Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2012

Τα Κάλαντα


Το ‘Δωδεκαήμερο’ είναι λαογραφικός όρος, στον νεοελληνικό παραδοσιακό πολιτισμό,  που αναφέρεται στις δώδεκα[1] μέρες από την παραμονή των Χριστουγέννων ως το πρωί των Φώτων. Είναι μια έννοια χρονική και δεισιδαιμονική, που την γνωρίζουν και τη χρησιμοποιούν τόσο οι Έλληνες από τα βυζαντινά χρόνια όσο και άλλοι χριστιανικοί λαοί από το μεσαίωνα.
Σημαντικότερο και πιο διαδεδομένο έθιμο του Δωδεκαημέρου είναι τα Κάλαντα. Στην ελληνική παράδοση οι μουσικές εκδηλώσεις και τα δρώμενα των ημερών του Δωδεκαημέρου αποτελούν μια ξεχωριστή ομάδα τραγουδιών που ονομάζονται «Άσματα του Αγερμού» ή αγυρτικά τραγούδια, επειδή έχουν ως σκοπό την είσπραξη χρημάτων (από τη λέξη «αγερμός», που σημαίνει χρηματικός έρανος και πιο συγκεκριμένα συλλογή κερμάτων).
Ο Ιωάννης Τζέτζης, βυζαντινός γραμματικός και ποιητής του 12ου αιώνα μ.Χ., στις Χιλιάδες του μας πληροφορεί: «Τα άσματα του αγερμού έχουν τις ρίζες τους και πέρα από τη βυζαντινή εποχή ακόμη, στην αρχαιότητα». Και οι αγύρται ή ‘μηναγύρται’, όπως λέγονταν στο Βυζάντιο, ήταν κυρίως παιδιά, που γύριζαν στα σπίτια και στους δρόμους ψάλλοντας την Ειρεσιώνη, τα Κορωνίσματα και τα Χελιδονίσματα.
Τα Κάλαντα είναι ευχετικά και εγκωμιαστικά άσματα, και ανήκουν λαογραφικά στα ευετηριακά έθιμα, δηλαδή σε αυτά της καλοχρονιάς. Οι αρχαίοι Έλληνες τα ονόμαζαν ‘ορθοφώνια’ και οι εκδηλώσεις τους ήταν πραγματικά εορταστικές. Το όνομά τους ίσως προέρχεται από τη λατινική λέξη calendae[2]. Οι Καλένδες, ως εορτή, υπήρχαν από τη ρωμαϊκή εποχή. Οι Ρωμαίοι τις γιόρταζαν τις πρώτες μέρες κάθε μήνα, για να υποδεχθούν την έλευση του μηνός. Κατά μία παράδοση, η ονομασία προήλθε από το όνομα του πλούσιου Κάλανδου, που από τα δύο αδέλφια του ανέλαβε πρώτος να τρέφει τους Ρωμαίους για τις πρώτες δώδεκα μέρες κάθε μήνα.
Με τον καιρό, τα κάλαντα του Ιανουαρίου επισκίασαν τόσο πολύ τα υπόλοιπα, ώστε μόνο αυτά παρέμειναν ως μεγάλη γιορτή, ενώ τα άλλα ξεχάστηκαν. Στη Βυζαντινή εποχή συνεχίστηκε ο εορτασμός, παρ’ ότι άλλαξε η θρησκευτική τοποθέτησή τους. Η εορτή των Καλάνδων κρατούσε στην Κωνσταντινούπολη πέντε μέρες, με μεταμφιέσεις, πομπές, κτλ.[3]. Κατά τους βυζαντινούς χρόνους, οι ‘Καλένδες’ (ή ‘Καλάνδες’) του Ιανουαρίου, γιορτάζονταν με μεγάλη λαμπρότητα, παρά τις απαγορεύσεις των Πατέρων της Εκκλησίας, και διαρκούσαν δώδεκα ημέρες (γύρω από την πρωτοχρονιά). Θεωρούνται έμμεσοι απόγονοι των ‘Αγροτικών’ της αρχαίας Αθήνας και άμεσοι απόγονοι των ‘Σατουρναλίων’ της Ρώμης. Όμιλοι ανηλίκων ή ενηλίκων γύριζαν από σπίτι σε σπίτι τραγουδώντας άσματα ‘ευφημιστικά’ και ‘σκωπτικά’. Με τη λέξη λοιπόν Calendae ή Βυζαντινές Καλένδες ή Κάλανδαι και νεωτέρως Κάλαντα, εννοούσαν παλαιότερα την ίδια εορτή.
Η ανάγκη υπενθύμισης των χριστιανικών εορτών οδήγησε στη δημιουργία των ασμάτων-καλάντων που τραγουδιούνται τις παραμονές των μεγάλων εορτών. Στο πρώτο μέρος τους περιγράφουν το ιστορικό της εορτής, ενώ στο δεύτερο αναφέρονται σε εγκωμιαστικούς και ευχετικούς λόγους, που τραγουδιόταν από την αρχαία εποχή.

[1] Στην πραγματικότητα δεν είναι δώδεκα μέρες, αλλά περισσότερες. Το γιατί υπάρχει ο αριθμός δώδεκα σε αυτόν τον όρο και γιατί αυτή η τόσο σημαντική για τον άνθρωπο περίοδος διαρκεί ‘δώδεκα’ ημέρες βλ. παρακάτω:
Από του πανάρχαιους χρόνους αποδιδόταν στους αριθμούς μια μυστηριακή και συμβολική σημασία. Ο αριθμός 12 αντιπροσωπεύει έναν πλήρη κύκλο κι έχει ένα τέλειο και σημαντικό χαρακτήρα που ήταν από τους πιο αξιοσημείωτους στους αρχαίους πολιτισμούς, έχοντας μία άμεση και εξαρτημένη σχέση με το ζωδιακό καθώς και με του μήνες στους περισσότερους πολιτισμούς είτε χρησιμοποιούσαν σελινιακό είτε ηλιακό ημερολόγιο. Η ιερότητα του 12 φαίνεται ότι προέρχεται από το αρχαϊκό δωδεκαδικό σύστημα, που πιθανώς ήταν το μοναδικό σύστημα αρίθμησης κατά τη νεολιθική εποχή και παρέμεινε ως συμπληρωματικό του δωδεκαδικού μέχρι σήμερα. Μερικά παραδείγματα για την κυριαρχία του δώδεκα: η δωδεκάδα, ο χωρισμός της μέρας και της νύχτας σε 12 ώρες και του έτους σε 12 μήνες αποτελούν κατάλοιπα του αρχέγονου δωδεκαδικού συστήματος αρίθμησης. Στο περίφημο ορθογώνιο τρίγωνο του Πυθαγόρα, το άθροισμα όλων των πλευρών δίνει τον ιερό αριθμό δώδεκα. Η ελληνική Μυθολογία είναι πλούσια σε σχέση με τον αριθμό δώδεκα: Δώδεκα ήταν οι Θεοί του Ολύμπου, δώδεκα οι άθλοι του Ηρακλή. Δώδεκα ήταν οι μαθητές του Χριστού, δώδεκα και οι απόστολοι της ορθόδοξης εκκλησίας, δώδεκα είναι οι ευαγγελικές περικοπές (γνωστές ως δώδεκα ευαγγέλια) που διαβάζονται το βράδυ της Μ. Πέμπτης, δώδεκα και τα άρθρα του συμβόλου της πίστεως των χριστιανών κ.α.
[2] Από τη λέξη Calo (=καλώ, ονομάζω) δόθηκε η ονομασία ‘Καλένδες’ και αφορούσε την περίοδο των πρώτων ημερών του μήνα. (Βλ. Καλογερόπουλος -Κάλαντα-).
[3] Σάθας (1878). «Κυρία εορτή τής αυτοκρατορικής λατρείας ήτο η εορτή τού ρωμαϊκού νέου έτους τής πρώτης Ιανουαρίου (Καλένδαι τού Ιανοναρίου). Ο αυτοκράτωρ εδέχετο τα δώρα και τας ευχάς των κρατικών αρχών και αντηύχετο διοργανώνων δημόσια γεύματα και διανομή δώρων και χρημάτων εις τον πληθυσμό. Η Εορτή ήτο τριήμερος και εχαρακτηρίζετο από πλούσια σφάγια και γενική ευωχία εις τας πλατείας και τας οδούς συνοδευομένη από μουσική και χορούς, κατάργησι των κοινωνικών περιορισμών υπογραμμιζομένη από την χρήση προσωπίδων, παρελάσεις κωμικών και σατιρικών αρμάτων (εγίνοντο δηλαδή όλα αυτά που γνωρίζομε από τα σύγχρονα καρναβάλια), αρματοδρομίαι, παραστάσεις μονομάχων και αγρίων θηρίων, διακόσμησι των οικιών με ταινίας και κλάδους δάφνης, οικογενειακαί δεξιώσεις, επισκέψεις εις τας οικίας των συγγενών και φίλων και ανταλλαγαί δώρων μεταξύ των οικείων και των φίλων. Βεβαίως οι επίσκοποι εγνώριζον ότι όλα αυτά ήσαν δαιμονικά -«εορτήν σατανικήν» και «διαβολικάς παννυχίδας» την αποκαλεί ο Ιωάννης Χρυσόστομος ενώ η Εκκλησία κατά τα μέσα τού 8ου αιώνος εχαρακτήρισε τούς γέλωτας και τα αστεία εις τας οδούς ως «lusa diabolica»- και ματαίως προσεπάθουν να πείσουν τούς χριστιανούς ότι το να ανταλλάσης δώρα ήτο «σατανικόν», όμως οι αυτοκράτορες δεν ήθελαν να θίξουν μία παραδοσιακή διασκέδαση του αστικού πληθυσμού. Μία τοιαύτη δημοφιλής εορτή ήτο δύσκολο να καταργηθεί και έχομε περιγραφή της από την Ρώμη τού 742 που ετελείτο κανονικώς «κατά τον παγανιστικό τρόπο» και παρά τας συνεχείς απαγορεύσεις -ή τελευταία τω 1014 – εσυνεχίζετο και κατά τον Μεσαίωνα και αναφέρεται ότι εις την Γαλατία τού 11ου αιώνος περιεφέρετο η προτομή του ελαφομόρφου Θεού Cernunnus. Εις την Ανατολή παρότι «αι Καλάνδαι» απηγορεύθησαν υπό τής στ` Συνόδου (692) ετελούντο εις πολλάς περιοχάς κατά τον Μεσαίωνα».
(απόσπασμα από την Πτυχιακή εργασία του κ. Ιωάννη Ρουκούδη, Μουσικού, με τίτλο: Τα κάλαντα του δωδεκαημέρου: οι ρίζες και το περιεχόμενο μιας τελετουργίας σε εξέλιξη, Θεσσαλονίκη 2009)




Τα παιδιά που λένε σήμερα κάλαντα εντάσσονται σε ένα ‘τυπικό’ των καλάντων. Αυτό κατά κάποιον τρόπο υποδηλώνει, ίσως, ότι διατηρείται μια συνάφεια ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν. Το τυπικό των καλάντων παρέμεινε ως ένα βαθμό το ίδιο από την εποχή δημιουργίας τους μέχρι και σήμερα.

Παιδιά σε σημαντικές γιορτές της αρχαίας Ελλάδας περiφέρονταν σε σπίτια τραγουδώντας ευχές για τους κατοίκους των σπιτιών που άνοιγαν την πόρτα του σπιτιού τους, άκουγαν τις ευχές, και έδιναν στο τέλος κάποια ‘αμοιβή’, στα παιδιά. Και σήμερα, οι καλαντιστές είναι παιδιά: Το τυπικό των καλάντων ξεκινάει με την ερώτηση ‘να τα πούμε;’, εφόσον δεχτεί αυτός που ανοίγει την πόρτα, τα παιδιά τραγουδούν τα κάλαντα. Το τραγούδι ξεκινάει συνήθως με χαιρετισμό, αναγγέλει στη συνέχεια το γεγονός της επόμενης μέρας (γέννηση του Χριστού, νέος χρόνος, εορτασμός του Άγιου Βασίλη, βάφτιση του Χριστού κτλ.) και τελειώνει όπως και τότε (αρχαιότητα) με ευχές για τους ανθρώπους που το ακούν. Η τελική ευχή μετά το τραγούδι που λένε τα παιδιά είναι ‘και του χρόνου’, στην οποία ανταπαντούν οι άνθρωποι του σπιτιού και μετά δίνουν φιλοδώρημα (χρήματα σήμερα) στα παιδιά.
Στα κάλαντα γίνονται φανεροί τόσο οι συμβολισμοί όσο και όλα όσα έχουν συνδέσει οι άνθρωποι με τα κάλαντα: Η τύχη για τον καινούριο χρόνο, το καλωσόρισμα του καινούριου χρόνου, η τύχη για τις δουλειές τους. Από την άλλη μεριά, η σχέση ακροατή/θεατή και εκτελεστή υποδηλώνει, ότι το ίδιο το εθιμοτυπικό εξελίσσεται και αλλάζει, αλλά στη βάση του διατηρείται μέχρι και σήμερα.
Το γεγονός ότι αποτελούν την πάνδημη τραγουδιστική ευχή για το καλό και την ευτυχία του συνόλου, και το ότι συνδέονται με τους φόβους των ανθρώπων για το άγνωστο, οδήγησε στην συνέχεια του εθίμου αυτού μέχρι και σήμερα. Ωστόσο, αυτή η λογική της εξέλιξή τους δεν είναι σημερινό φαινόμενο. Τόσο οι στίχοι τους όσο και η μουσική τους, παρουσίαζαν πιο έντονα ‘παραδοσιακό’ χαρακτήρα στις επαρχίες απ’ ό,τι στην πρωτεύουσα. Από χρόνια, διάφορες λόγιες στιχουργίες κυκλοφορούν σε φυλλάδες και η μουσική των ‘αθηναϊκών’ καλάντων έγινε κοινή μουσική παράδοση. Κάλαντα υπάρχουν πολλών ειδών. Άλλα ανταποκρίνονται στις εορτές της θρησκευτικής εικονογραφίας και άλλα, παλαιότερα ίσως, αναφέρονται στην αρχή σε κάθε εορτή, και στρέφονται κατόπιν σε επαίνους ανάλογα με το περιβάλλον, την εποχή, την τοπική παράδοση, το επάγγελμα, τη μόρφωση, την ηλικία και την κοινωνική θέση του προσώπου στο οποίο απευθύνεται ο καλαντιστής.
Παρά ταύτα, στο ίδιο κομμάτι της εξέλιξης των καλάντων υπάρχει σήμερα η αίσθηση ότι κάθε χρονιά οι καλαντιστές μειώνονται κατά πολύ. Μία και μόνη μελωδία, αυτή με τους λόγιους στίχους, απειλεί να εκτοπίσει τον τεράστιο πλούτο και την ποικιλία από τα διάφορα τοπικά κάλαντα σ’ όλες τις περιοχές του ελληνισμού. Κάθε χρονιά οι ομάδες των καλαντιστών περιορίζονται, όπως και ο πλούτος των μουσικών οργάνων. Ως ένα βαθμό έχει χαθεί ίσως η αναμονή και η προετοιμασία (ψυχική και υλική) για την έλευση των καλαντιστών, που φέρουν μαζί με τη νιότη και τη δύναμη, και τη μουσική τους, την ελπίδα και την αισιοδοξία μπροστά σ’ ένα μέλλον αβέβαιο.
(απόσπασμα από την πτυχιακή εργασία του Ιωάννη Ρουκούδη, Μουσικού, με τίτλο: Τα κάλαντα του δωδεκαημέρου: Οι ρίζες και το περιεχόμενο μιας τελετουργίας σε εξέλιξη, Θεσσαλονίκη 2009)
ΠΗΓΗ: http://www.pemptousia.gr/2

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου