Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2020

Λόγια της πλώρης - Ένας γιατρός στην Ιεραποστολή

Μέγας Βασίλειος (1 Ιανουαρίου)


Οικουμενικός διδάσκαλος, φωστήρας της ορθοδόξου πίστεως, πατέρας του μοναχισμού, προστάτης των φτωχών, τέλειο πρότυπο  επισκόπου, ζωντανή εικόνα του Χριστού, διανέμοντας με τις πράξεις του τους θησαυρούς της φιλάνθρωπης Αγάπης του Κυρίου, ο άγιος  Βασίλειος ο Μέγας γεννήθηκε το 329 στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Στην οικογένειά του ανήκει πλήθος μαρτύρων και αγίων.

grandebasilio2

Οι γονείς του, ο άγιος Βασίλειος ο Παλαιός και η αγία Εμμέλεια, διαπαιδαγώγησαν τα δέκα παιδιά τους στον δρόμο της αγιότητας. Η αδελφή του αγίου Βασιλείου, η αγία Μακρίνα, αληθινός πνευματικός οδηγός της οικογένειας, παρότρυνε την μητέρα και τους αδελφούς της προς τον μοναχικό βίο: τον άγιο Ναυκράτιο, τον άγιο Γρηγόριο, μελλοντικό επίσκοπο Νύσσης, και των άγιο Πέτρο, μελλοντικό επίσκοπο Σεβαστείας.

Ο άγιος Βασίλειος πέρασε την παιδική του ηλικία στην Νεοκαισάρεια του Πόντου, όπου έμαθε την ορθόδοξη πίστη από την μητέρα και την γιαγιά του, την αγία Μακρίνα την Παλαιά. Με την καθοδήγηση του πατέρα του προόδευσε γρήγορα στην θύραθεν γνώση που φρόντιζε να συνδυάσει μαζί με την πρόοδο στην αρετή. Μετά το θάνατο του πατέρα του σπούδασε στα μεγαλύ­τερα πολιτιστικά κέντρα της εποχής: την Καισαρεία της Παλαιστίνης, την Κωνσταντινούπολη και τελικά την Αθήνα. Διακρίθηκε σ’ όλες τις επιστήμες: στην φιλοσο­φία, την γραμματική, την λογική, την ρητορική, στα μαθημα­τικά, την αστρονομία, την ιατρική. Εκεί γνωρίσθηκε με τον Γρηγόριο τον Θεολόγο και έγινα αχώριστοι φίλοι. Μόλις τελείωσε τις σπουδές του στην Αθήνα, οι συμφοιτητές του ήθελαν να τον κρα­τήσουν για δάσκαλό τους.

 Η βαθειά μελέτη του Ευαγγελίου, τον έκανε να αισθαν­θεί τη ματαιότητα της θύραθεν σοφίας γι’ αυτό  εγκατέλειψε την Αθήνα και  τη σταδιοδρομία του ρητοροδιδασκά­λου, βαπτίσθηκε και αποφάσισε να ακολουθήσει τη μοναχική ζωή. Επισκέφθηκε την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη, την Συρία και ακόμη την Με­σοποταμία, όπου μπόρεσε να θαυμάσει τους ασκητικούς αγώνες και τις αρετές των ονομαστών ασκητών που ζούσαν στους τόπους αυτούς.

Επιστρέφοντας βρήκε έναν έρημο λόφο, όπου κατάφερε να ελκύσει και τον Γρηγόριο ώστε να ζήσουν μαζί ασκητικά, με εργόχειρο, μελέτη της Γραφής και προσευχή. Ζούσε με πολύ φτώχεια, σκληρή άσκηση, υπομένοντας την αρρώστια που θα τον συντρόφευε ως τον θάνατό του. Εκεί έγραψε και τους «Όρους» που θεωρούνται ο ιδρυτικός χάρτης του κοινοβιακού μοναχισμού σε Ανατολή και Δύση. Ο μοναχός πρέπει να καθοδηγείται από ένα γέροντα, να είναι ακτήμων, να μην έχει δικό του θέλημα, να έχει αγάπη στους αδελφούς του, να τηρεί   τις ευαγγελικές εντολές με φόβο Θεού και ορθόδοξη πίστη.

Το 360 χειροτονήθηκε διάκονος στην Καισάρεια από τον επίσκοπο Διάνο και το 363, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον νέο επίσκοπο Καισαρείας Ευσέβιο. Αποσύρθηκε όμως στην αγαπημένη του ησυχία, την οποία εγκατέλειψε για να υπερασπισθεί την Ορθοδοξία πολεμώντας τον αρειανισμό που είχε υπέρμαχό του τον αυτοκράτορα Ουάλη. Συγχρόνως με τη διαπαιδαγώγηση του λαού της Καισα­ρείας με τις διάφορες ομιλίες του, έδειξε τη μεγάλη φιλανθρωπία του κατά τη διάρκεια φοβερής πείνας, που ξέσπασε στην πόλη, αφού μοίρασε τα τελευταία υπάρχοντά του και πείθοντας τους πλούσιους να ανοίξουν τις αποθήκες τους σώζοντας από βέβαιο θάνατο χιλιάδες ανθρώπους. Το 370 εξελέγη Μητροπολίτης Καισαρείας. Τότε συγκρούστηκε με τον απεσταλμένο του αυτοκράτορα Μόδεστο, που προσπάθησε στην αρχή με υποσχέσεις και κολακείες και μετά με διάφορες απειλές (δήμευση περιουσίας, εξορία, βασανιστήρια, θάνατο) να προσελκύσει στον αρειανισμό τον Μ. Βασίλειο. Ο Μόδεστος ομολόγησε την ήττα του και έγινε φίλος και θαυμαστής του Ιεράρχη, που με τις προσευχές του τον θεράπευσε από μια ασθένεια. Με την προσευχή του άνοιξε τις κλειστές πόρτες του ναού της Νίκαιας που απειλούσαν να καταλάβουν οι οπαδοί του Αρείου, που προκλήθηκαν να κάνουν το ίδιο χωρίς όμως αποτέλεσμα. Μετά από διάφορα θεία σημεία που συνέβησαν στον αυτοκράτορα και τα σημάδια της εύνοιας  του Θεού, φοβισμένος άφησε ήσυχο τον άγιο.

Πρώτος μεταξύ των Πατέρων διακήρυξε με σαφήνεια ότι το Άγιο Πνεύμα είναι όντως Θεός, ίδιας φύσεως με τον Πατέρα και τον Υιό. Μετά τον Μ. Αθανάσιο ο Μ. Βασίλειος θεωρήθηκε ως ο μόνος φάρος της Ορθοδοξίας και αυθεντικότερος εκπρόσωπος της Αλήθειας.

Συνεχίζοντας το φιλανθρωπικό του έργο οικοδόμησε λίγο έξω από την Καισάρεια ένα τεράστιο ίδρυμα, την «πολιτεία του ελέους», που ονομάσθηκε αργότερα «Βασιλειάδα», και συγκέντρωνε γύρω από έναν ναό γηροκομεία, νοσοκομεία, λεπροκομείο, σχολείο, κ.λπ. Ο άγιος δεν δίσταζε να φροντίζει ο ίδιος τους βαριά ασθενείς ή να ασπάζεται τους λεπρούς.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία συνεχίζει ως τις ημέρες μας να τελεί την Λειτουργία που συνέθεσε και να προσεύχεται με τις δικές του ευχές, που είναι πλήρεις υψηλής θεολογικής εμπνεύσεως. Προέτρεπε τους πιστούς να συνέρχονται στις εορτές προς τιμήν των μαρτύρων καθώς και να τιμούν τα άγια λείψανα.

Με σώμα καταπονημένο από αρρώστια και στερήσεις, ο άγιος παρέδωσε την ψυχή του στον Θεό την 1η Ιανουαρίου 379. Η κηδεία του, που ήταν πάνδημος, κατέδειξε τον θρίαμβό του. Έμοιαζε να είχαν συναχθεί για την Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, και έγιναν μάλιστα τότε και πολλά θαύματα. Σύμφωνα με το όνομά του, ο άγιος Βασίλειος κατέχει τώρα «βασιλική» θέση στην αυλή των Αγίων Πατέρων, κοντά στο θρόνο του ουράνιου Βασιλέα.

 ΠΗΓΗ:https://www.pemptousia.gr/2020/12/mbas/

Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2020

Η Σφαγή των Νηπίων (29 Δεκεμβρίου)

Τὸ μοιρολόγι τῆς Ραχήλ

Μ᾽ ἀγγελικὰ στοχάσματα καὶ μ᾽ ἅγια καρδιοχτύπια,
τὴν παιδικὴ τὴ λύρα,
ἐσᾶς νὰ ψάλλω, πῆρα,
βρέφη ἱερὰ τῆς Βηθλεέμ, ἁγνὰ κι ἄδολα νήπια1
.
Φριχτὴ τοῦ Ἡρώδ᾽ ἡ προσταγὴ καὶ τῆς κακῆς βουλῆς του,
τὰ βρέφη ἀπ᾽ τὴν ἀγκάλη
τὴ μιά, περνοῦν στὴν ἄλλη,
ἀπὸ τὴ μητρικὴ ἀγκαλιά, στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Ὑψίστου.

Γεννιέται στὴ σπηλιὰ ὁ Χριστός, τὸ μαρτυράει τ᾽ ἀστέρι,
ὥρ᾽ ἀπομένει λίγη,
μὴν ἀπ᾽ τὴ φάτνη φύγει,
παίρνουν τὸ δρόμο τὰ παιδιὰ καὶ πᾶνε χέρι-χέρι!

Λιβάνι, σμύρνα καὶ χρυσὸ δὲν κουβαλοῦν μαζί τους,
ἄλλο δῶρο δὲν ἔχουν
καὶ νὰ προλάβουν τρέχουν,
φέρνοντας στ᾽ ἄμωμο Παιδὶ τὴν καθαρὴ ψυχή τους.

Λυγίζουν Μάγοι καὶ βοσκοὶ μπροστὰ στὸ Δημιουργό τους,
κι αὐτά, ὄχι στὸν Ἡρώδη,
στὸ θεῖο Βρέφος τὸ πόδι
γέρνουνε, μὲ τοὺς Μάρτυρες ν᾽ ἀνταμωθοῦν τοὺς πρώτους.

Τὸ αἷμ᾽ ἀχνίζει τῶν παιδιῶν, διπλὸ σύννεφο φτιάχνει
μὲ τὸν ἀχνὸ ἀπ᾽ τ᾽ ἀθῶα
καὶ τ᾽ ἄκακα τὰ ζῷα,
πού ᾽ναι σκυμμένα στῆς φτωχῆς σπηλιᾶς τ᾽ ἀχυροπάχνι.

Τὰ κλάματά τους τὰ στερνά, θαρρεῖς κι εἶναι τραγούδια,
ἀπόψε, σπήλαιο, ἄκου,
δὲ φτερουγοῦν τοῦ κάκου,
σμίγουν μὲ τ᾽ ἄλλα ψάλματα, ποὺ λένε τ᾽ Ἀγγελούδια.

Κλαίει ἡ Ραχὴλ2
τὰ τέκνα της, βαρεῖ τὸ στηθοστέρνι,
μὲς στὴ Ραμὰ ὅλο ἀκούει
τ᾽ αὐτὶ ἕνα πολυβούι,
θρηνεῖ ἡ Ραχὴλ κι ὅλο θρηνεῖ καὶ μοιρολόγια σέρνει.

– Ραχὴλ ἀπαρηγόρητη, θρήνα περίσσια, θρήνα,
καὶ μὲ τὰ δάκρυά σου
πλέξε γιὰ τὰ παιδιά σου
στεφάνια, μὲ τὰ δάκρυα τὰ ὁλόπικρά σου ἐκεῖνα.

Στέκει μὲ μάτι λυπηρό, σπίτι σὲ σπίτι στέκει,
τὴν κάθε σπιτοσκέπη,
ὁλόμαυρη τὴ βλέπει,
χιλιάδες δεκατέσσερα δακρυοστεφάνια πλέκει.

Ὦ, Κύριε, ἔρχονται σ᾽ Ἐσὲ παιδόπουλα κλαμένα,
τὰ βλέφαρά τους τρέχουν
καὶ δακρυοκύκλωτο ἔχουν
στεφάνι, ποὺ τὸ φόρεσαν μὲ τὴ δική Σου γέννα!

Δὲν κρύβει ἀπόψε τὴ σπηλιὰ οὔτε βουνό, οὔτε κάστρο,
τὴν κρύβει μόνο ἡ κάκια,
τσοπάνηδες μ᾽ ἀρνάκια
ἔρχονται ἀπ᾽ τὰ λιβάδια τους, Μάγοι φθάνουν μὲ τ᾽ ἄστρο.

Στὸ σπήλαιο, ὦ βρέφη, φέρνει σας, μ᾽ αἱμάτινη πορφύρα,
τοῦ Ἡρώδη ἡ ρομφαία.
– Οὐράνιε Βασιλέα,
ἀπ᾽ τὴν αὐλή μας, μπαίνουμε στῆς φάτνης Σου τὴ θύρα.

– Ἀφήσατε τὴν ἀγκαλιὰ τοῦ μητρικοῦ συνδέσμου,
σᾶς δέχεται μιὰν ἄλλη,
τοῦ παλατιοῦ μου ἡ ἀγκάλη,
δικά μου βασιλόπουλα, αἰώνιοι πρίγκηπές μου.

Ἐσεῖς, ποὺ πρωτανοίξατε τοῦ μαρτυρίου τὸ δρόμο,
ἐσεῖς θὰ πᾶτε πρῶτοι
τὸ φῶς στ᾽ Ἅδη τὰ σκότη,
μ᾽ Ἐμένα θὰ κατέβετε, μὲ τὸ σταυρὸ στὸν ὦμο.

Θά ᾽σαστε οἱ μαντάτορες, θά ᾽σαστε οἱ πρόδρομοί μου,
στὸ κάτω τὸ βασίλειο,
μπροστὰ στὸν ἄδυτο Ἥλιο,
κεράκια, ποὺ θὰ φέγγετε στοὺς κόσμους τῆς ἐρήμου.

Ἔτσι λουσμένα μὲς στὸ φῶς, στὸ αἷμά σας λουσμένα,
στὴ θεία θὰ μπεῖτε πύλη,
θὰ λάμπετε σὰν ἥλιοι,
ἀπ᾽ τὸν ἀστέρα πιότερο τῆς φάτνης μου τὸν ἕνα.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝ. ΣΑΝΤΑΡΜΗΣ

1. Τὰ 14.000 βρέφη, ὅπως λέει ἡ παράδοση, τῆς φυλῆς Βενιαμίν, ποὺ σφαγιάσθηκαν ἀπὸ τὸν Ἡρώδη τὸν Μέγα, κατὰ τὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ.
2. Τῆς Ραχὴλ σηκώθηκε ὁ τάφος, μὲ τὰ κλάματα τῶν χαροκαμένων μητέρων.

** Ὁ Ὅσιος Ἀμφιλόχιος, Μητροπολίτης Κυζίκου, ρωτᾷ τὸν Ἅγιο Μέγα Φώτιο, Πατριάρχη τῆς Κωνσταντινουπόλεως. «Τίνος ἕνεκα, γεννηθεὶς ὁ Χριστός, συνεχώρησε δι᾽ Αὐτὸν τὴν ἀναίρεσιν προελθεῖν τῶν νηπίων;»

Γιατί ὁ Χριστός, μὲ τὴ γέννησή Του, ἐπέτρεψε νὰ θανατωθοῦν τὰ νήπια; Ἀπαντᾷ ὁ Μ. Φώτιος. Ἂν θανάτωνε ὁ Ἡρώδης ἀνθρώπους ἐνήλικες, θὰ ἐνοχοποιοῦσαν αὐτούς, ἀλλὰ καὶ τὸν ἴδιο λιγώτερο εἰδεχθῆ.

Ἄλλος λόγος εἶναι ὅτι οἱ θυσιαζόμενοι ποὺ θὰ προηγοῦνταν ἔπρεπε νὰ εἶναι ἀναμάρτητοι «καὶ μὴ καθυβρίζειν τὸ μέγα θαῦμα», ποὺ θὰ προσφερόταν γιὰ τὴν κάθαρση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Γι᾽ αὐτὸ ἦταν ταιριαστὸς ὁ χορὸς τῶν ἀθώων βρεφῶν.

Κι ὅταν ὁ ἀναστημένος Χριστὸς Βασιλιὰς θὰ κατέβαινε στὸν Ἅδη νὰ κηρύξει τὸ λόγο Του στοὺς ἀποθανόντες, νὰ λαφυραγωγήσει δηλαδὴ τὰ βασίλειά Του, θὰ πήγαινε μὲ τὰ νήπια, ποὺ ἦταν δορυφόροι καὶ πρόδρομοι τοῦ μεγάλου Βασιλιᾶ, ἀναμάρτητοι καὶ λουσμένοι στὰ μαρτυρικὰ αἵματά τους, νὰ εὐαγγελισθοῦν μὲ τὴν παρουσία τους τὴν κοινὴ 208 ἀπολύτρωση, δείχνοντας τὰ σημάδια τῆς σφαγῆς ποὺ ὑπέστησαν πρὸς χάρη τοῦ θείου Ἐλευθερωτῆ.

Ἀντιγραφή γιὰ τὸ «σπιτὰκι τῆς  Μέλιας»

Ὁ Κόσμος τῆς Ἑλληνίδος
ἔτος 65ο – Νοέμβριος – Δεκέμβριος 2019 – Ἀρ. 636

Εἰκόνα ἀπὸ: wikimedia.commons

τὸ «σπιτὰκι τῆς  Μέλιας»

Πρόσωπο της χρονιάς:

 Νοσοκόμα έσωσε τρία νεογέννητα μωρά 

από τις εκρήξεις

Μία νοσοκόμα κατάφερε να σώσει τρία νεογέννητα μωρά από νοσοκομείο στη Βηρυτό που υπέστη σημαντικές ζημιές από τις εκρήξεις οι οποίες σημειώθηκαν το απόγευμα της Τρίτης. Το καρέ με τη νοσοκόμα να κρατά και τα τρία βρέφη στην αγκαλιά της, τραβήχτηκε από φωτορεπόρτερ που βρέθηκε στο σημείο.

Ο φωτορεπόρτερ Bilal Jawich βρισκόταν στο σπίτι του όταν σημειώθηκαν οι πολύνεκρες εκρήξεις στη Βηρυτό του Λιβάνου. Ακολούθησε τον καπνό μέχρι που έφτασε στο λιμάνι και στη συνέχεια κατευθύνθηκε προς το νοσοκομείο Al Roum όπου βρέθηκε αντιμέτωπος με νέα μικρό «θαύμα». 

Η «επαγγελματική συνείδησή» μου με οδήγησε στο νοσοκομείο, όπως εξήγησε ο Jawich. Η περιοχή Ashrafieh όπου βρίσκεται το νοσοκομείο είχε υποστεί πελώριες καταστροφές. Εκεί, όμως, βρέθηκε μπροστά σε μία αξιοθαύμαστη σκηνή.

«Έμεινα έκπληκτος όταν είδα μία νοσοκόμα να κρατά τρία νεογέννητα», σημείωσε και συμπλήρωσε: «Παρατήρησα τη ψυχραιμία της, η οποία ερχόταν σε αντιπαραβολή με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα». Όπως εξήγησε κοντά στο σημείο βρέθηκαν συνολικά επτά νεκροί και τραυματίες.
«Ωστόσο, η νοσοκόμα έμοιαζε σαν να είχε μία μυστική δύναμη που της έδινε αυτοσυγκράτηση και την ικανότητα να σώζει μωρά».

Η νοσοκόμα τον ενημέρωσε αργότερα πως είχε πέσει λιπόθυμη μετά την έκρηξη και αμέσως μόλις συνήλθε «βρέθηκε να κρατά τα τρία μωρά».

Το συγκλονιστικό καρέ:

​Να σημειωθεί πως από τις εκρήξεις στη λιβανέζικη πρωτεύουσα έχασαν τη ζωή τους τουλάχιστον 135 άτομα, ενώ οι τραυματίες ανέρχονται σε περίπου 5.000. Παράλληλα, όπως ενημέρωσε ο υπουργός  Υγείας, δεκάδες είναι οι πολίτες που αγνοούνται.

sputniknews.gr

Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2020

Ο Μνήστωρ Ἰωσήφ (Κυριακή μετά τήν Χριστοῦ Γέννησιν, 27-12-2020)

Ο δίκαιος Ιωσήφ

 στην υμνολογία των Χριστουγέννων

Ο Ιωσήφ ο Δίκαιος, μνήστορας της Θεοτόκου, συνιστά ένα από τα δραματικά πρόσωπα της Γέννησης του Χριστού. Υπήρξε γνήσιος υπηρέτης του μυστηρίου της Θείας Οικονομίας, το οποίο ξεκίνησε με την ενανθρώπηση του Σωτήρα Χριστού. Η διακριτική παρουσία του στο πλευρό της Θεομήτορος είναι δηλωτική του χαρακτήρα του. Οι αρχικές αμφιβολίες του για την άσπορη σύλληψη του τόκου της Μαριάμ περιγράφουν άριστα την αδυναμία της ανθρώπινης λογικής να κατανοήσει το μυστήριο του Θεού και την παντοδυναμία Του να άρει τους νόμους της φύσης, που ο Ίδιος δημιούργησε.




Η υμνογραφία των Χριστουγέννων αναφέρεται σε πολλά σημεία στο πρόσωπο, τη δράση και τη στάση του Ιωσήφ. Ιδιαίτερες αναφορές για εκείνον υπάρχουν σε ορισμένα από τα ιδιόμελα τροπάρια των Μεγάλων και Βασιλικών Ωρών της παραμονής της δεσποτικής εορτής και στον α’ κανόνα του Όρθρου της Κυριακής μετά τη Χριστού Γέννηση, ποίημα Ιωσήφ του Υμνογράφου, ο οποίος τιμά τον δίκαιο Ιωσήφ, όπως και το αγιολόγιο της ημέρας.

Οι αναφορές της υμνογραφίας για τον Ιωσήφ μπορούν να ομαδοποιηθούν σε τρεις κύριες κατηγορίες: α) Η προσωπικότητα και οι αρετές του Ιωσήφ, β) Η συμβολή του Ιωσήφ στο μυστήριο της Θείας Οικονομίας και γ) Η περιγραφή της αρχικής στάσης του Ιωσήφ, με απόγνωση, γεμάτος από αμφιβολίες και η μεταστροφή του ύστερα από το όραμα του άγιου Αγγέλου.

Ο Ιωσήφ περιγράφεται ως άνθρωπος δίκαιος, αγαθός και καθαρός στην καρδιά. Η καταγωγή του από τη γενιά του βασιλέα Δαβίδ δεν παραθεωρείται, αλλά τονίζεται, αφού τονίζεται η βασιλική καταγωγή του Χριστού και ως προς την ανθρωπότητά Του, ακόμα και με την θεώρηση του Ιωσήφ από τους απλούς ανθρώπους ως πατέρα του Βρέφους. Ο σεβασμός που έδειξε προς τη Θεοτόκο, αλλά και η υπακοή του στο θέλημα του Θεού είναι στοιχεία που φανερώνουν την αδαμάντινη προσωπικότητά του. Η επιλογή του από τον Θεό ως μνήστορα της Παρθένου δεν είναι τυχαία και αυτό αποδεικνύεται τόσο από τις αρετές, με τις οποίες ήταν εφοδιασμένος, όσο και από τη συμβολή του στη διακονία που του ανέθεσε ο Κύριος.

Η συμβολή του Ιωσήφ στο μυστήριο περιγράφεται από την υμνογραφία κατά κόρον. Ο κανόνας του Ιωσήφ του Υμνογράφου της Κυριακής μετά τη Χριστού Γέννηση εγκωμιάζει τον μνήστορα της Θεοτόκου, αφού η δόξα του είναι αληθινά μεγάλη και το αξίωμα του να φαίνεται στα μάτια των ανθρώπων ως πατέρας του Χριστού είναι σπουδαίο. Ο Ιωσήφ σκιαγραφείται ως θεράποντας και διάκονος του Χριστού και φύλακας της Θεοτόκου και του Θείου Βρέφους. Τονίζεται ιδιαίτερα η συμβολή του στην ασφαλή φυγάδευση του Χριστού και της Θεομήτορος στην Αίγυπτο και στην επιστροφή τους στην Παλαιστίνη, αφότου εξέλειπε ο κίνδυνος για αυτούς.

Ο χαρακτηρισμός του ως πατέρα του Χριστού ερμηνεύεται άριστα από την υμνογραφία. Οι ποιητές των τροπαρίων περιγράφουν ακριβώς το ρόλο του Ιωσήφ ως μνήστορα της Θεοτόκου. Εξηγούν ότι δεν ήταν φυσικός πατέρας του Χριστού και δεν είχε καμία σαρκική συνάφεια με την Παρθένο, την οποία σεβάστηκε και ποτέ δεν διέφθειρε. Ως «υπήκοος των θείων ρημάτων» εκπλήρωσε τη διακονία που του ανατέθηκε. Δέχθηκε να ονομάζεται πατέρας του Χριστού, χωρίς να υπάρχει αντικειμενικά καμία συμβολή του στη σάρκωσή Του. Η όλη στάση του απένειμε δίκαια τον τίτλο του πατρός, αφού «μεγαλύνθηκε τη σεπτή προσηγορία» και καταξιώθηκε μεταξύ των ανθρώπων.

Η αρχική στάση του Ιωσήφ τονίζεται, ιδίως, στα προεόρτια των Χριστουγέννων τροπάρια. Ο μνήστορας της Θεοτόκου φαίνεται σκυθρωπός, λυπημένος, γεμάτος αμφιβολίες και άρνηση προς το μυστήριο, αδυνατώντας να κατανοήσει το θαυμαστό τρόπο της σύλληψης, αλλά και του τόκου της Αειπαρθένου. Ο Ιωσήφ, ύστερα από το όραμα του Αγγέλου, διανοίγει τα μάτια του, κατανοεί ότι εκπληρώνονται πλέον οι προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης και μεταστρέφεται. Δεν επιθυμεί πια να απομακρύνει, έστω και διακριτικά, χωρίς να εκθέσει στα μάτια των ανθρώπων, τη Θεοτόκο και στέκεται φύλακας και προστάτης της. Η αμφισβήτηση και ο εκνευρισμός του Ιωσήφ δηλώνονται μέσα από τους ύμνους, στους οποίους απευθύνεται σε έντονο τόνο προς τη Θεοτόκο και της ζητά εξηγήσεις για το παράδοξο φαινόμενο.

Η ευσεβής συμμετοχή του Ιωσήφ στο μυστήριο της Ενανθρώπησης του Λόγου τον περιβάλλει με ιδιαίτερη τιμή. Εκείνος ήταν από τους λίγους ανθρώπους που καταξιώθηκε να κρατήσει στα χέρια του τον νεογέννητο Χριστό, όπως και ο Συμεών ο Θεοδόχος κατά την Υπαπαντή, ώστε ο υμνωδός να τον παρεμβάλλει με αστέρα, που φέρει την ακτινοβολία του από τον Ήλιο-Χριστό. Η αναδοχή του Χριστού στα χέρια του τον καθαγίασε και τον κατέστησε άγιο, ώστε να τον υμνούν όλες οι γενεές.

Ο Ιωσήφ ήταν αυτόπτης μάρτυρας όλων των γεγονότων των πρώτων ετών της επίγειας δράσης του Χριστού. Ήταν παρών στον τοκετό, προσκύνησε μαζί με τους Ποιμένες το Θείο Βρέφος, τον ύμνησε μαζί με τους Αγγέλους και αναγνώρισε πρώτος απ’ όλους ότι Εκείνος είναι ο Δημιουργός. Στο γήρας είδε να εκπληρώνονται όσα περίμεναν τόσες γενεές πριν από εκείνον. Ο υμνωδός τον χαρακτηρίζει ως ισότιμο των αγγέλων, των προφητών και των μαρτύρων, αλλά και συνόμιλο των Αποστόλων. Η ευλογία να πληροφορηθεί το μυστήριο της Σύλληψης πρώτος, ύστερα από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ μαρτυρά την ιδιαίτερη τιμή, με την οποία τον περιέβαλε ο Θεός, ενώ, σε άλλο σημείο, υμνείται ως ανώτερος των αγίων Αγγέλων, αφού ο Ιωσήφ κράτησε με τα ίδια του τα χέρια τον Θεό, σε αντίθεση με εκείνους που τρέμουν στην παρουσία Του.

ΠΗΓΗ: https://www.pemptousia.gr/

Μητροπολίτης Κίτρους Γεώργιος

  Να ρωτήσουμε τον γιατρό 

και όχι τον ιερέα της ενορίας μας για το εμβόλιο (ΒΙΝΤΕΟ)

thestival.gr

Ο νεαρός στρατιώτης Μανουήλ

            Τα Χριστούγεννα του στρατιώτη

του πατρός Δημητρίου Μπόκου

Υπό βροχήν ο νεαρός στρατιώτης Μανουήλ βάδισε όλη την ημέρα στα παγωμένα καταράχια.Έφτασε κατάκοπος, νηστικός, μουσκεμένος στη δυσπρόσιτη γραμμή εφόδου.

Το άγριο χιονισμένο τοπίο, υπό κανονικές συνθήκες άβατο, δυσκόλεψε την πορεία του, τον εμπόδισε να είναι στον στόχο του την ώρα που πρόβλεπε το επιχειρησιακό σχέδιο.

Λίγα μόνο λεπτά τον βρήκαν να ξεκουράζεται ορθός στο γλιστερό βάθος της χαράδρας (πού τόπος να καθίσει στο λασπερό χιόνι;), ίσα-ίσα για να φτάσουν και οι τελευταίοι του λόχου του.

Χωρίς ανάπαυλα, όσο βαστούσε ακόμα το λιγοστό φως της φθινοπωριάτικης μέρας, εφόρμησε στην απόκρημνη πλαγιά που υψωνόταν μπροστά του. Με το σύνθημα, τα μουσκεμένα του πόδια σάλεψαν βαριά στον ανήφορο. Άγριος βρυχηθμός η κραυγή του αντήχησε βραχνά στα γκρεμνά που μισοσκότεινα έχασκαν κάτω του. Έτρεξε λαχανιασμένος, πήδησε βράχια, έπεσε, σηκώθηκε, σκόνταψε, γλίστρησε, γαντζώθηκε στα χαμόκλαδα, ξανασηκώθηκε, μάτωσε, πόνεσε, βόγγηξε, μα τίποτε δεν στάθηκε δυνατό να τον πισωγυρίσει.

Το βλέμμα του, αστράφτοντας άγρια, ήταν καρφωμένο στην κορφή που ανασκαβόταν αδιάκοπα από τις εκκωφαντικές εκρήξεις. Παγωμένη τανάλια τα δάχτυλά του, κλείδωναν σφιχτά πάνω στο φλογισμένο του όπλο. Με τη στερνή αναλαμπή της φοβερής μέρας ο νεαρός στρατιώτης, αιμόφυρτος, τρομερός, αλλοπαρμένος, πατούσε θριαμβευτής, ίδιος θεός του πολέμου,την κορφή του αιματοποτισμένου υψώματος. Ο ασυρματιστής με τα δάχτυλα κοκκαλωμένα βιάστηκε να χτυπήσει στο παγωμένο χειριστήριό του: «Αποστολή εξετελέσθη». Οι εκκωφαντικοί κρότοι αραίωναν, μα τα φαντάσματα του ολέθρου φτεροκοπούσαν ακόμα στον τρελό αέρα, τη βροχή, το μισοσκόταδο.

Η ξέφρενη μάχη κόπασε. Ο βαρύς Νοέμβρης του ’40 σκέπασε με το πηχτό σκοτάδι του τα χιονισμένα βουνά. Ο λόχος, αποδεκατισμένος απ’ τα δεινά του πολέμου, πασχίζει ν’ αγκιστρωθεί στην ανεμοδαρμένη κορφή. Ο νεαρός στρατιώτης, μουσκεμένος, πεινασμένος, παγωμένος, πεθαμένος, ψάχνει στην υγρή λασπωμένη γη απάγκιο για λίγη εναγώνια ανάπαυση μέχρι το επόμενο ματοκύλισμα. Πόσο ζήλευε και καλοτύχιζε,τέτοιες στιγμές,τ΄ άγρια θεριά στις φωλιές τους!

Είχε ξεχάσει πώς είναι να ζεις σαν άνθρωπος. Η όψη του αγρίεψε. Το κορμί του βρώμισε. Τα ρούχα του σκίστηκαν. Τα άρβυλά του τρύπησαν. Η ψυχή του μόνο ήταν ακόμα ζωντανή. Της έδινε πνοή το όραμά τους. Το όραμα της νίκης που, παρά τις απάνθρωπες συνθήκες του πολέμου και τις απελπιστικά δυσοίωνες προβλέψεις, το αγκάλιαζαν κάθε μέρα χειροπιαστά στα φρικιαστικά πεδία των μαχών. Και που το θέριευε αδιάκοπα και το φούντωνε πιότερο, μυστικά αλλά και φανερά, μια άλλη μορφή, γνωστή, γλυκειά, αγαπημένη κι αυτή απ’ το βρεφικό τους μαξιλάρι, η δεύτερη μάνα τους, η Παναγία. Κι έκανε κουράγιο ο νεαρός στρατιώτης και πολεμούσε αλύγιστος ενάντια σ’ όλα τα θεριά για όλα όσα άφησε πίσω του, για όσα αγαπούσε.

Μα ήρθε η ώρα που τσάκισε και η ψυχή του.

Ήταν τότε που έφτασαν και στην προκεχωρημένη τους γραμμή οι ισχνές εφεδρείες, προσπαθώντας να καλύψουν κάτι απ’ τα δυσαναπλήρωτα κενά που οι αδυσώπητες μάχες άφηναν πίσω τους.

–  Καιρός ήταν! Μας θυμήθηκαν! σκέφτηκε ο νεαρός στρατιώτης και μια μικρή ανακούφιση τρύπωσε στη σκληρυμένη απαράκλητη καρδιά του.

Ο λόχος τους, απ’ την αρχή του πολέμου στην πρώτη γραμμή, δεν ήταν παρά λόχος-φάντασμα. Ούτε σκέψη βέβαια για πλήρη αντικατάσταση των καταπονημένων μαχητών, που φάνταζαν σκέλεθρα από τη φοβερή κακοπάθεια. Έστω και έτσι όμως, η μικρή αναπλήρωση κάποιων κενών έδινε ανάσα ζωής στην αποδεκατισμένη μονάδα. Μα η ευφορία του νεαρού στρατιώτη δεν κράτησε για πολύ. Η άφιξη των νεοφερμένων είχε μια ιδιαίτερη, όσο και αναπάντεχη εξέλιξη για τον ίδιο.

Ανάμεσά τους διέκρινε από τις πρώτες στιγμές και τον άσπονδο «φίλο» του. Ο «ακατονόμαστος»συγχωριανός του ήταν μεταξύ των λιγοστών εφέδρων που έφτασαν ως τη γραμμή του πυρός. Ο σκληροτράχηλος μαχητής χολώθηκε κατάκαρδα.

–  Έλεος! ανέκραξε μέσα του οργισμένος. Κι εδώ ακόμα με έφτασε η χάρη σου;

Ποιος ήταν ο «ακατονόμαστος»;

Μα ο παιδικός του φίλος. Που μεγαλώσανε μαζί στο ξεχασμένο απόμερο χωριό τους.Μαζί στις παιδικές περιπέτειες, στις χαρές και στις λύπες τους μαζί. Ο πιο κοντινός του, ο δικός του άνθρωπος. Πρώτα σ’ αυτόν θα ’λεγε το καθετί, μετά στους δικούς του. Δεν είχαν μυστικά μεταξύ τους. Τον εμπιστευόταν τυφλά. Μα έλα που όλα τα καλά έχουν και τέλος κάποτε! Και η φιλία τους ήταν τόσο καλή, που το κακό τη ζήλεψε και βάλθηκε να τη χαλάσει.

Στο χωριό είχαν φτώχεια μεγάλη και ο Μανωλάκης, όπως τον φώναζαν από μικρό, μπήκε στη δούλεψη από νωρίς. Να δώσει μιαν ανάσα στο σπίτι τους κι αυτός, καταπώς συνηθιζόταν με τους νέους του χωριού του. Μα οι κόποι και τα βάσανα της δουλειάς τον έκαναν γεροδεμένο παλικάρι. Έριξε μπόι, ψήλωσε. Τα μπράτσα του δυνάμωσαν, έσφιξε το κορμί του, μα πάνω απ’ όλα ομόρφυνε. Και πάνω στον ανθό της νιότης του πρόβαλε στο προσκήνιο και η αγάπη.

Σε κάποιο απ’ τα ταξίδια του για τις δουλειές του γνώρισε την Ανδριανή. Ήταν κορίτσι που ξεχώριζε από μακριά. Με το πρώτο που την αντίκρισε, τον τράβηξε. Ψηλή κι αυτή, στητή, καλοβαλμένη, όμορφη σαν το νερό κρύας πηγής. Σεμνή και μετρημένη, καθώς έμαθε, όπου κι αν ρώτησε γι’ αυτήν. Μα δεν μπορούσε να την πλησιάσει από μόνος του. Μια και μοναδική φορά σε τυχαίο συναπάντημα αντάμωσαν οι ματιές τους. Δεν μπορούσε να ξέρει αν εκείνη τον είχε προσέξει ποτέ, ή αν ένιωθε κάτι γι’ αυτόν. Μα ο Μανωλάκης, αγνός άνθρωπος, άβγαλτο παιδί της αγροτιάς, την ερωτεύθηκε βαθιά, με όλη τη δύναμη της νεανικής του καρδιάς. Με καμμιά δεν μπορούσε να τη συγκρίνει. «Ως κρίνον εν μέσω ακανθών», τόσο διαφορετική τού φαινόταν η αγαπημένη του ανάμεσα στ’ άλλα κορίτσια. Την έκαμε σκοπό της ζωής του και άρχισε να ψάχνει τρόπους και ανθρώπους για να την πλησιάσει.

Και φυσικά εκμυστηρεύτηκε τον έρωτά του πρώτα και καλύτερα, πού αλλού; Στον φίλο του. Εκείνος ενθουσιάστηκε. Και βάλθηκε, σαν φίλος του που ήταν, να συνδράμει στην περίσταση. Θα εύρισκε ανθρώπους κοντινούς της κοπέλας, να μεσολαβήσουν. Να μιλήσουν στους δικούς της, σε κείνη, όπου ήταν χρειαζούμενο, να δέσει το πράγμα, να πάρει σάρκα και οστά το μεγάλο όνειρο του Μανωλάκη. Κι αρχίσανε λοιπόν τα πάρε-δώσε του φίλου για τον μεγάλο σκοπό.

Και πρώτη του κίνηση βέβαια ήταν να τη δει κι ο ίδιος από κοντά, να αποκτήσει ιδία αντίληψη περί του θέματος, όπως έλεγε. Να μην ξέρει ο άνθρωπος για ποιο πράγμα αγωνίζεται; Και φυσικά, θαμπώθηκε από την ομορφιά της κι αυτός. Και εδώ ήταν που άρχισαν τα πράγματα να μετράνε αντίστροφα. Ο σπουδαίος φίλος δεν δίστασε καθόλου να αλλάξει ρόλο παρευθύς. Κι από προξενητής, βρέθηκε να κυκλοφοράει για γαμπρός. Τα ’φερε από δω, τα ’φερε από κει, με το ένα, με το άλλο, κατάφερε στο τέλος ο καλός σου με τη μαεστρία του, βάζοντας τον ερωτευμένο φίλο του να κοιμάται στα χαμομήλια, να φτιάξει τη δουλειά του τέλεια. Και ώσπου να πάρει είδηση ο βαθιά νυχτωμένος, ανίδεος Μανωλάκης, τί παιχνίδια παίχτηκαν πίσω από την πλάτη του, ο καλύτερος φίλος του βρέθηκε παντρεμένος με την όμορφη Ανδριανή.

Το νέο έσκασε σαν κεραυνός εν αιθρία στην ψυχή του φτωχού Μανωλάκη. Αυτός κι αν έπεσε απ’ τα σύννεφα! Νόμισε πως ζει εφιάλτη. Δεν μπορούσε να πιστέψει το τί έγινε. Να τον εκμεταλλευθεί ο έμπιστος φίλος του τόσο αισχρά! Ένιωσε τη ζωή του να γίνεται θρύψαλα στη στιγμή. Είδε τις δυο μεγάλες του αγάπες ξαφνικά να κάνουν φτερά. Ο καλύτερος φίλος του να τον προδίδει θανάσιμα! Η αγαπημένη του να χάνεται οριστικά απ’ τη ζωή του, να ανήκει παντοτινά πλέον σε άλλον!Τα μάτια του θάμπωσαν, το μυαλό του σκοτίστηκε, η καρδιά του σταμάτησε. Η ζωή έφυγε απ’ το κορμί του. Ο Θεός τον φώτισε και δεν άρπαξε την καραμπίνα να σκοτώσει και να σκοτωθεί.

Μα στο εξής τα πάντα μαράθηκαν μέσα του. Το όμορφο παλικάρι μαράζωσε, η νιότη του φυλλορρόησε, μάδησε σαν το κομμένο τριαντάφυλλο. Μια βαθειά δυστυχία θρονιάστηκε στην ψυχή του. Κατάντησε άνθρωπος μισερός. Οι δικοί του φοβήθηκαν πως θα τον χάσουν. Τους αγαπούσε πολύ κι έκανε το παν για να μην υποφέρουν μαζί του. Μα η ζωή του είχε μόνιμα σακατευτεί. Δεν μπόρεσε να συγχωρέσει ποτέ τον ύπουλο φίλο του. Τον μίσησε με όλη τη δύναμή του. Δεν θέλησε ποτέ του να τον ξαναδεί. Και ποτέ ξανά δεν ανάφερε το όνομά του. Ήταν γι’ αυτόν πλέον ο «ακατονόμαστος».

Και η Ανδριανή; Έμαθε ποτέ για τον μεγάλο του έρωτα; Της μίλησε άραγε ποτέ γι’ αυτό ο «ακατονόμαστος»; Δεν μπορούσε να ξέρει. Ούτε είχε τρόπο να μάθει. Μα δεν είχε και νόημα φυσικά. Ήταν πολύ τίμιος για να αρχίσει να σκαλίζει. Δεν είχε τίποτε να βγάλει.

Αυτός δεν το ήξερε, μα η κοπέλα, μια και ζούσε στο χωριό τους πια, έμαθε κάποτε, σε χρόνια βέβαια, την πικρή αλήθεια. Μια βαθειά συμπάθεια την πλημμύρισε για το πληγωμένο παλικάρι, που, ούτως ή άλλως από την πρώτη στιγμή που το αντίκρισε, της είχε μιλήσει έντονα μέσα της. Μα τώρα δεν ωφελούσε τίποτα. Ήταν πολύ αργά για οτιδήποτε. Είχε πια οικογένεια, μικρά παιδιά να μεγαλώσει. Και ήταν κι αυτή πολύ τίμια για να σκαλίσει οτιδήποτε παραπέρα.

Ας όψεται ο «ακατονόμαστος»!

Και να τον έχει τώρα κοντά του στην πιο θανάσιμη πάλη της ζωής του, εδώ που παίζονταν όλα για όλα ανά πάσα στιγμή! Πώς γίνονται τέτοιες απίθανες, τόσο ανεπιθύμητες συμπτώσεις; Ποιο μακάβριο πεπρωμένο εμπαίζει σαδιστικά τον πόνο του; Χάθηκαν οι επιλογές στη σκακιέρα της ιστορίας; Ο νεαρός στρατιώτης ένιωσε την ψυχή του να λυσσομανά. Δεν έφτανε η προσωπική του μέχρι τώρα τραγωδία, η φρίκη του πολέμου, η ανήκουστη κακουχία που τους κατάντησε αγριμικά και θεριά. Θα είχε μπροστά του στο εξής και τον προσωπικό του δήμιο παντού, να τον βασανίζει ανελέητα.Ε, όχι πια! Δεν ήταν δα και υπεράνθρωπος!Πόσο θα κράταγε ακόμα; Η αίσθησή του ήταν πως όλα αυτά ξεπερνούσαν αφάνταστα τις αντοχές του. Η ψυχή του μαύρισε, έσπασε, γονάτισε.

Και ο πόλεμος, που από αισθήματα κι ανθρώπινους καημούς και πόνους δεν ένιωθε, συνεχιζόταν αμείλικτος. Μα ο νεαρός στρατιώτης άρχισε τώρα να τα βλέπει όλα με παγερή απάθεια. Λίγο τον ένοιαζε πια η ζωή του, έχασε το νόημά της γι’ αυτόν. Προκαλούσε ανοιχτά την τύχη του. Περιγελούσε ψυχρά τον θάνατο, γινόταν προκλητικά παράτολμος, έβγαζε το άχτι του βουτώντας απερίσκεπτα στους κινδύνους. Οι ανώτεροί του έτρεμαν στη σκέψη να χάσουν από ανοησίες τον καλύτερο στρατιώτη τους. Προσπαθούσαν μάταια να τον λογικέψουν. Θυμόταν μόνο, πού και πού, τη μάνα του την πονεμένη και τις αδελφές του, που θα μαυροφορούσαν στα νιάτα τους, και μάτωνε η καρδιά του πικρά.

Τα Χριστούγεννα κόντευαν. Μα ποιος τα θυμόταν; Το καθημερινό χαροπάλεμα συνεχιζόταν όλο και πιο άγριο. Οι εξουθενωμένοι μαχητές βρισκόντουσαν σε ιδιαίτερα κρίσιμη κατάσταση. Το σύνταγμά τους είχε αγκιστρωθεί σε απόκρημνο ορεινό όγκο, απ’ τους πολλούς που αφθονούσαν στο θέατρο των επιχειρήσεων. Σκορπισμένα περιμετρικά τα τρία τάγματά του, παρέμεναν καθηλωμένα για μέρες κάτω απ’ τον καταιγισμό των εχθρικών πυροβόλων. Η προέλασή τους κοβόταν απ’ το απότομο ρεύμα του ποταμού που έγλειφε τη χιονισμένη κατωφέρεια μπροστά τους. Με εντολή του συνταγματάρχη μια διλοχία, επιχειρώντας νυχτερινή παράτολμη έφοδο,κατάφερε να διεισδύσει στην απέναντι όχθη.Σχημάτισε μικρό προγεφύρωμα, μα χωρίς υποστήριξη, αποκομμένη, κινδύνευε να αφανιστεί. Ο νεαρός στρατιώτης ήταν στο προγεφύρωμα.

Η προωθημένη μονάδα, οχυρωμένη πρόχειρα, βρισκόταν τώρα στο μάτι του κυκλώνα. Ο ταγματάρχης-διοικητής της, ψάχνοντας απεγνωσμένα για προκάλυψη, έβγαλε βιαστικά αναγνωριστική περίπολο.Γλιστρώντας αθόρυβα οι πέντε οπλίτες της, προσπάθησαν να ψηλαφήσουν στα σκοτάδια της νύχτας το ανάγλυφο της περιοχής. Κόντευαν να ολοκληρώσουν τον κύκλο τους, όταν σε κοντινή απόσταση αντιλήφθηκαν ύποπτη κίνηση. Εχθρικό απόσπασμα, δυο διμοιρίες τουλάχιστον, κατευθυνόταν προσεκτικά προς τη θέση της διλοχίας για αιφνιδιαστική προσβολή.

Οι άντρες της περιπόλου ακροβολίστηκαν στη στιγμή και κινήθηκαν προς τα πίσω, μα η απόσταση που τους χώριζε από την εχθρική ομάδα ήταν πολύ μικρή. Δεν μπορούσαν να τρέξουν χωρίς να γίνουν αντιληπτοί. Οι δυο παρέμειναν επί τόπου. Με τα φορητά τους αυτόματα άνοιξαν ομαδικό ξαφνικό πυκνό πυρ καταπάνω στον εχθρό, για να καλύψουν τη διαφυγή των υπολοίπων. Στη συνέχεια οι τρεις από ασφαλέστερη θέση κάλυψαν την υποχώρηση των δύο. Ο εχθρός αλαφιάστηκε, πισωγύρισε, αναδιπλώθηκε σαν ερπετό, ρίχτηκε με λύσσα στην αντεπίθεση. Η διλοχία βρέθηκε ακαριαία στο πόδι, εφόρμησε, κατάφερε να σπάσει την ορμή του, καθήλωσε προσωρινά το θεριό.

Μα απ’ την περίπολο γύρισαν μόνο οι τέσσερις. Ο πέμπτος δεν τα κατάφερε. Μέσα στη σύγχυση των διασταυρούμενων πυρών, μια ριπή τον πρόλαβε στα πόδια, ενώ έτρεχε να καλυφθεί στο κοίλωμα ενός βράχου. Η αριστερή του κνήμη έσπασε. Ο δεξιός μηρός γαζώθηκε, μα δεν πειράχτηκε το κόκκαλο. Σωριάστηκε φαρδύς πλατύς στη βάση της πέτρας. Αδύνατον να κάνει βήμα.Η μάχη γύρω του μαινόταν.Η κρυάδα του θανάτου τον περόνιασε από πάνω ως κάτω μονομιάς. Είτε από σφαίρες, είτε από αιμορραγία, κατάλαβε πως ήταν λίγα τα ψωμιά του.

Το πρωί βρήκε τους αντιπάλους στις πρόχειρες οχυρώσεις τους. Ο αγνοούμενος στρατιώτης θεωρήθηκε νεκρός. Ο διοικητής σκεφτόταν με πρώτη ευκαιρία να τον περιμαζέψει για ταφή. Με τα κιάλια του χτένιζε το πεδίο της νυχτερινής μάχης. Δεν άργησε να τον εντοπίσει, καθώς βρισκόταν σε σημείο υπερυψωμένο, καθαρό από βλάστηση, αλλά και εμφανές εκατέρωθεν των αντιμαχομένων. Ο πεσμένος στρατιώτης προστατευόταν προσωρινά από τα εχθρικά βλέμματα από μικρό πέτρινο κοίλωμα, αλλά κάθε πρόσβαση σ’ αυτό ήταν απόλυτα εκτεθειμένη, χωρίς την παραμικρή κάλυψη. Ο ταγματάρχης εκτίμησε την κατάσταση στα γρήγορα. Ήταν φανερό πως δεν μπορούσε να ρισκάρει τίποτε στο φως της μέρας, καθώς η περιοχή βρισκόταν μέσα στο δραστικό βεληνεκές των εχθρικών όπλων. Δίσταζε να διακινδυνεύσει άλλες ζωές. Θα περίμενε τη νύχτα.

Και ενώ ετοιμαζόταν να κατεβάσει τα κιάλια του, ο πεσμένος κουνήθηκε. Ο ταγματάρχης αναπήδησε.

–  Μα είναι ζωντανός! ανέκραξε κατάπληκτος.

Τα δεδομένα τώρα άλλαζαν άρδην. Δεν μπορούσε να εγκαταλείψει τραυματία στο έλεος του εχθρού. Ούτε μπορούσε να ξέρει σε ποια κατάσταση βρισκόταν ο πληγωμένος. Ίσως να είχε χάσει πολύ αίμα. Θα άντεχε μες στην παγωνιά ως τη νύχτα; Μια ομάδα διάσωσης οργανώθηκε στο λεπτό. Ο εμπειρότατος νεαρός στρατιώτης Μανουήλ επιλέχθηκε από τους πρώτους.

Με μεγάλη προσοχή και σχεδόν έρποντας,έφτασαν μέχρι το τελευταίο σημείο που τους παρείχε κάλυψη. Και τώρα; Μπροστά τους απλωνόταν το γυμνό ξέφωτο. Αδύνατο να προχωρήσουν αθέατοι. Θα πλήρωναν ακριβά την τόλμη τους. Τα πολυβόλα θα τους θέριζαν στο λεπτό. Βρέθηκαν σε μεγάλη αμηχανία.

Ο νεαρός στρατιώτης, εξασκημένος στον ανορθόδοξο πόλεμο, ανέλαβε πρωτοβουλία. Με παράτολμο θάρρος αναρριχήθηκε απ’ την αθέατη κρημνώδη πλευρά και έφτασε στο χείλος του βράχου που προστάτευε τον τραυματία. Μα πόση ήταν η έκπληξή του και η ψυχρολουσία που δέχτηκε,όταν είδε μπροστά του, ποιον άλλον; Τον«ακατονόμαστο»!Δεν είχε μάθει από πριν το όνομα του τραυματία, ή μπορεί και σκόπιμα να του το κρύψανε. Του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι.

–  Ώστε για σένα, βρε σκυλί, ξεσκίστηκα να φτάσω ως εδώ στα βράχια και τους γκρεμούς; Όχι, βρε αναίσχυντε, χίλιες φορές όχι! Δεν θα σου την κάνω τη χάρη! Εδώ θα μείνεις, να πεθάνεις! Να σε ρημάξουν ζωντανό, να σε φάνε τ’ αγρίμια!

Ήταν τόση η φούρκα του, που κάθισε κάτω τρέμοντας. Ένιωσε το κορόιδο της υπόθεσης, όπως ξανά και ξανά στο παρελθόν. Μα να, που τώρα είναι στο χέρι του να βγάλει μια και καλή το άχτι του. Η αγανάκτηση ορθώθηκε πελώριο κύμα μέσα του. Καιρός να πληρωθούν εδώ και τώρα όλοι οι παλιοί λογαριασμοί. Έχει ο καιρός γυρίσματα, δεν λένε;

Σκυφτός ο τραυματίας,ξεματωμένος, παγωμένος, χλωμός, ίσα που ανάσαινε. Δεν σάλεψε καθόλου. Δεν άνοιξε το στόμα μου να πει ούτε λέξη. Δεν σήκωσε μάτια να τον κοιτάξει.

–  Δεν μιλάς τώρα, παλιόπραμα, δεν σε παίρνει, ε;

–  Δεν έχω τίποτα να πω, μουρμούρισε τελικά ξεψυχισμένος ο άλλος. Δεν είμαι παρά ένας θεομπαίχτης. Αν θέλεις, συχώρεσέ με!

–  Τί να συχωρέσω, βρέ, αθεόφοβε; ούρλιαξε ο νεαρός στρατιώτης ξέφρενος. Από πού ν’ αρχίσω και πού να τελειώσω; Καταραμένος να ’σαι, που θέλεις και συγχώρεση!

–  Εγώ πεθαίνω, μου αξίζει, μα έχω μικρά παιδιά! ψιθύρισε με κόπο ο τραυματίας. Μην πάρουν την κατάρα μου πάνω τους. Κάν’ το για κείνα! Κάν’ το για κείνη!

Και έγειρε στο υγρό χώμα αποκαμωμένος.

Ο νεαρός στρατιώτης χτυπιόταν απ’ τον θυμό του. Μα βλέποντάς τον πεσμένο κάτω, σχεδόν νεκρό, άρχισε να καταλαγιάζει το πρώτο του φούντωμα. Δεν ήταν κακός, αντίθετα! Μα ξέσπαγε τώρα η πίκρα μιας ολάκερης ζωής. Στη σκέψη του ήρθε όντως εκείνη (μα μήπως είχε φύγει και ποτέ;)και τα παιδιά της. Ποιος ήταν στ’ αλήθεια αυτός που θ’ αποφάσιζε για την τύχη τους; Έγινε μήπως «ο και νεκρών και ζώντων την εξουσίαν έχων»; Αυτός θα κανόνιζε τώρα ποιος είναι να ζήσει και ποιος να πεθάνει; Και ποιον σταυρό θα κουβαλήσει ο καθένας; Θα βύθιζε στη δυστυχία της ορφάνιας αθώα μικρά παιδιά και στη χηρεία την αγαπημένη του ψυχή;

Κατάλαβε πως η εκδίκησή του θα ’σπερνε πίσω της καταστροφή. Όχι! Ποτέ του δεν ήθελε το κακό των ανθρώπων. Δεν θα το ’κανε λοιπόν ούτε τώρα. Αλλά καιρός τότε να βιαστεί. Δεν είχε τη μέρα ολόκληρη δική του. Άδραξε παρευθύς τον πληγωμένο στα στιβαρά του μπράτσα, όμως τα πράγματα δεν ήταν καθόλου απλά. Δεν μπορούσε να ξαναπεράσει φορτωμένος τους απότομους γκρεμούς από όπου σκαρφάλωσε νωρίτερα. Η μόνη διέξοδος ήταν το γυμνό ξέφωτο. Θανάσιμο ρίσκο, μα δεν είχε επιλογή.

Έκανε σινιάλο στην ομάδα του για κάλυψη και με τον τραυματία στους ώμους έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Ένας πυκνός φραγμός πυρός με συνεχείς βολές κατά ριπάς υψώθηκε πάραυτα για να τον προστατέψει. Μα κι ο εχθρός δεν αδρανούσε. Τα πολυβόλα του απάντησαν αμέσως. Στην κόλαση της φωτιάς, μ’ ένα τρελό ζικ-ζακ ο νεαρός στρατιώτης κόντεψε ν’ αγγίξει το θαύμα, μα η σφαίρα που τον έψαχνε επίμονα δεν είχε την ίδια γνώμη. Ένιωσε το φλογισμένο χάδι της στα σωθικά του, μα έσφιξε τα δόντια του για ένα τελευταίο σάλτο, που τον έφερε σχεδόν στην αγκαλιά της ομάδας του.

Με το που εντόπισε τις θέσεις του εχθρού από το πρόχειρο παρατηρητήριο ο διοικητής, πρόσταξε αμέσως βολές όλμου πάνω στα πολυβολεία του. Έτσι η ομάδα διάσωσης με τους δυο βαριά πληγωμένους κατάφερε να φτάσει ασφαλής στη βάση της.

Στο αντίσκηνο-χειρουργείο με ανύπαρκτα μέσα δόθηκε η κρίσιμη μάχη για τη ζωή τους. Εξαντλημένος απ’ την αιμορραγία και την παγωνιά ο «ακατονόμαστος», πήρε με τη φροντίδα λίγο-λίγο να συνέρχεται. Τα τραύματα στα πόδια του ήταν θεραπεύσιμα. Μα ο νεαρός στρατιώτης την είχε άσχημα. Η σφαίρα που τον τρύπησε απ’ το πλευρό, θέρισε ζωτικά του όργανα. Δυο μέρες χαροπάλευε. Ξημέρωναν Χριστούγεννα, χωρίς να πάρει ακόμα το καλύτερο.

Δεν είχε καλοφέξει καν, όταν απ’ το κοντινό αντίσκηνο ακούστηκαν μουρμουρητά, κουβέντες, σούσουρο, ώσπου τελικά ξεκαθάρισαν στ’ αυτιά του ψαλμωδίες. Ξαφνιάστηκε. Πώς έφτασε ως εκεί παπάς; Ο συνταγματάρχης είχε στείλει τον στρατιωτικό ιερέα του συντάγματος για να λειτουργηθούν τα παιδιά, να μεταλάβουν, μέρα που ξημέρωνε. Κανα-δυό φαντάροι πάλευαν να ψαλμωδήσουν τις χριστουγεννιάτικες υμνωδίες.«Δεύτε ίδωμεν, πιστοί…», «Η Παρθένος σήμερον…»και άλλα.Του φάνηκε τόσο παράξενο μέσα στη φρίκη του πολέμου, στην άγρια ερημιά και στους φρικτούς του πόνους να ακούει λόγια ιερά, γιορτινά, που έτρεξαν δάκρυα από τα μάτια του. Βαθειά συγκίνηση και γαλήνη απλώθηκαν στην ψυχή του. Ο τραχύς στρατιώτης αναλύθηκε σε κλάμα. Μα το ίδιο συνέβαινε και με τον άλλο τραυματία δίπλα του.

–  Δεν ξέρω αν θα ξανάχω την ευκαιρία, μα θα ’θελα να σου πω το μεγάλο μου ευχαριστώ, που θυσιάστηκες για μένα, τον εχθρό σου! είπε με τρεμάμενη φωνή εκείνος. Μακάρι να μπορέσω κάποτε να στο ανταποδώσω.

–  Δεν βλέπω εχθρό μου πουθενά! Ούτε σε σένα,Χρήστο! (για πρώτη φορά εδώ και χρόνια πρόφερε ξανά το όνομα του φίλου του). Άλλωστε φεύγω πια! Το ’πε η μάνα μου η μεγάλη, η Παναγιά, στη μάνα μου απόψε, στο όνειρό μου. Την είδα στο φτωχικό μας απαρηγόρητη να κλαίει, να χτυπιέται. Μα ήρθε αντίκρυ της και εστάθη η Παναγιά, μαυροφορούσα και σεμνή, με μάτια φωτεινά και πρόσωπο γλυκό, καλοσυνάτο.

–  Φτάνουν τα δάκρυα και οι καημοί σου, κόρη μου! της είπε. Το παιδί σου θα το πάρω εγώ κοντά μου πια. Μην κλαις και μην ανησυχείς άλλο γι’ αυτό. Τέλειωσαν οι πίκρες και τα βάσανά του. Τώρα θα είναι και δικός μου γιος. Σήμερα κιόλας θα ’ναι μαζί μου στον Παράδεισο.

Κι ακούμπησε την άχραντη παλάμη της η Παναγιά στ’ αυλακωμένο πρόσωπο της μάνας μου. Πήρε τα δάκρυά της, το γαλήνεψε. Κι έστειλε ένα γλυκό χαμόγελο ν’ ανθίσει στα πικραμένα χείλη της.

Κι ενώ απόσωνε ο στρατιώτης την κουβέντα του, πρόβαλε στην πόρτα της σκηνής χρυσοντυμένος ο παπάς με τ’ άγιο Δισκοπότηρο. Σαν να ’ταν μιλημένος, προχώρησε και στάθηκε στο μαξιλάρι του. Άπλωσε το ιερό μάκτρο πάνω του και πρόφερε σιγανά και ιερόπρεπα:

–  «Μεταλαμβάνει ο δούλος του Θεού Μανουήλ Σώμα και Αίμα Χριστού, εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον»!

Ο στρατιώτης ένιωσε πως είχε κιόλας αναλάβει τη φροντίδα του η μάνα του η Παναγιά. Κοινώνησε ευλαβικά. Έκανε τον σταυρό του και είπε ψιθυριστά:

–  «Μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη Βασιλεία σου»!

Σταύρωσε τα χέρια στο στήθος του, έγειρε ελαφρά το κεφάλι στο πλάι και παρέδωσε ειρηνικά και γαλήνια το πνεύμα του.

Απλά και αθόρυβα,μέσα απ’ τις βροντές του πολέμου,ο νεαρός στρατιώτης Μανουήλ αναχώρησε. Την ώρα που το θείο Βρέφος, ο Εμμανουήλ, κατέβαινε από τον ουρανό για το σπήλαιο της Βηθλεέμ, ένα άλλο βρέφος λευκοφορεμένο-η ψυχή του νεαρού στρατιώτη Μανουήλ-ανέβαινε από τη γη στα ουράνια,για το βασίλειο της Εδέμ. Δορυφορούμενα από αγγέλους τα δυο βρέφη,συναπαντήθηκαν στον αέρα και, κατά τρόπο ανερμήνευτο για μας, παρέμειναν έκτοτε για πάντοτε μαζί.

Δυο γράμματα έφτασαν στο μικρό χωριό.

Το ένα για την οικογένεια του στρατιώτη από τον διοικητή του, που με το γνωστό στερεότυπο ύφος γνωστοποιούσε ότι ο γιός τους,«διά υποδειγματικήν εκτέλεσιν του καθήκοντος και επιδειχθείσαν αυτοθυσίαν»κ.λ.π.κ.λ.π., «κατετάγη εις το πάνθεον των ηρώων»κ.λ.π.

Το άλλο για την Ανδριανή από τον άντρα της, που την πληροφορούσε για τα καθέκαστα. Διαβάζοντάς το εκείνη, έτρεξε βιαστικά στην κάμαρά της, καθώς δυο δάκρυα καυτά κυλούσαν στα μάγουλά της.Ύψωσε μάτια και χέρια προς τα εικονίσματα και άφησε ελεύθερη την καρδιά της, για πρώτη και τελευταία φορά,να απευθυνθεί μυστικά στον νεαρό στρατιώτη:

–  Σ’ ευχαριστώ, αγαπημένη μου ψυχή, σ’ ευχαριστώ! Πορεύου εν ειρήνη, ζήσε εκεί παντοτινά τη χαρά που δεν γεύτηκες ποτέ στη ζωή σου εδώ!

Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες, αρ. 20

Χριστούγεννα 2020 

Αντιύλη
Ι. Ν. Αγ. Βασιλείου, 481 00  Πρέβεζα

Εικόνα: «Πίστη κάτω απ’ τα ερείπια»  έργο του Yuri Andreyev από: 05varvara

Η γιαγια και ο παπούς...

Αν έχεις μεγαλώσει πλάι στη γιαγιά 

και τον παππού...

... τότε ξέρεις πως η αγάπη που παίρνει ένα παιδί από εκείνους είναι τόσο μοναδικά ανιδιοτελής, που δύσκολα μπορεί να ξεπεραστεί αυτός ο ισχυρός δεσμός! 
Παππούδες και εγγόνια: Γιατί αυτή η σχέση είναι τόσο πολύτιμη στα παιδιά;

Πολλές είναι οι φορές που ως μητέρα έχεις νιώσει την ανάγκη να θέσεις κάποιο όριο στην επαφή των… παππούδων με την οικογένειά σου. Και η αλήθεια είναι πως ένα “υγιές” όριο σε αυτή τη σχέση είναι καλό να υπάρχει, ώστε να επιτυγχάνονται οι “λεπτές” ισορροπίες, είτε πρόκειται για τους γονείς σου, είτε για τους πεθερούς σου. 
Από την άλλη, όμως, οι δεσμοί που αναπτύσσονται ανάμεσα στη γιαγιά και τον παππού με τα εγγόνια είναι ανεκτίμητοι και τα παιδιά βιώνουν αυτή την κοντινότητα και την οικειότητα ως μία από τις σημαντικότερες συνθήκες στη ζωή τους. 
Μάλιστα, σύμφωνα με νέα έρευνα, πέρα από τα πολλά καλά αποτελέσματα που έχει η επαφή των παιδιών με τους παππούδες τους, ένα νέο φοβερό εύρημα δείχνει πως 
τα παιδιά που περνούν περισσότερο χρόνο μαζί τους εξελίσσονται σε ενήλικες που δεν κάνουν ηλικιακές διακρίσεις, ενώ ειδικά στην περίπτωση των κοριτσιών παρατηρείται πως μεγαλώνοντας αντιμετωπίζουν το προσωπικό τους γήρας ευνοϊκότερα!
Αν έχεις μεγαλώσει πλάι στη γιαγιά και τον παππού, τότε ξέρεις πως η αγάπη που παίρνει ένα παιδί από εκείνους είναι τόσο μοναδικά ανιδιοτελής, που δύσκολα μπορεί να ξεπεραστεί αυτός ο ισχυρός δεσμός! 
Την ίδια στιγμή, στις περισσότερες περιπτώσεις, οι παππούδες τείνουν να… κακομαθαίνουν τα παιδιά, αφού είναι βέβαιο ότι τους κάνουν όλα τα χατίρια και δεν παραπονιούνται ποτέ για τίποτα -ναι, ακόμη κι όταν τα εγγόνια φέρουν τα πάνω-κάτω στο σπίτι, αν καταναλώσουν τα πάντα το ψυγείο, αν κάνουν όλο το μπάνιο μούσκεμα ή αν… τινάξουν την μπάνκα στον αέρα με τα άπειρα δώρα που ζητούν! 
Και ενώ μπορεί ως γονέας να αισθάνεσαι πως αυτή η ανοχή περνάει λανθασμένα μηνύματα στο παιδί -εξ ου και το “υγιές” όριο που θα ήθελες να βάλεις-, ωστόσο αυτά ακριβώς τα βιώματα είναι που θα μείνουν για πάντα χαραγμένα στη μνήμη των μικρών σου!

Αν, όμως, κρατάς ακόμα τις… αμφιβολίες σου, τότε διάβασε παρακάτω τέσσερα οφέλη της στενής σχέσης των παιδιών με τους παππούδες τους!

♦ Απαλύνει το στρες αποχωρισμού

Το σπίτι της γιαγιάς και του παππού είναι το τέλειο μέρος για να ξεκινήσουν τα παιδιά να κατανοούν πως αγαπιούνται, είναι ασφαλή και προστατευμένα και σε σπίτια που δεν είναι δικά τους. 
Τα παιδιά έχουν ανάγκη να δουν πώς λειτουργούν άλλες οικογένειες, πώς πετυχαίνουν άλλες σχέσεις και πώς άλλοι χώροι που δεν είναι δικοί τους μπορούν να είναι ανοιχτοί, ασφαλείς και να τα “αγκαλιάζουν”.

♦ Αυξάνει τη χαρά, και για τις δύο πλευρές
Σύμφωνα με έρευνα που διενεργήθηκε στο Κολέγιο της Βοστόνης το 2015, η θετική συναισθηματική σύνδεση ανάμεσα στους παππούδες και τα εγγόνια βοηθάει ενάντια στα συμπτώματα της μελαγχολίας και της κατάθλιψης. 
Σύμφωνα με την ερευνητική ομάδα: 
“Οι παππούδες είναι πλήρεις εμπειριών και βιωμάτων, συχνά διηγούνται ιστορίες για τις ζωές τους και για τον τρόπο που λειτουργούσαν τα πράγματα, όταν οι ίδιοι ήταν νέοι. Κατ’ επέκταση, τα παιδιά μεγαλώνοντας έχουν τη δυνατότητα να αντιληφθούν, αλλά και να εξελίξουν αυτά τα μαθήματα ζωής που πήραν από τους παππούδες τους”.
♦ Βελτιώνει τη συμπεριφορά
Μία έρευνα του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης ανακάλυψε πως υπάρχει άμεση σχέση ανάμεσα στην επαφή των παππούδων και την ενασχόλησή τους με τα εγγόνια και τις ισορροπημένες κοινωνικές συμπεριφορές και αντιδράσεις των παιδιών. 
Χαρακτηριστικά, τα αποτελέσματα λένε: 
“Τα παιδιά με υψηλά ποσοστά ανάμειξης των παππούδων τους στις ζωές τους έχουν λιγότερα συναισθηματικά και συμπεριφορικά προβλήματα”.
Οι παππούδες λειτουργούν ως σταθερό σημείο αναφοράς
Όταν τα παιδιά αντιμετωπίζουν δυσκολίες, από το σχολικό εκφοβισμό έως ένα πιθανό διαζύγιο των γονιών τους, μπορούν να στραφούν στους παππούδες τους για να “αντλήσουν” σταθερή και ανιδιοτελή αγάπη και στήριξη. 
Και πάλι σύμφωνα με την έρευνα του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης: 
“η επαφή των παππούδων σχετίζεται σημαντικά με τη μείωση των δυσκολιών προσαρμογής που παρουσιάζουν οι έφηβοι μετά από ένα διαζύγιο ή όταν οι γονείς τους είναι σε διάσταση”. 
Επιπλέον, η μελέτη από το Κολέγιο της Βοστόνης αποκάλυψε πως: 
“η κοντινότητα με τους παππούδες σχετίζεται με τη μείωση συμπτωμάτων κατάθλιψης, ειδικά όταν το εγγόνι προέρχεται από περιβάλλον μονογονεϊκής οικογένειας ή είναι υιοθετημένο”. 
Με λίγα λόγια, οι παππούδες είναι το “δίχτυ” ασφαλείας για τα παιδιά, τα πρόσωπα που εμπιστεύονται περισσότερο και ξέρουν πως θα έχουν πάντα στο πλευρό τους και αυτό είναι τεράστιο συναισθηματικό όφελος!


Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

Το ... δίλημμα...

 

Να εμβολιαστώ ή όχι;


«Άμα έρθουν τα εμβόλια κι έρθει η σειρά μου, θα πάω ήσυχα να το κάνω. Προτιμώ, αν υπάρχει πρόβλημα, να αποθάνω αθώος και ανυποψίαστος με πολλά άλλα δισεκατομμύρια ανθρώπων που εμπιστεύονται τον ανθρώπινο πολιτισμό, παρά να ζήσω μέσα στη φρικτή καχυποψία που δηλητηριάζει όλες τις σχέσεις κι όλη τη ζωή.

Έτσι κι αλλιώς υπόθεση μερικών χρόνων είναι... τι είναι ο κάβουρας, τι είναι το ζουμί του...

Καλημέρα σε όσους ποθούν ή έστω νοσταλγούν την απλότητα. Οι άλλοι έτσι κι αλλιώς δεν θα δουν ποτέ καλή μέρα. Μόνο μιζέρια βλέπουν, σκοτάδι και πονηριά...»

 (Γεώργιος Κόρδης, θεολόγος, ζωγράφος, αγιογράφος)

Ο διάσημος ανά τον κόσμο ζωγράφος και αγιογράφος Γεώργιος Κόρδης, (του οποίου οι αγιογραφίες κοσμούν πάμπολλα μοναστήρια και ναούς στο Άγιον Όρος αλλά και παντού σχεδόν στον κόσμο, και του οποίου τα ζωγραφικά έργα έχουν φιλοξενηθεί από πάμπολλες εκθέσεις έργων τέχνης στην Ελλάδα και το εξωτερικό), ανήρτησε προ ημερών τη συγκεκριμένη παραπάνω δήλωσή του, παίρνοντας θέση στο θέμα που ταλανίζει ευρέως πολλούς συμπατριώτες μας αλλά και πολλούς άλλους  σε όλον τον πλανήτη: το θέμα των εμβολίων. Και τι λέει ο γνωστός ζωγράφος και αγιογράφος αλλά και βαθιά καταρτισμένος στη θεολογία της Εκκλησίας μας, αφού μέχρι πρότινος ήταν καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ’ όπου και παραιτήθηκε για να αφιερωθεί πλήρως στην τέχνη του;  Το αυτονόητο για κάποιον που δεν είναι ειδικός ιατρός λοιμωξιολόγος και πνευμονολόγος και μικροβιολόγος: θα ακολουθήσει τη γνώμη των ειδικών σε κάτι που σχετίζεται με την ίδια τη ζωή∙ θα εμβολιαστεί, όταν έρθει η σειρά του, μαζί με δισεκατομμύρια άλλους συνανθρώπους του.

Πού έγκειται η συμβολή του κ. Κόρδη; Αποφεύγοντας ευφυώς να πέσει στην «παγίδα» του χωρισμού των ανθρώπων σε οπαδούς του εμβολίου και σε αρνητές του, κάτι που υποκινεί τους διαφόρους φανατισμούς, πηγαίνει «πίσω» από την επιφάνεια∙ στο τι υποκρύπτεται στις διακρίσεις αυτές. Και το επισημαίνει με τρομακτική απλότητα: η επιλογή «θα κάνω ή όχι το εμβόλιο» δείχνει αν εμπιστεύομαι τον ανθρώπινο πολιτισμό – τα εμβόλια συνιστούν μέγα κατόρθωμα της επιστήμης της ιατρικής: εκατομμύρια ανθρώπινες ζωές έχουν σωθεί μέχρι τώρα από τους διαφόρους εμβολιασμούς – ή αν τον απορρίπτω, γιατί έχω επιλέξει να ζω «μέσα στη φρικτή καχυποψία, που δηλητηριάζει όλες τις ανθρώπινες σχέσεις κι όλη τη ζωή». Να λοιπόν η συμβολή του: με διατύπωση «παπαδιαμαντική» και  θυμόσοφη, ανθρώπου που γνωρίζει τα όριά του και δεν προβάλλεται ως «παντογνώστης» (ο λαός μας το λέει λίγο πιο λαϊκά), περιγράφει τη θλιβερή κατάσταση μέσα στην οποία αδιάκοπα ζουν οι... καχύποπτοι. «Δηλητήριο» η ατμόσφαιρα που αναπνέουν, «φρίκη» η ζωή τους και οι σχέσεις τους.

Και δεν αναφέρεται βεβαίως ο κ. Κόρδης στην αυτονόητη επιφύλαξη που υπάρχει γενικότερα σε κάθε νέο προϊόν, ειδικά σ’ ένα νέο εμβόλιο – επιφύλαξη που έχουν και οι ειδικοί επί του θέματος μέχρις ότου από τους ελέγχους διαπιστωθεί η ασφάλεια του προϊόντος – αλλά στην πάγια και «αυτόματη» εναντίωση κάποιων που είναι θα λέγαμε «εκ συστήματος» καχύποπτοι, βλέποντας πίσω από όλα συνωμοσίες που σκοπό έχουν την υποδούλωση των ανθρώπων σε δυνάμεις σκοτεινές που φαίνονται να «υποκαθιστούν» και αυτήν την Πρόνοια του Θεού.

Και τι επισημαίνει ακόμη πιο βαθιά και ουσιαστικά; Ότι αυτός που έχει εμπιστοσύνη στον ανθρώπινο πολιτισμό, εν προκειμένω στην ιατρική -  διότι δεν γνωρίζει τα πάντα αλλά γνωρίζει τα ευεργετικά αποτελέσματα της ιατρικής από τα μέχρι τώρα αγαθά επιτεύγματά της - πορεύεται με απλότητα στη ζωή αυτή, ζώντας την αθωότητα της «πίστεως» αλλά και λαμβάνοντας υπόψη εξίσου και πάλι το αυτονόητο: ότι κάπου μπορεί να υπάρξει ένα πρόβλημα, «άνθρωποι είμαστε!» Επιλέγει λοιπόν την κοινή οδό της εμπιστοσύνης στην επιστήμη, έστω και με το ρίσκο ενός λάθους που μπορεί κάποια στιγμή να συμβεί και να στοιχίσει τη ζωή. (Πανεπιστημιακός καθηγητής γνωστός λοιμωξιολόγος και επιδημιολόγος είπε προ ημερών ότι το ρίσκο είναι παρόμοιο μ' αυτό που αναλαμβάνει κάποιος να ταξιδέψει με αεροπλάνο: μπορεί η πτήση του να μη φτάσει ποτέ στο τέρμα!) Αλλά το προτιμά. Γιατί; Διότι είναι προτιμότερος ένας (πιθανός) θάνατος στην πορεία μιας κοινής και φυσιολογικής και ταπεινής εκ των πραγμάτων (ίσως έτσι μπορούμε να αποδώσουμε τον όρο «αθώος») ζωής, παρά ένας «διαρκής θάνατος» τον οποίο βιώνει εν «ζωή»(!) ένας φρικτά καχύποπτος άνθρωπος που αναπνέει, όπως είπαμε, το δηλητήριο ως οξυγόνο της «ζωής» του.

Και το «σαρκαστικό» αλλά και τόσο ρεαλιστικό «αποτελείωμα» του γνωστού ζωγράφου και αγιογράφου: έτσι κι αλλιώς θα πεθάνουμε – «τι ’ναι ο κάβουρος και τι ’ναι το ζουμί του;». Δηλαδή με άλλη (ακραία) διατύπωση: «καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή»!

Πιο προσγειωμένη τοποθέτηση στο θέμα των εμβολίων δεν έχουμε δει – εννοείται από άνθρωπο μη ειδικό επ’ αυτού! Ευχαριστούμε τον κ. Κόρδη, ποθώντας και νοσταλγώντας κι εμείς την απλότητα κι επιμένοντας στο να βλέπουμε το φως της ημέρας. Έτσι κι αλλιώς «τη μιζέρια, το σκοτάδι και την πονηριά» τα αποστρέφεται και ο ίδιος ο Θεός!  «Ο Γέροντας Αμβρόσιος που τιμάται ως άγιος από την εκκλησία της Ρωσίας, έλεγε: "Όπου κανείς είναι απλός, έχει μαζί του τους αγγέλους κατά δεκάδες. Όπου είναι "σοφός", δεν έχει κανέναν. Μένει μόνος"» (όσιος Σωφρόνιος του Έσσεξ). 

ΠΗΓΗ: ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ

Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2020

Η ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΡΩΤΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΕΙΣ ΤΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΝ.

Αίμα και πυρ, Κωνσταντίνου Πρίγγου, Ήχος Πλ δ΄ | Στυλιανός Κοντακιώτης (...

Σήμερον ο Χριστός, Ήχος Β΄ | Άγγελος Σέφκας (26.12.2018)

Δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων

Η Σύναξη προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου (26 Δεκεμβρίου)

Μπορεί να ειπωθεί δίχως υπερβολή ότι η ευλάβεια της Εκκλησίας προς την Παναγία, από μικρός σπόρος που ήταν αναπτύχθηκε σε μεγάλο δένδρο, ξεκινώντας από τη φάτνη της Βηθλεέμ. Σ’ αυτή την απόλυτα μοναδική νύχτα για τους Χριστιανούς, τότε που γεννήθηκε ο Ιησούς Χριστός, η εικόνα της Μη­τέρας και του Παιδιού έγινε – και παραμένει για πάντα – η σπουδαιότερη, η βαθύτερη και η πλέον χαρμόσυνη εικόνα της πίστεώς μας… Όλες οι εορ­τές, οι προσευχές και η αγάπη, που η Εκκλησία α­πευθύνει στη Θεοτόκο, ριζώνουν στον εορτασμό της Γεννήσεως του Χριστού.

Στην αρχαία εποχή, όταν δεν είχε εξελιχθεί ακόμη το εκκλησιαστικό ημερολόγιο, η μόνη εορτή που ήταν αφιερωμένη στην Παναγία ήταν η δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων, η 26η Δεκεμβρίου, γνωστή με τον αρχαίο τίτλο ως “Σύναξη προς τιμήν της Υπερ­αγίας Θεοτόκου”. Ακριβώς εδώ, στην εορτή της Εκκλησίας για τη Γέννηση του Χρίστου, στις ευχές και στους ύμνους των Χριστουγέννων, βρίσκουμε το βαθύτερο επίπεδο της Χριστιανικής σκέψεως όσον αφορά τη Θεοτόκο, τη σχέση μας μαζί της, την κα­τανόηση του παραδείγματός της, το πρόσωπό της και τη θέση της στη θρησκευτική μας ζωή.

Ένα θέμα ή μοτίβο που συνυφαίνεται με όλες τις γιορτές των Χριστουγέννων είναι το ότι η Εκκλησία βιώνει τη Θεοτόκο ως δώρο του κόσμου προς τον Θεό, ως δώρο του ανθρώπου σ’ Αυτόν που εισέρχε­ται στον κόσμο, ως δώρο στον άνθρωπο. Ένας από τους ύμνους των Χριστουγέννων ερωτά, “Τί σοι προσενέγκωμεν, Χριστέ, ότι ώφθης επί γης ως άνθρωπος δι’ ημάς”.Και κατόπιν έρχεται η απάντηση: “Έκα­στον γαρ των υπό σου γενομένων κτισμάτων την ευχαριστίαν σοι προσάγει, οι άγγελοι τον ύμνον, οι ουρανοί τον αστέρα, οι μάγοι τα δώρα, οι ποιμένες το θαύμα, η γη το σπήλαιον, η έρημος την φάτνην, ημείς δε μητέρα Παρθένον”!

Η βαθιά σημασία αυτού του αξιόλογου ύμνου είναι ότι ο κόσμος και όλη η δημιουργία δεν διψά απλώς για ένωση με τον Θεό, ούτε περιμένει τον ερχομό Του: έχει προετοιμαστεί γι’ αυτό, έτσι ώστε η συνάντηση, ακριβώς, του Θεού με τον άνθρωπο, να βρίσκεται στην καρδιά της Χριστιανικής πίστεως, με ελευθερία κι αγάπη. Το σύγχρονο αυτί, μαραμένο και ξερό από τον επιφανειακό ορθολογισμό, ακούει φράσεις όπως “συνάντηση του ουρανού με τον Θεό μέσω της δωρεάς ενός άστρου”, ή για τη γη που προσφέρει ως δώρα το σπήλαιο και τη φάτνη, και τις θεωρεί “απλώς” ως ποιητικές μεταφορές – επειδή η ποίηση, “όπως όλοι γνωρίζουν”, δεν διαθέτει κανένα “αντικειμενικό” νόημα και είναι εντελώς άσχετη προς την πραγματικότητα. Αυτό που το ορθολογικό μας μυαλό δεν μπορεί να συλλάβει είναι όσα μπορεί η ποίηση, και μόνο αυτή, να δει, ν’ ακούσει, να μας προσφέρει και να μας αποκαλύψει: το βαθύτερο νό­ημα, ή καλύτερα, το μεγάλο βάθος που βρίσκεται σε κάθε φαινόμενο, σε κάθε πραγματικότητα, αυτόν τον μυστικό πυρήνα δυνάμεως και αλήθειας που είναι κρυμμένος από τον αξιολύπητο και αυτοϊκανοποιούμενο νου που τον διακατέχουν αποκλειστικά τα εξωτερικά φαινόμενα. Ο ουρανός προσφέρει στον Χριστό ως δώρο το αστέρι! Αυτό μπορεί φυσικά να σημαίνει πως το καθετί, αρχίζοντας από τον ίδιο τον κόσμο σε όλη την καθολικότητα και αρμονία του, έ­χει σχεδιαστεί για να αποκαλύπτει ένα ανώτερο νό­ημα, ότι ο ίδιος ο κόσμος δεν είναι ένα παράλογο ατύχημα της ιστορίας, αλλά, αντίθετα, είναι σύμβο­λο του Θεού, μια νοσταλγία για τον Θεό, μια προει­κόνιση του Θεού.

“Οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού”! (Ψαλμ. 19, 1). Η ποίηση το γνωρίζει, όπως και η πίστη. Γι’ αυτό, στη Γέννηση του Χριστού, η ποίηση και η πίστη βλέπει τον Χριστό όχι μόνο να έρχεται στον κόσμο, αλλά και τον κόσμο να βγαίνει έξω για να Τον συναντήσει: το αστέρι, την έρημο, το σπήλαιο, τη φάτνη, τους αγγέλους, τους ποιμένες, τους μάγους. Και στη φωτει­νή καρδιά αυτής της λιτανείας, ως κέντρο και ως εκπλήρωση, βρίσκεται η Παναγία, ο καλύτερος και πιο όμορφος καρπός της κτίσεως. Είναι σαν η πίστη να λέει στον Θεό: “Μέσα στην αγάπη Σου για μας, έδωσες τον Υιό Σου. Και εμείς, στην αγάπη μας για Σένα, σου προσφέρουμε τη Μαρία, τη Θεοτόκο”. Στο πρόσωπο της Παναγίας, σαν να λέμε, ο κόσμος μνηστεύθηκε τον Θεό, ως ολοκλήρωση της αμοιβαίας αγάπης τους. Το Ευαγγέλιο λέγει: “Ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν…” (Ίωάν. 3, 16). Και η Εκκλησία απαντά με παρόμοιο τρόπο: “Ο κόσμος τόσο πολύ αγάπησε τον Θεό, ώστε Του έδωσε αυτήν που η ομορφιά και η καθαρότητά της αποκαλύπτει το βα­θύτερο νόημα και περιεχόμενο του κόσμου…”. Ο Υιός του Θεού, μέσω αυτής, γίνεται Υιός του Ανθρώπου, ένας από μας, για να μας ενώσει με τον Εαυτό του, και μέσω Αυτού να μας ενώσει με τον Θεό. Γι’ αυτό, πριν η πίστη φθάσει να γνωρίσει τη Μαρία ως Θεο­τόκο και Μεσίτρια, πριν η ευλάβεια προς την Πανα­γία ωριμάσει πλήρως μέσα σε αναρίθμητες προσευ­χές, εορτές και εικόνες, αυτό που αρχικά αποκαλύφθηκε ως θεμέλιο και πηγή όλων όσα ακολούθησαν ήταν η Θεία πληρότητα και ωραιότητα της νύχτας των Χριστουγέννων. Στην καρδιά δε της Χριστου­γεννιάτικης νύχτας βρίσκεται η εικόνα της Μητέρας και του Παιδιού που χύνει ένα εκτυφλωτικό φως. Εδώ, ξαναενώνεται ό,τιδήποτε είχε χωριστεί από την αμαρτία, την εχθρότητα και την αλαζονεία του ανθρώπου: ο ουρανός και η γη, ο Θεός και ο άνθρω­πος, η φύση και το πνεύμα. Ο κόσμος γίνεται ένας ύμνος δοξολογίας, οι λέξεις μετατρέπονται σ’ ένα τραγούδι αγάπης, η ύλη μεταμορφώνεται σε δώρο, και όλη η φύση γίνεται μια φάτνη. Σ’ αυτή την εικό­να της Μητέρας και του Παιδιού, η αιώνια αγάπη του Θεού για τον κόσμο και η αιώνια αγάπη του κόσμου για τον Θεό – στον εσώτατο εαυτό του – ενώ­νονται, ολοκληρώνονται και νικούν. Και κανείς ποτέ δεν μπόρεσε να ξεριζώσει αυτήν την εικόνα από τη μνήμη ή τη συνείδηση του ανθρώπου.

Ατενίζοντας αυτή την εικόνα και νιώθοντας ευ­φροσύνη γι’ αυτή, παρατηρούμε σ’ αυτή τη μόνη αυθεντική εικόνα του αληθινού κόσμου, της αληθινής ζωής, του αληθινού ανθρώπου. Και υμνώντας την Παρθένο Μαρία, χαιρόμαστε πάνω απ’ όλα με όσα μας αποκαλύπτει για τον ίδιο τον εαυτό μας και για το θεϊκό βάθος, την ομορφιά, τη σοφία και το φως του κόσμου, όταν αυτά ενώνονται με τον αγαπημένο τους Κτίστη.

π. Αλέξανδρος Σμέμαν, Η Παναγία, εκδ. Ακρίτας,  σ. 42-46

ΠΗΓΗ:https://www.pemptousia.gr/2020/12/defteri-mera-ton-christougennon-i-sinaxi-pros-timin-tis-iperagias-theotokou-26-dekemvriou/