Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2020

Το νερό!!!


Το νερό στους πολιτισμούς 
και την Ορθόδοξη παράδοση



Από τα πρώτα βήματα της ανθρώπινης ιστορίας, ο άνθρωπος διαπίστωσε πως το νερό αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της ζωής. Το αντιμετώπισε λοιπόν με σεβασμό, και ευγνωμοσύνη, το συνέδεσε στενά με τις μεταφυσικές του ανησυχίες και το ενέταξε στην καθημερινότητά του. Πηγές, ποταμοί, ωκεανοί και βροχή πήραν πρόσωπα θεών ή ημιθέων και σε όχθες κάθε είδους στηθήκαν βωμοί και ο αέρας γέμισε με λατρευτικές μουσικές και επικλήσεις.

Ναϊάδες – Αχελώος
Στην εγγύς Ανατολή, όπου γεννήθηκαν ο ιουδαϊσμός και ο χριστιανισμός, τα μεγάλα βασίλεια της Μεσοποταμίας και της Αιγύπτου χρωστούσαν την πολιτιστική και πολιτική τους εξέλιξη προπάντων στην τεχνολογική κατάκτηση της χρήσης του νερών του Ευφράτη, του Τίγρη και του Νείλου. Εξαιτίας της σημασίας του το νερό θεοποιήθηκε και πολύ νωρίς λατρεύτηκε ως θεότητα. Από την άλλη, ο άνθρωπος έβλεπε τη δύναμη των στοιχείων της φύσης να εκδηλώνεται στις φυσικές καταστροφές, οι οποίες χρειαζόταν να εξηγηθούν. Έτσι, ο αναστοχασμός για το κρύο και τη ζέστη, για την πλημμύρα και την ξηρασία, για τη δημιουργία και τον θάνατο του κόσμου οδήγησε στη δημιουργία του Μύθου, μιας μορφής ιστορίας της ανθρωπότητας, όπου απαντώνται ερωτήματα για την ύπαρξη και τη ζωή (Böhme 1988). Στους αρχαίους μας προγόνους, ο Ποσειδώνας, οι Ωκεανίδες ο Ωκεανός, , οι Νύμφες, (Ναϊάδες) ακόμη και ο ίδιος ο νεφεληγερέτης Ζευς, καθώς και οι θεοί των ποταμών Αλφειός, Ιλισσός, Αχελώος, Πηνειός, Αλιάκμων, Μαίανδρος και άλλοι είναι κάποια από τα πρόσωπα που έ4ντυσαν το υγρό στοιχείο.
Από την Τηθύς και Ωκεανό γεννήθηκαν ποτάμια και νύμφες.
Γνωστή και η διαμάχη μεταξύ Ποσειδώνα και Αθηνάς, που διεκδίκησαν την τιμή να δώσουν το όνομά τους στην πόλη που είχε ιδρύσει ο Θησέας. Ο Ποσειδώνας προσέφερε ως δώρο το νερό, ενώ η Αθηνά το ελαιόδενδρο. Οι κάτοικοι απέρριψαν το δώρο και το όνομα του Ποσειδώνα και προτίμησαν εκείνα της θεάς Αθηνάς. Το γεγονός αυτό εξόργισε τον θεό, και έτσι καταδίκασε το Άστυ να αντιμετωπίζει μόνιμο πρόβλημα λειψυδρίας. Ο μύθος αποτυπώνει το χρόνιο πρόβλημα και την ταλαιπωρία των κατοίκων των Αθηνών. Όταν οι άνθρωποι άρχισαν να τρέφουν αγέλες και να καλλιεργούν το έδαφος, τα νερά των πηγών έγιναν ανεπαρκή και τότε άρχισαν κάποιες σοβαρές προσπάθειες για να ανοιχθούν πηγάδια, όπως έγινε με τα γνωστά πηγάδια της Φρεαττύδας. Την τέχνη της εξόρυξης πηγαδιών τη διδάχθηκε προφανώς ο άνθρωπος από μερικά άγρια ζώα, όπως το κογιότ (canis latrans say), το οποίο σκάβει το έδαφος για να φτάσει σε υδροφόρο ορίζοντα όταν το νερό βρίσκεται κοντά στην επιφάνεια.
Είναι ιστορικά εξακριβωμένο ότι η εξόρυξη πηγαδιών είχε αρχίσει τουλάχιστον πριν από 5.000 χρόνια. Στο Κεφάλαιο ΚΣΤ’ της Γένεσης (Παλαιά Διαθήκη), αναφέρεται ότι τα πηγάδια που είχε ανοίξει ο πατριάρχης των Εβραίων Αβραάμ το 2000 π.Χ. περίπου, τα έφραξαν οι Φιλισταίοι, που φθονούσαν τα υπάρχοντα του Ισαάκ. Το νερό που χρησιμοποιείται από τον άνθρωπο ως πόσιμο πρέπει να είναι καθαρό, διαυγές, άοσμο, δροσερό και δίχως μικρόβια ή δηλητηριώδεις ουσίες. Για τον λόγο αυτό, όταν χρησιμοποιούνται νερά ποταμών ή λιμνών (τεχνητών ή φυσικών), πρέπει πρώτα να διηθηθούν και να αποστειρωθούν.
Η εξασφάλιση και η παροχή του νερού απασχόλησαν τον άνθρωπο από την αρχή της ύπαρξής του, όπως συμβαίνει με όλους τους ζωντανούς οργανισμούς. Γι’ αυτό και οι πρώτοι οικισμοί κτίζονταν κοντά στις φυσικές πηγές των νερών, όπως σε ποτάμια ή λίμνες.
Οι αρχαίοι Έλληνες και αργότερα οι Ρωμαίοι κατασκεύασαν εξαιρετικά Υδραγωγεία και την ύδρευση μεγάλων πόλεων με κατάλληλο καθαρό νερό.

Το Ευπαλίνειο Όρυγμα, όπως ονομάζεται το υδραγωγείο της αρχαίας πόλης της Σάμου. Το έργο χρονολογείται από το 550 π.Χ., όταν το νησί ήταν υπό την εξουσία του τυράννου Πολυκράτη. Στόχος του τυράννου ήταν όχι μόνο η αντιμετώπιση της λειψυδρίας αλλά και η ασφαλής ύδρευση της πόλης ακόμη και σε περίπτωση πολιορκίας. Το καλύτερο που είχε να κάνει για να το επιτύχει ήταν να αναθέσει τις εργασίες στο διασημότερο αρχιτέκτονα της εποχής, τον Ευπαλίνο από τα Μέγαρα.
Η σημασία του νερού στη ζωή των αρχαίων, συνόδευε όλες τις εκδηλώσεις του ανθρωπίνου βίου. Αναφορές σε λουτρά και στην καθαρτήριο δύναμη του νερού μας παραδίδονται από τα χρόνια του Ομήρου. Κάθε θρησκευτική τελετή, δέηση, μύηση, κάθαρση νεκρού, προϋποθέτει νίψη ή λούση με νερό. Ο καθαρμός με νερό είναι επιβεβλημένος σε όλες τις σημαντικές στιγμές της ανθρώπινης ζωής: στη γέννηση, το γάμο, το θάνατο. Ο Όμηρος αναφέρει ότι ο Έκτορας φοβάται να κάνει σπονδή στο Δία «με τα χέρια άνιφτα». Στα Ομηρικά έπη βρίσκουμε μαρτυρίες για ψυχρά και για θερμά λουτρά, τα οποία φαίνεται να ήταν συνήθεια τόσο των ανδρών όσο και των γυναικών. Σε ένα περιστατικό από την Ιλιάδα, ο Οδυσσέας και ο Διομήδης στην επιστροφή τους από νυχτερινή επιδρομή, αφού έκλεψαν τα άλογα του Ρήσου, μπήκαν στη θάλασσα για να απαλλαγούν από τον ιδρώτα και έλουσαν το λαιμό και τους μηρούς τους. Στη συνέχεια μπήκαν στα θερμά λουτρά για να λουσθούν.

Λουτρό Βασίλισσας στην Πύλο στο παλάτι του Νέστορα.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως το υδροχαρές πνεύμα των Αχαιών κληρονομήθηκε και στους Έλληνες των μετέπειτα χρόνων. Στην αρχαία Ελλάδα υπήρχαν λουτρά που χρησιμοποιούνταν για καθαριότητα και τόνωση και λουτρά για θεραπευτικούς σκοπούς.
Ο σπαρτιατικός, πειθαρχημένος τρόπος ζωής, επέβαλε στους Λακεδαίμονες να λούζονται στα ψυχρά νερά του ποταμού Ευρώτα για σκληραγώγηση. Αντίθετα οι Αθηναίοι, ανάλογα με τις περιστάσεις, έκαναν χρήση θερμών και ψυχρών λουτρών, τα οποία και θεωρούσαν παράγοντα υγείας και πολιτισμού.
Οι Μακεδόνες προτιμούσαν τα ψυχρά λουτρά, καθώς πίστευαν πως τα θερμά προκαλούσαν μαλθακότητα. Ο Μέγας Αλέξανδρος, όταν βρέθηκε μπροστά στο πολυτελέστατο λουτρό του Δαρείου διερωτήθηκε: « δύναται τις διοικῆσαι ἄνδρας ἐν μέσω τοιαύτης μαλθακότητος;»

Λουτρά στην Αρχαία Νεμέα.
Τα λουτρά στην αρχαία Ελλάδα ήταν συνδεδεμένα με τις αντιλήψεις, τα ήθη κι έθιμα, τις κοινωνικές συνθήκες της εποχής.
Οι αρχαιότερες λουτρικές εγκαταστάσεις που γνωρίζουμε, λειτούργησαν στη Σύβαρη, αρχαία πόλη της Μεγάλης Ελλάδας στη Νότια Ιταλία, τέλος του 6ου π.Χ. αιώνα. Οι κτιριακές εγκαταστάσεις αλλά και η διαδικασία του λουτρού στα αρχαία ονομάζεται «βαλανείον». Βαλανεία βρίσκουμε στην Αθήνα από τον 5ο π.Χ. αιώνα, αλλά η διάδοση τους συνεχίζει να είναι μεγάλη και κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Τα βαλανεία ήταν δημόσια ή ιδιωτικά και βρίσκονταν συνήθως κοντά σε γυμνάσια.
Τον 6ο και 5ο π.Χ. αιώνα, την προ-Ιπποκρατική περίοδο, η ιατρική τέχνη ασκούνταν στα Ασκληπιεία, τα οποία λειτουργούσαν ως χώροι λατρείας και ως θεραπευτικά κέντρα. Στα Ασκληπιεία η θεραπευτική αγωγή εφαρμοζόταν σε τρία επίπεδα: η γενική για όλους τους επισκέπτες, η προπαρασκευαστική για τη θεραπεία του ασθενούς και η ειδική για κάθε αρρώστια. Τα τρία σημαντικότερα Ασκληπιεία ήταν της Τρίκκης (γενέτειρας του Ασκληπιού), της Επιδαύρου και της Κω. Το Ασκληπιείο της Επιδαύρου θεωρείται ότι αποτελεί το κατ’ εξοχήν ιερό της υδρολατρείας και υδροθεραπείας. Το Ασκληπιείο της Κω είχε λουτήρες για την υδροθεραπεία και κρήνες με άφθονο νερό. Σημαντικό επίσης ήταν το Ασκληπιείο της Περγάμου, πατρίδας του Γαληνού.

Βαλανείον στο Ολύμπιον της Αθήνας.
Ο Ιπποκράτης (460- 375 π.Χ.), ο οποίος θεωρείται ο πατέρας της ιατρικής επιστήμης και της υδροθεραπείας ήταν ο πρώτος που μελέτησε συστηματικά τη θεραπευτική χρήση των θερμών και ψυχρών λουτρών και την αποσυνέδεσε από τη θρησκεία. Ο ίδιος ταξινόμησε τα νερά σε τρεις κατηγορίες: νερό πόσιμο, νερό αλμυρό και νερό θαλασσινό (ύδωρ ποτόν, αλμυρόν, θάλασσα). Με τον όρο «νερό αλμυρό» εννοούσε τα ιαματικά νερά. Στα έργα του τόνισε την επίδραση του κλίματος, των μορφολογικών συνθηκών και της διατροφής στην ανθρώπινη υγεία. Το σύνολο του έργου του Ιπποκράτη για τα νερά και το κλίμα, αποτελεί αναμφισβήτητα την πρώτη κλινική υδροθεραπεία, την οποία κληροδότησε στις μεταγενέστερες γενιές. Οι αντιλήψεις του για το κλίμα και τις θεραπευτικές ιδιότητες των νερών και των λουτρών θα αποτελέσουν τη βάση πάνω στην οποία θα συγκροτηθεί η επιστήμη της κλιματοθεραπείας και της υδροθεραπείας.
Η αγάπη των Ελλήνων για τα λουτρά κληροδοτήθηκε και αναπτύχθηκε από τους Ρωμαίους. Οι Ρωμαίοι υπήρξαν πραγματικοί λάτρες των λουτρών, καθώς το λούσιμο ήταν γι’ αυτούς κοινωνική υποχρέωση και οι μη λουόμενοι τιμωρούνταν. Ξακουστά ήταν τα δημόσια λουτρά τους, που καλούνταν θέρμες, και τα οποία χρησίμευαν τόσο στην προσωπική υγιεινή όσο και στην κοινωνικοποίηση. Σημαντικό ρόλο στην ανοικοδόμηση των λουτρών και στην ανάπτυξη της λουτροθεραπείας, έπαιξε η πρόοδος που συντελέστηκε στα υδραυλικά συστήματα νερού. Τα ρωμαϊκά λουτρά, σε κάθε γωνιά της αυτοκρατορίας ήταν τεράστια και πολυτελή και λειτουργούσαν εκτός των άλλων ως χώροι επικοινωνίας και διασκέδασης. Στον υδροθεραπευτικό τομέα γνωρίζουμε ότι πολλοί έλληνες γιατροί ασχολήθηκαν στη Ρώμη με τα θερμά λουτρά.
Λουτρά Ρωμαϊκά στον Αρχαιολογικό χώρο Ίσθμιων.
Τα λουτρά αποτέλεσαν ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της αστικής ζωής κατά τη βυζαντινή περίοδο. Εκτός από την κύρια λειτουργία τους ως χώροι καθαρισμού του σώματος, τα λουτρά ήταν επίσης κέντρα κοινωνικής ζωής, αλλά και τόποι συνάντησης και ψυχαγωγίας, όπου οι Βυζαντινοί περνούσαν ένα μεγάλο μέρος της ημέρας τους. Εκεί, οι κάτοικοι των πόλεων, και ιδιαίτερα οι γυναίκες που δεν είχαν πολλές ευκαιρίες για δημόσιες εμφανίσεις, είχαν την ευκαιρία να απολαύσουν το μπάνιο τους, να συναντήσουν φίλους και να ενημερωθούν για ποικίλα ζητήματα. Τα λουτρά λειτουργούσαν όλες τις ημέρες της εβδομάδας και τα επισκέπτονταν άνθρωποι κάθε φύλου, ηλικίας και κοινωνικής τάξης.
Τα ίδια χρόνια με τους Έλληνες οι Ινδοί αναπτύσσουν μια θεωρία 4 στοιχείων όπου το νερό, απόρροια αυτό της θρησκευτικής σκέψης, τονίζεται ως υλικό στη γέννηση και στη λύτρωση του σώματος και της ψυχής. Πόσο πολύ απασχολεί τους Ινδούς φιλοσόφους το πρόβλημα εάν ο άνθρωπος είναι μόνο μια πεπερασμένη χρονικά συνένωση υλικών στοιχείων ή μπορεί να ξεπεράσει τον θάνατο δείχνει η Θεωρία των στοιχείων που συγκροτήθηκε από ποικίλα συστήματα της ινδικής φιλοσοφίας. Για την ινδική φιλοσοφική θεώρηση, που ονομάζεται υλισμός, αυτά τα 4 στοιχεία (bhûta) – νερό, γη, φωτιά και αέρας – είναι οι πηγές από τις οποίες δημιουργείται ό,τι υπάρχει και οι οποίες στηρίζουν ό,τι είναι αντιληπτό και αισθητό. Σώμα και πνεύμα κάθε όντος δημιουργούνται από το συνδυασμό αυτών των 4 αέναων στοιχείων και διαλύονται για να γίνουν και πάλι αυτά τα στοιχεία. Σε αδρές γραμμές, το νερό όπως και τα υπόλοιπα στοιχεία, αντιμετωπίζεται στην ινδική φιλοσοφία ως ένα κοσμικό στοιχείο, που κατά το «κτίσιμο» ενός όντος συνεπιδρά με τα υπόλοιπα, αλλά μετά τον θάνατο ξαναγυρίζει στην πρότερη μορφή του.
Στη ορθόδοξη Νηπτική παράδοση, το υγρό στοιχείο συνδέθηκε με την κατάνυξη και τη ψυχική κάθαρση, μέσω των δακρύων. Για του Νηπτικούς Πατέρες μας, τον Μακάριο τον Αιγύπτιο, τον Συμεών τον Νέο Θεολόγο, αλλά και τις σύγχρονες ασκητικές μορφές, τα δάκρυα δεν αποτελούν απλώς ένδειξη συναισθηματικής φόρτισης αλλά ένδειξη καθάρσεως και ασφαλή οδό προς την κάθαρση από τα πάθη. Ακριβώς αυτή η σχέση με την εσωτερική κάθαρση συναντά ευθέως τις περί καθάρσεως δοξασίες όλων των πολιτισμών, μόνον που εδώ, έχουμε μια θαυμαστή σύζευξη: κάτι το υλικό, τα δάκρυα, αποτελεί ασφαλή ένδειξη πνευματικού αγώνα και υπέρβασης της υλικότητας του κόσμου, σε σημείο να μπορεί κανείς να ισχυριστεί πως η δωρεές –όπως αναφέρεται-των δακρύων να στέκει μεταξύ υλικού και πνευματικού κόσμου. Με υπέροχο τρόπο, ο Γερών Ιερώνυμος της Αιγίνης πρέπει τα πνευματικά του παιδιά να μην εγκαταλείπουν την προσευχή αν δεν δουν έστω και έναν κόμπο δάκρυ.
Είναι βέβαιο πως το νερό θα αποτελέσει μήλο της έριδος στις γεωπολιτικές εξελίξεις του αμέσου μέλλοντος. Τα δάκρυα όμως, ως ένδειξη καθάρσεως, θα αποτελούν πάντα το διαρκές ζητούμενο κάθε ανθρώπινης ψυχής που θέλει να πορευτεί προς την θέωση. Κάθε χρόνο, στην γιορτή των Θεοφανείων, θυμόμαστε ξανά πως νερά γέννησαν την νέα ανθρώπινη ύπαρξη, τον νέο Αδάμ, που μέσω του προσωπικού μας βαπτίσματος εξαγιάζει την κάθε ανθρώπινη ύπαρξη και την καλεί σε μετοχή και θέωση. Στον δρόμο αυτό, τα δάκρυα θα αποτελούν πάντα γλυκασμό και ασφαλή πυξίδα._

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου