Σάββατο 21 Απριλίου 2018

Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΓΡΑΒΑΝΟΣ (22 Απριλίου)


Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ 
ΓΡΑΒΑΝΟΣ Ο ΝΙΣΥΡΙΟΣ

  Ο Γρηγόριος ήταν κι αυτός ένας από τους συνοδοιπόρους των Κολυβάδων, που ακλούθησε το γέροντα του Νήφωνα σε πολλούς σταθμούς, στο Άγιο Όρος , σε διάφορα νησιά του Αιγαίου και κατέληξαν στην Πάτμο..
  Καταγόταν από τη Νίσυρο, ἐρχετε στην Πάτμο και συμπροσεύχεται με τον Άγιο Μακάριο Κορίνθου στο ησυχαστήριο της Κουμάνας, αγναντεύοντας απέναντι την Αποκάλυψη και τη Μονή, τους δύο μεγάλους σταθμούς της ιστορίας της Πάτμου και της Εκκλησίας  Αργότερα πηγαίνει με τον Νήφωνα στους Λειψούς και ιδρύουν ησυχαστήριο στη περιοχή Ρωμάνι προς τιμή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Επιστρέφοντας στην Πάτμο στη θέση Γραβἀ θα κτίσει το κάθισμα προς τιμή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Εκεί έζησε με τον υποτακτικό του τον Θεόκτιστο από τη Σόφια, έκτισε κελιά και πήρε από δώ το όνομα Γραβανός.
  Η αρετή και η άσκηση του ακτινοβολούσαν σ΄ όλο το νησί. Πολλοί πήγαιναν στο ερημικό κάθισμά του για να εξομολογηθούν. Ακόμα και ένας κλέφτης τρέχει στο κελί του μετανιωμένος να παραδώσει τα κλοπιμαία σ’αυτόν. Ακόμα και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Νεόφυτος ΄Ζ όταν εξορίστηκε στην Πάτμο εξομολογείτο στο Γρηγόριο, όταν έμενε φιλοξενούμενος στο Γραβά.
  Το 1791 συγκαταλέγεται στην αδελφότητα της Μονής του Θεολόγου. Το 1793 με γράμμα του Οικουμενικού Πατριάρχη Νεοφύτου του ΄Ζ μετέχει με τον Άγιο Μακάριο Κορίνθου και τον δάσκαλο της Πατμιάδας Δανιήλ σε εξαρχική επιτροπή.
  Όμως το 1810 ένα λυπηρό περιστατικό αναγκάζει τον Γρηγόριο να φύγει από την Πάτμο και να γυρίσει στη Μονή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στην Ικαρία. Το γεγονός ήταν ότι ο προαναφερθείς κλέφτης νόμιζε ότι ο Γρηγόριος πρόδωσε τ’όνομά του και απειλούσε να τον σκοτώσει. Όμως το όνομα το είχε αποκαλύψει ο αφελής υποτακτικός του Γρηγορίου ο Θεόκτιστος, γι αυτό και ο Γρηγόριος αναγκάστηκε να φύγει για την Ικαρία για να σωθεί.
  Ο Γρηγόριος κοιμήθηκε στις 22 Απριλίου του 1812 και τάφηκε στη Μονή Ευαγγελισμού στην Ικαρία. Το «Βραβείον» της Μονής Θεολόγου της Πάτμου αναφέρει σχετικά με τον Γρηγόριο «1812 ἀπριλίου 22 ἐτελεύτισεν ὁ συναδελφός ἠμῶν ἐν ἱερομονάχοις κύρ γρηγόριος ὁ καί ἀσκητής, ὅστις τοῦ γραβᾶ τά κτήρια ἔκτισεν, ὧν ἐκ τῆς νήσου νισύρου, θανάτω φυσικῶ ἐν τή νήσω ἰκαρία. Εἰς τούς 1815 ἔγινεν ἡ ἀνακομιδή τοῦ ἄνωθεν, ὅς τίς ἠγίασεν ποιῶν θαύματα εἰς πολλούς τά Ἱερά αὐτοῦ λείψανα»
  Σήμερα ο Άγιος Γρηγόριος ο Γραβανός κατατάσσεται στους τοπικούς Αγίους της Δωδεκανήσου και εορτάζει στις 22 Απριλίου ημέρα την κοιμήσεως του.
ΣΤΑΥΡΟΣ ΟΡΣΑΡΗΣ


 ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΓΡΑΒΑΝΟΥ
Ἦχος α΄ Τῆς ἐρήμου πολίτης
Τῆς Νισύρου τὸν γόνον, καὶ τῆς Πάτμου κοσμήτορα, 
τὸν ἐν μονασταῖς γνωρισθέντα, ἐν ὑστέροις ἐπίσημον, 
Γρηγόριον ὑμνήσωμεν πιστοί, ὡς θεῖον μυστοπόλον ἀρετῶν,
 καὶ θεόπνουν εὐσεβείας ὑφηγητὴν, βοῶντες ἐν κατανύξει.
 Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ,
δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ χορηγούντι διὰ σοῦ,
 χάριν ἡμῖν καὶ ἔλεος.


 Σημείωση ἀπό τόν ΠΑΤΜΙΟ: Αὔριο πανηγυρίζει τό Παρεκκλήσιο τοῦ Ἱεροῦ Καθίσματος τῆς Παναγιᾶς τοῦ Γραβᾶ, τό ἀφιερωμένο στή μνήμη τοῦ μεγάλου Ἀσκητή καί Ἁγίου τοῦ Νησιοῦ μας Μακαρίου τοῦ Γραβανοῦ.  Σήμερα ἔγινε ὁ Ἑσπερινός καί αὔριο θά τελεσθεῖ ἡ Θεία Λειτουργία.

Κυριακή των Μυροφόρων

 "Σε τον αναβαλλόμενον..." 
Δοξαστικό των Αποστίχων του Εσπερινού 
της Κυριακής των Μυροφόρων. 
Ήχος Πλ. α΄. 
Ψάλλει ο Χορός Ψαλτών "Θεσσαλονίκης Υμνωδοί" υπό την διεύθυνση του Πρωτοψάλτου  Ιωάννου Λιάκου.
Ζωντανή ηχογράφηση από τον Ιερό Καθεδρικό Ναό, Κοιμήσεως Θεοτόκου, Κρεμλίνο Μόσχας.

Κυριακή τῶν Μυροφόρων

Γιατί αποκυλίσθηκε ο λίθος 
από τη θύρα του μνημείου;
Χωρίς αμφιβολία δεν υπάρχει πιστός που να μη γνωρίζει, ότι κατέβηκε Άγγελος εξ ουρανού και αποκύλισε τον λίθο από τη θύρα του μνημείου, μέσα στο οποίο τοποθετήθηκε νεκρός και άπνους ο Δημιουργός της ζωής. Ελάχιστοι όμως έχουν ορθή γνώση για ποιο λόγο αποκυλίσθηκε ο λίθος. Οι περισσότεροι συγχύζουν δύο πράγματα ανεξάρτητα μεταξύ τους: την έξοδο του Κυρίου από τον τάφο και την αποκύλιση του λίθου. Νομίζουν, δηλαδή, ότι ο Άγγελος κατέβηκε και αποκύλισε τον λίθο για να βγει ο Κύριος και ότι, όταν έβγαινε, έγινε σεισμός, ο οποίος κατατρόμαξε τους φύλακες και έγιναν σαν νεκροί. Και έτσι νομίζουν, όχι μόνον απλοί πιστοί, αλλά και μερικοί κήρυκες του Ευαγγελίου. Σε πολλές δε εικόνες της Αναστάσεως, όχι βυζαντινές αλλά της Δύσεως, βλέπουμε τον Άγγελο να σηκώνει τον λίθο και τον Κύριο να βγαίνει από το μνημείο, ενώ οι φύλακες, τρομαγμένοι από τη θέα Του, πέφτουν κάτω σαν νεκροί. Αυτό είναι μια ιστορική ανακρίβεια!
Όποιος μελετά προσεχτικά τον Ευαγγελιστή Ματθαίο, διαπιστώνει, ότι ο Κύριος είχε βγει από τον τάφο πριν την κάθοδο του Αγγέλου, την αποκύλιση του λίθου και του σεισμού που έγινε την ίδια στιγμή. Ο λίθος δεν αποκυλίσθηκε για να βγει ο Κύριος, αλλά για να αποδειχθεί η έξοδός Του που ήδη είχε γίνει. Αποκυλίσθηκε, για να μπορέσουν οι Μυροφόρες γυναίκες που πλησίαζαν, να δουν κενόν τον τάφο και να πεισθούν για την Ανάσταση. Αλλά ας δούμε το ιερό κείμενο: «Τότε αυτοί πήγαν και ασφάλισαν τον τάφο, αφού σφράγισαν την πέτρα και άφησαν εκεί την φρουρά. Μετά το Σάββατο, τα ξημερώματα της επόμενης ημέρας, ήρθε η Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία, για να δουν τον τάφο. Και ξαφνικά έγινε σεισμός μεγάλος, γιατί άγγελος Κυρίου, αφού κατέβηκε από τον ουρανό, ήρθε, κύλησε την πέτρα από την είσοδο και καθόταν πάνω της. Η όψη του ήταν σαν αστραπή και το ένδυμά του λευκό σαν το χιόνι. Από τον φόβο που προκάλεσε, ταράχτηκαν οι φύλακες και έγιναν σαν νεκροί. Μίλησε τότε ο άγγελος και είπε στις γυναίκες: «Μη φοβάστε εσείς, γιατί ξέρω ότι ζητάτε τον Ιησού τον σταυρωμένο. Δεν είναι εδώ, αναστήθηκε όπως είπε. Ελάτε να δείτε τον τόπο, όπου ήταν ο Κύριος. Πηγαίνετε γρήγορα και πείτε στους μαθητές του ότι αναστήθηκε από τους νεκρούς». (Ματθ. κζ’, 66 — κη'( 7).

Όπως καταλαβαίνει ο καθένας, δεν γίνεται εδώ λόγος σε κανένα σημείο για την Ανάσταση του Κυρίου. Η Ανάσταση προϋποτίθεται ότι είχε γίνει. Ο Άγγελος κατεβαίνει, για να δώσει απτή απόδειξη της Αναστάσεως στις Μυροφόρες που ήλθαν στον τάφο. Και γι’ αυτό, σηκώνει τον λίθο, για να τις διευκολύνει να μπουν στον τάφο, για να διαπιστώσουν ότι ήταν κενός. Αφού ανακοίνωσε το γεγονός της Αναστάσεως, λέει σ’ αυτές ότι μπορούν να εξακριβώσουν την αλήθεια των λόγων του, κοιτάζοντας και οι ίδιες: «Ελάτε να δείτε τον τόπον όπου ήταν ο Κύριος». Μην αμφιβάλλετε, δηλαδή, στα λόγια μου. Ο Κύριος πραγματικά αναστήθηκε! Και αν θέλετε αδιάψευστη απόδειξη γι’ αυτό, να ο τάφος! Ερευνήστε τον και θα διαπιστώσετε ότι αυτός είναι κενός. Και οι Μυροφόρες μπήκαν στο μνημείο και αφού διαπίστωσαν ότι ήταν κενό, βγήκαν «με φόβο και μεγάλη χαρά» (Ματθ. κη’, 8).
Ο λίθος λοιπόν σηκώθηκε για τις Μυροφόρες (και για τους Μαθητές, που μετά από λίγο έτρεξαν και αυτοί,) και όχι για τον Κύριο. Σηκώθηκε για την είσοδο των Μυροφόρων και των Μαθητών, και όχι για την έξοδο του Κυρίου. Ο Κύριος, προσθέτοντας το ένα θαύμα πάνω στο άλλο, βγήκε από τον τάφο χωρίς να μετακινήσει τίποτε. Και ο βαρύς λίθος ήταν στη θέση του και οι σφραγίδες παρέμεναν άθικτες και οι φύλακες ήσυχοι παρατηρούσαν την γύρω περιοχή, όταν ο Αρχηγός της Ζωής και Νικητής του θανάτου έβγαινε από τον τάφο. Κανένα σημάδι δεν φανέρωσε αυτό που έγινε, κανένας ήχος ή θόρυβος δεν φανέρωσε αυτό που συνέβη. Όλα ήταν ήσυχα και ήρεμα, και οι φύλακες, χωρίς να καταλάβουν την ανάσταση και έξοδο του Μεγάλου Νεκρού, θα εξακολουθούσαν να φρουρούν για πολύ χρόνο τον κενό πλέον τάφο, αν η κάθοδος του Αγγέλου δεν τους απάλλασσε απ’ αυτόν τον κόπο…
Οι ιεροί Υμνογράφοι, μελετώντας με μεγάλη προσοχή τα ιερά κείμενα και εμβαθύνοντας σ’ αυτά με δύναμη που μας καταπλήσσει, δεν ήταν δυνατόν να μην παρατηρήσουν και αυτήν την λεπτομέρεια, για την έξοδο του Κυρίου από τον τάφο χωρίς να σηκωθεί ο λίθος, χωρίς να καταστραφούν οι σφραγίδες, χωρίς να καταλάβουν οι φύλακες. Και ψάλλουν με θαυμαστό τρόπο: «Όντως, παράνομοι, σφραγίσαντες τον λίθον, μείζονος ημάς θαύματος ηξιώσατε… Δεύτε ίδετε Ιουδαίοι πώς ου διέρρηξε τας σφραγίδας ο τον θάνατον πατήσας…» (Αναστάσιμον στιχηρόν των Αίνων, β’ ήχου). —«Κύριε, εσφραγισμένου του τάφου υπό των παρανόμων, προήλθες εκ του μνήματος, καθώς ετέχθης εκ της Θεοτόκου. Ουκ έγνωσαν πώς εσαρκώθης οι ασώματοί σου Άγγελοι· ουκ ήσθοντο πότε ανέστης οι φυλάσσοντές σε στρατιώται…» (Αναστ. στιχ. Αίνων, πλ. α’ ήχου). «Κύριε, ώσπερ εξήλθες εσφραγισμένου του τάφου, ούτως εισήλθες και των θυρών κεκλεισμένων προς τους μαθητάς σου…» (Ομοίως). —«Φυλάξας τα σήμαντρα σώα, Χριστέ, εξηγέρθης του τάφου, ο τας κλεις της Παρθένου μη λυμηνάμενος εν τω τόκω σου…» (Τροπάριον της ς’ Ωδής του Κανόνος του Πάσχα). —«Εσφραγισμένου του μνήματος, η Ζωή εκ τάφου ανέτειλας, Χριστέ, ο Θεός· και των θυρών κεκλεισμένων, τοις μαθηταίς επέστης, η πάντων Ανάστασις…» (Απολυτ. της Κυριακής του Θωμά).
Πράγματι πόσον ωραία και πόσον ποιητική είναι η σύγκριση της θαυματουργικής εξόδου του Κυρίου από τον σφραγισμένο τάφο, με την είσοδό Του στον κλειστό χώρο, που ήσαν συγκεντρωμένοι οι Μαθητές, ή με την γέννησή Του από την Παρθένο και Αδιάφθορη Μητέρα Του!…
Αρχιμανδρίτου Επιφανίου Θεοδωροπούλου, Αρθρα, Μελέται- Επιστολαί, τ. Α΄, εν Αθήναις 1981, σ. 507-509.
(Μεταφορά στη νεοελληνική: Α. Χριστοδούλου, Θεολόγος)
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ: http://www.pemptousia.gr/

Ιεροί Φυσικοί Τόποι!


Θρησκεία και Διατήρηση της Βιοποικιλότητας: Επιστήμονες επιβεβαιώνουν ότι οι Ιεροί Φυσικοί Τόποι συμβάλλουν στη διατήρηση της βιοποικιλότητας
Εικόνα (© Κ. Στάρα): Ένας εγχάρακτος σταυρός στον φλοιό μιας γέρικης βελανιδιάς στο ιερό δάσος της Βίτσας εκπληρώνει ένα τάμα στον Άγιο Νικόλαο, στον οποίο είναι αφιερωμένη η παρακείμενη εκκλησία, η οποία γιορτάζει στις 20 Μαΐου (ανακομιδή του ιερού λειψάνου του Αγίου Νικολάου, Επισκόπου Μυρων Λυκίας). Στο παρελθόν η γιορτή αυτή σηματοδοτοτούσε την έναρξη της βόσκησης στο δάσος.

Οι Ιεροί Φυσικοί Τόποι (ΙΦΤ) είναι τόποι με ιδιαίτερη πνευματική αξία για τους κατοίκους τους. Υπάρχουν σε όλον τον πλανήτη και θεωρείται ότι διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διατήρηση της βιοποικιλότητας. Ωστόσο, μέχρι πρόσφατα δεν υπήρχε παρά πολύ περιορισμένη σχετική έρευνα. Νέα δεδομένα που δημοσιεύτηκαν πρόσφατα στο διεθνές επιστημονικό περιοδικό Biological Conservation από μια πολυπληθή διεπιστημονική, διεθνή ομάδα ερευνητών αποδεικνύουν ότι αυτό ισχύει. Οι ερευνητές επέλεξαν την Ήπειρο και συγκεκριμένα περιοχές, οι οποίες ανήκουν διοικητικά στους Δήμους Ιωαννίνων και Κόνιτσας, όπου υπάρχουν πολυάριθμα δάση που έχουν διατηρηθεί προστατευόμενα μέσω της  θρησκείας για εκατοντάδες χρόνια. Η έρευνα αυτή διεξήχθη στο πλαίσιο  του έργου ΘΑΛΗΣ με τίτλο «Η διατήρηση της φύσης μέσω της θρησκείας: Τα  ιερά δάση της Ηπείρου» υπό την καθοδήγηση του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
Μελετώντας οκτώ πολύ διαφορετικές φυτικές και ζωικές ταξινομικές ομάδες σε οκτώ ιερά δάση και συγκρίνοντάς τα ευρήματα με αυτά από κοντινές και ανάλογου χαρακτήρα δασικές περιοχές (περιοχές ελέγχου), οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα ιερά δάση υπερτερούν σε μικρό αλλά σημαντικό βαθμό ως προς τη διατήρηση της βιοποικιλότητας, γεγονός που εκφράζεται με ποικίλους τρόπους. Η πιο ξεκάθαρη εκδήλωση αυτής της υπεροχής αφορά τη β-ποικιλότητα και δείχνει ότι υπάρχουν περισσότερο διακριτά σύνολα ειδών στα ιερά δάση σε σχέση με τις περιοχές ελέγχου. Συχνά υποστηρίζεται ότι τα οφέλη της διατήρησης στους ΙΦΤ είναι οριακά λόγω της συνήθως μικρής τους έκτασης. Η έρευνα μας αποδεικνύει ότι η επίδραση του μεγέθους δεν είναι τελικά τόσο σημαντική και ότι ΙΦΤ ακόμη και μικρής έκτασης μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στη  διατήρηση της βιοποικιλότητας.
Παρά τη μεγάλη σημασία τους, οι ίδιοι οι ΙΦΠ απειλούνται σήμερα στη χώρα μας. Αυτό οφείλεται κυρίως στην αποδυνάμωση των τοπικών κοινοτήτων και την εγκατάλειψη της υπαίθρου, που αποτελεί κοινή «πληγή» του ορεινού χώρου, ιδιαίτερα μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτή η εγκατάλειψη συνοδευόμενη από εκείνη των «παραδοσιακών» τρόπων ζωής αποδυνάμωσε σε αρκετές περιπτώσεις την αποτελεσματική προστασία των ΙΦΤ ως τοπικά προσαρμοσμένων συστημάτων διαχείρισης. Για το λόγο αυτό, στο πλαίσιο του ερευνητικού έργου ΘΑΛΗΣ αναπτύχθηκαν και πρωτοβουλίες ανάδειξης της αξίας των ιερών δασών ως στοιχείου της πολιτισμικής κληρονομιάς και ως προς τη δυνατότητα αξιοποίησης τους για εκπαιδευτικούς σκοπούς. Ο επιστημoνικά υπεύθυνος του προγράμματος καθηγητής John Halley επισημαίνει ότι  «για να μπορέσουν να προσφέρουν τις σημαντικές οικοσυστημικές υπηρεσίες τους, είναι προτιμότερο οι ΙΦΤ μικρής έκτασης να ενταχθούν σε δίκτυα θεσμοθετημένων περιοχών διατήρησης», ενώ η ερευνήτρια και μέλος της ομάδας Δρ Καλλιόπη Στάρα συμπληρώνει ότι «έχει καθοριστική σημασία να  είναι η διαχείριση συμμετοχική και να βασίζεται στη συνεργασία της επιστημονικής με τις τοπικές κοινότητες».
Πρόσβαση στη δημοσίευση: https://www.sciencedirect.com/science/article/pii/S0006320717321183
Περισσότερες πληροφορίες:
John M Halley 6944-328099,  jhalley@cc.uoi.gr
Καλλιόπη Στάρα 6956-155961, kstara@cc.uoi.gr

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ: https://dasarxeio.com

Παρασκευή 20 Απριλίου 2018

Μάνος Χατζιδάκις

  Το Χαμόγελο Της Τζοκόντας 

Κλασική Μουσική

 Μουσική για Ανακούφιση του Άγχους, 
Κλασική Μουσική για Χαλάρωση, Μότσαρτ...

Τα Χειρόγραφα της Νεκράς Θάλασσας

Τα μυστικά που κρύβουν τα εκπληκτικά 

Χειρόγραφα της Νεκράς Θάλασσας


Στο πιο σπάνιο από τα Χειρόγραφα της Νεκράς Θάλασσας, που για πρώτη φορά εκτίθεται στο Ισραήλ, υπάρχει μια πρωτοτυπία που ενθουσιάζει την παγκόσμια ερευνητική κοινότητα: η αφήγηση για τον Κατακλυσμό γίνεται από τον ίδιο τον πατριάρχη των Εβραίων.
Για περίπου επτά δεκαετίες τα Χειρόγραφα της Νεκράς Θάλασσας αποτελούν έναν άλυτο γρίφο που παιδεύει ερευνητές όλων των θρησκειών. Η τυχαία ανακάλυψή τους το 1947, ένα χρόνο πριν τη σύσταση του επίσημου ισραηλινού κράτους, κοντά στο Κιρμπέτ Κουμράν, ερέθισε τη συλλογική φαντασία εξαιτίας αναφορών τους σε βιβλικά κείμενα. Εκτοτε, έχουν γίνει η πηγή για ουκ ολίγες θεωρίες συνωμοσίας σχετικά με τις αλήθειες που αποκαλύπτουν για την ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης. Από τα χειρόγραφα εκείνο που κουβαλάει το μεγαλύτερο μυστήριο είναι η απόκρυφη «Γένεση» (ή Το βιβλίο των Ιωβηλαίων), καθώς η μελέτη της επιτρεπόταν μόνο στους ειδικούς ερευνητές εξαιτίας της εύθραυστης κατάστασης των επιγραφών.
Από τις 15 Μαρτίου, ωστόσο, το ευρύ κοινό έχει την ευκαιρία να δει για πρώτη φορά από κοντά το συγκεκριμένο χειρόγραφο χάρη στην έκθεση «Genesis retold» «Διηγώντας ξανά τη «Γένεση»») που φιλοξενείται στο Μουσείο του Ισραήλ στην Ιερουσαλήμ. Με αφορμή την συμπλήρωση 70 χρόνων από την ανακάλυψή των επτά παπύρων, το απόκρυφο χειρόγραφο (που για το επίσημο δόγμα σημαίνει ψευδεπίγραφο) βγαίνει από την ειδική αίθουσα με συγκεκριμένες συνθήκες θέρμανσης όπου διατηρούνταν και αποκαλύπτεται σε όλους.
Η περγαμηνή χρονολογείται στον 1ο π.Χ. αιώνα και γραμμένη στα αραμαϊκά αναπαράγει τα κεφάλαια 5 -15 της «Γένεσης». Πρόκειται για ένα κομμάτι ουσιαστικά της Παλαιάς Διαθήκης που αναφέρεται στον Νώε και τον Αβραάμ διαφέροντας προφανώς με το πρωτότυπο ως προς την εξιστόρηση. «Είναι χωρίς αμφιβολία ένα αντίγραφο πολύ παλιό ενός πρωτότυπου κειμένου. Τα κομμάτια γραφής έγιναν με πολλή αφοσίωση, χωρίς λάθη και αυτό στη συγκεκριμένη εποχή ήταν δυνατό μόνο αν είχε κάποιος μπροστά το ντοκουμέντο για να το αντιγράψει», αναφέρει στην εφημερίδα «El Pais» ο Αδόλφο Ρόιτμαν, επιμελητής της έκθεσης.
Το χειρόγραφο που παρουσιάζεται στο Μουσείο αναφέρεται στις θυσίες που έκανε ο Νώε μετά τον Κατακλυσμό για να εξευμενίσει τον Θεό του. Σε αντίθεση με τη «Γένεση» της «Πεντατεύχου», που διηγείται πως ο Νώε βγήκε από την Κιβωτό στο Αραράτ μαζί με τους γιους του Σημ, Χαμ και Ιάφεθ και το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν η κατασκευή ενός βωμού για θυσία, το απόκρυφο χειρόγραφο αναγράφει πως ο Νώε θυσίασε μέσα στην Κιβωτό. Τα αποσπάσματα αυτά, μάλιστα, δεν είναι γραμμένα σε τρίτο πρόσωπο αλλά σε πρώτο, σαν να διηγείται, δηλαδή, ο ίδιος ο Νώε τα γεγονότα. «Από ιστορικής πλευράς, θα είχε λογική αυτό επειδή μιλάμε για μια καταστροφή που συγκλόνισε τη Γη και η θυσία θα γινόταν για να εξασφαλιστεί η ηρεμία στο εξωτερικό», τονίζει ο Ρόιτμαν.
Η ομάδα συντήρησης
Η άσχημη κατάσταση του χειρογράφου αποτελούσε για πολύ καιρό πονοκέφαλο για την ομάδα συντήρησής του. Για τον λόγο αυτό δεν μπόρεσε να ψηφιοποιηθεί και να περάσει στην online συλλογή του μουσείου. Συγκριτικά με τα υπόλοιπα επτά χειρόγραφα που βρέθηκαν στην ίδια σπηλιά, πρόκειται για το πιο εύθραυστο, αποτέλεσμα της σύστασης του ιδιαίτερου μελανιού που χρησιμοποιήθηκε κατά τη συγγραφή των κειμένων του. «Αποτελείται από ένα κράμα άνθρακα και ρητινών, όπως το μελάνι των υπολοίπων παπύρων, αλλά στην απόκρυφη «Γένεση» περιέχει επίσης χαλκό, γεγονός που το καθιστά εξαιρετικά ευαίσθητο στο φως», σημειώνει ο καθηγητής Τζέιμς Μπίμπερκραουτ, που ήταν ο πρώτος ειδικός στο Ισραήλ ο οποίος επιφορτίστηκε με την συντήρηση των συγκεκριμένων κειμηλίων.
Από τις 22 στήλες που αποτελούν το έγγραφο, εκείνες που διατηρούνται καλύτερα είναι οι τελευταίες, από 18 έως 22. Είναι τα συγκεκριμένα εδάφια που εκτέθηκαν φευγαλέα το 1955 στην Ιερουσαλήμ όταν ο τότε πρωθυπουργός Μος Σαρέτ ανακοίνωσε ότι το ισραηλινό κράτος είχε αγοράσει τους τέσσερις άλλους χαμένους παπύρους που έλειπαν από τους συνολικά επτά που είχαν εντοπιστεί στις όχθες της Νεκράς Θάλασσας. Προκειμένου να καταφέρουν οι υπεύθυνοι της έκθεσης να φέρουν το αρχείο μπροστά στο κοινό, δημιούργησαν μια ειδικά σφραγισμένη κατασκευή, που επιτρέπει μέσω μικροτσίπ τον έλεγχο της έκθεσης του χειρογράφου στη θερμοκρασία και την υγρασία. Ο πάπυρος δεν φωτίζεται απευθείας. Ένα καινοτόμο «έξυπνο γυαλί» επιτρέπει τη μετατροπή του οπάκ κρυστάλλου της προθήκης του σε διάφανο, για 30 μόνο δευτερόλεπτα κάθε φορά. Ετσι, οι επισκέπτες μπορούν να παρατηρήσουν τα κομμάτια του μειώνοντας την έκθεσή του στο φως κατά 50% και εξασφαλίζοντας πως το μελάνι και το χαρτί δεν θα υποστούν επιπλέον ζημιές.
Παράλληλα με την έκθεση της απόκρυφης «Γένεσης» φιλοξενείται στο μουσείου και μια προσωρινή έκθεση με τον τίτλο «Τα πρόσωπα πίσω από τους παπύρους». Σκοπός της είναι να αφηγηθεί την ιστορία της ανακάλυψης των σημαντικών αυτών κειμένων. Ακόμα, συστήνει τους άνδρες και τις γυναίκες, Βεδουίνους, χριστιανούς, μουσουλμάνους και Εβραίους, που έπαιξαν θεμελιώδη ρόλο στην αναγνώριση της ιστορικής και πνευματικής αξίας των Χειρογράφων της Νεκράς Θάλασσας.
Πηγή: Δ. Μαρίνου, Τα Νέα
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ: https://arxaia-ellinika.blogspot.gr

Ο Βαλαάμ


Η όνος του Βαλαάμ
Περάσανε την Ερυθρά, πέρασαν και την έρημο οι Ισραηλίτες. Λίγο πιο κει ήταν η γη των Μωαβιτών. Ανάμεσα στον λαό του Θεού κι ο μάγος Βαλαάμ.
Σαν είδε ο Βαλάκ, ο βασιλιάς των Μωαβιτών, να πλησιάζουνε τα πλήθη των Εβραίων, φοβήθηκε. «Αυτοί είναι τόσοι πολλοί, που αν έρθουν προς τα δω, θα κατακτήσουνε τη Μωαβία», σκέφτηκε.
Είχε ακούσει για τον Βαλαάμ, τον μάγο. Είχε μάθει πως ό,τι ευλογούσε ο Βαλαάμ έπαιρνε δύναμη. «Καλό θα ήταν», σκέφτηκε, «να καλοπιάσω τον Βαλαάμ, να τους καταραστεί. Να μην έχουνε δύναμη, να μην κινδυνεύει η χώρα μου».

Έστειλε, λοιπόν, στον Βαλαάμ αξιωματούχους Μωαβίτες με πλούσια δώρα για κείνον. Κάπου κοντά στον ποταμό Ευφράτη βρήκανε οι απεσταλμένοι τον Βαλαάμ.
– Ο βασιλιάς μας, ο Βαλάκ, σου στέλνει αυτά τα δώρα. Να  ΄ρθεις, λέει, να καταραστείς τους Ισραηλίτες, γιατί κινδυνεύει απ΄ αυτούς η χώρα του Μωάβ.
– Να καταραστώ; Και μάλιστα τους συμπατριώτες μου, τους Ισραηλίτες; Ποτέ! Αυτό δεν το θέλει ο Θεός μου. Πάρτε πίσω τα δώρα σας! Δεν τα θέλω!
Πήγαν οι απεσταλμένοι την είδηση στον Βαλάκ, μα εκείνος ξανάστειλε τους πιο επίσημους του κράτους. «Πείτε στον μάγο πως, αν έρθει, αν κάνει αυτό που του ζητάω, θα τον κάνω άρχοντα με τιμές και δόξες μεγάλες».
Κι αυτή τη φορά όμως ο Βαλαάμ, μετά από την προσευχή του στον Θεό, έστειλε πίσω και τους άρχοντες και τα δώρα: «Να πείτε στον βασιλιά σας πως ο Θεός μου δεν το θέλει αυτό και δε θα  ΄ρθω ακόμη κι αν μου χαρίσει το παλάτι του γεμάτο με χρυσάφι».
Πήρε το μήνυμα ο Βαλάκ και για τρίτη φορά τώρα στέλνει πολύ πλουσιότερα δώρα και δελεαστικές υποσχέσεις. Ο Βαλαάμ προσευχήθηκε:
– Τι να κάνω, Κύριε;
– Να πας! του είπε ο Θεός. Εκεί, όμως, που θα πας, θα πεις ό,τι σου πω εγώ!
Συμφώνησε ο προφήτης και ξεκίνησε. Καβάλησε τη γαϊδουρίτσα του, πήρε μαζί του και τους δυο του υπηρέτες και πήρε τον δρόμο για τη χώρα των Μωαβιτών. Φαίνεται όμως πως δελεάστηκε από τα δώρα, πως μπήκε μέσα του η σκέψη: «Καλά είναι και τα δώρα, καλές και οι τιμές».
Εκεί που βάδιζε η όνος, ξαφνικά, χωρίς λόγο – νόμιζε ο Βαλαάμ – το ζώο ξεστράτισε. Βγήκε από το μονοπάτι και τράβηξε κατά τα χωράφια. Σήκωσε το ραβδί του και το χτύπησε. Ανάγκασε το ζώο να ξαναμπεί στον σωστό δρόμο. Όμως σ΄ ένα σημείο στένευε το μονοπάτι. Απ΄ τη μια μεριά ήτανε ένας τοίχος, μια ξερολιθιά. Απ΄ την άλλη ο φράχτης του αμπελιού. Η γαϊδουρίτσα φάνηκε να τρομάζει, άφησε χώρο από τα δεξιά, σύρθηκε στον τοίχο και χτύπησε το πόδι του ο Βαλαάμ. Οργίστηκε με το ζώο. Σήκωσε το ραβδί του και του κατάφερε αλύπητα αρκετές ξυλιές.
Προχώρησε λίγο και πάλι τρόμαξε η όνος, μα, τώρα πια, τέντωνε τα πόδια και δεν έκανε βήμα.
– Πεισματάρικο ζώο, φώναξε καθώς το κτυπούσε. Γιατί δεν προχωράς; Αν είχα μαχαίρι, στ΄ αλήθεια, θα σε σκότωνα!
Για τρίτη φορά σήκωσε το ραβδί του ο Βαλαάμ. Και τότε… Τότε έγινε το απερίγραπτο: φωνή ανθρώπινη πήρε το ζώο και είπε στον αφέντη του:
– Γιατί με χτυπάς, μια δυο, τρεις φορές; Δεν είμαι εγώ που τόσα χρόνια σε υπηρετώ με υπομονή; Στη ράχη μου δεν έχεις φορτώσει τα μεγάλα βάρη που ήθελες να μεταφέρεις; Δεν καθόσουν πάνω μου, για να σε πηγαίνω όπου ήθελες; Ξεστράτισα ποτέ από τον δρόμο μου; Δε βάδιζα όπου ήθελες εσύ;
Τρόμαξε ο προφήτης σαν άκουσε το ζώο να μιλάει μ΄ ανθρώπινη γλώσσα. Και τότε άνοιξαν τα μάτια του και είδε αυτό που τόσην ώρα έβλεπε μόνο η γαϊδουρίτσα του, ενώ αυτός δεν το έβλεπε: είδε ολοφώτεινο άγγελο, τρομερό στην όψη, να κρατά πύρινη ρομφαία, να στέκει μπροστά στο ζώο εμποδίζοντας τον δρόμο και να λέει:

– Βαλαάμ, έχεις λυπήσει τον Θεό! Γιατί χτυπούσες μια, δυο, τρεις φορές την όνο; Εγώ έμπαινα μπροστά της. Μ΄ έβλεπε το ζώο, τρόμαζε κι άλλαζε δρόμο. Εσύ δε μ΄ έβλεπες. Δε μ΄ έβλεπες γιατί άλλα σου είπε ο Κύριος κι άλλα σκεφτόσουνα να κάνεις. Ξέχασες την εντολή του Θεού που σου είπε ότι Εκείνος θα σε καθοδηγήσει τι θα πεις και τι θα κάνεις. Κι έβαλες με τον νου σου τα πλούτη και τα δώρα και τις τιμές. Να ξέρεις: Με τούτο το πύρινο σπαθί που εμπόδιζα το ζώο, θα σε χτυπούσα και θα σε σκότωνα, αν είχα εντολή απ΄ τον Θεό.
Αυτά είπε ο άγγελος και χάθηκε! Συνήλθε ο Βαλαάμ, συνέχισε τον δρόμο του κι από κει και μετά εκτέλεσε κατά γράμμα την εντολή του Κυρίου.
Σ.Γ.Α.

ΠΗΓΗ: https://www.pemptousia.gr

Πέμπτη 19 Απριλίου 2018

Οδυσσέας Ελύτης!!!

ΠΗΡΕ ΝΑ ΧΕΙΜΩΝΙΑΖΕΙ. Πλήθυναν οι άδειες καρέκλες γύρω μου. Έχω πιάσει γωνιά και πίνω καφέδες, φουμέρνοντας αντικρύ στο πέλαγος. Θα μπορούσα να περάσω έτσι μια ζωή ολόκληρη, αν δεν την έχω κιόλας περάσει.
Ανάμεσα σε μια παλιά ξύλινη πόρτα ξεβαμμένη  απ’ τον ήλιο κι ένα κλωναράκι γιασεμιού τρεμάμενο πού, έτσι και συμβεί να μου λείψουν μια μέρα, η ανθρωπότητα όλη θα μου φαίνεται άχρηστη. Σχεδόν σοβαρολογώ. Επειδή εδώ δεν πρόκειται πια για τη φύση, που αυτήν, πιστεύω, είναι πιο σημαντικό να τη διαλογίζεσαι παρά να τη βιώνεις, ούτε καν για την παράδοση. Πρόκειται για τη βαθύτερη εκείνη δύναμη των αναλογιών που συνέχει τα παραμικρά με τα σπουδαία ή τα καίρια με τα ασήμαντα, και διαμορφώνει κάτω από την κατατεμαχισμένη των φαινομένων επιφάνεια, ένα πιο στερεό έδαφος, για να πατήσει το πόδι μου – παραλίγο να πω η ψυχή μου.
Μέσα σ’ ένα τέτοιο πνεύμα είχα κινηθεί άλλοτε, όταν έλεγα ότι ένα τοπίο δεν είναι όπως το  αντιλαμβάνονται μερικοί κάποιο, απλώς, σύνολο γης, φυτών και υδάτων. Είναι η προβολή της ψυχής ενός λαού επάνω στην ύλη. Θέλω να πιστεύω – και η πίστη μου αυτή βγαίνει πάντοτε πρώτη στον αγώνα της με τη  γνώση – ότι όπως και να τα εξετάσουμε, η πολυαιώνια παρουσία του ελληνισμού πάνω στα δώθε ή εκείθε του Αιγαίου χώματα έφτασε να καθιερώσει μιαν ορθογραφία, όπου το κάθε  ωμέγα, το κάθε ύψιλον, η κάθε οξεία, η κάθε υπογεγραμμένη δεν είναι παρά, ένας κολπίσκος, μια κατωφέρεια, μια κάθετη βράχου πάνω σε μια καμπύλη πρύμνας πλεούμενου, κυματιστοί αμπελώνες, υπέρθυρα εκκλησιών, ασπράκια ή κοκκινάκια, εδώ ή εκεί από περιστεριώνες και γλάστρες με γεράνια.
Είναι μια γλώσσα με πολύ αυστηρή γραμματική, που την έφκιασε μόνος του ο λαός, από την εποχή που δεν επήγαινε ακόμη σχολείο. Και την τήρησε με θρησκευτική προσήλωση κι αντοχή αξιοθαύμαστη, μέσα στις πιο δυσμενείς εκατονταετίες. Ώσπου ήρθαμ’ εμείς, με τα διπλώματα και τους νόμους, να τον βοηθήσουμε. Και σχεδόν τον αφανίσαμε. Από το ένα μέρος του φάγαμε τα κατάλοιπα της γραφής του και από το άλλο τού ροκανίσαμε την ίδια του την υπόσταση, τον κοινωνικοποιήσαμε, τον μεταβάλαμε σε έναν ακόμα μικροαστό, που μας κοιτάζει απορημένος από κάποιο παραθυράκι κάποιας πολυκατοικίας του Αιγάλεω. Δεν αναφέρομαι σε καμιά χαμένη γραφικότητα. Ούτε θυμάμαι να ‘χω ζήσει σε καμιά καλή εποχή για να τη νοσταλγώ. Απλώς, δεν ανέχομαι τις ανορθογραφίες. Με ταράζουν. Νιώθω σαν ν’ ανακατώνονται τα γράμματα στο ίδιο μου το επώνυμο, να μην ξέρω ποιος είμαι να μην ανήκω πουθενά. Τόσο πολύ αισθάνομαι να είναι η ζωή μου συνυφασμένη μ’ αυτήν την «υδρόγεια λαλιά», που δεν είναι παρά η οπτική φάση της ελληνικής λαλιάς, της ικανής με τη διπλή της υπόσταση να ομιλεί και να ζωγραφίζει συνάμα. Και που εξακολουθεί αθόρυβα όσο και δραστικά, παρά τις άνωθεν επεμβάσεις, να εισχωρεί ολοένα μέσα στην ιστορία και μέσα στη φύση που τη γέννησαν, έτσι ώστε να μετατρέπει τεράστιες ποσότητες παρελθόντος χρόνου σε παρόν, και να μετατρέπεται από το παρόν αυτό σε όργανο προικισμένο με τη δύναμη να οδηγεί τα στοιχεία της ζωής μας στην πρωτογενή, φυσική τους αλήθεια. Όμως, για να το αντιληφθεί αυτό κανείς, πρέπει να ‘χει περάσει απ’ όλες τις διεργασίες, όσες  απαιτούνται για να μπορεί να διακρίνει που κείται το καίριο. Το καίριο στη ζωή αυτή  κείται πέραν του ατόμου. Με τη διαφορά ότι αν δεν ολοκληρωθεί κανείς σαν άτομο – κι όλα  συνωμοτούν στην εποχή μας γι’ αυτό -αδυνατεί να το υπερβεί.
Σ’ αυτό το σημείο σταύρωσης βρισκόμαστε σήμερα, που οι περισσότεροι αδυνατούν, επί  παραδείγματι, να εκτιμήσουν την υγεία επειδή δεν έτυχε ν’ αρρωστήσουν, ή επειδή -το  χειρότερο- θεώρησαν «καίριο» την αρρώστια. Ο μηχανισμός μιας λειτουργίας όπως αυτή  αντανακλά πάνω στη λογοτεχνία μας, την καταδυναστεύει, την υποβάλλει σ’ ένα είδος παραμορφωτικής αρθρίτιδας, που εξαιτίας μιας μακράς και συνεχούς τακτικής εκλαμβάνεται  ως η μόνη φυσιολογική.
ΑΡΧΙΣΕ ΤΩΡΑ και να ψιλοβρέχει. Έχω αποτραβηχτεί πίσω από την τζαμαρία και παρακολουθώ τον γέρο Λεμονή, που τρέχει κατά το μόλο φωνάζοντας και χειρονομώντας. Θα του λύθηκε το παλαμάρι της βάρκας. Ε, αυτός είναι κι αν είναι, κυριολεκτικά, μ’ έναν παλιό πουνέντε στο γύρο του προσώπου του. Αγρότης και ναυτικός συνάμα. Ένας από τούς  τελευταίους διαχρονικούς Έλληνες, με τις γερές του πλάτες, το πυκνό λευκό του μαλλί και  το κορμί του το κεραμιδί που σου υποβάλλει την ιδέα ότι θα μπορούσε να ‘ναι κι ένας  υπήκοος της Κρήτης του Μίνωα. Δούλος ίσως, αλλά σε απόσταση αναπνοής από τον άρχοντά  του. Και αυτό έχει σημασία. Επειδή έκτοτε δεν παρατηρήθηκε, ως φαίνεται, σε κανέναν από τους πολιτισμούς που γνωρίζουμε. Τα μικρά μεγέθη, ο περιορισμένος πληθυσμός, η περίπου ανυπαρξία καταναλωτικών αγαθών,  μείωναν τις διαφορές ανάμεσα στα κοινωνικά στρώματα, έτσι που η πλάστιγγα να γέρνει πάντοτε από το μέρος της ποιότητας και του καλού γούστου, που ή υπάρχουν διάχυτα στον αέρα για τον καθένα ή δεν πουλιούνται στην αγορά ώστε να μπορούν να τα προμηθεύονται οι ολίγοι. Και μολονότι το άτομο στα χρόνια εκείνα έμοιαζε το ίδιο ισχυρά σβησμένο πίσω από την τεχνουργία όσο και στα χρόνια της πλέον ακμαίας χριστιανοσύνης, θα έλεγε κανένας ότι προηγουμένως είχε προφτάσει να ολοκληρωθεί, θέλω να πω να εξαντλήσει όλους τους πόρους της ψυχικής του ευφορίας, ώστε να κόβει λουλούδι και για να το χαίρεται και για να το εκμεταλλεύεται χωρίς να σημειώνεται πουθενά το παραμικρό χάσμα. Μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά δικαιολογημένα υποψιάζεται κανείς ότι η λατρεία της σωματικής δύναμης -που όσο πιο πίσω πάμε τόσο πιο ισχυρή τη βρίσκουμε- παραχωρούσε τότε τη θέση της σε (η , αν αυτό πάει πολύ, συνυπήρχε με) μιαν ανάμεικτη από ηδυπάθεια κι ευωδία λωτού τρυφερότητα, διόλου διαφορετική από την «τρυφερότητα των μαστών» που αντικρίζανε καθημερινά γύρω τους οι κάτοικοι της Κρήτης εκείνης και με τη γνωστή πλαστική τους ευκρίνεια, διασώσανε στα έργα τους.
Αυτό θα πει να μπαίνει ένας πολιτισμός όχι στην ιστορία με πολέμους αλλά στη ζωή με τον ήλιο στην κοιλιά. Ολόκληρο το δυναμικόν που θ’ αντιστοιχούσε στη διεξαγωγή εχθροπραξιών θα διοχετεύεται στην ερωτική συζυγία με τη φύση και στη διαιώνιση των καρπών ενός τέτοιου γάμου. Ίσως αυτά όλα (χρειάζεται να το πω) να μη συμπίπτουν πάντοτε, ή και καθόλου, με τα συμπεράσματα της επιστήμης. Αλλά εγώ λέω αυτά που διαβάζω στα μόνα κείμενα που μας  άφησαν και που είναι τα έργα των χειρών τους. Φτάνει κανείς και από τις άκρες και από τις οφιοειδείς γραμμές στην αποκατάσταση μιας ηθικής της ομορφιάς, που πιθανόν κάποτε στον κόσμο αυτό να επεκράτησε. Ότι καμιά σημαντική πολιτεία δεν ήταν κτισμένη σε μέρος που να προσφέρει αμυντικά πλεονεκτήματα, όπως οι κατοπινές ακροπόλεις ή τ’ αμέτρητα κάστρα του Μεσαίωνα, καθώς επίσης και το γεγονός ότι δε συναντάμε παρά σπάνια την ύπαρξη οχυρωματικών έργων συνηγορούν άμεσα με την άποψη αυτή. Όπως συνηγορούν  έμμεσα όλα τα έργα τέχνης που μας άφησαν. Από τις νωπογραφίες αρχινώντας, όπου η  χρωματική αντίληψη εκδηλώνεται με μιαν αθωότητα που χρειάστηκε να περάσουν χιλιετίες  όχι καν για να την ξαναβρούμε αλλά με κόπους και με γνώση να την ξαναφτιάξουμε περνώντας ύστερα στους απείρου ποικιλίας δακτυλιόλιθους, αυτά τα ωάρια ενός κόσμου  μαγικού, όπου οι συγχορδίες της φαντασίας και της δεξιοτεχνίας καταφέρνουν να συγκροτήσουν έναν σωστό Πανδέκτη του σχηματολογικού δυναμικού της ύλης έως, τέλος, τ’ αντικείμενα τους της καθημερινής ζωής, πιο δυναμικά ετούτα, εάν όχι κάποτε και βάρβαρα, όμως με μιαν ανεξάντλητη στα σχήματα και στα μεγέθη ευρηματικότητα.
Εδώ, δεν ξέρω πως να το πω, αλλά αισθάνομαι κάτι σαν ζήλια, που είναι παράπονο συνάμα κι ευχή. Να τι εννοώ. Θα ήθελα να μπορούσαν αυτά όλα να βρίσκονται σε συνεχή συνεννόηση με τον ήλιο. Να υπάρχει και γι’ αυτά μια φωτοταξία, που, όπως εξασφάλιζε στα φυτά τη χλωροφύλλη την απαραίτητη για να ανανεώνονται αέναα και να μας βρέχουν το μάτι με τη δροσιά τους, να υπαγορεύει και σ’ αυτά ορισμένα χαρακτηριστικά σκιρτήματα, προικισμένα με τη χάρη, ακόμη και μέσ’ απ’ τις πιο τρομερές θεομηνίες, που τσακίζουν πολιτισμούς και  αφανίζουν ακεραιότητες λαών, να πηδούν από τον ένα στον άλλον αιώνα και να περνούν  βελονιές πάνω στο δέρμα του χρόνου. Να περνά η Παριζιάνα της Κνωσού στη συλλέκτρια των κρόκων της Θήρας, κι αυτή στην Κόρη με τον θαλλόν μυρσίνης, της Πάρου, κι αυτή στη Μυροφόρο τη ρόδινη με τη λαμπάδα, κι αυτή στην ωραία Αντριάνα των Αθηνών, κι αυτή  στην Κόρη με το ρόδι της Αίγινας. Αν όχι τίποτε άλλο, επειδή κατοικούμε στα ίδια χώματα.
ΤΩΡΑ ΟΙ ΤΡΙΛΙΕΣ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ που άκουγα τα ξημερώματα πρέπει να ‘χουν φτάσει μακριά, να τρέχουν μια δω μια κει και να συρράπτουν τα κομματάκια της πραγματικότητας, τέτοιας που την εκαταντήσαμε. Να μπορούν οι θεοί να διαβάσουν τι γίνεται δω πέρα. Στα πλαϊνά μου τραπέζια οι ντόπιοι αυτοί έχουνε πέσει με τα μούτρα στις εφημερίδες που μόλις έφερε το μεσημεριανό αεροπλάνο. Μυστήριοι άνθρωποι. Τους ξέρω χρόνια, τους παρακολουθώ, τους μελετώ σαν να ‘τανε πειραματόζωα. Στις κοινωνικές τους σχέσεις, τις οικογενειακές αλλά και τις επαγγελματικές, συμπεριφέρονται με μιαν ευθύτητα και μια  ψυχική ευγένεια που μαρτυρούν κοιτάσματα χρυσού στο προγονικό τους υπέδαφος. Η κρίση τους είναι καθαρό μαχαίρι. Κόβει τα πράγματα σε καλά και κακά, μαύρα και άσπρα, όπως μας τα ‘μαθε η μάνα μας. Έτσι όμως κι εμπλακούν στα συνθήματα που τους προσφέρουν με τον δικό τους, δόλιο τρόπο οι πολιτικές παρατάξεις, η καθαροσύνη αυτή χάνεται. Και τα μεν και τα δε είναι όλα καλά εάν βρίσκονται από το μέρος μας και όλα κακά  εάν βρίσκονται από το άλλο. Δεν υπάρχει τρόπος να χωριστούν αλλιώς. Ούτε κανείς βιοχημικός η οφθαλμολόγος θα μπορούσε να μας εξηγήσει πως γίνεται τόσο ετερόκλητα  πράγματα ν’ αποκτούν έξαφνα το ίδιο χρώμα και να θολώνουν το ίδιο μυαλό. Και το ωραίο  είναι ότι σε τελικήν ανάλυση, τη νύφη την πληρώνεις εσύ, που βρίσκεσαι απ’ τους απ’ έξω. Δεν τολμάς να τραβήξεις μιαν από τις αξίες που πιστεύεις ότι ικανοποιούν την εθνική σου φιλαυτία, και βλέπεις να βγαίνουν μαζί της ένα σωρό άνθρωποι των χρηματιστηρίων, που ανεβοκατεβαίνουν στην κόλαση όπως στο σπίτι τους. Δεν κοτάς ν’ αγγίξεις μιαν από τις αξίες που ικανοποιούν τα αισθήματά σου για κοινωνική δικαιοσύνη, και βρίσκεσαι να «κάνεις πορεία» μ’ έναν συρφετό ανθρώπων που δεν έχουν δική τους σκέψη αλλά την περιμένουν από τον καθοδηγητή τους.
Έτσι όμως η ψυχή μας υποχρεώνεται να κυλήσει πάνω σε δύο γραμμές που αδυνατούμε να παραλληλίσουμε. Ο εκτροχιασμός είναι αναπόφευκτος. Θεέ μου! Κι εγώ που ονειρευόμουν να παραλληλιστούν άλλου είδους γραμμές, κι απέβλεπα στις συντεταγμένες του γυμνού σώματος και της δικαιοσύνης, της αλκής και της ιερότητας, του παρθενικού και του ηδυπαθούς! Που ζητούσα να καθαγιασθούν πρώτα μέσα στο άδυτον του κάθε ιδιώτη τα  «κοινά», και έτσι μόνον να γίνουν κανόνες ζωής για όλους, με το ίδιο ήθος και την ίδια  δύναμη.
Ουτοπία; Μπορεί, γιατί όχι; μια εκδοχή ανάμεσα στις άλλες είναι κι αυτή, μόνο που έχει λιγότερες πιθανότητες. Κι ύστερα κακολογούν τους ποιητές ότι δεν έχουν τη δύναμη ν’ αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα, μόνον κάθονται και ρεμβάζουν. Καλά κάνουν. Να  βάζεις με το νου σου αβρά πράγματα, και μάλιστα να τα βλέπεις απ’ την ανάποδη,  χρειάζεται να ‘σαι σκληρός. Η μήπως αδιάφορη και σκληρή δε δείχνει πάντα να είναι μέσα  στις συμφορές μας η φύση; Μα είναι; ‘Η ζητάει τ’ αδύνατα; Να εκπληρώσει τον προορισμό  της, χωρίς ν’ αφεθεί να κλονιστεί από το χτυποκάρδι μας; Αυτό είναι. Το ‘νιωσα δυνατά στον  πόλεμο, πάνω στην υποχώρηση του ’41, μέσα στο φούντωμα της άνοιξης, όταν έδινα βουτιά στα ριζά τών ολάνθιστων σύδεντρων για να καλυφθώ από τα γερμανικά στούκας. Με το μάγουλο στο υγρό χώμα ζητούσα βοήθεια, συμπόνια, προστασία να μού ψιθυρίσουν αυτά τα μπουμπουκιασμένα κλωνιά έναν παρήγορο λόγο. Τίποτε. Το μόνο που ζητούσαν ήταν να μού υποβάλουν το «αιώνιο» που είχαν ταχθεί ν’ αντιπροσωπεύουν. Έτσι ο ποιητής. Σκληρός. Και να ζητάει τ’ αδύνατα.
Ω να μπορούσανε, λέει και τα οργανωμένα κράτη να διαμορφώσουν μια δημόσια ζωή με νόμους σαν αυτούς που διέπουν το άτομο. Να επιφοιτούσε στα κοινά η ψυχή, και μια διαταγή του υπουργείου Υγείας να ξαπόστελνε στα εργοστάσια επεξεργασίας απορριμμάτων όλες τις πενταροδεκάρες τών συμφερόντων, για να βγουν έστω και λίγα γραμμάρια ομορφιάς. Να έπαιρνε πότε πότε η συνεδρίαση του Κοινοβουλίου τις προεκτάσεις που παίρνει ένα δάκρυ όταν διαθλά τις αθλιότητες όλες κι απομένει να λάμπει σαν μονόπετρο. Κοντολογίς, να μπορούσαν και τη σημασία των λαών να τη μετράνε όχι από το πόσα κεφάλια διαθέτουνε για μακέλεμα, όπως συμβαίνει στις μέρες μας, αλλά απ’ το πόση ευγένεια παράγουν, ακόμη και κάτω από τις πιο δυσμενείς και βάναυσες συνθήκες, όπως ο δικός μας ο λαός στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, όπου το παραμικρό κεντητό πουκάμισο, το πιο φτηνό βαρκάκι το πιο ταπεινό εκκλησάκι, το τέμπλο, το κιούπι το χράμι όλα τους αποπνέανε μιαν αρχοντιά κατά τι ανώτερη των Λουδοβίκων. Τί σταμάτησε αυτά τα κινήματα ψυχής που αξιώθηκαν κι έφτασαν ως τις κοινότητες; Ποιός καπάκωσε μια τέτοιου είδους αρετή, που μπορούσε μια μέρα να μας οδηγήσει σ’ ένα ιδιότυπο, κομμένο στα μέτρα της χώρας πολίτευμα; Όπου το κοινόν αίσθημα να συμπίπτει με κείνο τών αρίστων. Τι έγινε η φύση που μαντεύουμε αλλά δεν τη βλέπουμε; ο αέρας που ακούμε αλλά δεν τον εισπνέουμε; Κουράστηκα να τα λέω. Θα ‘θελα να μην είχα πια τίποτα να πω, αλλά πως, που νιώθω να ‘μια ακόμη γεμάτος, φορτωμένος με τόνους ανέμων, τσουβάλια Ιουλίων, καλαθούνες ανθέων… τα μωβ ξεχειλίζουν. Τα σκούρα μού κόβουν τους αγκώνες. Πολλά γαιώδη μουλιάζουν τα ρούχα μου. Άλλα, ελαφρότερα, γίνονται στοές, ρόπτρα, γεφυράκια, τρούλοι. Ανάγκη να ξεφορτώσω. Πως όμως, που αυτά πλέον έγιναν στοιχεία του οργανισμού μου; Έτσι και τ’ αδειάσω, έσβησα.
ΣΑΝ ΝΑ ΞΑΝΟΙΞΕ ο καιρός. Παίρνω σιγά σιγά τον ανήφορο, κείνον με τις φαγωμένες, ανώμαλες πλάκες που μ’ αρέσει. Περπατώ βλέποντας χρόνους πολλούς πίσω από το κάλυμμα της συνήθειας. Ξέρω με κάθε λεπτομέρεια πώς και γιατί χτίστηκε το τοιχάκι της εκκλησίας έτσι σε τόσο ανισόπεδο έδαφος. Αναγνωρίζω την αρχική μορφή που πρέπει να είχε το σπίτι με τις τρεις κολόνες. Αποδίδω τη δέουσα βαρύτητα στη σημασία που έχει ένας τενεκές με ηλιοτρόπια στο κεφαλόσκαλο μιας εσωτερικής αυλής. Συνελόντι ειπείν, έχω γίνει ένας μικρός Παυσανίας τών αισθήσεων και των αναλογιών τους στο πνεύμα, που πιότερο από τα μνημεία ενδιαφέρεται για κάτι δαφνώνες, απ’ αυτούς με τα δυνατά πράσινα πού, μόνον να τα θωρείς, σου στιλβώνουν μάτι μαζί και ψυχή. Και που του αρέσει γράφοντας -πρέπει να το προσθέσω κι αυτό -να μην ξύνει απλώς το χαρτί αλλά να σκάβει και ν’ ανακαλύπτει συνεχώς την Ελλάδα που προϋπάρχει μέσα του και που, αν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, ολίγον ενδιαφέρει. Έχει τον καιρό ν’ ακολουθήσει η πραγματικότητα. Προηγουμένως, είναι ανάγκη να πλασθεί απ’ τη σκέψη. Μια σκέψη που, αν τη σπάσεις, η χούφτα σου θα γεμίσει από σπόρια συγκινήσεων, ευαισθησιών, ανατάσεων, δακρύων.
Φτάνω τώρα στο μαντρότοιχο απ’ όπου ξεπροβέλνουν τα κεφάλια τους, λες και σηκώνονται στις μύτες των ποδιών τους, οι μανταρινιές, οι πορτοκαλιές, οι νεραντζιές. Λάμπουν και γυαλίζουν, με φρεσκοπλυμένο μάγουλο απ’ τη βροχή. Παράξενο μου φαίνεται κάθε φορά που το συλλογίζομαι ότι δε γνώριζαν οι Ίωνες τα εσπεριδοειδή -τόσο πολύ, πιστεύω, η σκέψη τους αναδίδει τη σπιρτάδα τών κίτρων. Ιδού ένας ακόμη „κατ’ αναλογίαν“ συσχετισμός, που κάνει τούς περισσότερους να υψώνουν τα χέρια μπροστά σε κάθε ρήση ποιητική που δεν είναι γνώσεις από κρέας ωμό αλλά αίνιγμα σπινθηροβόλο, με τη λύση του μεταποιημένη σ’ ευωδιά. Σ’ αυτό το κεφάλαιο είμαι πολύ ευαίσθητος. Η ροπή μου καταντά διαστροφή. Κι όμως, πουθενά δε βρίσκω αισθητοποιημένη με τόση ενάργεια, την έννοια της αθωότητας όσο στα μυριστικά χόρτα. Όπως της καθαρότητας και της διαφάνειας σε μια λαμπερή νεροσταγόνα, ή του καθαρμού και της ψυχικής ασηψίας στον ασβέστη. Χωρίς τις ηθικές προεκτάσεις που έλαβαν εν συνεχεία, θα μού ήταν αδύνατο να κατοχυρώσω τη «λιγοσύνη» σαν κεφάλαιο πολύτιμο για το σύνολο, που να το μεταφέρω κατόπιν, με την ίδια ισχύ, στο άτομο. Άλλοι ας αναλώνονται κι ας περιορίζονται σε αυτά που υπάρχουν. Πού, βέβαια, είναι τα περισσότερά τους δεινά και τα καταγγέλνουν. Ας υπάρχει κι ένας που να διατηρεί το δικαίωμα να προσβλέπει σε αυτά που δεν υπάρχουν αλλά θα έπρεπε και θα μπορούσαν να υπάρχουν. Ο κόσμος τών φυτών με γοήτευσε. Αείποτε μ’ εξέπληξε. Περισσότερο και από τον κόσμο των άστρων κατάφερνε να μου υποβάλλει το μυστήριο της ζωής. Αποπνέει ένα είδος αγιοσύνης, που δοκίμασα να το εκφράσω, ακόμη και με ανορθόδοξα μέσα, όταν αισθάνθηκα να είμαι αρκετά καθαρός στην ψυχή για να το αποπεφαθώ. Μετατρέποντας το φυτό από ουδέτερο σε θηλυκό, και θεωρώντας το σαν κόρη, περίπου, αγία ή θεά, ζωγράφισα, χωρίς να είμαι ζωγράφος, και μάλιστα σε πολλές παραλλαγές, μια θεά Φυτώ, που της έβαλα βυσσινιά δυνατά και χρυσά και φωτοστέφανο στο κεφάλι, με την ελπίδα να μπορεί δίπλα μου να ενσαρκώνει κείνον τον αέρα που έρχεται σαν από θαύμα μεσ’ απ’ τα έγκατα της γης και να υποκαταστήσει όσα και σαν ειδωλολάτρες και σαν χριστιανοί διακονήσαμε στο βωμό του Ποσειδώνα και της Παρθένου.
ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΠΩΣ ΤΟ ΕΝΣΤΙΚΤΟ του γραφιά μέσα μου, του μανιακού πολέμιου της  προχειρότητας μ’ έχουν μονοχνοτίσει. Φέρτε μου τον Θεό, θα συνεννοηθώ αμέσως. Με τους  ανθρώπους είναι το δύσκολο. Καθώς γυρνάω στο σπίτι αργά για φαγητό, βρίσκω την κυρία Ευγενία να τα έχει όλα έτοιμα,  σκεπασμένα, και να κάθεται με θρησκευτική προσήλωση μπροστά στο ραδιόφωνο. Βέβαια, το λόγο κάποιου πολιτικού αρχηγού ακούει μολονότι αμφιβάλλω αν καταλαβαίνει καλά. Κι όχι επειδή δεν έχει την απαιτούμενη μόρφωση· τουναντίον, επειδή ο λόγος δεν έχει την απαιτούμενη δομή τη στοιχειώδη. Άλλ’ αντ’ άλλων. Φτήνια και μακρηγορία χωρίς αντίκρισμα. Έτσι μού ‘ρχεται να της το κλείσω. Αν όχι να βγω στα μπαλκόνια να το φωνάξω: Τίποτε απ’ ολ’ αυτά που περιφέρουν, επί αιώνες τώρα, στα σχολεία, στις εκκλησίες, στις κομματικές συγκεντρώσεις, δεν παίρνει διαβατήριο για την ψυχή, αν προηγουμένως δεν έχει  την οφειλόμενη θεώρηση από τα μέσα τα εκφραστικά. Οι νόμοι της τέχνης είναι και νόμοι  της ζωής. Ο πολιτικός οφείλει να μη διαφέρει σαν αντίληψη απ’ τον καλλιτέχνη. Και στην  αντίληψη τού καλλιτέχνη ο αγώνας για τη σωτηρία του ανθρώπου είναι αγώνας για την ορθή έκφραση, και τίποτε άλλο. Σε τέτοιο σημείο, που θα έλεγα ότι και οι πλέον αντίθετες  τοποθετήσεις απέναντι στο ίδιο πρόβλημα εξισώνονται αν η εν τέχνη δικαίωση τους είναι του αυτού υψηλού βαθμού. Η ποιότητα στηρίζει τούς θεούς, κι είναι για να μην το ‘χουν κατανοήσει εγκαίρως οι Ιερείς  που παιδεύεται άδικα η ανθρωπότητα.
ΤΟ ΜΟΝΟ ΠΡΑΓΜΑ που παίρνει μαζί του πεθαίνοντας ο άνθρωπος είναι το μικρό εκείνο  μέρος της περιουσίας του που ίσα ίσα δεν ενδιαφέρει κανέναν άλλο. Κάτι λίγες αισθήσεις ή στιγμές· δυό τρεις νότες κυμάτων, την ώρα που το μαλλί το παίρνει ο αέρας με τα γλυκά ψιθυρίσματα μες στο σκοτάδι, ολίγες μέντες από δυό κοντά κοντά βαλμένες ανάσες, ένα τραγούδι βαρύθυμο, σαν βράχος μαύρος, και το δάκρυ, το δάκρυ της μιας φοράς, το για πάντοτε. Όλα όσα, μ’ άλλα λόγια, κάνουν την αληθινή του φωτογραφία, την καταδικασμένη να χαθεί και να μην επαναληφθεί ποτέ.
Αποδίδω μεγάλη σημασία σ’ αυτό το έσχατο του εαυτού μας αντίτυπο. Που, εάν συμβαίνει να διακρίνουμε πίσω του αφρισμένη τη θάλασσα ή λευκό το σπιτάκι, να προσπερνάμε, τάχατες οι ανώτεροι εμείς, παρά να γονυπετούμε και να κάνουμε το σταυρό μας με δέος. Ένα εικόνισμα είναι κι αυτό το πελαγίσιο κομμάτι που το ξύλο του έχει μαυρίσει από τους καπνούς παλαιών αγώνων αλλά που τ’ αγιωτικό του αναδίδει ακόμη Αναξίμανδρο. Μιλώ μ’ έναν φανατισμό που δεν είναι παρά σωφροσύνη στον κύβο. Να ‘σαι σκληρός απέναντι στο μέλλον σου μαρτυρεί πόσο τρυφερός είσαι ήδη απέναντι στα στοιχεία που κρυφά προσφέρεις για να το συνθέσουν. Αλλά ποιό μέλλον; Τίνος; Το απώτερο, το μετά κάθε ιδιώτη μέλλον, που αυτό είναι και το δημόσιο. Πάνω σε τέτοιου είδους λατρευτική στάση, φαντάζομαι θα ήταν δυνατόν να συμπέσουν οι κορυφαίοι της πολυθεΐας και οι άγιοι πάντες της χριστιανοσύνης. Με τον ίδιο τρόπο που σ’ ένα πέτρινο, σχεδόν διάφανο ειδώλιο που λευκάζει κι αναδύεται από τα κύματα συμπίπτουν οι λιγοστές γραμμές της Πάρου ή της Σικίνου και οι πτυχές του μανδύα μιας αγίας Μαρίνας, η μιας Διαμάντως που εναποθέτει λουλούδια στον επιτάφιο. Περιμένω τον καλλιτέχνη -που όσο περνάν τα χρόνια τόσο λιγότερες πιθανότητες υπάρχουν ν’ αναφανεί- τον ικανό να στήσει, αποστραγγίζοντας όλο το απόθεμα του θυμητικού μας, το μνημείο στον «άγνωστο ιδιώτη». Όπως ως τώρα εστήσαμε σε κάθε γωνιά του τόπου μας κάποιο μνημείο στον «άγνωστο στρατιώτη». Θα πρέπει να βγαίνει από την κυανή και λευκή Μεγάλη του Γένους Σχολή και ν’ αντανακλά όλο φώς πάνω στην πίσσα της Ευρώπης που  θάβουμε σήμερα εν όψει μιας άλλης που μοιάζει να γεννιέται. Χωρίς διάκριση. Πάνω στους  μέλανες δρυμούς, στα τέρατα της Chartres και του Duomo, τους Καρτέσιους και τους  Καλβίνους, τους Κάντ και τους Μαρξ, τον Πάπα —Θεός σχωρέσει τους.
ΕΤΣΙ ΚΑΙ ΝΥΧΤΩΣΕΙ αρχινά η δική μου δεύτερη μέρα. Η πρώτη θέλει μπλάβα πέλαγα, η δεύτερη, τέσσερις τοίχους, χειρόγραφα και ποτό. Ένα μαύρο δαιμόνιο, μα όλο λευκότη στην ψυχή, με σκουντάει στον ώμο, συγκρατεί το χέρι  μου: «Μη , όχι έτσι, αλλιώς», «Όχι έτσι, αλλιώς». Να μη βγει κακός λόγος από το στόμα  μου, να μη βγει παράπονο. Αυτό θέλει. Κι άλλα μικρά δαιμόνια, παρόμοια, μού εμφανίζονται κατά καιρούς, κρατώντας εικόνες, χρωματιστά γυαλιά, χάρτινα βαπόρια  φωταγωγημένα. Είναι φιλικά, μου γνέφουν κιόλας πότε πότε: «Μην ακούς», «Κάνε τη δουλειά σου», «Εδώ είμαστ’ εμείς». Μόνον άνωθεν το κουράγιο. Κι όχι πάντοτε. Είναι  βραδιές όπου η στεναχώρια μόλις που χωράει, πάει να σπάσει τούς τοίχους. Μένω μόνος ώρες μπροστά σ’ ένα τετράγωνο παράθυρο κομμένο επάνω στο σκοτάδι. Δεν περνάει ούτ’ ένας άνθρωπος. Πουθενά κανένα φως. Μόνον ο φάρος πέρα εκεί κατάμονος κι αυτός, πεισματικός, ολοένα πάνω στο τρία του και στο ένα του.
Στη μοναξιά υπάρχουν κι εκεί όπως μέσα στη γλώσσα, ιδιώματα. Το δικό μου πρέπει να ‘ναι της πλέον ακατοίκητης ερημονησίδας. Αλλιώς δεν εξηγείται πως τα λόγια μου, ενώ τα κατευθύνω στο κέντρο των ενδιαφερόντων του κόσμου, ηχούν απόμακρα ή χάνονται ολότελα. Τα φωνήεντά μου, τα «α» μου και τα «ε» μου, δε γίνεται φαίνεται να τα πιάσεις σε καμιά συχνότητα. Το πολύ ν’ ακούσεις κάτι σαν τραύλισμα κυμάτων επάνω στα βότσαλα. Παραμένω, έτσι ένας ιδιώτης απαρηγόρητος, που δεν καταφέρνει ν’ ανήκει πουθενά, σε καμιά κοινότητα, ούτε καν των ποιητών αφού τα σκάφη μας μήτε που συναντιούνται θα ‘λεγες, για τη χαρά έστω να σφυρίξει το ένα για να χαιρετίσει το άλλο. Φαίνεται ότι στην προσπάθειά μου να τους πλησιάσω, τα ρεύματα με παρασύρουν και με παν έξω από την περιφέρεια. Τουλάχιστον έτσι αν όχι τίποτε άλλο, επαληθεύεται κάποια γνησιότητα ή όχι; Πως να κρίνεις. Η φουρτούνα που περιγράφεις δεν είναι ποτέ η φουρτούνα που αντιμετωπίζει πραγματικά ο ναυτικός. Πρέπει το «σκόρτσο» να το αντιμετωπίζεις και στην έκφραση. Έτσι πρέπει να κρίνεις. Ένα μαύρο δαιμόνιο, μα όλο λευκότη στην ψυχή, με σκουντάει. Κι άλλα πολλά, μικρά, μού παραστέκουν. Έτσι γλυκιά, έτσι όμορφη, πώς έγινε η ζωή; Όλο τη βλασφημούν κι όλο αρπάζονται απάνω της οι άνθρωποι. Γαλήνιοι παραμένουν οι τάφοι και ο χρόνος άδηλος.
Κλαίω με δάκρυα που γυαλίζουν κάπου αλλού, μακριά, σ’ ένα χώρο κατοικημένο από πλάσματα υπέροχα, που ίπτανται λίγο πιο πάνω από την ίσαλο του θανάτου. Ποιός είμαι; Ποιος υπήρξα; Νιώθω να μ’ έχει αρπάξει μια φυλλωσιά θάλασσας, όλο ευδαιμονία και οδύνη, σαν να ‘ναι λιωμένος κι αποχριστιανωμένος Πλωτίνος. Ορθάνοιχτα όκια με παρακολουθούν  από παντού. Τρέμουν, τρίζουν τα κατάρτια και οι μορφές των αγίων. Πως βγήκα μέσ’ από τη δυστυχία; Ποιός άδει; Τι είναι αυτά τα δυνατά κίτρινα και κόκκινα και τα κομμάτια του τοίχου με τον ασβέστη; Α ναι, είμαι το παρελθόν τών δακρύων ίσως γι’ αυτό να μ’ αναγνωρίζουν. Ίσως γι’ αυτό ν’ άρμυρίζω. Υπήρξα κάποτε, αυτό είναι αλήθεια. Τρέμουν, τρίζουν τα δαιμόνια.  Δήλον δε ότι δει και τοις άλλοις δαίμοσι τούτους  αρμόσαι είπερ δει φυσιν είναι και ουσίαν μίαν  καθό δαίμονες δαιμόνων, ει μη κοινόν όνομα έξουσι μόνον. [1]
ΣΧΟΛΙΑ
1.      Είναι κομμάτι από τον Πλωτίνο, „Περί έρωτος“, Εννεάς Γ´, 3,5 (50): Αλλά τι δη χρη λέγειν περί του Έρωτος και της λεγομένης γενέσεως αυτού; Δηλον δη ότι δει λαβείν τις η Πενία και τις ο Πόρος, [2] και πως αρμόσουσιν ούτοι γονείς είναι αυτώι. Δήλον  δε ότι δει και τοις άλλοις δαίμοσι τούτους αρμόσαι είπερ δει φυσιν ειναι και ουσίαν μίαν καθό  δαίμονες δαιμόνων, ει μη κοινόν όνομα έξουσι μόνον.
Μετάφραση: Αλλά τι πρέπει να πούμε σχετικά με τον Ερωτα και για τα όσα λέγονται για τη  γέννηση του; Είναι φανερό ότι πρέπει να διαπιστώσουμε ποιός είναι ο Πόρος και ποιά η  Πενία και κατά πόσον αυτοί ταιρίαζουν σαν γονείς του. Και είναι φανερό οτι αυτοί (οι  ιδιότητές τους) πρέπει να ταιριάζουν και στους άλλους δαίμονες, διότι οι δαίμονες αυτοί καθ‘  αυτοί πρέπει να έχουν την ιδια φύση και την ίδια ουσία και όχι μόνο ένα κοινό όνομα.
2.     Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία ο Έρωτας ήταν παιδί του Πόρου (= δρόμος, πλούτος, περιουσία ) και της ά-πορης Πενίας (= φτώχεια).Βλέπε: Πλάτων, Συμπόσιον, 203b:
3.     Ναός στη ομώνυμη πόλη της Γαλλίας.
4.     Ναός στην Ιταλία, Μιλάνο.
ΠΗΓΗ: https://xartografos.wordpr