ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ
Ἰωάννη – Ἀλεξάνδρου Χριστόπουλου
Δικηγόρου, Νομικοῦ Συμβούλου
Σὲ προηγούμενο ἄρθρο μας ἀσχοληθήκαμε ἐνδελεχῶς
μὲ τὸ ἀληθὲς θρησκευτικὸ καθεστὼς ποὺ ἰσχύει παρ᾿ ἡμῖν καὶ ἐπισημάναμε
πὼς στὴν Ἑλλάδα δὲν ὑπάρχει ἀνεξιθρησκεία, ἀλλὰ θρησκευτικὴ ἐλευθερία.
Τονίσαμε, βέβαια, πὼς ὁρισμένοι θεωροῦν ὅτι ἡ ἀπόδοση τοῦ χαρακτηριστικοῦ
τῆς «ἐπικρατούσας θρησκείας» (ἄρθρο 3 παρ. 1 Συντάγματος) στὴν θρησκεία
τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας περιορίζει ἀθέμιτα
τὸ ὡς ἄνω φιλελεύθερο συνταγματικὰ καθεστὼς καὶ ἀπονέμει ἀδικαιολόγητα
πρωτεῖα στὴν τελευταῖα.
Τὸ θέμα ποὺ τίθεται «ἐπὶ τάπητος» δὲν εἶναι καινούργιο.
Ἔχει ἀπασχολήσει τὸ νομικὸ κόσμο παλαιότερα. Ἀπασχολεῖ ὅμως καὶ
τὸν πολιτικό, ὁ ὁποῖος, εὐκαιρίας δοθείσης, ἐπιζητεῖ πολλὲς φορὲς
ἐπιτακτικὰ τὴν ἀναθεώρηση τοῦ σχετικοῦ ἄρθρου μὲ τὴν προσθήκη μίας
ἑρμηνευτικῆς δήλωσης, ἡ ὁποία θὰ διακηρύσσει ὅτι μὲ τὸν ὅρο ἀπεικονίζεται
δημογραφικὰ ἡ ὑπάρχουσα κατάσταση καὶ οὐδὲν προβάδισμα ἀπονέμεται
στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἢ ὅτι ὁ ὅρος ἐνέχει ἁπλὰ ἕνα τιμητικὸ χαρακτήρα
πρὸς τὴν τελευταῖα (ἑορτολόγιο–ἐπίσημες ἀργίες Κράτους), χωρὶς περαιτέρω
ἔννομες συνέπειες.
Ἂς δοῦμε ὅμως ἐν συντομίᾳ, ὁρισμένες ἀπόψεις–θέσεις
ποὺ ἔχουν διατυπωθεῖ σὲ σχέση μὲ τὸ θέμα μας ἀπὸ τὸ νομικὸ κόσμο[1]:
α) Ἡ ἔννοια τῆς ἐπικρατούσας θρησκείας δὲν ἔχει
τὸ χαρακτήρα τῆς ἐπίσημης θρησκείας, ποὺ τυγχάνει εὐνοϊκῆς μεταχείρισης
ἀπὸ τὸ Κράτος, ἀλλὰ ἀποτυπώνει δημογραφικὰ–στατιστικὰ τὴν κατάσταση,
μὲ ἄλλα λόγια ἀποδίδει τὴ θρησκεία τῆς συντριπτικῆς πλειοψηφίας
τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ.
β) Ὁ ὅρος καθιερώνει μία ἰδιαίτερη σχέση μὲ
τὴν Πολιτεία, ἀνάγοντας τὴν Ἐκκλησία σὲ δημόσιας φύσης ὀργανισμό,
ἐπιπλέον δέ, τῆς προσδίδει τὸν χαρακτήρα τῆς ἐπίσημης θρησκείας. Ἀπορρίπτεται
ἡ ἐκδοχὴ τῆς στατιστικῆς ἀπεικόνισης (πλειοψηφία λαοῦ), καθὼς τὸ
Σύνταγμα, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ νομοθετικὸ πρωτόλειο μίας Χώρας δὲν μπορεῖ
νὰ ἀπεικονίζει στατιστικὰ δεδομένα.
γ) Ἡ σχετικὴ διάταξη (ἄρθρο 3 παρ. 1) ποὺ ἐμπεριέχει
τὸν ὅρο αὐτό, βρίσκεται σὲ ἄρρηκτο δεσμὸ μὲ τὸ ἄρθρο 13 παρ. 1 ποὺ καθιερώνει
τὴν θρησκευτικὴ ἐλευθερία καὶ ἁπλὰ περιγράφει τὸ πλέον πολυάριθμο
ὑποκείμενο ἄσκησης τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας.
δ) Ἡ «ἐπικρατοῦσα θρησκεία» ἔχει τιμητικὸ χαρακτήρα,
ἀναγνωρίζει τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς «πρώτη μεταξὺ ἴσων» μὲ νομικὲς
συνέπειες στὶς σχέσεις της μὲ τὸ Κράτος.
Ἡ ἄποψη ποὺ ἐπικρατεῖ πάντως εἶναι πὼς ὁ ὅρος
«ἐπικρατοῦσα θρησκεία» ἀπεικονίζει τὴ συντριπτικὴ πλειοψηφία
τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, ὁ ὁποῖος ἀσπάζεται τὴν Ὀρθοδοξία, χωρὶς ὅμως
αὐτὸ νὰ συνεπάγεται τὴν ἀπόλαυση ἰδιαίτερων προνομίων, πολλῷ δὲ
μᾶλλον τὴν περιστολὴ τοῦ δικαιώματος τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας
εἰς βάρος τῶν ἀλλοθρήσκων. Εἶναι, ἄλλωστε, χαρακτηριστικὸ πὼς ὁ γενικὸς
εἰσηγητὴς τῆς πλειοψηφίας στὴν Ε΄ Ἀναθεωρητικὴ Βουλὴ εἶχε δηλώσει
πὼς «ὁ ὅρος ἐπικρατοῦσα θρησκεία … σημαίνει ἁπλῶς ὅτι ἡ ὀρθόδοξος
θρησκεία εἶναι ἡ θρησκεία ἥν ἀκολουθεῖ ἡ συντριπτικὴ πλειοψηφία
τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ καὶ συμφώνως πρὸς τὸ τυπικόν τῆς ὁποίας ἐνεργοῦνται
αἱ ἐπίσημαι τελεταί, καθορίζονται αἱ ἀργίαι κ.λπ.»[2] (δικαιοπολιτικὴ καὶ ἱστορικὴ
ἑρμηνεία τοῦ ὅρου).
Ἐξάλλου, δὲν πρέπει νὰ μᾶς διαφεύγει ὅτι τὸ παρὸν
Σύνταγμα (1975/1986/2001) ἐξισορρόπησε τὰ πράγματα σὲ τέτοιο βαθμό,
ὥστε ἡ θρησκευτικὴ ἐλευθερία νὰ μὴν περιορίζεται εἰς βάρος τῶν μὴ
Ὀρθοδόξων (π.χ. ὁ προσηλυτισμὸς ἀπαγορεύεται πλέον εἰς βάρος ὅλων
τῶν γνωστῶν θρησκειῶν ἢ ἀρχηγὸς τοῦ Κράτους δὲν γίνεται μόνο ὅποιος
ἀνήκει στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία). Ἔτσι, προκύπτει ἀβίαστα πὼς μὲ τὸ
νέο, παρόν, Σύνταγμα ἐπῆλθε «μία ἐξίσωση ὅλων τῶν θρησκειῶν καὶ οἱ
παραδοσιακὰ στενοὶ δεσμοὶ Κράτους–Ἐκκλησίας ἔχουν χαλαρώσει»[3] (τὸ ἀποδεικνύει ἄλλωστε
καὶ ἡ περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα).
Ἐμεῖς πάντως συμπλέουμε ἀκριβῶς μὲ τὴν θέση
ποὺ ἐμπεριέχεται στὴν ὑπ᾿ ἀριθμ. 2/2005 Γνωμοδότηση τοῦ Ἀρείου Πάγου[4], ἡ ὁποία ἀναφέρει πὼς
«στὴν Ἑλλάδα, ὅπως σὲ κάθε φιλελεύθερο κράτος, κατοχυρώνεται πλήρης
θρησκευτικὴ ἐλευθερία καὶ ὄχι ἁπλῶς ἀνεξιθρησκεία, ἀνοχὴ δηλ.
τοῦ πλουραλισμοῦ τῶν θρησκευτικῶν ἢ ἀθεϊστικῶν πεποιθήσεων μὲ παράλληλη
προώθηση μίας ἐπίσημης θρησκευτικῆς ἰδεολογίας … Ἡ ἀναγόρευση
ἀπὸ τὸ Σύνταγμα, (ἄρθρο 3 παρ. 1) τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης τοῦ Χριστοῦ
Ἐκκλησίας ὡς ἐπικρατούσας δὲν σημαίνει ὅτι ἀναγνωρίζει σ᾿ αὐτὴν
κανέναν κυριαρχικὸ ἢ ἡγεμονικὸ ρόλο ἔναντι τῶν ἄλλων θρησκειῶν.
Μὲ τὸν ὅρο αὐτὸν ἁπλῶς τονίζεται ὁ κεντρικὸς ρόλος τῆς ὀρθοδοξίας
στὴν ἱστορικὴ πορεία τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἰδίως στὰ χρόνια τῆς τουρκοκρατίας
καὶ καθιστὰ θεμιτὴ μία ἰδιαίτερη φροντίδα τοῦ κράτους γι᾿ αὐτὴν
(Κ. Χρυσογόνος, Ἀτομικὰ καὶ κοινωνικὰ δικαιώματα 2002, σελ. 257).
Ἔκφανση τῆς συνταγματικῶς κατοχυρωμένης θρησκευτικῆς ἐλευθερίας
συνιστᾶ τὸ δικαίωμα τῆς θρησκευτικῆς ἰσότητας τῆς ἴσης δηλαδὴ μεταχειρίσεως,
ἀνεξαρτήτως θρησκευτικῶν πεποιθήσεων, δικαίωμα τὸ ὁποῖο, ἄλλωστε,
ἀπορρέει καὶ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ἰσότητας, μὲ τὴν ὁποία καὶ διασταυρώνεται
(Κονιδάρης, ἄρθρο στὴν ἐφημερίδα Τὸ Βῆμα τῆς 29.4.2001).
Ὡστόσο, πάγια γίνεται δεκτό, ὅτι ἡ συνταγματικὴ
αὐτὴ διάταξη εἶναι ἐξοπλισμένη μὲ κανονιστικὴ δύναμη καὶ ἐπιτρέπει,
χωρὶς νὰ ἐπιτάσσει, μία ἰδιαίτερη (εὐνοϊκὴ) μεταχείριση τῆς Ἐκκλησίας
τῆς Ἑλλάδος ἔναντι τῶν ἄλλων θρησκειῶν, ὅπως ὁ καθορισμὸς τῶν ἐπίσημων
ἀργιῶν καὶ τῶν κρατικῶν ἑορτασμῶν, σύμφωνα μὲ τὸ τυπικό της καὶ ἡ παρουσία
τῶν κληρικῶν της στὶς ἐπίσημες ἑορτές. Ἡ εὐνοϊκὴ αὐτὴ μεταχείριση
πάντως δὲν μπορεῖ νὰ ἐπεκτείνεται καὶ στοὺς πιστούς τῆς θρησκείας αὐτῆς,
γιατί κάτι τέτοιο θὰ σήμαινε εὐθεῖα παραβίαση τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας
καὶ ἰσότητας τῶν πολιτῶν (Χρυσογόνος, Ἀτομικὰ δικαιώματα 2003,
σελ. 257, Γ. Πινακίδης, Μονομερεῖς ἑρμηνευτικὲς προσεγγίσεις στὸ ὄνομα
τῆς ἐπικρατούσας θρησκείας, ΤοΣ 1999,1105)».
Τέλος, ἂν λάβουμε ὑπόψη μας ὅτι ἔγινε δεκτὸ
σὲ -ὄχι πολὺ- παλαιότερες ἐποχὲς πὼς «ἡ ἑλληνικὴ ἔννομη τάξη
στὸ σύνολό της ἀλλὰ καὶ ἰδιαιτέρως ἡ συνταγματική, ἔχει ἀποδεχθεῖ
καὶ ἐνσωματώσει τὸ σύστημα τῶν ἀξιῶν τοῦ Χριστιανισμοῦ, οἱ ὁποῖες
ἑπομένως ἀποτελοῦν θεμέλιο τῶν ἀξιολογικῶν της θέσεων, γι᾿ αὐτὸ
καὶ ὅ,τι ὡς ἀξιολογικὴ τοποθέτηση ἀνταποκρίνεται πρὸς τὶς θεμελιώδεις
ἀρχὲς τοῦ Χριστιανισμοῦ σὲ εὑρεία ἔννοια, ἀποτελεῖ καὶ ἀξιολογικὴ
κρίση τῆς ἑλληνικῆς ἐννόμου τάξεως, διαμορφώνεται δὲ βάσει καὶ αὐτῶν
τῶν ἀντιλήψεων καὶ ἀξιολογικῶν κρίσεων ἡ ἔννοια τῶν χρηστῶν ἠθῶν,
σὲ τρόπο ὥστε μία ἐνέργεια ποὺ εὐθέως ἀντίκειται στὴ χριστιανικὴ
ἀντίληψη τῶν ἀξιῶν νὰ θεωρεῖται κατ᾿ ἀρχὴν ἀντίθετη καὶ πρὸς τὰ
χρηστὰ ἤθη»[5], ἀντιλαμβανόμαστε
γιὰ ποιοὺς ἀντικειμενικοὺς λόγους ἡ θρησκεία τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης
τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας ἀναγνωρίζεται δικαίως σὲ συνταγματικὸ ἐπίπεδο
ὡς «ἐπικρατοῦσα».
Συνεπῶς, θεωροῦμε πὼς ὁ ἀνωτέρω ὅρος δὲν περιορίζει
τὸ δικαίωμα τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας οὔτε ἀναιρεῖ τὴν θρησκευτικὴ
οὐδετερότητα τοῦ Κράτους. Ἀνταποκρίνεται σὲ μία ἀντικειμενικὴ
πραγματικότητα, ἡ ὁποία δικαιώνει ἱστορικὰ τὸ ρόλο τῆς Ὀρθοδοξίας
στὴν πορεία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους ἡ ὁποία, ἐν πάσῃ περιπτώσει, πρέπει
νὰ τύχει τῆς δέουσας τιμητικῆς ἀναγνώρισης. Τὸ ἐπιτάσσει, πιστεύουμε,
ἡ δικαιοπολιτικὴ ἐντιμότητα, ἡ ἱστορικὴ μνήμη καὶ ἡ ἐθνικὴ αὐτοσυνειδησία.
1. Γιά τίς θέσεις αὐτές ὁρᾶτε ἀναλυτικότερα
σέ Τρωϊάνου Σπ. – Πουλῆ Γ., «Ἐκκλησιαστικό Δίκαιο», Σάκκουλας,
σελ. 109 ἑπόμ.
2. Σέ Χρυσόγονου Κ., «Ἀτομικά καί Κοινωνικά
Δικαιώματα», 2002, σελ. 257.
3. Σέ Τρωϊάνου Σπ. – Πουλή Γ., ὅ.π., σελ. 118 ἑπόμ.
4. Σέ Ἀνδρουτσόπουλου Γ., «Ἡ θρησκευτική ἐλευθερία
κατά τή νομολογία τοῦ Ἀρείου Πάγου», 2010, σελ. 66.
5. Ἀπόφαση Ἐφετείου Ἀθηνῶν 1013/1987 (Τμ.
13)], σέ Τρωϊάνου Σπ. – Πhttp://www.enromiosini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου