......... ΓΡΑΜΜΑΤΑ
τοῦ
Διονυσίου ᾿Ανατολικιώτου,
δρος
φιλοσοφικῆς σχολῆς ᾿Αθηνῶν,
πτυχιούχου
κοινωνικῆς θεολογίας
῞Ολοι οἱ χριστιανοὶ γνωρίζουμε καὶ ἐπαναλαμβάνουμε ὅτι ἡ μία καὶ μοναδικὴ ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ ἡ ὀρθόδοξη, εἶναι ἕνας θεοΐδρυτος ὀργανισμὸς μὲ κεφαλὴ τὸν Κύριο ᾿Ιησοῦ Χριστὸ καὶ μέλη τοὺς βαπτισμένους πιστούς του. αὐτὸς ὁ ὁρισμὸς ὅμως δὲν εἶναι ἐπαρκής, ὥστε νὰ μᾶς βοηθήσῃ νὰ ἀντιληφθοῦμε ἀμέσως τὴν πραγματικὴ φύσι τῆς ἐκκλησίας, ἡ ὁποία εἶναι ἕνας πολυεπίπεδος καὶ πολυδιάστατος χῶρος, μὲ τεράστια δυναμική, ποὺ ξεπερνάει κατὰ πολὺ τὰ στενὰ (στενότατα θὰ ἔλεγα) ὅρια τῆς ἁπλῆς λαϊκῆς θρησκείας, στὰ ὁποῖα τὴν περιορίζουν πολλοὶ σύγχρονοί μας ποὺ μᾶλλον ἀγνοοῦν ἱστορία, παράδοσι καὶ πολιτισμό. στὴν πραγματικότητα χρειαζόμαστε πολλὲς ἔννοιες καὶ πολλὰ ὀνόματα, γιὰ νὰ ἐκφράσουμε τί εἶναι ἡ ἐκκλησία. ἔτσι λέμε ὅτι ἡ ἐκκλησία εἶναι βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ κράτος ὄχι ἐγκόσμιο ἀλλὰ πνευματικό. καὶ αὐτὴ ἀκόμη ἡ λέξι ἐκκλησία ἔχει πολιτικὴ χροιά, διότι σημαίνει τὴν γενικὴ συνέλευσι τοῦ λαοῦ τῶν χριστιανῶν. ἐπιπλέον ἡ ἐκκλησία εἶναι στρατιωτικὴ ἐπιχείρησι, ἡ ὁποία χωρίζεται σὲ δύο μεγάλα τμήματα ἢ στρατόπεδα, στὴν ἐπὶ γῆς στρατευομένην ἐκκλησίαν καὶ στὴν ἐν οὐρανοῖς θριαμβεύουσαν. εἶναι ἐπίσης ὁδός, δρόμος, τρόπος ζωῆς καὶ δράσεως, ἐλπίδα, πίστις, οἰκογένεια, ἀλλὰ καὶ διαθήκη, δηλαδὴ συμβόλαιο μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων. εἶναι ἀκόμη ἡ ἐκκλησία σχολὴ καὶ ἐπιστήμη, καὶ αὐτὸ εἶναι κάτι ποὺ συνήθως τὸ ξεχνοῦμε.
῾Η ἐκκλησία εἶναι σχολή, διότι ὁ ἱδρυτής
της ὀνομάζεται διδάσκαλος καὶ εἶχε μαθητάς, οἱ ὁποῖοι
μὲ τὴν σειρά τους ἔγιναν διδάσκαλοι τῶν ἑπομένων πιστῶν· ὁ δὲ
ἀπόστολος Παῦλος ὀνομάζεται κιόλας διδάσκαλος τῶν ἐθνῶν (1Τι
6:12)· ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ χριστιανοὶ ὀνομάζονται μαθηταί (Πρξ
5:20). ἡ ἐκκλησία ὡς ἐπιστήμη ἔχει εὐρύτερο πεδίο ἀπὸ τὴν σήμερα γνωστὴ «ἀκαδημαϊκὴ
θεολογία», ἡ ὁποία μᾶλλον περιορίζεται σὲ κάπως αὐστηρὰ ἀκαδημαϊκὰ πλαίσια λόγῳ
σχολαστικῶν καταβολῶν. εἶναι γνωστὸ πάντως ὅτι ἀνέκαθεν ἡ ἐκκλησία εἶχε στενὴ
σχέσι μὲ τὸ κυριώτερο καὶ σημαντικώτερο μέσο ἀναπτύξεως καὶ μεταδόσεως τῆς ἐπιστήμης
καὶ τῆς γνώσεως, δηλαδὴ μὲ τὰ γράμματα. ἀσφαλῶς δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι σήμερα τὰ
πιὸ προωδευμένα καὶ ἐγγράμματα ἔθνη τοῦ κόσμου εἶναι πρωτίστως τὰ λεγόμενα
χριστιανικὰ ἔθνη.
῾Ως χῶρος ἀναπτύξεως τῆς ἐπιστήμης
καὶ τῆς προόδου ἡ ἐκκλησία ἐκτὸς ἀπὸ τὴν θεολογία καλλιέργησε καὶ πολλοὺς ἄλλους
ἐπιστημονικοὺς τομεῖς ὅπως τὴν φιλολογία πρῶτ᾿ ἀπ᾿ ὅλα (ἡ σημερινὴ φιλολογία
εἶναι κατ᾿ οὐσίαν ἀπότοκος τῶν χριστιανικῶν γραμμάτων), τὴν ἱστορία, τὴν
νομική, τὴν μουσική, καὶ τὰ λοιπά. καὶ ναὶ μὲν μπορεῖ αὐτὲς οἱ ἐπιστῆμες νὰ
προϋπῆρχαν χάρις στὴν ἀπροκατάληπτη σκέψι καὶ τὸ μεθοδικὸ πνεῦμα τῶν ἀρχαίων ῾Ελλήνων
κυρίως ἀλλὰ καὶ ἄλλων λαῶν, ἀλλὰ ὁ ἐκ τῶν ὑστέρων καὶ μέχρις ἑνὸς βαθμοῦ «ἐκχριστιανισμός»
τους (ὅπως γιὰ παράδειγμα ὁ ἐκχριστιανισμὸς τοῦ δικαίου μὲ τὴν κατάργησι τῆς
δουλείας καὶ τὴν καθιέρωσι τῆς ἰσότητος ὅλων τῶν ἀνθρώπων) τὶς τελειοποίησε, τὶς
ὡλοκλήρωσε, τοὺς ἔδωσε περαιτέρω ὤθησι, καὶ στάθηκε τὸ ἔναυσμα γιὰ τὴν ἀνάπτυξι
νέων κλάδων, νέων ἐπιστημονικῶν πεδίων καὶ νέων γνωστικῶν ἀντικειμένων.
Στὸν χῶρο τῶν γραμμάτων ἡ ἐκκλησία
ἀνέπτυξε μία τεράστια καὶ ἀξιόλογη γραμματεία, ποὺ καλύπτει ὅλα τὰ εἴδη τοῦ
γραπτοῦ λόγου· κείμενα ἐπιστημονικά (ἑρμηνευτικά, ἱστορικὰ καὶ φιλολογικῆς
κριτικῆς), ἐπιστολές, κείμενα διδαχῆς, ἐκκλησιαστικὲς νομοθεσίες, κείμενα
γραμματείας (πρακτικά, κατάλογοι, καταγραφές, κ.λπ.), κείμενα λογοτεχνικά
(ποιητικά, βιογραφικά, ὑμνογραφικά), κείμενα πεζὰ λατρευτικά (εὐχές, ἀκολουθίες,
διατάξεις), καὶ λοιπά. ὅλα αὐτὰ ἀποτελοῦν τὴν λεγόμενη χριστιανικὴ
γραμματεία ἢ χριστιανικὴ φιλολογία. εἶναι εὐνόητο ὅτι μέσα σ᾿ αὐτὰ τὰ πλαίσια ἡ
ἐκκλησία ἀνέπτυξε καὶ νέες ἔννοιες, παρήγαγε νέες λέξεις, ἔπλασε νέους ὅρους
καὶ δημιούργησε εἰδικὴ ὁρολογία, τὴν ἐκκλησιαστική, προκειμένου νὰ θεραπεύσῃ
τὶς πολλαπλὲς ἀνάγκες της. ἡ καλλιέργεια τῶν γραμμάτων, ἡ ἀνάπτυξι τῶν γλωσσῶν
ποὺ μιλοῦσαν οἱ ἀρχαῖοι χριστιανοί, καὶ ἡ παραγωγὴ νέων λέξεων ὡδήγησαν ἀναπόφευκτα
καὶ στὴν ἐμφάνισι νέων γραμματικῶν φαινομένων καὶ ἑνοτήτων, ὅπως τυπολογικῶν
συντακτικῶν καὶ ὀρθογραφικῶν. δὲν θὰ ἦταν καθόλου ὑπερβολὴ νὰ ποῦμε ὅτι σὲ
κάποια σημεῖα ἡ ἐκκλησία ἔχει δική της γραμματική καὶ δικό της λεξιλόγιο μὲ ἰδιαίτερη
ὀρθογραφία καὶ ξεχωριστὴ ἐτυμολογία. τέτοια περίπτωσι εἶναι οἱ ὀνομασίες εἰδικῶν
ὑφασμάτινων ἀντικειμένων λειτουργικῆς ἢ ἱερατικῆς χρήσεως, τὰ ὁποῖα ὀνομάζονται ἄμφια.
Ἂν καὶ ἡ συντριπτικὴ πλειονότης τῶν
ἐκκλησιαστικῶν ὅρων εἶναι ἑλληνικῆς προελεύσεως, ἐντούτοις ὑπάρχουν καὶ ἀρκετοὶ
λατινικοὶ ἢ καὶ ἀνάμικτοι, διότι ἐνίοτε ἡ ἐμφάνισι κάποιων ἀντικειμένων ἢ ἐννοιῶν
γινόταν μέσα σὲ ἕνα περιβάλλον ὄχι ὁμοιογενὲς γλωσσικά. αὐτὸ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα
νὰ ὑπάρχουν ἀμφιβολίες γιὰ τὴν ἀκριβῆ ἔννοια, ἐτυμολογία, καὶ ὀρθογραφία αὐτῶν
τῶν λέξεων. κάτι τέτοιο συμβαίνει καὶ μὲ τὶς ὀνομασίες τῶν λειτουργικῶν ἀμφίων.
σχεδὸν δὲν ὑπάρχει ἔκδοσι, παλαιὰ ἢ νεωτέρα, ἐκκλησιαστικὴ ἢ φιλολογική, ποὺ νὰ
ἔχῃ ὅλα τὰ ὀνόματα τῶν ἀμφίων ὠρθογραφημένα, ἀλλὰ ἐπικρατεῖ διαφωνία καὶ σύγχυσι
ἀπὸ ἔκδοσι σὲ ἔκδοσι, διότι προφανῶς οἱ περισσότεροι συγγραφεῖς ἐπιμελητὲς καὶ ἐκδότες
ἀγνοοῦν ἢ δὲν λαμβάνουν ὑπόψι τους τὴν ἐτυμολογία τῶν λέξεων. ἀμφιβολία ὑπάρχει
συνήθως γιὰ τὴν ὀρθογραφία τῶν παρακάτω ὀνομάτων.
ἀντιμήνσιον· ἑλληνολατινικὸς
ὅρος ἀπὸ τὶς λέξεις ἀντὶ + mensa (= τράπεζα),
ὅπου τὸ e εἶναι θέσει μακρόν, ἄρα μεταγράφεται μὲ η.
στιχάριον· ὑποκοριστικὸν
τοῦ θηλυκοῦ στίχη (᾿Ι. Ζηκίδης) ἢ τοῦ ἀρσενικοῦ στίχος =
περίπατος (῾Ησύχιος), τὰ ὁποῖα προέρχονται ἀπὸ τὸ ἀσθενὲς θέμα τοῦ β΄ ἀορίστου ἔστιχον τοῦ
ῥήματος στείχω = βαδίζω (ὅπως λάθος ἀπὸ τὸ ἔλαθον τοῦ λανθάνω, ἁμαρτία ἀπὸ
τὸ ἥμαρτον τοῦ ἁμαρτάνω, γένεσις ἀπὸ
τὸ ἐγενόμην τοῦ γίγνομαι, *λιπὴς [β΄
συνθετικὸ στὸ ἐλλιπὴς] ἀπὸ τὸ ἔλιπον τοῦ λείπω).
φαιλόνιον· ὑποκοριστικὸν
τοῦ φαιλόνης (Β΄ Τι 4:14), ἀπὸ τὸ λατινικὸ paenulus,
τὸ ὁποῖο τονίζεται στὴν προπαραλήγουσα, ἄρα τὸ u τῆς παραληγούσης
εἶναι βραχὺ καὶ μεταγράφεται μὲ τὸ ο καὶ ὄχι μὲ τὸ ω·
ἡ δὲ μετάθεσι καὶ ἀντιμετάθεσι συλλαβῶν ἢ φθόγγων (ὅπως ἐδῶ τῶν ν καὶ λ ἀντὶ φαινόλης καὶ φαινόλιον)
εἶναι γνωστὸ γλωσσικὸ φαινόμενο ὅπως Δούναβις - Δάνουβις, τήγανον -
τάγηνον, τάφρος - τράφος, ἐνταῦθα - ἐνθαῦτα, ῥωδάκινον – δωράκινον,
καλ(λ)ημαύκιον - καμηλ(λ)αύκιον (ἀπὸ τὸ λατινικὸ camella =
εἶδος ποτηρίου), καὶ ἄλλα.
ὠράριον (= ἄμφιον ἱκεσίας)·
παράγεται ἀπὸ τὸ λατινικὸ ῥῆμα oro (= ἱκετεύω, προσεύχομαι),
ποὺ ἔχει τὸ ἀρχικὸ o μακρόν, ἤ τοι ἑλληνιστὶ ω, ἀλλὰ
δὲν ἔχει στὴν ἀρχὴ h, ἤ τοι δασεῖα (ἡ ἐτυμολογία ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ
λέξι ὥρα εἶναι ἐσφαλμένη)· ἑπομένως θέλει ω μὲ
ψιλὴ καὶ ὄχι μὲ δασεῖα.
᾿Εκεῖ ποὺ ἡ ἐκκλησία ὄχι ἁπλῶς
δημιούργησε νέες λέξεις καὶ ἔννοιες, ἀλλὰ στὴν κυριολεξία ἔφτιαξε μία δική
της καινούργια γλῶσσα μὲ πλήρη γραμματικὴ θεωρία καὶ ὡλοκληρωμένο σύστημα
κανόνων καὶ ὀρθογραφίας εἶναι ἡ ἐπιστήμη τῆς μουσικῆς ἢ «ψαλτικῆς τέχνης».
καὶ ὅπως μιλᾶμε γιὰ χριστιανικὰ γράμματα καὶ ἐκκλησιαστικὴ φιλολογία ἔτσι ἀκριβῶς
κάνουμε λόγο γιὰ ἐκκλησιαστικὴ μουσικὴ καὶ γιὰ χριστιανικὴ μουσικὴ φιλολογία.
στὴν ἐκκλησία τὰ μουσικὰ γράμματα λέγονται μουσικοὶ χαρακτῆρες ἢ σημαδόφωνα (ἀντιστοίχως
στὴν εὐρωπαϊκὴ μουσικὴ λέγονται νότες ἢ φθογγόσημα)
καὶ ἡ μουσικὴ γραφὴ λέγεται σημειογραφία ἢ παρασημαντική.
καὶ ἐφόσον ἡ ἐκκλησιαστικὴ μουσικὴ ἔχει ὀρθογραφικοὺς κανόνες, σημαίνει ὅτι
γίνονται καὶ μουσικὰ ὀρθογραφικὰ λάθη, ποὺ χρειάζονται ἐξειδικευμένες
γνώσεις, γιὰ νὰ ἐπισημανθοῦν καὶ νὰ διορθωθοῦν, διότι αὐτὰ τὰ λάθη ἐπηρεάζουν
τὴν σωστὴ ἀπόδοσι τῶν ὕμνων ἀπὸ μουσικῆς ἀπόψεως. θὰ ἀναφέρω μόνο μία περίπτωσι
ἑνὸς μικροῦ τέτοιου ὀρθογραφικοῦ λάθους, καθὼς ἀπὸ τεχνικῆς ἀπόψεως δὲν εἶναι
εὔκολο νὰ δοθῇ καὶ ὀπτικὸ δεῖγμα.
Στὸν Μουσικὸ Πανδέκτη τῶν ἐκδόσεων
«Ζωή», στὸν 4ο τόμο (τῆς λειτουργίας), σελ. 88, ὑπάρχει τὸ σύντομο χερουβικὸν
τοῦ Θεοδώρου Φωκαέως σὲ ἦχο πλ. α΄. στὴν ἑπόμενη σελίδα (89), στὴν μουσικὴ
φράσι «ζωοποι–ζωοποιω» καὶ ἀκριβῶς στὸ δεύτερο «ποι» ὑπάρχουν
δύο σημαδόφωνα («ὀλίγον» καὶ «κεντήματα») ποὺ «διαβάζονται» («παραλλαγίζονται»)
Κε-Ζω. κάτω ἀπὸ τὸ πρῶτο σημαδόφωνο («ὀλίγον» = Κε) ὑπάρχει ἕνα σημάδι, ποὺ ὀνομάζεται
«φθορὰ τοῦ Πα», καὶ ζητεῖ τὸ συγκεκριμένο σημαδόφωνο («ὀλίγον») νὰ διαβαστῇ ὄχι
Κε, ποὺ εἶναι τὸ κανονικό του, ἀλλὰ Πα (μὲ ὅρους εὐρωπαϊκῆς μουσικῆς θὰ λέγαμε
περίπου ὅτι θὰ ἔπρεπε νὰ διαβαστῇ ὄχι Λα, ποὺ εἶναι τὸ σωστό, ἀλλὰ Ρε). αὐτὴ ἡ
ἀλλαγὴ θὰ πρέπει νὰ ἐπηρεάσῃ τὴν ἀνάγνωσι-«παραλλαγὴ» (ἑπομένως δε καὶ τὸ
μέλος) καὶ τῶν ὑπολοίπων σημαδοφώνων μέχρι τὴν ἀκόλουθη μουσικὴ φράσι «Τριάδι»,
ἐνῷ ἡ ἐπαναφορὰ στὴν ὀρθὴ ἀνάγνωσι θὰ γινόταν στὴν μεθεπόμενη φράσι «τὸν
τρισάγιον» καὶ ἀκριβῶς στὴν συλλαβὴ «σά». ἀκολούθως συνεπάγεται ὅτι εἶναι λάθος
καὶ οἱ μουσικὲς μαρτυρίες ποὺ ὑπάρχουν σὲ δύο σημεῖα μέσα στὴν ἐξεταζόμενη
περιοχὴ καὶ πρέπει νὰ διορθωθοῦν καταλλήλως. δὲν χρειάζεται ὅμως νὰ γίνῃ τίποτε
ἀπὸ τὰ παραπάνω, διότι ἁπλούστατα ἡ φθορὰ τοῦ Πα κάτω ἀπὸ τὸ ὀλίγον στὴν συλλαβὴ
«ποι» ὀφείλεται σὲ τυπογραφικὸ λάθος. ὅπως διεπίστωσα σὲ σχετικὴ ἔρευνα, ὁ
μελοποιὸς καὶ πρῶτος ἐκδότης τοῦ συγκεκριμένου χερουβικοῦ Θεόδωρος Φωκαεὺς στὴν
ἔκδοσί του, ποὺ πραγματοποίησε στὴν Κωνσταντινούπολι τὸ 1848 («Μουσικὴ
Μέλισσα», σελ. 83) ἀντὶ γιὰ τὴν φθορὰ τοῦ Πα εἶχε βάλει τὴν φθορὰ τοῦ Κε, διότι
προφανῶς μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἤθελε νὰ δηλώσῃ ὅτι ὁ φθόγγος Ζω δὲν θὰ εἶναι πλέον
ἐναρμόνιος (ὅπως εἶχε σημειώσει σὲ προηγούμενη μουσικὴ φράσι) ἀλλὰ φυσικός. σὲ
μεταγενέστερες ἐκδόσεις ὅμως ἔγινε τυπογραφικὸ λάθος καὶ ἀντὶ γιὰ τὴν «φθορὰ
τοῦ Κε» μπῆκε ἡ «φθορὰ τοῦ Πα», οἱ ὁποῖες μοιάζουν κιόλας μεταξύ τους. τὸ λάθος
αὐτὸ ὑπάρχει στὴν ἔκδοσι τοῦ ᾿Αλεξάνδρου Φωκαέως ποὺ ἦταν γιὸς τοῦ μελοποιοῦ
(«Μουσικὸν ἐγκόλπιον», Θεσσαλονίκη 1869 [= 1879], σ. 309), στὴν ἔκδοσι τοῦ ῾Αγιορείτου
μοναχοῦ Νεκταρίου ἱεροψάλτου («Μουσικὸς θησαυρὸς τῆς λειτουργίας», ῞Αγιον Ὄρος
1931, σελ. 157), καὶ στὸν προαναφερθέντα «Μουσικὸ Πανδέκτη». στὴν «Μουσικὴ
συλλογὴ» τοῦ Γεωργίου Πρωγάκη (τόμος 3ος, Κωνσταντινούπολις 1910 [= 1911], σελ.
78) καὶ στὴν «Θ. Λειτουργία» τοῦ ῾Αγιορείτου ἱερομονάχου ῾Ιεροθέου (῞Αγιον Ὄρος
1987, σελ. 141) δὲν ὑπάρχει καμμία φθορὰ στὸ ἐπίμαχο σημεῖον, γιὰ τὸ ὁποῖο
λάθος ὑποθέτω ὅτι δὲν ὀφείλεται σὲ τυπογραφικὴ ἀβλεψία ἀλλὰ σὲ ἐσκεμμένη ἐνέργεια
τοῦ ἐκδότου.
Τὰ παραπάνω παραδείγματα δείχνουν
ἐπαρκῶς ὅτι ἡ ἐκκλησία ὄχι ἁπλῶς καλλιέργησε τὰ γράμματα, ἀλλὰ καὶ ἀνέπτυξε
νέους ἐπιστημονικοὺς τομεῖς, δημιουργῶντας ταυτοχρόνως ἕναν λαμπρὸ καὶ ἀξιόλογο
πολιτισμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου