.....και μοναχισμός
Εκτός από τον γάμο, που αποτελεί τον κατά φύση τρόπο
ζωής για τον ώριμο άνθρωπο, υπάρχει και η παρθενία ως υπέρ φύση τρόπος ζωής.
Στην Καινή Διαθήκη και την πατερική παράδοση επισημαίνεται η υπεροχή της
παρθενίας απέναντι στον γάμο. Η επισήμανση όμως αυτή δεν αφορά την παρθενία
καθεαυτήν, αλλά τις δυνατότητες που παρέχει στον πιστό για την πνευματική
τελείωσή του. Όπως παρατηρεί ο ιερός Χρυσόστομος, «η παρθενία ούτε καλόν καθ’
εαυτό, ούτε κακόν, αλλ’ από της των μετιόντων προαιρέσεως εκάτερον γίνεται»[1].
Πηγή:
asceticexperience.com
Με την πρόταξη της παρθενίας το ανθρώπινο πρόσωπο
τοποθετείται επάνω από κάθε κοινωνική σκοπιμότητα η βιολογική νομοτέλεια και
υπογραμμίζεται η ελευθερία και η απόλυτη αξία του. Ταυτόχρονα όμως η πρόταξη
αυτή δεν μειώνει την αξία του γάμου. Η αναγνώριση της αξίας του γάμου εξαίρει
την υπεροχή της παρθενίας. Αντίθετα η περιφρόνησή του προσβάλλει και το
μεγαλείο της παρθενίας[2]. Άλλωστε και ο παρθένος οφείλει την ύπαρξή του στον
γάμο. Τέλος, αν ο γάμος ήταν κακός, τότε η παρθενία έπρεπε να θεωρείται
υποχρεωτική για τον πιστό και να μην εκλαμβάνεται ως ιδιαίτερη χαρισματική
κατάσταση. Η αληθινή παρθενία προϋποθέτει την αυτοπροαίρετη παραίτηση από το
δικαίωμα συνάψεως γάμου. Η παραίτηση αυτή γίνεται δυνατή για όσους έχουν το
σχετικό χάρισμα: «Ου πάντες χωρούσι τον λόγον τούτον, αλλ’ οις δέδοται»[3]. Και
στο ερώτημα, σε ποιους δόθηκε αυτό, υπάρχει η απάντηση· σε όσους θέλησαν και
ζήτησαν να το λάβουν[4]. Όσοι εκλέγουν την παρθενία επιπόλαια εκθέτουν τον
εαυτό τους σε σοβαρούς ψυχικούς και πνευματικούς κινδύνους. Η καθολική άσκησή
της απαιτεί υπεράνθρωπες προσπάθειες, που μόνο με την δύναμη του Θεού μπορούν
να πραγματοποιηθούν. Τέλος όσοι ακολουθούν την παρθενία κρίνοντας παράνομο τον
γάμο αυτοδεσμεύονται σε νέα νομική υποχρέωση. Η παρθενία όμως υπερβαίνει τον
νόμο, γιατί υπερβαίνει και την φύση[5]. Ο Θεός δεν νομοθέτησε την παρθενία,
αλλά την πρόβαλε ως χαρισματική κατάσταση· «οίδε γαρ υπέρ φύσιν το χρήμα»[6]. Η
«υπέρ φύσιν» οδός της παρθενίας προτυπώνει την ζωή της βασιλείας του Θεού[7]. Στις
σχέσεις γάμου και παρθενίας αναφέρεται ιδιαίτερα ο Απόστολος Παύλος. Κι ενώ
χαρακτηρίζει τον γάμο ως «μυστήριον μέγα», κάνει σαφή την προτίμησή του για την
παρθενία που τηρούσε και ο ίδιος[8]. Ο γάμος δεσμεύει τον άνθρωπο στον κόσμο,
ενώ η παρθενία διατηρεί απρόσκοπτη την οδό της πνευματικής ελευθερίας. Ο άγιος
Γρηγόριος ο Παλαμάς στο έργο του «Προς μοναχήν Ξένην» αναλύει τις δεσμεύσεις
που συνεπάγεται ο γάμος και τα εμπόδια που δημιουργεί για την αμέριμνη και
ολοκληρωτική αφοσίωση στον Θεό. Συγκρίνοντας τέλος τον γάμο και την παρθενία σε
σχέση με την σωτηρία του ανθρώπου σημειώνει επιγραμματικά τα εξής: «Ει μεν μη
έλοιτό τις σώζεσθαι, λόγος προς αυτόν ημίν ουδείς, ει δε τινι μέλει της οικείας
σωτηρίας, ούτος ίστω τον εν παρθενία βίον πολλώ του μιγάδος ανυσιμώτερον όντα
και απονώτερον»[9]. Σε αντίθεση προς τον γάμο, που με την παιδοποιία υπηρετεί
τον θάνατο, η παρθενία υψώνει φραγμό στην επέκτασή του[10] και διακόπτει την
μετάδοση της κληρονομικής ευθύνης του θανάτου. Εδώ προσεγγίζουμε περισσότερο
και το νόημα της γεννήσεως του Χριστού από την Παρθένο Μαρία. Αν ο Χριστός γεννιόταν
με φυσικό τρόπο, θα κληρονομούσε την ευθύνη του θανάτου, όπως κάθε άνθρωπος. Ως
Υιός όμως της Παρθένου, στο πρόσωπο της οποίας τερματίζεται ο θάνατος που
βασίλευε στους προγόνους της, δεν μετέχει στην κληρονομική ευθύνη του θανάτου,
αλλά γίνεται η απαρχή της καινής κτίσεως, ενώ ταυτόχρονα επαναφέρει τον άνθρωπο
στην αρχική παρθενική του φύση[11]. Βέβαια η παρθενία, ενώ υψώνει φραγμό στον
θάνατο, δεν δημιουργεί και νέα ζωή. Αυτή παρέχεται με την χάρη του Αγίου
Πνεύματος. Όπως στην κατά σάρκα γέννηση κληροδοτείται δύναμη που διαλύει το
γεννώμενο, έτσι και στην κατά Πνεύμα γέννηση παρέχεται δύναμη που ζωοποιεί το
γεννώμενο[12]. Όταν η παρθενία εντάσσεται στην προοπτική της Εκκλησίας, βρίσκει
την καταξίωσή της. Γι’ αυτό η παρθενική ζωή έξω από την Εκκλησία δεν έχει
ουσιαστικό νόημα. Οι αιρετικοί, που ασκούσαν την παρθενία από περιφρόνηση προς
τον γάμο, δεν αναγνωρίζονταν από τους Πατέρες της Εκκλησίας ως πραγματικοί
παρθένοι, γιατί δεν διατηρούσαν τον πνευματικό γάμο της κοινωνίας με τον
Χριστό[13].
«Η
παρθενία δεν έρχεται σε αντίθεση προς τον γάμο, αλλά είναι ο κατεξοχήν γάμος»
Η παρθενία συνδέεται με την βίωση της εσχατολογικής
προσδοκίας. Ακριβέστερα είναι ένας εσχατολογικός τρόπος ζωής, που τοποθετεί τον
γάμο σε δεύτερη μοίρα[14]. Έτσι ερμηνεύεται και η σχετική συμπεριφορά των
Χριστιανών των πρώτων αιώνων. Ο Ευσέβιος Καισαρείας απαντώντας στο ερώτημα,
γιατί οι Χριστιανοί σε αντίθεση προς τους Εβραίους παραμελούν τον γάμο και την
παιδοποιία, παρατηρεί: Ενώ οι Εβραίοι ζούσαν σε εποχή που έπρεπε να αυξηθεί ο
κόσμος, οι Χριστιανοί ζούν στους έσχατους χρόνους και δεν υπάρχει λόγος να
φροντίζουν ιδιαίτερα για την πολυτεκνία. Εξάλλου, προσθέτει, κατά τους χρόνους
εκείνους οι άνθρωποι δεν είχαν πολλές μέριμνες και περισπασμούς. Μπορούσαν να
φροντίζουν για την οικογένειά τους, χωρίς να παραμελούν τα καθήκοντά τους προς
τον Θεό. Ήδη όμως στην εποχή του, όπως χαρακτηριστικά γράφει ο ίδιος, αμέτρητα
πράγματα παρασύρουν τον άνθρωπο, τον εμπλέκουν σε αλλόκοτες φροντίδες και τον
αποσπούν από την προσήλωσή του στον Θεό[15]. Οι Χριστιανοί καλούνται να αποφεύγουν
τις βιοτικές μέριμνες και τις περιττές φροντίδες. Τέλος οι Εβραίοι έπρεπε να
ενδιαφέρονται για την παιδοποιία και την δημιουργία απογόνων, γιατί ήταν
ολιγάριθμοι μέσα στον ειδωλολατρικό κόσμο, αλλά και γιατί από τους απογόνους
τους θα προερχόταν ο Μεσσίας. Αντίθετα οι Χριστιανοί μπορούν, χωρίς να γεννούν
παιδιά, να γίνονται πνευματικοί πατέρες πολλών ανθρώπων με τον ευαγγελισμό και
την ένταξή τους στην παγκόσμια βασιλεία του Θεού[16].
Ο Βασίλειος Αγκύρας παρουσιάζει την παρθενία και ως
μέσο για την λύση του «δημογραφικού προβλήματος» της εποχής του. Κατά την εποχή
της μωσαϊκής νομοθεσίας, γράφει, η παιδοποιία θεωρούνταν ιδιαίτερη ευλογία.
Όταν όμως αυξήθηκε ο κόσμος και γέμισε η γη με ανθρώπους, προβλήθηκε η
παρθενία. Παρά ταύτα, προσθέτει, δεν νομοθετεί την παρθενία ο Κύριος «της των
αρρένων και θηλείων σωμάτων φύσεως στοχαζόμενος»[17]. Σήμερα το δημογραφικό
πρόβλημα παρουσιάζεται έντονο, και μάλιστα με δύο αντίθετες μορφές. Από την μια
πλευρά σημειώνεται αλματώδης αύξηση του πληθυσμού του τρίτου κόσμου και από την
άλλη παρατηρείται συρρίκνωση των «πολιτισμένων» λαών. Βέβαια η συρρίκνωση των
λαών αυτών, που είναι στην πλειοψηφία τους χριστιανικοί, δεν οφείλεται στην
προτίμηση της παρθενίας, αλλά κυρίως στον έλεγχο των γεννήσεων και τις
εκτρώσεις. Η αληθινή παρθενία δεν περιορίζεται στο σώμα, αλλά έχει πολύ
ευρύτερες διαστάσεις[18]. Άλλωστε η σωματική παρθενία ασκείται για την ψυχή. Αν
η ψυχή παραμένει υπόδουλη στα πάθη, η σωματική παρθενία είναι περιττή[19]. Ο
Χριστός δεν καταδίκασε μόνο την πορνεία, αλλά και την πορνική διάθεση ή
επιθυμία[20]. Η παρθενία αποσκοπεί στην πλήρη αποδέσμευση του πιστού από τις
σαρκικές επιθυμίες και την καθολική αναφορά του στον Θεό και το θέλημά του,
όπως απαιτεί η πρώτη εντολή. Είναι η κατάσταση της πλήρους αυτοπροσφοράς του
ανθρώπου στον Θεό. Αν δεν υπάρχει ο σκοπός αυτός, η παρθενία φαλκιδεύεται και
έρχεται πολύ χαμηλότερα από τον γάμο[21]. Άλλωστε η χριστιανική ζωή έχει
δημιουργικό και μεταμορφωτικό χαρακτήρα. Δεν οικοδομείται με την νέκρωση των
επιθυμιών, αλλά με την μεταμόρφωση και την αναφορά τους στον Θεό. Δεν
εισηγείται τον αφανισμό του έρωτα, αλλά την μεταβολή του σε ένθεο έρωτα. Ο
θετικός αυτός προσανατολισμός καθιστά την μοναχική ζωή άκρως δημιουργική σε
πνευματικό επίπεδο και σαρωτική των σαρκικών αναζητήσεων και προσκολλήσεων. Η
παρθενία δεν έρχεται σε αντίθεση προς τον γάμο, αλλά είναι ο κατεξοχήν γάμος.
Είναι ο γάμος της καθολικής αυτοπροσφοράς και ενώσεως του πιστού με τον Θεό εν
Αγίω Πνεύματι· ο γάμος που δεν διαψεύδει ούτε νεκρώνει τον έρωτα του πιστού,
αλλά τον μεταμορφώνει και τον τελειοποιεί[22]. Με την εκούσια στέρηση στο
επίπεδο των αισθήσεων επιδιώκεται η πνευματική πληρότητα, που είναι σε θέση να
υπερκαλύψει κάθε στέρηση των αισθήσεων και να ματαιώσει κάθε έλλειμμα χαράς. Έτσι
μπορεί άνετα να λεχθεί ότι η μόνη προοπτική ζωής στην Εκκλησία είναι ο γάμος. Ο
Χριστιανός δεν καλείται να επιλέξει ανάμεσα στον γάμο και την αγαμία, αλλά
ανάμεσα σε δύο μορφές γάμου, δηλαδή ανάμεσα στον σαρκικό και τον πνευματικό.
Βέβαια και ο σαρκικός γάμος, όταν συνάπτεται εν Χριστώ, είναι ταυτόχρονα και
πνευματικός. Επειδή όμως δεν έχει μόνο πνευματικό χαρακτήρα, όπως αυτός που
συνάπτεται με την παρθενία ανάμεσα στον πιστό και τον Χριστό, γι’ αυτό
διακρίνεται από τον καθαρά πνευματικό γάμο και χαρακτηρίζεται ως σαρκικός.
Άλλωστε το ασκητικό και εσχατολογικό πνεύμα, που χαρακτηρίζει την παρθενική
ζωή, είναι απαραίτητο και στην έγγαμη[23].
Πρβλ. Α’Κορ. 7,29.
Παρθενία,
σωφροσύνη, ακτημοσύνη:
οι βασικές αρετές της μοναχικής ζωής
Από την ιστορία της Εκκλησίας γνωρίζουμε ότι η
παρθενική ζωή δεν καλλιεργείται μόνο στον μοναχισμό. Εξαρχής υπήρχαν
Χριστιανοί, που ασκούσαν την παρθενία χωρίς να είναι μοναχοί. Στην συνέχεια
όμως η Εκκλησία συνέδεσε την άσκηση της παρθενίας με τον μοναχισμό. Όποιος
γίνεται μοναχός υπόσχεται ότι θα τηρήσει την παρθενία, ή αν προηγουμένως ήταν
έγγαμος ή είχε εκτός γάμου σχέσεις, δίνει την υπόσχεση της σωφροσύνης. Η
παρθενία, όπως άλλωστε και η σωφροσύνη, δεν αποτελεί την πρώτη αρετή της
μοναχικής ζωής. Πρώτη είναι η υπακοή. Η παρθενία και η σωφροσύνη, όπως
και η τρίτη βασική αρετή του μοναχισμού, η ακτημοσύνη, συνδέονται άμεσα με την
υπακοή και απαρτίζουν μαζί με αυτήν αδιάσπαστη ενότητα[24].
Η υπακοή είναι η κορυφαία μοναχική αρετή, με την οποία
καταπολεμείται η φιλαυτία, που είναι η μητέρα ολων των παθών, και καλλιεργείται
η ταπεινοφροσύνη, που αποτελεί την πεμπτουσία όλων των αρετών. Η μοναχική
υπακοή, που συνδέεται με συγκεκριμένο πρόσωπο και τόπο ασκήσεως, εντάσσεται
μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της υπακοής που οφείλει κάθε πιστός στον Θεό.
Σκοπός της δεν είναι η νέκρωση του φυσικού θελήματος του ανθρώπου, αλλά η
παράδοσή του στο θέλημα του Θεού· ο συντονισμός του με το θείο θέλημα. Κι
επειδή το θέλημα του Θεού αποτελεί έκφραση της αγάπης του, η τελείωση στην
υπακοή είναι τελείωση στην αγάπη. Ο μοναχός οφείλει υπακοή πρωτίστως στον
πνευματικό του πατέρα. Με την υπακοή αυτήν εκφράζει την υπακοή του στον Θεό·
υποτάσσει το θέλημά του στο θείο θέλημα. Αλλά στην συνέχεια οφείλει υπακοή και
σε όλους τους αδελφούς του. Η υπακοή είναι θεληματική δουλεία που οδηγεί στην
αληθινή ελευθερία. Χωρίς την υπακοή δεν υπάρχει μοναχική ζωή. Δεν υπάρχει η
δυνατότητα τελειώσεως του μοναχού, αλλά και γενικότερα του ανθρώπου ως
προσώπου. Το πρότυπο της αρετής αυτής παρουσιάστηκε από τον ίδιο τον Χριστό με
την τέλεια υπακοή που έδειξε ως άνθρωπος στον Θεό και Πατέρα του. Δεύτερη βασική αρετή του μοναχισμού
είναι η παρθενία. Αυτή δεν έχει αρνητικό αλλά θετικό χαρακτήρα. Ο εκούσιος
αυτοαποκλεισμός από τις σαρκικές σχέσεις δεν έχει ως σκοπό να νεκρώσει τον
έρωτα στην ψυχή του μοναχού, αλλά να τον μετατρέψει σε ένθεο έρωτα που είναι
τόσο ανώτερος από τον σαρκικό, όσο και τα αιώνια αγαθά από τα πρόσκαιρα[25]. Η
παρθενική ζωή ονομάζεται και αγγελική, γιατί είναι η ζωή που χαρακτηρίζει τους
αγγέλους. Παρθενική όμως θα είναι και η ζωή των ανθρώπων στην βασιλεία του Θεού
κατά τον μέλλοντα αιώνα[26]. Γι’ αυτό η παρθενική ζωή κατά τον παρόντα αιώνα
έχει εσχατολογικό χαρακτήρα. Και η παρθενία έχει ως πρότυπο τον Χριστό, που
όπως παρατηρεί ο Μεθόδιος Ολύμπου, δεν είναι μόνο αρχιποιμένας και αρχιπροφήτης
αλλά και αρχιπάρθενος[27]. Αλλά και η μητέρα του Χριστού, που είναι και μητέρα
της καινής κτίσεως, είναι Παρθένος. Οι μοναχοί, ακολουθώντας την παρθενική ζωή,
ακολουθούν τον Χριστό και την Παναγία μητέρα του. Ακόμα και στην Παλαιά Διαθήκη
υπάρχουν τα πρότυπα του Τιμίου Προδρόμου και του Προφήτη Ηλία. Τέλος η βίωση
της αρετής αυτής παρουσιάζεται και ως ομοίωση προς την ζωή της Αγίας
Τριάδος[28]. Η παρθενία δηλαδή έχει την έσχατη αναφορά της στον Τριαδικό Θεό,
τον Θεό της αγάπης. Τρίτη τέλος
βασική αρετή του μοναχισμού είναι η ακτημοσύνη. Όπως αυτός που μπαίνει στο
λουτρό αποβάλλει κάθε ρούχο, έτσι και αυτός που προσέρχεται στον μοναχισμό
καλείται να απογυμνωθεί από κάθε κατοχή. Η αρετή της ακτημοσύνης δεν
περιορίζεται στην απαλλαγή από χρήματα, κτήματα και θελήματα, αλλά επεκτείνεται
και στην απελευθέρωση από κάθε επιθυμία κτήσεως και κατοχής, όπως και από κάθε
βιοτική φροντίδα και μέριμνα[29]. Στην μοναχική ζωή η αρετή αυτή καλλιεργείται
κυρίως με την καταπολέμηση του πάθους της φιλοκτημοσύνης ή της φιλαργυρίας, που
εμποδίζει την ανάπτυξη της πνευματικής ζωής[30]. Όπως οι προηγούμενες αρετές,
έτσι και η ακτημοσύνη έχει το πρότυπό της στην ζωή του Χριστού, ο οποίος δεν
είχε «πού την κεφαλήν κλίνη»[31]. Η καλλιέργεια των τριών μοναχικών αρετών
αποσκοπεί στην χριστοποίηση του μοναχού και την προσήλωσή του στην αγάπη του
Θεού, που είναι και ο κύριος σκοπός της μοναχικής ζωής. Η φυγή από τον κόσμο
δημιουργεί το κατάλληλο κλίμα για να καταπολεμηθούν τα πάθη της κακίας που
μολύνουν την ψυχή, να απορριφθούν οι βιοτικές μέριμνες και επιθυμίες, για να
καλλιεργηθεί η αγάπη προς τον Θεό και να είναι ελεύθερος ο δρόμος της
τελειώσεως[32]. Όπως παρατηρεί ο όσιος Ισαάκ ο Σύρος, «ουδέποτε έδειξεν ο Θεός
την εαυτού ενέργειαν αισθητικώς, ει μη εν χώρα ησυχίας και εν ερήμω και εν
τόποις εστερημένοις των συντυχιών και της ταραχής της κατασκηνώσεως, της μετά
των ανθρώπων»[33]. Ο θόρυβος του κόσμου και οι φροντίδες της ζωής δυσχεραίνουν
την κοινωνία με τον Θεό. Αλλά και η ένταση, η κόπωση και το άγχος της
καθημερινότητας, οι διάφοροι περισπασμοί και η λήθη του νοήματος και του σκοπού
της ζωής, κάνουν συχνά εντονότερη την ανάγκη για αναζήτηση γνησιότερων μορφών
ζωής και εκφράσεως της ανθρώπινης υπάρξεως. Η φυγή του μοναχού δεν γίνεται από
εχθρότητα προς τον κόσμο, αλλά από αγάπη προς τον Χριστό. Δεν γίνεται από
άρνηση της κοινωνίας, αλλά από αναζήτηση αληθινής κοινωνίας. Ο μοναχός, ακόμα
και αυτός που απομακρύνεται στην έρημο, ανήκει σε κάποιο μοναστήρι. Και το
μοναστήρι αποτελεί ανθρώπινη κοινωνία με υλικές και πνευματικές ανάγκες, με
σωματική και πνευματική εργασία. Αποτελεί μικρή Εκκλησία. Ειδικότερα το
κοινόβιο με την υποταγή του ατομικού συμφέροντος στο κοινό συμφέρον και τον
κοινό σκοπό δημιουργεί τις ασφαλέστερες προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της εν
κοινωνία ζωής. Γι’ αυτό άλλωστε συνιστά το ιδεώδες της κοινωνικής ζωής της
Ορθοδοξίας. Ολόκληρη η κοινωνία των πιστών είναι «μία Εκκλησία κοινοβιακή»[34].
Και το μοναστικό κοινόβιο αποτελεί την συνεπέστερη προσπάθεια ιστορικής
πραγματώσεώς της.
[14] Πρβλ. Α’Κορ. 7,29.
[15] Βλ. Εὐσεβίου
Καισαρείας, Εὐαγγελικὴ ἀπόδειξις 1,9, PG 22,77D.
[16] Βλ. ὅ.π.
[17] Βασιλείου Ἀγκύρας, Περὶ τῆς ἐν παρθενίᾳ ἀληθοῦς ἀφθορίας 55, PG 30,780Β.
[18] «Χλεύη γὰρ τὰ μὲν τῆς παιδοποιήσεως ὄργανα τηρεῖν παρθένα, τὴν δὲ γλῶσσαν μὴ τηρεῖν, ἢ τὴν γλῶσσαν μὲν τηρεῖν παρθένον, τὴν δὲ ὅρασιν ἢ τὴν ἀκοὴν ἢ τὰς χεῖρας μὴ τηρεῖν, ἢ ταῦτα μὲν ἔχειν καὶ τηρεῖν παρθένα, τὴν δὲ καρδίαν μὴ τηρεῖν, ἀλλ’ ἑταιρίζεσθαι τύφῳ καὶ θυμῷ». Μεθοδίου Ὀλύμπου, Συμπόσιον τῶν δέκα παρθένων 11,282, ἔκδ. H. Musurillo, «Sources Chrétiennes», τόμ. 95, σ. 306.
[19] Βλ. Βασιλείου Ἀγκύρας, Περὶ τῆς ἐν παρθενίᾳ ἀληθοῦς ἀφθορίας 48, PG 30, 765Β.
[20] Βλ. Ματθ. 5,28. «Ὀφθαλμὸς πορνεύων οὐ φυλάσσει τὴν παρθενίαν, γλῶττα πορνεύουσα τῷ πονηρῷ μίγνυται… Παρθενευέτω καὶ ἡ διάνοια· μὴ ρεμβέσθω, μὴ πλανάσθω, μὴ τύπους ἐν αὐτῇ φερέτω πονηρῶν πραγμάτων». Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 37,10, PG 36,296Α.
[21] «Καὶ γὰρ ἡ παρθενία διὰ τοῦτο καλόν, ὅτι πᾶσαν ἐκκόπτει φροντίδος ὑπόθεσιν περιττῆς, καὶ πᾶσαν σχολὴν τοῖς κατὰ Θεὸν ἀνατίθησιν ἔργοις· ὡς ἂν μὴ τοῦτο ἔχοι, πολὺ τοῦ γάμου πάλιν ἐλάττων γίνεται, ἀκάνθας ἐν τῇ ψυχῇ περιφέρουσα καὶ τὸν καθαρὸν καὶ οὐράνιον συμπνίγουσα σπόρον». Ἰω. Χρυσοστόμου, Περὶ παρθενίας 77, PG 48,590.
[22] Ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης γράφει: «Ἁγνός ἐστιν ὁ ἔρωτι ἔρωτα διακρουσάμενος, καὶ πῦρ πυρὶ ἀΰλῳ ἀποσβέσας». Κλῖμαξ 15, PG 88,880D.
[23] «Ὃ γάρ ἐστι τῇ ὑπὸ ζυγὸν τὸ μέρος, τοῦτο παντελὲς τῇ παρθένῳ». Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 37,10, PG 36,296Α.[24] Βλ. Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Ἄσκηση καὶ θεωρία, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 2010, σ. 45 κ.ἑ., ὅπου καὶ περισσότερα γιὰ τὶς τρεῖς μοναχικὲς ὑποσχέσεις.
[25] «Ὅσῳ γὰρ κρείττονα τῶν προσκαίρων εἰσὶ τὰ αἰώνια ἀγαθά, τοσοῦτον ἀναλόγως καὶ τὸν ἔρωτα ἐμποιοῦσι σφοδρότερον ἐν ταῖς τῶν ἐρώντων ψυχαῖς». Συμεὼν Ν. Θεολόγου, Ἠθικὰ 4,897-99, ἔκδ. J. Darrouzès, «Sources Chrétiennes», τόμ. 129, σ. 72.
[26] Βλ. Ματθ. 22,30. Μάρκ. 12,25. Λουκ. 20,35-6.
[27] Βλ. Μεθοδίου Ὀλύμπου, Συμπόσιον τῶν δέκα παρθένων 1,5,25, ἔκδ. H. Musurillo, «Sources Chrétiennes», τόμ. 95, σ. 64.
[28] Κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ αὐτὸς ποὺ ἀσκεῖ τὴν παρθενία ὁμοιώνεται «τῷ πρὸ πάντων τῶν αἰώνων ἐν παρθενίᾳ γεννήσαντι Πατρί, καὶ τῷ παρθένῳ καὶ ἐκ παρθένου Πατρὸς ἐν ἀρχῇ προελθόντι γεννητῶς, καὶ ἐπ’ ἐσχάτων τῶν αἰώνων ἐκ Παρθένου Μητρὸς σαρκὶ γεγεννημένῳ, καὶ τῷ ἐκ μόνου Πατρός, οὐ γεννητῶς ἀλλ’ ἐκπορευτῶς προϊόντι ἀπορρήτως Πνεύματι». Δεκάλογος κατὰ Χριστὸν νομοθεσίας 6, ἔκδ. Π. Χρήστου, Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Συγγράμματα, τόμ. 5, σ. 257-8.
[29] «Ἀκτημοσύνη ἐστὶ φροντίδων ἀπόθεσις, ἀμεριμνία βίου, ὁδοιπόρος ἀνεμπόδιστος, πίστις ἐντολῶν, λύπης ἀλλότριος». Ἰω. Σιναΐτου, Κλῖμαξ 17, PG 88, 928C. Πρβλ. καὶ Συμεὼν Ν. Θεολόγου, Κατηχήσεις 34, 364-9, ἔκδ. B. Krivochéine, «Sources Chrétiennes», τόμ. 113, σ. 300.
[30] Βλ. Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Ἄσκησις καὶ θεωρία, σ. 69.
[31] Ματθ. 8,20.
[32] Βλ. Μ. Βασιλείου, Λόγος ἀσκητικὸς 2,1, PG 31,881B.
[33] Ἰσαὰκ Σύρου, Λόγος 19, ἔκδ. Ἰ. Σπετσιέρη, σ. 73.
[34] Βλ. Θεοδώρου Στουδίτου, Ἐπιστολὴ 53, PG 99,1264CD.
[16] Βλ. ὅ.π.
[17] Βασιλείου Ἀγκύρας, Περὶ τῆς ἐν παρθενίᾳ ἀληθοῦς ἀφθορίας 55, PG 30,780Β.
[18] «Χλεύη γὰρ τὰ μὲν τῆς παιδοποιήσεως ὄργανα τηρεῖν παρθένα, τὴν δὲ γλῶσσαν μὴ τηρεῖν, ἢ τὴν γλῶσσαν μὲν τηρεῖν παρθένον, τὴν δὲ ὅρασιν ἢ τὴν ἀκοὴν ἢ τὰς χεῖρας μὴ τηρεῖν, ἢ ταῦτα μὲν ἔχειν καὶ τηρεῖν παρθένα, τὴν δὲ καρδίαν μὴ τηρεῖν, ἀλλ’ ἑταιρίζεσθαι τύφῳ καὶ θυμῷ». Μεθοδίου Ὀλύμπου, Συμπόσιον τῶν δέκα παρθένων 11,282, ἔκδ. H. Musurillo, «Sources Chrétiennes», τόμ. 95, σ. 306.
[19] Βλ. Βασιλείου Ἀγκύρας, Περὶ τῆς ἐν παρθενίᾳ ἀληθοῦς ἀφθορίας 48, PG 30, 765Β.
[20] Βλ. Ματθ. 5,28. «Ὀφθαλμὸς πορνεύων οὐ φυλάσσει τὴν παρθενίαν, γλῶττα πορνεύουσα τῷ πονηρῷ μίγνυται… Παρθενευέτω καὶ ἡ διάνοια· μὴ ρεμβέσθω, μὴ πλανάσθω, μὴ τύπους ἐν αὐτῇ φερέτω πονηρῶν πραγμάτων». Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 37,10, PG 36,296Α.
[21] «Καὶ γὰρ ἡ παρθενία διὰ τοῦτο καλόν, ὅτι πᾶσαν ἐκκόπτει φροντίδος ὑπόθεσιν περιττῆς, καὶ πᾶσαν σχολὴν τοῖς κατὰ Θεὸν ἀνατίθησιν ἔργοις· ὡς ἂν μὴ τοῦτο ἔχοι, πολὺ τοῦ γάμου πάλιν ἐλάττων γίνεται, ἀκάνθας ἐν τῇ ψυχῇ περιφέρουσα καὶ τὸν καθαρὸν καὶ οὐράνιον συμπνίγουσα σπόρον». Ἰω. Χρυσοστόμου, Περὶ παρθενίας 77, PG 48,590.
[22] Ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης γράφει: «Ἁγνός ἐστιν ὁ ἔρωτι ἔρωτα διακρουσάμενος, καὶ πῦρ πυρὶ ἀΰλῳ ἀποσβέσας». Κλῖμαξ 15, PG 88,880D.
[23] «Ὃ γάρ ἐστι τῇ ὑπὸ ζυγὸν τὸ μέρος, τοῦτο παντελὲς τῇ παρθένῳ». Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 37,10, PG 36,296Α.[24] Βλ. Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Ἄσκηση καὶ θεωρία, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 2010, σ. 45 κ.ἑ., ὅπου καὶ περισσότερα γιὰ τὶς τρεῖς μοναχικὲς ὑποσχέσεις.
[25] «Ὅσῳ γὰρ κρείττονα τῶν προσκαίρων εἰσὶ τὰ αἰώνια ἀγαθά, τοσοῦτον ἀναλόγως καὶ τὸν ἔρωτα ἐμποιοῦσι σφοδρότερον ἐν ταῖς τῶν ἐρώντων ψυχαῖς». Συμεὼν Ν. Θεολόγου, Ἠθικὰ 4,897-99, ἔκδ. J. Darrouzès, «Sources Chrétiennes», τόμ. 129, σ. 72.
[26] Βλ. Ματθ. 22,30. Μάρκ. 12,25. Λουκ. 20,35-6.
[27] Βλ. Μεθοδίου Ὀλύμπου, Συμπόσιον τῶν δέκα παρθένων 1,5,25, ἔκδ. H. Musurillo, «Sources Chrétiennes», τόμ. 95, σ. 64.
[28] Κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ αὐτὸς ποὺ ἀσκεῖ τὴν παρθενία ὁμοιώνεται «τῷ πρὸ πάντων τῶν αἰώνων ἐν παρθενίᾳ γεννήσαντι Πατρί, καὶ τῷ παρθένῳ καὶ ἐκ παρθένου Πατρὸς ἐν ἀρχῇ προελθόντι γεννητῶς, καὶ ἐπ’ ἐσχάτων τῶν αἰώνων ἐκ Παρθένου Μητρὸς σαρκὶ γεγεννημένῳ, καὶ τῷ ἐκ μόνου Πατρός, οὐ γεννητῶς ἀλλ’ ἐκπορευτῶς προϊόντι ἀπορρήτως Πνεύματι». Δεκάλογος κατὰ Χριστὸν νομοθεσίας 6, ἔκδ. Π. Χρήστου, Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Συγγράμματα, τόμ. 5, σ. 257-8.
[29] «Ἀκτημοσύνη ἐστὶ φροντίδων ἀπόθεσις, ἀμεριμνία βίου, ὁδοιπόρος ἀνεμπόδιστος, πίστις ἐντολῶν, λύπης ἀλλότριος». Ἰω. Σιναΐτου, Κλῖμαξ 17, PG 88, 928C. Πρβλ. καὶ Συμεὼν Ν. Θεολόγου, Κατηχήσεις 34, 364-9, ἔκδ. B. Krivochéine, «Sources Chrétiennes», τόμ. 113, σ. 300.
[30] Βλ. Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Ἄσκησις καὶ θεωρία, σ. 69.
[31] Ματθ. 8,20.
[32] Βλ. Μ. Βασιλείου, Λόγος ἀσκητικὸς 2,1, PG 31,881B.
[33] Ἰσαὰκ Σύρου, Λόγος 19, ἔκδ. Ἰ. Σπετσιέρη, σ. 73.
[34] Βλ. Θεοδώρου Στουδίτου, Ἐπιστολὴ 53, PG 99,1264CD.
ΠΗΓΗ: http://www.pemptousia.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου