ἀρκτικὸ ρ διπλασιάζεται μόνο σὲ
σύνθεσι μὲ λέξεις ποὺ λήγουν σὲ βραχὺ φωνῆεν (ἀπορρίπτω, καλλίρροος,
ἑλληνορρωμαϊκός, ἀντίρριον), ἐνῷ ὕστερα ἀπὸ μακρὸ φωνῆεν δὲν
διπλασιάζεται (ἀείρυτος, ἀείροος, εὔρωστος, ζωήρυτος, ἐσωράχιον).
3.
Ἕνας ἀπὸ τοὺς ψαλμοὺς τοῦ ἑξαψάλμου τοῦ ὄρθρου εἶναι ὁ 87ος (πζ΄) «Κύριε
ὁ Θεὸς τῆς σωτηρίας μου, ἡμέρας ἐκέκραξα καὶ ἐν νυκτὶ ἐναντίον σου». ὁ
στίχος 15 τοῦ ψαλμοῦ ἔχει· «῾Ινατί, Κύριε, ἀπωθῇ τὴν ψυχήν μου,
ἀποστρέφεις τὸ πρόσωπόν σου ἀπ᾿ ἐμοῦ;» οἱ νεώτερες ὅμως ἐκδόσεις ἀντὶ
τοῦ «ἀπωθῇ» γράφουν «ἀπωθεῖς». τὸ ὀρθὸν βεβαίως εἶναι ἡ παλαιὰ
γραφὴ «ἀπωθῇ», διότι τὸ ῥῆμα ἐδῶ εἶναι μέσης φωνῆς ἀπωθοῦμαι μὲ
ἐνεργητικὴ σημασία. τὸ ἀπωθῶ σημαίνει ὠθῶ μακριά, ἀποδιώκω,
ἀλλὰ στὴν μέση φωνὴ ἀποκτᾶ ἀρνητικὴν χροιά· ἀπωθοῦμαι =
ἀποστρέφομαι, ἀπορρίπτω, ἀπαξιῶ, περιφρονῶ.
4.
Στὸν ὄρθρο ὅταν ψάλλεται ὁ 50ὸς (ν΄) ψαλμὸς «᾿Ελέησόν με, ὁ Θεός, κατὰ
τὸ μέγα ἔλεός σου», πολλοὶ ψάλτες συνηθίζουν νὰ προσθέτουν (ἐκ
παραδόσεως) στὴν ἀρχὴ τοῦ πρώτου στίχου τὴν προσφώνησι «᾿Ελεῆμον», ὁπότε ὁ
πρῶτος στίχος γίνεται· «᾿Ελεῆμον, ἐλέησόν με, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα
ἔλεός σου...» Αὐτὸ τὸ «ἐλεῆμον» γράφεται μὲ ο καὶ
ὄχι μὲ ω, ὅπως τὸ βλέπουμε συχνά, διότι πρόκειται περὶ κλητικῆς πτώσεως «ὦ
ἐλεῆμον». μὲ ω γράφεται ἡ ὀνομαστικὴ «ὁ ἐλεήμων». τὸ ἴδιο λάθος
γίνεται καὶ στὰ πεντηκοστάρια τροπάρια· τὸ σωστὸ εἶναι «Ταῖς τῶν
ἀποστόλων πρεσβείαις, ἐλεῆμον...»
5.
Συχνὰ ἐπίσης βλέπομε τὶς λέξεις Βέροια καὶ ῾Ρωσία μὲ διπλᾶ ρ καὶ σ ἀντιστοίχως.
ἡ ἑλληνικώτατη λέξη Βέροια ἔχει τὴν ἴδια ρίζα μὲ τὸ ρῆμα φέρω. τὸ
ὄνομα εἶναι Φέροια, ἀλλὰ στὴν ἀρχαία μακεδονικὴ διάλεκτο τὸ
ἀρχικὸ Φ συνήθως προφερόταν Β, ἔτσι ἔχομε τοὺς τύπους Φίλιππος –
Βίλιππος καὶ Φέροια – Βέροια. Ἡ ῾Ρωσία εἶναι ἡ χώρα τοῦ
ἀρχαίου ἐκείνου λαοῦ ποὺ ὀνομάζεται στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ῾Ρώς (Ἰεζεκιὴλ
38,2-3· 39,1). ὅπως ἡ χώρα τῶν Γαλατῶν ὀνομάζεται Γαλατία, ὁμοίως καὶ ἡ χώρα
τῶν ῾Ρὼς λέγεται ῾Ρωσία. ἐπειδὴ στὴν λατινικὴ τὸ ἕνα σ (s) προφέρεται ζ, ἀναγκάζονται
οἱ ξένοι λαοὶ νὰ γράφουν διπλὸ ss, γιὰ νὰ διαβάζουν σωστὰ σ. πάντως γιὰ τὴν
ἑλληνικὴ γραφὴ καὶ γλῶσσα τὰ διπλὰ γράμματα σ᾿ αὐτὰ τὰ δύο τοπωνύμια δὲν ἔχουν
θέσι.
6.
Ἕνα συχνὸ σφάλμα τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἐκδόσεων εἶναι ἡ πληθωριστικὴ χρῆσι
κεφαλαίων ἀρχικῶν γραμμάτων σὲ λέξεις ποὺ δὲν εἶναι κύρια ὀνόματα. ἂν ἀνοίξωμε
μία τυχαία σελίδα κάποιας ἀκολουθίας, θὰ δοῦμε πλῆθος κοινὲς λέξεις μὲ κεφαλαῖο
τὸ ἀρχικό, ἐνῷ βρίσκονται στὸ μέσον τῆς προτάσεως· Ἅγιος, Ὅσιος, Ἀπόστολος,
Ἱερομάρτυς, Παμμάκαρ, Πατήρ (γιὰ κάποιον ἄνθρωπο· ὄχι γιὰ τὸ πρῶτο πρόσωπο
τῆς Ἁγίας Τριάδος), Μήτηρ, Ἀσκητής, Ἁγνή, Πάνσοφος, Μάρτυς, Κάρα, καὶ πολλὲς
ἄλλες, ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός. ἐπίσης ὅταν ἐπρόκειτο γιὰ τὸν Θεό,
συχνὰ οἱ παλαιοὶ ἔγραφαν κεφαλαῖο καὶ τὸ ἀρχικὸ τῶν ἀντωνυμιῶν Αὐτὸς ᾿Εκεῖνος
Σου Του, πρᾶγμα ποὺ τὸ ἐπεξέτειναν καὶ σὲ κάθε ἀνώτερο· ἡ ᾿Εξοχότης
῾Υμῶν, ἡ Αὐτοῦ Μεγαλειότης, ᾿Ελόγου Σας καὶ ἄλλα.
Εἶναι
γνωστὸ ὅτι ἡ φιλολογικὴ ἐπιστήμη ὁρίζει ποιές λέξεις γράφονται μὲ κεφαλαῖο τὸ
ἀρχικὸ καὶ ποιές ὄχι. δὲν ὑπάρχει βέβαια ἀπόλυτη συμφωνία ἀνάμεσα στὶς
διάφορες γραμματικές, οἱ φιλόλογοι πάντως συμφωνοῦν ὅτι ἡ συνήθεια τῶν 2-3
περασμένων αἰώνων κάθε τρίτη ἢ τέταρτη λέξι νὰ γράφεται μὲ κεφαλαῖο ἦταν ἔθος
τῶν τότε τυπογράφων καὶ τῶν ἐφημερίδων, ποὺ σήμερα πρέπει νὰ περιοριστῇ, καὶ
αὐτὸ ἔχει ἀρχίσει ἤδη νὰ γίνεται. μὲ τὴν λιτὴ χρῆσι τῶν κεφαλαίων τονίζεται
περισσότερο ἡ ἀξία τους, τὰ κύρια ὀνόματα ἀναβαθμίζονται καὶ εἶναι εὐδιάκριτα,
τὸ δὲ κείμενο διαπρέπει καὶ γίνεται πιὸ εὐανάγνωστο. ἡ πληθωριστικὴ χρῆσι
τῶν κεφαλαίων ἀποβαίνει εἰς βάρος τῆς σαφήνειας καὶ τῆς διαύγειας τῶν
κειμένων, ἐν τέλει κουράζει καὶ μπερδεύει τὸν ἀναγνώστη. ὅταν γιὰ παράδειγμα
μόνο ἕνα στὰ ἑκατὸ αὐτοκίνητα εἶναι κόκκινο, εἶναι εὐδιάκριτο, ὅταν εἶναι
τριάντα στὰ ἑκατό, δὲν ξεχωρίζουν καθόλου· μόνο σύγχυσι δημιουργεῖται.
Στὴν
Καινὴ Διαθήκη (στὶς ἐκδόσεις τοῦ πλήρους καὶ συνεχοῦς κειμένου) ἡ χρῆσι τῶν
κεφαλαίων γραμμάτων εἶναι πολὺ περιωρισμένη. ἐκεῖ συναντοῦμε λέξεις
ὅπως ἅγιος, ἐκκλησία, μήτηρ τοῦ Κυρίου, πνευματικός, ἱερεύς,
παρασκευή (ἡ ἡμέρα· Μρ 15,42· Λκ 23,54), σάββατον, κυριακή, πρόθεσις (τόπος
τοῦ ναοῦ· Μτθ 12,4), μυστήριον, ἐπίσκοπος, ἐπισκοπή,
ἀρχιερεύς, πρεσβύτερος, διάκονος, ἄγγελος, ἀδελφότης, ἡγούμενος, ἀνάστασις,
ἀνατολή, ἀπόστολος, ἄρχων, βασιλεύς, βαπτιστής, οὐρανός, βασιλεία τῶν
οὐρανῶν, παράδεισος, ναός, καὶ πάρα πολλὲς ἄλλες γραμμένες
πάντοτε μὲ πεζὸ τὸ ἀρχικὸ καὶ ὄχι μὲ κεφαλαῖο. ἂν μελετήσῃ κανεὶς τὸ κείμενο
τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ ἀπὸ φιλολογικῆς ἀπόψεως, θὰ ἀπορῇ γιὰ τὴν ὑπερβολικὴ
χρῆσι κεφαλαίων γραμμάτων στὰ ἐκκλησιαστικὰ κείμενα σήμερα.
Εἰδικῶς
γι᾿ αὐτὸ τὸ θέμα κάποιοι μελετητὲς ἔχουν συστήσει νὰ μειωθῇ ἡ χρῆσι τῶν
κεφαλαίων γραμμάτων, ὅπου αὐτὰ δὲν χρειάζονται, στὶς ἐπανεκδόσεις τῶν
λειτουργικῶν βιβλίων. οἱ προτάσεις αὐτὲς ἔχουν υἱοθετηθῆ ἐν μέρει ἀπὸ ἁρμόδιους
φορεῖς καὶ ἐκδότες, ἀλλὰ μόνον θεωρητικῶς· στὴν πρᾶξι συνεχίζουν τὴν
πληθωριστικὴ χρῆσι τῶν κεφαλαίων. ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς ᾿Ιωάννης Φουντούλης ὅταν
ρωτήθηκε γιὰ τὸ ἴδιο θέμα τὸν ἰούνιο τοῦ 2006, ἀπάντησε· «Εἶναι ἕνα πρόβλημα
αὐτὸ μὲ τὰ κεφαλαῖα γράμματα στὰ ἐκκλησιαστικὰ κείμενα, διότι μετὰ δὲν ὑπάρχει
περιορισμός, κι ἀρχίζουν νὰ γράφουν ὅλο καὶ περισσότερες λέξεις μὲ κεφαλαῖα,
χωρὶς νὰ ὑπάρχῃ ἕνα μέτρο καὶ μιὰ συνέπεια. ἐδῶ γράφουν αὐτὴν τὴν λέξι μὲ πεζὸ
καὶ λίγο παρακάτω μὲ κεφαλαῖο, ἢ ἀλλοῦ ἔτσι κι ἀλλοῦ ἀλλιῶς. τώρα πλέον τὰ
γράφω κι ἐγὼ ὅλα μὲ πεζά, κι ἔτσι λύνεται τὸ θέμα».
Πρὶν
ἀπὸ χρόνια ἐπιμελήθηκα τὰ βιβλία ἑνὸς θεολόγου στὴν Ἀθήνα, μακαριστοῦ πλέον.
εἶδα ὅτι δὲν εἶχε κάποια συνέπεια στὶς λέξεις μὲ κεφαλαῖο τὸ ἀρχικό, ἀλλὰ
ἔγραφε πάντοτε Οὐρανός. τὸν ρώτησα· «Γιατί γράφεις τὸν οὐρανὸ μὲ κεφαλαῖο καὶ
τὴν γῆ μὲ πεζό; ἢ καὶ τὰ δύο μὲ κεφαλαῖο ἢ καὶ τὰ δύο μὲ μικρό». μοῦ ἀπάντησε·
«῾Ο οὐρανὸς ἔχει πνευματικὴ διάστασι, εἶναι ἡ κατοικία τοῦ Θεοῦ. δὲν
λέμε “Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς”; στὸν οὐρανὸ βρίσκεται ὁ
παράδεισος ποὺ θὰ κληρονομήσωμε· “μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι,
ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν” (Μθ 5,3)». τοῦ ἀποκρίθηκα·
«Καὶ ἡ γῆ εἶναι τοῦ Θεοῦ· “τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς” (Ψα
24,1). καὶ εἶπε ὁ Κύριος ὅτι “μακάριοι οἱ πραεῖς, ὅτι αὐτοὶ κληρονομήσουσι
τὴν γῆν” (Μθ 5,5)». ὅπως λοιπὸν γράφομε τὴν γῆ μὲ
πεζό, ἔτσι πρέπει νὰ γράφωμε καὶ τὴν λέξι οὐρανός.
7.
Ὁ ὁδοστρωτῆρας τοῦ μονοτονικοῦ –ἢ καλλίτερα ἡ «ἀγγλοποίησι» τῆς ἑλληνικῆς–
ἐκτὸς τῶν ἄλλων κακῶν ἐπιφέρει καὶ αὔξησι τῶν ἀνορθογραφιῶν. ὅποιος ἀπὸ τοὺς
νεώτερους δὲν ξέρει πολυτονικὸ (καὶ εἶναι ἐλαχιστότατοι αὐτοὶ ποὺ ξέρουν) δὲν
μπορεῖ διαβάζοντας μονοτονικὸ κείμενο νὰ βρῇ τὴν τονικότητα καὶ τὸν ῥυθμὸ τῆς
προφορικῆς ὁμιλίας. αὐτὸ ἔχει ὡς συνέπεια τὴν πληθωριστικὴ χρήση τῶν σημείων
στίξεως καὶ κυρίως τοῦ κόμματος. ἔχουν γεμίσει τὰ βιβλία καὶ οἱ ἐφημερίδες μὲ
περιττὰ καὶ ἀνώφελα κόμματα, καὶ ἔχει γυρίσει ἡ ἑλληνικὴ γραφὴ 100 χρόνια πίσω
(ἐννοῶ μόνο ὡς πρὸς τὴν στίξι). μετὰ τὴν εἰσβολὴ μάλιστα τοῦ αὐτόματου
διορθωτοῦ τῶν ἠλεκτρονικῶν ὑπολογιστῶν οἱ ἄνθρωποι διορθωτὲς τῶν μονοτονικῶν
κειμένων ἀσχολοῦνται κυρίως μὲ τὸ νὰ προσθέτουν ἢ νὰ ἀφαιροῦν κόμματα. ἔτσι
ὅπου βλέπουν τὰ ἐπιρρήματα λοιπόν, ὅμως, βεβαίως, πιθανόν, ἐξάλλου καὶ
ἄλλα σπεύδουν μὲ θρησκευτικὴ εὐλάβεια νὰ τὰ περιφράξουν ἀνάμεσα σὲ κόμματα,
λὲς καὶ εἶναι κλητικὲς πτώσεις ὀνομάτων. ὅμως τὸ ἐπίρρημα, ὅπως
δηλώνει καὶ τὸ ὄνομά του, προσδιορίζει τὸ ῥῆμα, προστίθεται σ᾿ αὐτό, καὶ τὸ
χαρακτηρίζει. ἑπομένως τὰ ἐπιρρήματα δὲν χωρίζονται μὲ κόμματα. γιὰ παράδειγμα
τὸ νεοελληνικὸ ἐπίρρημα λοιπὸν εἶναι ἀντίστοιχο μὲ τὸ ἀρχαιοελληνικὸ οὖν.
ποτὲ στὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ κείμενα τὸ οὖν δὲν μπαίνει ἀνάμεσα σὲ
κόμματα· τὸ ἴδιο πρέπει νὰ συμβαίνῃ μὲ τὸ λοιπὸν καὶ μὲ τὰ
ἄλλα ἐπιρρήματα. δυστυχῶς αὐτὴ ἡ κακὴ συνήθεια τῶν πληθωριστικῶν σημείων
στίξεως εἰσχωρεῖ ἐντελῶς ἀδικαιολόγητα καὶ στὶς ἐκκλησιαστικὲς ἐκδόσεις μὲ
πολυτονικὴ γραφή.
8.
Στὶς ἑβραϊκὲς λέξεις ὑπάρχουν ἀπὸ παλιὰ κάποια ὀρθογραφικὰ σφάλματα, ποὺ
εἶναι τόσο συνηθισμένα, ὥστε σχεδὸν νὰ μὴν τολμᾷ σήμερα κάποιος νὰ γράψῃ τὸ
σωστό. τὸ κύριο ὄνομα Δαυὶδ γράφεται κανονικὰ ἔτσι, μὲ υ καὶ
ὄχι μὲ β. στὴν ἑβραϊκὴ γλῶσσα δὲν ὑπάρχει περισπωμένη, ἑπομένως τὰ
ὀνόματα Σινὰ καὶ Ναυὴ παίρνουν ὀξεῖα ἢ
βαρεῖα· εἶναι δὲ καὶ ἄκλιτα ὡς ξένα, ἄρα δὲν λαμβάνουν ὑπογεγραμμένη στὴν
δοτικὴ πτώση· ἐν Σινά.
9.
Ἡ ἑβραϊκὴ κατάληξι -ιμ γράφεται στὰ ἑβραϊκὰ πάντοτε μὲ ι·
ἔτσι πρέπει νὰ μεταγράφεται καὶ στὰ ἑλληνικὰ καὶ ὄχι -ειμ· χερουβίμ,
σεραφίμ, Χερουβίμ, Σεραφίμ, Ἰωακίμ, Ἐλιακὶμ καὶ λοιπά. τὸ -ειμ εἶναι
συνηθισμένο ἰωτακιστικὸ λάθος τῶν χειρογράφων, ὅπου ἐνίοτε συναντοῦμε σφάλματα
ὅπως· «καὶ ἐπεὶ γῆς εἰρήνη» Λκ 2,14 (ἀντὶ τοῦ ὀρθοῦ ἐπὶ) ἢ «ἐπὶ
παρεκάλεσάς με» Μθ 18,32 (ἀντὶ τοῦ ὀρθοῦ ἐπεί).
10.
Καμμία ἀπὸ τὶς λέξεις ᾿Ησαΐας, ᾿Ιερεμίας, ᾿Ιεροβοάμ, ᾿Ιερουσαλὴμ-᾿Ιεροσόλυμα δὲν
δασύνεται στὴν ἑβραϊκή, καὶ πρέπει ἑπομένως νὰ γράφωνται μὲ ψιλή. εἰδικῶς μάλιστα
τὸ πρῶτο συνθετικὸ τῶν ὀνομάτων ᾿Ιεροβοὰμ καὶ ᾿Ιερουσαλὴμ δὲν ἔχει ἀπολύτως
καμμία σχέσι μὲ τὸ ἑλληνικὸ ἱερός· εἶναι μιὰ ξένη λέξι,
ἑβραϊκή, ποὺ μεταγράφεται στὰ ἑλληνικὰ μὲ ψιλή.
11.
῾Η μακρόχρονη ἕξι τῶν νεωτέρων στὴν μονοτονικὴ γραφὴ εἶναι ἕνας παράγοντας
δημιουργίας ὀρθογραφικῶν λαθῶν καὶ στὶς πολυτονικὲς ἐκδόσεις. ἔτσι βλέπομε
συχνὰ νὰ ὑπάρχουν σφάλματα στὸν τονισμὸ τῶν διχρόνων (α, ι, υ)· καὶ μιλοῦμε
βέβαια γιὰ τὰ ἐκκλησιαστικὰ κείμενα ποὺ εἶναι γραμμένα στὴν ἀρχαία γλῶσσα ἢ
στὴν καθαρεύουσα. γιὰ παράδειγμα στὶς ἀκολουθίες συχνὰ βλέπομε τὸ
μύρον μὲ περισπωμένη, ἀλλὰ ἐδῶ τὸ υ εἶναι βραχύ, ἑπομένως ὀξύνεται
ὑποχρεωτικῶς· τὸ μύρον – τὰ μύρα.
Ἀντιθέτως
πολλοὶ συνηθίζουν νὰ γράφουν κλῖμαξ μὲ ὀξεῖα, ἐνῶ χρειάζεται
περισπωμένη. ἡ γνωστὴ Κλῖμαξ τοῦ ὁσίου ᾿Ιωάννου τοῦ Σιναΐτου
ἔχει δεινοπαθήσει ἀρκετὰ γι᾿ αὐτό. εὐτυχῶς ἡ πολὺ προσεγμένη ἔκδοσι τοῦ
βιβλίου ἀπὸ τὴν ἱ. μονὴ Παρακλήτου (ἔχω ὑπόψι μου τὴν β΄ ἔκδοσι τοῦ 1984)
ἀποκατέστησε τὴν ὀρθογραφία τῆς λέξεως. παρεμπιπτόντως νὰ σημειώσωμε ὅτι ὁ
τίτλος ποὺ ὁ ἴδιος ὁ συγγραφεὺς εἶχε δώσει στὸ βιβλίο του εἶναι Πλάκες
πνευματικαί.
Ἡ Σῦρος,
τὸ γνωστὸ ἑλληνικὸ νησί, γράφεται μὲ περισπωμένη· ὁ κάτοικος ὅμως τῆς Συρίας,
ποὺ λέγεται ἐπίσης Σύρος, λαμβάνει ὀξεῖα· ἑπομένως Σῦρος γράφεται
τὸ νησί, ἐνῶ Σύρος = Σύριος. Ὁ ἀββᾶς ᾿Ισαὰκ ὁ Σύρος λοιπὸν
κακῶς συνηθίζεται μὲ περισπωμένη.
Ἀντίθετη
περίπτωσι ἀποτελεῖ ἡ Χίος τὸ νησί (μὲ ὁξεῖα) καὶ ὁ κάτοικός
της ποὺ ὀνομάζεται ἐπίσης Χῖος (= Χιώτης), ἀλλὰ μὲ περισπωμένη.
Τὸ χρῖσμα γράφεται
μὲ περισπωμένη, ἀλλὰ τὸ σχίσμα μὲ ὀξεῖα. ἔτσι θὰ γράψωμε ἀφ᾿
ἑνὸς μὲν «τὸ ἅγιον χρῖσμα εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ ἱερὰ μυστήρια τῆς
᾿Εκκλησίας», ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ «τὸ σχίσμα τῶν ᾿Εκκλησιῶν».
Κάποιοι
σημειώνουν τὸ φύλλον (πληθ. τὰ φύλλα) τοῦ δέντρου
μὲ περισπωμένη, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν δικαιολογεῖται· ἡ λέξι φύλλον θέλει
πάντοτε ὀξεῖα. Προφανῶς γίνεται σύγχυσι μὲ τὴν ὁμόηχη λέξη φῦλον =
γένος, φυλή.
12.
Λόγῳ τοῦ μονοτονικοῦ οἱ νεώτεροι δυσκολευόμαστε ἀρκετὰ νὰ θυμηθοῦμε πότε μία
λέξι θέλει ὀξεῖα ἢ περισπωμένη στὸ δίχρονο φωνῆεν τῆς παραληγούσης. ὁ παρακάτω
πίνακας τῶν συνηθεστέρων τέτοιων περιπτώσεων ἀσφαλῶς θὰ μᾶς διευκολύνῃ.
ἆθλον,
ἆθλος, αἰσχύνη (αἰσχῦναι), Ἀκαρνάν (Ἀκαρνᾶνος), ἀκτίς (ἀκτῖνος), ἆσθμα, ᾆσμα,
ἁψίς (ἁψῖδος), βαλβίς (βαλβῖδος), γρῖπος, γρῖφος, δίνη (δῖναι), διῶρυξ, δρᾶμα,
δρᾶσις, ᾿Ελευσίς (᾿Ελευσῖνος), εὐθύνη (εὐθῦναι), Εὐρυτάν (Εὐρυτᾶνος), ἦπαρ,
θλίβω (θλῖβε), θλῖψις, θρῦλος, θῦμα, ἴλη (ἶλαι), ἴς (ἶνες), κηλίς (κηλῖδος),
κλῖμα, κλῖμαξ, κλίνη (κλῖναι), κνημίς (κνημῖδος), κνῖσα, κρᾶμα, κρᾶσις, κρηπίς
(κρηπῖδος), κρῖμα, κῦμα, κύπτω (κῦπτε), κῦρος, λύμη (λῦμαι), λύπη (λῦπαι),
μᾶζα, μᾶλλον, μεγιστάν (μεγιστᾶνος), μεσίτης (μεσῖται), μῖγμα, μῖξις, μῖσος,
μῦθος, νᾶμα, νᾶνος, νεᾶνις, νησίς (νησῖδος), νίκη (νῖκαι), νίπτω (νῖπτε),
ξῦσις, ξῦσμα, ὁμῆλιξ, ὁπλίτης (ὁπλῖται), παιάν (παιᾶνος), πελεκάν
(πελεκᾶνος), πῖδαξ, πῖλος, πίπτω (πῖπτε, τὸ προσπῖπτον), πλύνω (πλῦνε), πνίγω
(πνῖγε), πνῖξις, πολίτης (πολῖται), πρᾶγμα, πρᾶξις, πράττω (πρᾶττε), πρεσβύτης
(πρεσβῦται), πρῖνος, πρῷρα, ῥῆσις (= λόγος, ὁμιλία,
ῥητόν), ῥῖγος, ῥίς (τὴν ῥῖνα), ῥῖψις, ῥύμη (ῥῦμαι), ῥῦσις (=
σωτηρία· ἐνῶ ῥύσις = ῥοή, ῥεῦμα), ῥύστης (=
σωτήρ· πληθυντικὸς ῥῦσται), Σαλαμίς (Σαλαμῖνος), σῆραγξ,
σῖτος, σκνίψ (σκνῖπες), σκῦρον, Σκῦρος, σμίλη (σμῖλαι), Σπαρτιάτης (Σπαρτιᾶται),
στῖφος, στῦλος, σῦκον, Σῦρος (ἡ νῆσος), σφραγίς (σφραγῖδος),
σφρῖγος, σφῦρα, σχῖνος, σῦριγξ, τεχνίτης (τεχνῖται), τραπεζίτης (τραπεζῖται),
τρίβω (τρῖβε), τρῖμμα, τρῖψις, τρῦπα, τῦφος, ὗβος, ὕλη (ὗλαι), φῦκος, φῦλον,
χειρίς (χειρῖδος), Χῖος (= Χιώτης), χρῖσμα, χῦμα, ψηφίς
(ψηφῖδος), ψῦξις, ὠδίς (ὠδῖνος).
Στὶς
ὑπόλοιπες περιπτώσεις συνήθως τὰ δίχρονα εἶναι βραχέα, ἄρα ὀξύνονται· ἄγρα
(ἄγραι), ἅρμα, ἄρσις, βάθρον, βάκτρον, βράχος, γράφε, θλάσις, κλίσις, ὀδύναι,
παγίς (παγίδος), πυξίς (πυξίδος), σανίς (σανίδος), φύλλον καὶ
ἄλλα.
13.
Τὰ δίχρονα φωνήεντα ποὺ βρίσκονται στὴν λήγουσα μιᾶς λέξεως ἐπηρεάζουν ἐπίσης
τὸν τονισμὸ τῆς παραλήγουσας. γιὰ παράδειγμα ἡ λέξι κήρυξ εἶναι
πολὺ συνηθισμένο νὰ γράφεται μὲ περισπωμένη. ὅμως ἐδῶ τὸ υ εἶναι μακρό, ὅπως
φαίνεται καὶ στὸ ἀπαρέμφατο τοῦ ἀντιστοίχου ρήματος· κηρῦξαι.
ἑπομένως τὸ κήρυξ θέλει ὀξεῖα. ὁμοίως ὀξύνονται τὰ αὔρα, θώραξ καὶ
λοιπά, ἐνῶ τὰ αὖλαξ, σφαῖρα καὶ ἄλλα περισπῶνται.
(«᾿Εφημέριος»,
ὀκτώβριος 2008, σ. 22-23)
(«᾿Εκκλησιολόγος», 14
ἰανουαρίου 2012)
ΠΗΓΗ:
http://www.symbole.gr/literature/gphfi/735-daorth
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου