Το φως στην
υμνολογία της εορτής των Θεοφανείων
Θεοδώρου Ρόκα
Θεολόγου
MΑ Ερμηνευτικής
Θεολογίας
Έφτασε ο καιρός του
εορτασμού της Μεγάλης Δεσποτικής εορτής των Θεοφανείων, κατά την οποία στην
υμνολογία της Ορθοδόξου εκκλησία, αναφορικά με την παρούσα εορτή, προβάλλεται
διαρκώς η έννοια του φωτός, η οποία είναι ταυτισμένη με το θεανδρικό πρόσωπο
του Ιησού Χριστού, ο οποίος μέλλει να προσέλθει προς τον Ιορδάνη ποταμό για να
βαπτιστεί από τον τελευταίο των Προφητών τον Ιωάννη τον Βαπτιστή ("τότε παραγίνεται ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἐπὶ τὸν Ἰορδάνην πρὸς τὸν Ἰωάννην τοῦ βαπτισθῆναι ὑπ' αὐτοῦ" Ματθ. 3,13).
Έτσι λοιπόν αναφέρει η
υμνολογία: "τὸν φωτισμὸν ἡμῶν, τὸν φωτίσαντα πάντα ἄνθρωπον" (Στιχηρό Ιδιόμελο του
Εσπερινού), "ὁ ἀναβαλλόμενος φῶς ὡς ἱμάτιον, δι᾽ ἡμᾶς καθ᾽ ἡμᾶς γενέσθαι κατηξίωσε" (Ιδιόμελο της Λιτής του
Εσπερινού) "Φῶς ἐκ φωτός, ἔλαμψε τῷ κόσμῳ, Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν" - "τὸ ἀληθινὸν φῶς ἐπεφάνη, καὶ πᾶσι τὸν φωτισμὸν δωρεῖται" (Στιχηρά των Αίνων) "ἐπεφάνης σήμερον τῇ οἰκουμένῃ, καὶ τὸ φῶς σου Κύριε, ἐσημειώθη ἐφ᾽ ἡμᾶς, ἐν ἐπιγνώσει ὑμνοῦντας σε, ἦλθες ἐφάνης τὸ Φῶς τὸ ἀπρόσιτον" (Κοντάκιο εορτής)
Η έννοια του φωτός και η
ταύτισή τη με την παρουσία και το πρόσωπο του ίδιου του Θεού απαντά αρχικά στην
Παλαιά Διαθήκη, από την οποία θα αναλυθούν ορισμένα παραδείγματα. Η πρώτη
αναφορά του όρου "φως" στην Παλαιά Διαθήκη γίνεται στο πρώτο κεφάλαιο
του βιβλίου της Γενέσεως στην ιστορία της δημιουργίας, εκεί προβάλλεται το
φυσικό φως το οποίο όταν δημιουργείται από το Θεό διαχωρίζεται απ΄ το σκοτάδι: "καὶ εἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτω φῶς· καὶ ἐγένετο φῶς, καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὸ φῶς, ὅτι καλόν· καὶ διεχώρισεν ὁ Θεὸς τὸ φῶς, ὅτι καλόν· καὶ διεχώρισεν ὁ Θεὸς ἀνὰ μέσον τοῦ φωτὸς καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σκότους" (Γεν. 1,3-4). Είναι ξεκάθαρο λοιπόν στην Παλαιά Διαθήκη ότι η δημιουργία
του φωτός, υποδηλώνει μια από τις πρωταρχικές ενέργειες του Θεού-Δημιουργού, με
την οποία ενέργεια Του οριοθετεί το χαώδες σκοτάδι, το περιορίζει κατά τη
διάρκεια της νύκτας η οποία εναλλάσσεται με την ημέρα, και το διαχωρίζει μέσω
του φωτός το οποίο κυριαρχεί την ημέρα. Το σκοτάδι είχε συμβολική σημασία, τη
σημασία του κινδύνου και η αναγκαιότητα προκειμένου να παρέλθει και να ακυρωθεί
αυτός ο κίνδυνος ήταν άμεση. Την αναγκαιότητα αυτή την κάλυψε η δημιουργία του
φωτός.
Σύμφωνα με τη διήγηση του
βιβλίου της Εξόδου, όταν ο Μωυσής έβοσκε τα πρόβατα του Ιοθόρ του ιερέως της
Μαδιάμ, αξιώθηκε να γευτεί θεοπτία, να δει το Θεό. Ο Μωυσής είδε μια βάτο να
φλέγεται χωρίς να καίγεται και μέσα στη φωτιά παρουσιάστηκε ο ίδιος ο Θεός: "ὤφθη δὲ αὐτῷ ἄγγελος Κυρίου ἐν πυρὶ φλογὸς ἐκ τοῦ βάτου, καὶ ὁρᾷ ὅτι ὁ βάτος καίεται πυρί, ὁ δὲ βάτος οὐ κατεκαίετο" (Εξ. 3,1-2). Κατά την οδοιπορία του Ισραηλιτικού
λαού προς την έρημο και την Ερυθρά θάλασσα, ο Θεός ήταν μαζί του και παρών
φανερώνοντας την παρουσία του με τη μορφή της φωτεινής νεφέλης κατά τη διάρκεια
της ημέρας, η οποία τη νύκτα μετατρεπόταν σε στήλη πυρός: "ὁ δὲ Θεὸς ἡγεῖτο αὐτῶν, ἡμέρας μὲν ἐν στύλῳ νεφέλης, δεῖξαι αὐτοῖς τὴν ὁδόν, τὴν δὲ νύκτα ἐν στύλῳ πυρός, οὐκ ἐξέλιπε δὲ ὁ στῦλος τῆς νεφέλης ἡμέρας καὶ ὁ στῦλος τοῦ πυρὸς νυκτὸς ἐναντίον τοῦ λαοῦ παντός" (Εξοδ. 13,21-22).
Σε αντίθεση με την Παλαιά
Διαθήκη όπου το φώς δηλώνει άμεσα την παρουσία του Θεού μέσω των θεοφανειών Του
στην Καινή Διαθήκη το φως συνδέεται άρρηκτα με την παρουσία του ίδιου του Θεού.
Λαμβάνει πλέον νέες εκτάσεις κυρίως εσχατολογικές και προϋποτίθεται η πίστη
στον Ιησού Χριστό ο οποίος είναι το φως του κόσμου. Η αναφορά του ευαγγελιστή
Ιωάννη για το πρόσωπο του Ιησού Χριστού ως το φως του κόσμου που γίνεται στον
πρόλογο του τετάρτου Ευαγγελίου ("ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων, καὶ τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβεν" Ιωαν. 1,4-5) διαδραματίζει
σημαντικό ρόλο σε ολόκληρη την ευαγγελική διήγηση του Ευαγγελίου του Ιωάννη
αναφερόμενο ευθύς εξ΄ αρχής στην προαιώνια ύπαρξη του Υιού και Λόγου του Θεού
καθώς και στις ιδιότητές του ως της μόνης αληθινής ζωής και αληθινού φωτός και
παροχέως της ζωής και του φωτός προς τους ανθρώπους.
Στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο
ξεπροβάλλει μια φωτοειδής χριστολογία όπου η παροχή της ζωής και του φωτός
προέρχεται και συνδέεται με την παρουσία του Θεού Λόγου ο οποίος είναι το φως
και η ζωή των ανθρώπων καθώς "ἐλήλυθεν εἰς τὸν κόσμον" (Ιωαν. 3,19). Το φως λοιπόν "ἐλήλυθεν εἰς τὸν κόσμον" για να φωτίσει και να τον
αγιάσει.
Το γεγονός της φανέρωσης του
Ιησού Χριστού ως το φως του κόσμου και του φωτισμού των ανθρώπων που πιστεύουν
σε Αυτόν πραγματοποιείται με το μυστήριο της σάρκωσης του Υιού και Λόγου του
Θεού όπως αναφέρεται ρητά και κατηγορηματικά στο στίχο 1,14 του κατά Ιωάννην
ευαγγελίου ("καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός, πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας") ο οποίος αποτελεί το
κυριότερο θέμα του τετάρτου Ευαγγελίου, δηλαδή την ενσάρκωση του Υιού και Λόγου
του Θεού τη φανέρωση της θέας του φωτός και της δόξας του Θεού στο θεανδρικό
πρόσωπο του Ιησού Χριστού υποδηλώνει τον τρόπο με τον οποίο το φως του Θεού
κατέστη γνωστό στους ανθρώπους. Το "ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ" υποδηλώνει ότι στο πρόσωπο
του Ιησού Χριστού η Εκκλησία έγινε μέτοχος αυτού που θέλει ο Θεός από τον άνθρωπο.
Ακολουθώντας οι άνθρωποι τον
Υιό και Λόγο του Θεού, δεν περιπατούν πλέον στο σκοτάδι αλλά στο φως διότι ο
Υιός και Λόγος του Θεού είναι το μόνο αληθινό φως που παρέχει φως και ζωή σε
όλους τους ανθρώπους που τον αποδέχονται όπως αναφέρει και ο ευαγγελιστής
Ιωάννης για τον Υιό και Λόγο του Θεού, ο οποίος είναι: "τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, τὸ φωτίζον πάντα ἄνθρωπον, ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον" (Ιωαν. 1,9).
ΠΗΓΗ: http://naxioimelistes.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου