Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 2018

ΚΑΤΑΒΑΣΙΕΣ τῆς Κυριακής τῆς ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

 "Θαλάσσης τό ἐρυθραῖον πέλαγος.."
Καταβασίες τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας
ἦχος δ΄.
 Πρίγγος - Στανίτσας 1957 / ΣΠΑΝΙΟ

Κυριακή της Ορθοδοξίας

 "Μωσῆς τῷ καιρῷ τῆς ἐγκρατείας ..."
Δοξαστικό τῶν Αἴνων, ἦχος πλ. β΄.

Κυριακή της Ὀρθοδοξίας

Το Δοξαστικό των Αίνων της Α’ Κυριακής 
των Νηστειών
Πρώτη Κυριακή των Νηστειών η ερχόμενη Κυριακή, (Κυριακή της Ορθοδοξίας) και στο Συναξάρι της ημέρας διαβάζουμε: «τη αυτή ημέρα, Κυριακή πρώτη των Νηστειών, ανάμνησιν ποιούμεθα της αναστηλώσεως των αγίων και σεπτών Εικόνων, γενομένης παρά των αειμνήστων Αυτοκρατόρων Κωνσταντινουπόλεως, Μιχαήλ και της μητρός αυτού Θεοδώρας, επί της Πατριαρχείας του αγίου και Ομολογητού Μεθοδίου«. Εορτάζουμε δηλ. τη θέσπιση της εορτής της Ορθοδοξίας, της Αναστήλωσης των Εικόνων, η οποία καθιερώθηκε πανηγυρικά από την ενδημούσα Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης στις 11 Μαρτίου του 843, η οποία καθιέρωσε την εορτή αυτή υιοθετώντας τις θέσεις και τις αποφάσεις της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου.

Όμως η υμνολογία της εορτής δεν αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο στους Πατέρες που συγκρότησαν τις αρμόδιες Συνόδους και δη την Ζ’ Οικουμενική, καθώς και στα ιστορικά και δογματικά γεγονότα που απασχόλησαν τις περιόδους της εικονομαχίας, αλλά αναφέρεται παράλληλα στους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης με επικεφαλής τον θεόπτη Μωυσή και αυτό δεν καταδεικνύεται τόσο στα Στιχηρά Προσόμοια του Εσπερινού [1] όσο στο δοξαστικό των Αίνων του Όρθρου.
Στο δοξαστικό του Όρθρου αναφέρει τα ακόλουθα:
«Μωσής τω καιρώ της εγκρατείας, Νόμον εδέξατο, και λαόν επεσπάσατο, Ηλίας νηστεύσας, ουρανούς απέκλεισε· τρεις δε Παίδες Αβραμιαίοι, τύραννον παρανομούντα, διά νηστείας ενίκησαν. Δι’ αυτής και ημάς Σωτήρ αξίωσον, της Αναστάσεως τυχείν, ούτω βοώντας· Άγιος ο Θεός, Άγιος ισχυρός, Άγιος αθάνατος, ελέησον ημάς«.
Επίσης αναφορά για το πρόσωπο του Μωυσέως και των υπολοίπων προφητών της Παλαιάς Διαθήκης γίνεται και στο Αποστολικό Ανάγνωσμα, όπου ο απόστολος των εθνών αναφέρει στην προς Εβρίους επιστολή του: «Αδελφοί, πίστει Μωσής μέγας γενόμενος, ηρνήσατο λέγεσθαι υιός θυγατρός Φαραώ μάλλον ελόμενος συγκακουχείσθαι τω λαώ του Θεού η πρόσκαιρον έχειν αμαρτίας απόλαυσιν, μείζονα πλούτον ηγησάμενος των εν Αιγύπτω θησαυρών, τον ονειδισμόν του Χριστού· απέβλεπε γαρ εις την μισθαποδοσίαν» (Εβρ. 11,24) [2] .
Οι Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης εμφανίστηκαν στο Ισραήλ κατά τις περιόδους της αποστασίας και της ειδωλολατρίας του λαού. Έλεγχαν την ειδωλολατρική παρέκκλιση που μόλυνε τις φυλές του Ισραήλ και κήρυτταν ότι ο Θεός είναι ένας, μοναδικός, αληθινός, υπερβατικός και παγκόσμιος. Οι προφήτες φρονούσαν ότι ο Θεός του Ισραήλ δεν είναι Θεός εθνικός αλλά παγκόσμιος και γι αυτό τόνιζαν την παγκοσμιότητα Του. Κύριο έργο των προφητών, ως όργανα του Θεού, ήταν να καθοδηγούν τον Ισραήλ να επιτελέσει τη μεγάλη του αποστολή να μεριμνά δηλ. για την κατανόηση και διατήρηση της Διαθήκης του με το Θεό που είχε συναφθεί στο όρος Σινά και το κυριότερο να προπαρασκευάζουν το λαό αυτό και μέσω αυτού όλη την ανθρωπότητα για σύναψη της Νέας Διαθήκης με τη μεσιτεία του Μεσσία, τον οποίο προκατήγγειλαν οι προφήτες και ανέμενε ο πιστός λαός του Θεού.
Στο όρος Σινά παρέλαβε ο Μωυσής το Νόμο του Θεού και σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρέχουν τα βιβλία της Εξόδου [3] και του Δευτερονομίου [4] καθ΄ όλο το χρονικό διάστημα των 40 ημερών που ο Μωυσής βρισκόταν στο όρος Σινά για να παραλάβει το Νόμο του Θεού ούτε έφαγε άρτο, ούτε ήπιε ύδωρ. Και προσθέτει ο Μέγας Βασίλειος πως αν ο Μωυσής δεν ήταν οπλισμένος με την αρετή της νηστείας δεν θα ήταν σε θέση όχι μόνο να παραλάβει το Νόμο, αλλά ούτε καν να προσέλθει στην κορυφή του όρους.

Γι αυτό το λόγο με το τέλος της πρώτης Εβδομάδος των Νηστειών, την πρώτη Κυριακή των Νηστειών, την Κυριακή της Ορθοδοξίας προβάλλεται από την υμνολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας η προσωπικότητα του Μωυσέως και των λοιπόν προφητών της Παλαιάς Διαθήκης, οι οποίοι πέτυχαν καταστάσεις τις οποίες δεν μπορεί να διανοηθεί ανθρώπινος νους. Οι καταστάσεις αυτές που πέτυχαν οι Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης επιτεύυχθηκαν κατόπιν αυστηρής νηστείας, προσευχής και αποκελσιτικής αφιερώσεως στο Θεό. Έτσι η Αγία μας Εκκλησία έρχεται την Α’ Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής να προβάλει αυτά τα ζωντανά παραδείγματα ως πρότυπα ανθρώποων που έφτασαν σε υψηλά πνευματικά στάδια με την τήρηση της θεοσύστατης εντολής της νηστείας.
Ο θεσμός της νηστείας χαρακτηρίστηκε ως θεοσύστατη εντολή διότι καθιερώθηκε στον Παράδεισο της τρυφής από τον ίδιο το Θεό ως πρώτη εντολή στους Πρωτοπλάστους «έλαβε Κύριος ο Θεός τον άνθρωπον, ον έπλασε, και έθετο αυτόν εν τω παραδείσω της τρυφής, εργάζεσθαι αυτόν και φυλάσσειν∙ και ενετείλατο Κύριος ο Θεός τω ᾿Αδάμ λέγων· από παντός ξύλου του εν τω παραδείσω βρώσει φαγή, από δε του ξύλου του γινώσκειν καλόν και πονηρόν, ου φάγεσθε απ᾿ αυτού» [5] (Γεν. 2,15-17).
Μόλις δηλ. ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο, τον τοποθέτησε μέσα στον Παράδεισο της τρυφής και τον έθεσε υπό δοκιμασία δίδοντάς του μια και μόνο εντολή, να μη φάει από τους καρπούς του δέντρου της γνώσεως του καλού και του κακού. Του έδωσε την εντολή της νηστείας, εντολή η οποία δόθηκε όχι ως στέρηση της ελευθερίας αλλά ως γύμνασμα [6].
Γι αυτό λοιπόν το λόγο καλούνται οι Χριστιανοί ήδη από την πρώτη Εβδομάδα των Νηστειών που ολοκληρώνεται με την Κυριακή που εορτάζεται ο θρίαμβος της Ορθοδοξίας να μιμηθούν αυτές τις εξέχουσες φυσιογνωμίες της παλαιάς Διαθήκης και να καταστούν άξια τέκνα του Αβραάμ ώστε να διανύσουν ολόκληρο το στάδιο των αρετών.

Παραπομπές:
1. «Σε τον ακατάληπτον, προ εωσφόρου ανάρχως, εξ αΰλου λάμψαντα, ασωμάτου τε γαστρός του Γεννήτορος, οι Προφήται Κύριε, οι τω σω Πνεύματι, εμπνευσθέντες προηγόρευσαν……Λόγω σε κηρύξαντες, οι θεηγόροι Προφήται».
2. Ο Μωυσής λόγω της πίστεώς του προς το Θεό των πατέρων του αρνήθηκε να ονομάζεται υιός της κόρης του Φαράω και προτίμησε να συγκαταλεχθεί με το λαό του Θεού παρά να γεύεται προσωρινά την απόλαυση της αμαρτίας αποβλέποντας παράλληλα στο μισθό και την βασιλεία των ουρανών που θα κέρδιζε από το Θεό παρά στα προσωρινά πλούτη των Αιγυπτίων.
3. Εξ. 34,28 («ην εκεί Μωυσής εναντίον Κυρίου τεσσαράκοντα ημέρας και τεσσαράκοντα νύκτας· άρτον ουκ έφαγε και ύδωρ ουκ έπιε· και έγραψεν επί των πλακών τα ρήματα ταύτα της διαθήκης, τους δέκα λόγους «).
4. Δευτ. 9,9 («αναβαίνοντός μου εις το όρος λαβείν τας πλάκας τας λιθίνας, πλάκας διαθήκης, ας διέθετο Κύριος προς υμάς. και κατεγινόμην εν τω όρει τεσσαράκοντα ημέρας και τεσσαράκοντα νύκτας· άρτον ουκ έφαγον και ύδωρ ουκ έπιον»).
5. Γεν. 2,15-17.
6. Ιερεμίου Φούντα Αρχιμανδρίτου, Ερμηνεία Παλαιάς Διαθήκης: Τόμος 1 – Γένεσις, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήναι 2004.

ΠΗΓΗ: http://www.pemptousia.gr/

Η Ὀρθοδοξία στά νησιά Φίτζι

Ενθρονίστηκε στη Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου στα Νησιά Φίτζι η πρώτη Ορθόδοξη ηγουμένη. 
Η μονή βρίσκεται υπό τη δικαιοδοσία της Μητροπόλεως Νέας Ζηλανδίας – του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Η μοναχή Μελάνη, η οποία θα ηγηθεί της μοναστικής αδελφότητας του Saweni των Νήσων Φίτζι.
Η τελετή ενθρόνισης πραγματοποιήθηκε από τον Μητροπολίτη Νέας Ζηλανδίας Αμφιλόχιο και αποτελεί κάτι νέο για την περιοχή καθώς η μοναχή Μελάνη είναι η πρώτη ηγουμένη στα Φίτζι.
Μέχρι τώρα, η Μονή που ιδρύθηκε πριν από λίγα χρόνια δεν είχε πνευματικό ηγέτη.

Στην ενθρόνιση παρευρέθηκε ο πατέρας Μελέτιος, από τη Μονή των Αγίων Αρχαγγέλων στο Levin της Νέας Ζηλανδίας και η αδελφή Ανυσία από τον οικισμό Saweni.
Πηγή: Μητρόπολη Νέας Ζηλανδίας

Κυριακή της Ορθοδοξίας

    Η νίκη της αληθούς Πίστεως 
Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Μεταλληνού

Στις 11 Μαρτίου 843 - πρώτη Κυριακή της Μ. Τεσσαρακοστής τότε - μία σύνοδος στην Πόλη «αναστήλωσε», ανάρτησε και πάλι στους στύλους των ναών, τις άγιες εικόνες, δίνοντας έτσι τέλος στην πολιτικοθρησκευτική αναστάτωση της εικονομαχίας (726 - 843). Πρωτοστάτησε μία γυναίκα, η αυτοκράτειρα Θεοδώρα, επιβεβαιώνοντας το γεγονός ότι οι γυναίκες, ως μόνιμος φορέας του πολιτισμού, σώζουν την πίστη! Η Θεοδώρα είχε οσιακά τέλη στη Μονή των Γαστρίων και ίσως κάποιοι να μη γνωρίζουν ότι το λείψανό της βρίσκεται ακέραιο και άφθαρτο στην Κέρκυρα.
Ονομάστηκε «εορτή της Ορθοδοξίας» ως «νίκη της αληθούς Πίστεως», που προσφέρεται στον άνθρωπο ως δυνατότητα σωτηρίας, δηλαδή θέωσης. Η Ορθοδοξία είναι, σύμφωνα με τον αγιοπατερικό χαρακτηρισμό, «εργαστήριον αγιότητος», δηλαδή «εργοστάσιο παραγωγής Αγίων», ανθρώπων μεταμορφωμένων μέσα στη Θεία Χάρη, για να μπορούν να ζουν ως συν - άνθρωποι, ικανοί να δημιουργήσουν σχέσεις ισότητας και αδελφοσύνης. Όπου δε σώζεται αυτός ο άνθρωπος, ούτε αυθεντική κοινωνία μπορεί να υπάρξει. Στην Ορθοδοξία - όταν και όπου υπάρχει - σώζεται ένα τρισορθογώνιο σύστημα αναφοράς στο Θεό, το συνάνθρωπο και τον εαυτό μας, που συνιστά την ενότητα και ακεραιότητα του ανθρώπου (=σαότης/σωτηρία). Στην Ορθοδοξία των Αγίων μας δε σώζεται κανείς ατομικά, αλλά «διά του πλησίον». Αυτά γιορτάζουμε σήμερα...
«Ευρήκαμεν Ιησούν»
Ορθοδοξία, όμως, είναι η εύρεση του Χριστού, ως Θεού και Σωτήρα. Αυτό σημαίνει ο λόγος του σημερινού Ευαγγελίου «ευρήκαμεν Ιησούν» (Ιω. 1,69). Είναι η εκπλήρωση της λυτρωτικής προσδοκίας σύνολης της ανθρωπότητας. Ο απ. Πέτρος, απολογούμενος ενώπιον του εβραϊκού Συνεδρίου, τόλμησε να πει: «Ουκ εστιν εν άλλω ουδενί η σωτηρία» - Κανείς άλλος δεν μπορεί να σώσει (Πρ. 4,11). Αυτό σημαίνει: Κανείς άλλος εκτός του Χριστού δεν μπορεί να οδηγήσει στη Θεογνωσία, στην αληθινή ένωση του ανθρώπου με το Θεό, του κτιστού με τον Άκτιστο.
Στην Ορθοδοξία δε γνωρίζουμε το Θεό διανοητικά, στοχαστικά, αφηρημένα ως κάποιο απρόσιτο «πνεύμα», αλλά στο Θεάνθρωπο Χριστό, που ανήκει στην ιστορική πραγματικότητα και έγινε όμοιος με μας (άνθρωπος), χωρίς όμως την αμαρτία μας (Εβρ. 4,15).
Η αμαρτία δεν ανήκει στην αρχική φύση του ανθρώπου, που έπλασε ο Θεός. Γι' αυτό στον αληθινό Χριστό δεν μπορεί να βρει κανείς χαρακτηριστικά και συμπεριφορές, όμοια με τα δικά μας, που ζούμε με την τραγικότητα της πτώσης. «Υπέρ άνθρωπον αυτού τα ανθρώπινα» διακηρύσσει ο αγιοπατερικός λόγος.
Εκούσια προσέλαβε ο Χριστός τα «αδιάβλητα» (μη εφάμαρτα) πάθη μας: την πείνα, τη δίψα, τον πόνο, το θάνατο, τις συνέπειες δηλαδή της πτώσης, μετέχοντας έτσι στην ιστορική περιπέτειά μας, για να σώσει τον άνθρωπο και να αγιάσει την ιστορία. Ο Χριστός, που σώζει, είναι ο Χριστός των Αγίων μας, ως «Χριστός της πίστεως» αλλά και «της ιστορίας». Αυτόν το Χριστό συναντάμε στο Σώμα του, την Εκκλησία. 
Προσωπική προσέγγιση
Βέβαια, ο καθένας μπορεί να προσεγγίσει το Χριστό με το δικό του τρόπο, πλάθοντας - αυθαίρετα - το Χριστό, κατά το περιεχόμενο της καρδιάς του ή της διανοίας του (μεταφυσική κατανόησή Του). Σε αυτή την περίπτωση, όμως, προβάλλουμε στο Χριστό τα δικά μας πάθη και «τιμάμε» το Χριστό των παθών μας (ας θυμηθούμε το ελληνικό δωδεκάθεο). Πάντα το πρόβλημα της προσέγγισης του Θεού είναι ο άνθρωπος. «Δείξόν μοι τον άνθρωπόν σου, καγώ σοι δείξω τον Θεόν μου», απάντησε ο αρχαίος απολογητής (β΄ αι.) Θεόφιλος στον εθνικό συνομιλητή του Αυτόλυκο.
Αν ο άνθρωπος δεν καθαρίσει την καρδιά του και δεν «πλησθή Πνεύματος Αγίου» (Πρ. 2,4) θα «βλέπει» το Χριστό μέσα από το πρίσμα της (αρρωστημένης) φαντασίας του.
Οι άγιοι - άνδρες και γυναίκες - βλέποντας το Χριστό «εν καθαρά καρδία» «δοξάζουν» - δηλαδή φανερώνουν - τον αληθινό Χριστό και δε συντελούν, όπως εμείς οι διαστρεβλωτές της αγιότητας στο να «βλασφημήται ο Θεός εν τοις έθνεσιν» (Ρωμ. 2,24). Δεν ξέρω, αλήθεια, αν, κάθε φορά που συκοφαντείται ο Χριστός, μπορούμε οι λεγόμενοι χριστιανοί να αναζητήσουμε την αιτία στην αντίχριστη συμπεριφορά μας (βλ. Ρωμ. 2,17 - 23)...
Ιεραποστολική μαρτυρία
Η αληθινή σχέση του ανθρώπου με το Σωτήρα Χριστό βεβαιώνεται μέσα στην ιστορία της Εκκλησίας ως ιεραποστολική μαρτυρία και (πρόσ)κληση σ' εκείνον: «Έρχου και ίδε» (Ιω. 1,46). «Ουαί μοι, εάν μη ευαγγελίζωμαι» - αλίμονό μου, αν δεν κηρύττω το ευαγγέλιο του Χριστού - ομολογούσε ο απ. Παύλος στους Έλληνες της Κορίνθου (Α΄ Κορ. 9,15).
Στον Παύλο, άλλωστε, οφείλει τον εν Χριστώ φωτισμό της και όλη η Ευρώπη. Σ' αυτόν, που συνέχισε - με έναν άλλο τρόπο - το έργο του Μ. Αλεξάνδρου προς τη Δύση. Γι' αυτό ίσως μοιράζεται και ο Παύλος τις εναντίον του Χριστού επιθέσεις! Άλλο το πώς κατάντησε το χριστιανισμό - και το Χριστό - του Παύλου η Ευρώπη!
Είναι, πάντως, εύστοχη η σύνδεση της «Κυριακής της Ορθοδοξίας» με την ιεραποστολή, ως έκφραση της «εν Χριστώ εμπειρίας» («ευρήκαμεν Ιησούν») και κλήση στην «εν Χριστώ» σωτηρία («έρχου και ίδε»).
«Ίδε» όμως σημαίνει «Ζήσε»...

Εφημερίδα Η Καθημερινή, 19 Μαρτίου 2000
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ: https://www.im

Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2018

"Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου"

Μητροπολίτου Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κ. Νικολάου:
 Ερμηνεία της ευχής "Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου"

Ἑρμηνεία τῆς εὐχῆς τοῦ ἁγίου Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου «Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου»
Με τη βοήθεια του Θεού φθάσαμε στο ξεκίνημα της Μεγάλης Σαρακοστής που θα μας οδηγήσει στη μεγάλη εορτή του Πάσχα. Αυτή η ευλογημένη περίοδος, ειδικά στην εποχή μας και στις δυσκολίες που ζούμε όλοι μας, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να μας αφήσει ίδιους... Θα ήταν μεγάλη αδικία για καθένα από εμάς να περάσει η Σαρακοστή ανεκμετάλλευτη... Θα πρέπει να κάνουμε κάτι, ώστε να αλλάξει λίγο η πορεία της ζωής μας, να μεταμορφωθεί λίγο η ψυχή μας.
Στόχος τῆς πνευματικῆς μας πορείας εἶναι ἡ ὁμοίωσή μας μὲ τὸν Θεό, ἡ ὁποία ἐπιτυγχάνεται διὰ τοῦ ἐναρέτου βίου. Ἡ ἀρετὴ εἶναι μία γενικὴ λέξη, ποὺ ἀναλύεται ὅμως σὲ ἐπὶ μέρους ἀρετές. Δὲν ἔχει νὰ κάνει τόσο μὲ τὰ βιώματα, τὶς ἐμπειρίες, ἀλλὰ μὲ κάτι κάπως πιὸ πρακτικό, κάπως πιὸ καθημερινό, ποὺ ἀποτελεῖ τὸν καρπὸ τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ἡ πνευματική μας ζωὴ μπορεῖ νὰ ἔχει τὰ στοιχεῖα τῆς ἐξωτερικῆς λατρείας, μπορεῖ νὰ διακατέχεται ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ πνευματικοῦ λόγου, μπορεῖ νὰ διαβάζουμε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, νὰ μιλᾶμε γιὰ τὰ πνευματικά, νὰ ἔχουμε συνήθειες πνευματικὲς καὶ γνώσεις θεολογικές, ἀλλά, ἂν τὰ χέρια μας δὲν εἶναι γεμάτα ἀπὸ καρπούς, ἂν ἡ ζωή μας δὲν εἶναι στολισμένη μὲ συγκεκριμένες ἀρετές, τότε μᾶλλον ζημιὰ κάνει ἡ μαρτυρία μας καὶ μᾶλλον καταστροφὴ συμβαίνει στὴν ψυχή μας. Εἶναι ἀνάγκη, λοιπόν, νὰ ὑπάρχουν τὰ σκαλοπάτια τῶν συγκεκριμένων ἀρετῶν, ποὺ ὁδηγοῦν τὴν ψυχή μας ἀπὸ τὸ ἐπίγειο φρόνημα στὶς οὐράνιες καταστάσεις γιὰ τὶς ὁποῖες διαρκῶς μᾶς μιλάει ἡ Ἐκκλησία μὲ τόση πίστη, μὲ τόση ἀγάπη, μὲ τόση διάθεση νὰ μᾶς κάνει μετόχους αὐτῶν τῶν μεγάλων εὐλογιῶν.
Ἀπὸ ποῦ λοιπὸν νὰ μποῦμε σὲ αὐτὸ τὸ στάδιο τῶν ἀρετῶν, ἀπὸ ποιὰ πόρτα νὰ εἰσέλθουμε σὲ αὐτὸν τὸν χῶρο τοῦ πρακτικοῦ βίου, ἀπὸ ποῦ νὰ ἀρχίσουμε τὴν ἄνοδο, νὰ ἀκολουθήσουμε τὰ σκαλοπάτια ποὺ θὰ μᾶς φθάσουν στὴν κορυφή; Τί νὰ χρησιμοποιήσουμε ὡς ἀφορμή;
Ὑπάρχει μία προσευχή, ποὺ εἶμαι βέβαιος πὼς οἱ περισσότεροι ἀπὸ μᾶς τὴ γνωρίζουν. Εἶναι μία προσευχὴ ποὺ προσδιορίζει τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, τὴ λέμε μόνο σὲ αὐτὴν τὴν περίοδο. Μία προσευχὴ μετανοίας, ποὺ ἀνοίγει τοὺς ὁρίζοντές μας. Μία προσευχὴ ἡ ὁποία ὑπάρχει σὲ ὅλες ἀνεξαιρέτως τὶς ἀκολουθίες. Μάλιστα, σὲ μερικὲς ἐμφανίζεται καὶ δύο φορές. Μία πολὺ παλιὰ προσευχὴ , ἡ ὁποία ὅμως πολὺ βαθειὰ περιγράφει τὴν ἀνθρώπινη ψυχὴ καὶ τὸν ἀγώνα της, τὸ μυστήριο καὶ τὴν προοπτική της. Εἶναι ἡ προσευχὴ τοῦ ὁσίου Ἐφραίμ.
«Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας, φιλαρχίας καὶ ἀργολογίας μή μοι δῶς. Πνεῦμα δὲ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καὶ ἀγάπης, χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ. Ναί, Κύριε Βασιλεῦ, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα, καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφόν μου, ὅτι εὐλογητὸς εἶ, εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».
Τόσο μικρὴ ἀλλὰ τόσο περιεκτική! Μάλιστα, κατὰ τὸ τυπικὸ τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἀπαγγέλλεται ἁπλὰ ἀλλὰ συνοδεύεται ἀπὸ κινήσεις μετανοίας. Στὰ μοναστήρια, ἂν τυχὸν ἔχετε πάει, τηρεῖται ἐπακριβῶς τὸ τυπικὸ αὐτό, ὅπως ἀναγράφεται στὶς φυλλάδες καὶ στὸ Ὡρολόγιο. Λέγει ἐκεῖ ὅτι ποιοῦμε τρεῖς μετανοίας μετὰ ἀπὸ τὸν κάθε στίχο καὶ μετὰ κάνουμε δώδεκα μικρὲς καὶ ἐπαναλαμβάνουμε τὸ τελευταῖο κομμάτι καὶ μετὰ ἄλλη μία μεγάλη.
Δηλαδή, «Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου...» -τελειώνουμε τὸ πρῶτο κομμάτι- καὶ κάνουμε μία στρωτὴ ἐδαφιαία μετάνοια, ἀπὸ αὐτὲς τὶς μεγάλες, τὶς βαθιές. Συνεχίζουμε: «Πνεῦμα δὲ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καὶ ἀγάπης...»· δεύτερη μετάνοια. «Δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμᾶ πταίσματα...»· τρίτη μετάνοια. Καὶ μετὰ σιωπηρῶς λέγοντας τὸ «Κύριε ἐλέησον» ἢ τὸ «Ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» κάνουμε δώδεκα σταυρωτὲς μικρὲς μετάνοιες. Αὐτὸ στὰ μοναστήρια. Καὶ ἐπαναλαμβάνουμε τὸ «Ναί, Κύριε Βασιλεῦ, δώρησαι μοὶ τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα» καὶ κάνουμε ἄλλη μία μεγάλη μετάνοια. Ὅλα αὐτά, ὥστε νὰ τὴν καταλάβει τὴν προσευχὴ ὄχι μόνον ἡ σκέψη μας, ὄχι μόνον ἡ ψυχή μας, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ τὸ σῶμα μας. Νὰ τὴν καταλάβει ὁλόκληρος ὁ ἐαυτός μας. Εἶναι σημαντικὴ προσευχή. Εἶναι πόρτα καὶ ὁδὸς καὶ τέρμα γιὰ ὅποιον ἔχει πνευματικὴ εὐστροφία νὰ ἀξιοποιήσει τὸ περιεχόμενό της καὶ νὰ φιλοτιμηθεῖ στὴ ζωή του.
Ἂς κάνουμε, λοιπόν, μία σύντομη ἑρμηνεία καὶ ἀνάλυση αὐτῆς τῆς προσευχῆς, νὰ καταλήξουμε σὲ τέσσερις παρατηρήσεις ποὺ δὲν εἶναι τόσο ἐμφανεῖς, νὰ κρατήσει ὁ καθένας τὸ μήνυμά του καὶ ἔτσι νὰ τὸ πάρει συνοδὸ.
Ὁ χορηγός, ὁ ὁδηγός, ὁ ὑπερασπιστής, ὁ Κύριος
«Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου...»· ἔτσι προσφωνοῦμε τὸν Θεό. Κύριε, Σὺ ποὺ εἶσαι ὁ κυρίαρχος, ὁ ὁποῖος κυβερνᾶς καὶ δεσπόζεις στὴ ζωή μου. Ἡ ἔκφραση αὐτὴ εἶναι παρμένη ἀπὸ τὸ βιβλίο Σοφία Σειράχ, στὸ ὁποῖο ἐπίσης ὑπάρχει καὶ ἄλλη μία σχετικὴ ἀναφορά: «Κύριε καὶ Θεὲ τῆς ζωῆς μου». Ὁ Κύριος εἶναι ὁ χορηγὸς τῆς ζωῆς, αὐτὸς ποὺ δίνει τὴ ζωή. Ὁ Κύριος εἶναι ὁ ὁδηγὸς τῆς ζωῆς, αὐτὸς ποὺ κατευθύνει τὴ ζωή. Ὁ Κύριος εἶναι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς ζωῆς, ὅπως λέγει ὁ ψαλμωδός (Ψαλμ. 26,1). Ὁ Κύριος εἶναι αὐτὸς στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ ζωή μας.
Ξεκινοῦμε τὴν προσευχὴ μᾶς ὁμολογώντας μὲ ὅλα τὰ κύτταρα τῆς ὑποστάσεώς μας ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ὁ Κύριος της ψυχῆς μας. Σὰν νὰ λέμε ὅτι ἐγὼ δὲν θέλω νὰ κυβερνῶ τὴν ψυχή μου. Θέλω ὅλες τὶς λεπτομέρειες νὰ τὶς ρυθμίζει ὁ Θεός, ὅλες της τὶς γωνιὲς Αὐτὸς νὰ τὶς φωτίζει. Παντοῦ Αὐτὸς νὰ ἔχει τὸ δικαίωμά Του καὶ σὲ κάθε σημεῖο της νὰ ἐπαληθεύεται ἡ δική Του παρουσία. «Ἐν ταῖς χερσί σου οἱ κλῆροι μου» λέγει κάπου ἀλλοῦ ὁ ψαλμωδός (Ψαλμ. 30,16)· ὅτι στὰ χέρια Σου βρίσκονται οἱ τύχες τῆς ζωῆς μου. Ὅλη μας ἡ ζωή, ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ μέχρι καὶ τὸ τέλος της, τὰ γεγονότα τὰ ὁποῖα συμβαίνουν ἐνδιαμέσως, οἱ γνωριμίες ποὺ κάνουμε, οἱ ἀφορμὲς τῆς σωτηρίας ποὺ ἔχουμε, οἱ πειρασμοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους περνᾶμε, ὅλα εἶναι στοιχεῖα τὰ ὁποῖα βρίσκονται κάτω ἀπὸ τὸ βλέμμα τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ ὁποῖα μποροῦμε ἐμεῖς νὰ τὰ ἀναθέσουμε σὲ Ἐκεῖνον, ὥστε Αὐτὸς νὰ φροντίσει τὸ πῶς θὰ τὰ ἀντιμετωπίσουμε, ἢ θὰ τὰ διαχειρισθοῦμε μὲ τὸν καλύτερο τρόπο.
Ξεκινοῦμε, λοιπόν, τὴν προσευχή μας μὲ αὐτὴν τὴν ὁμολογία, ὅτι ἡ ζωή μας πρῶτον δὲν μᾶς ἀνήκει -φοβερὸ πράγμα· γιὰ σκεφτεῖτε το!- καὶ δεύτερον ὅτι ἀνήκει στὸ σύνολό της, σὲ κάθε λεπτομέρειά της, σὲ κάθε φάση της καὶ ἐξ ὁλοκλήρου στὸν Θεό. Γιὰ φαντασθεῖτε τὸν ἑαυτό σας καὶ τὴ ζωή σας νὰ οἰκοδομεῖται πάνω σὲ αὐτὴν τὴν πραγματικότητα, ὅτι ἡ ζωή μου εἶναι ἕνα δῶρο σὲ ἐμένα, τὸ ὁποῖο τὸ ἐπιστρέφω αὐτοβούλως καὶ αὐτεξουσίως στὸν Δωρητή μου, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός. Καὶ Αὐτὸς τὴν κυβερνᾶ! Πέφτω τὰ βράδια καὶ κοιμᾶμαι. Δὲν μὲ νοιάζει τίποτα. Δὲν φοβοῦμαι οὔτε τὶς δοκιμασίες μου, οὔτε τοὺς πειρασμούς μου, οὔτε τὸ τέλος μου, οὔτε τὸ τέλος τῶν ἀγαπημένων προσώπων μου, διότι ἡ ζωή τους εἶναι καὶ ζωή μου καὶ ἡ ζωὴ ὅλων μας ἀνήκει στὸν Θεό. Ἔτσι ξεκινοῦμε. Μὲ αὐτὸ τὸ ἄνοιγμα, μὲ αὐτὸ τὸ δόσιμο, μὲ αὐτὴν τὴν ἐλευθερία. «Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου».
Ἡ ἀργία
Τέσσερα πράγματα νὰ μὴν ἐπιτρέψεις νὰ συμβοῦν μέσα μου. «Πνεῦμα ἀργίας, περιεργίας, φιλαρχίας καὶ ἀργολογίας». Μὴν ἐπιτρέψεις νὰ ὑπάρξει μέσα μου μία κατάσταση ἀργίας, τεμπελιᾶς, ραθυμίας, ἀκηδίας, ἀδιαφορίας, ἀνορεξίας. Αὐτὸ θὰ πεῖ ἀργία. Νὰ εἶμαι ἀργός, βραδύς, χωρὶς ἐσωτερικοὺς παλμούς, χωρὶς δυναμικὸ μέσα στὴν ψυχή μου. Ἕνας μουδιασμένος, μαραμένος, χωρὶς ἐνδιαφέρον γιὰ πνευματικά. Φοβερὴ ἀρρώστια, ἰδίως τῆς ἐποχῆς μας. Πολλὲς φορὲς βλέπουμε νέα παιδιὰ ἀνόρεκτα, μᾶλλον κουρασμένα -νὰ τὴν πῶ τὴν λέξη - βαριεστημένα, χωρὶς διάθεση, χωρὶς χυμούς, χωρὶς ἐνθουσιασμό. Δὲν μποροῦμε ἔτσι νὰ προχωρήσουμε. Λέει στὸ σοφὸ βιβλίο τῆς Κλίμακος ὅτι ἡ ἀργία εἶναι περιεκτικὸν τοῦ θανάτου στοιχεῖον, εἶναι κάτι τὸ ὁποῖο θυμίζει τὸν θάνατο στὸν ἄνθρωπο. Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ προχωρήσει στὴ ζωὴ ἕνας ὁ ὁποῖος διακρίνεται ἀπὸ τεμπελιά; Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ἀκηδία, αὐτὴ ἡ περὶ τὰ πνευματικὰ ἀδιαφορία, θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας ὡς ἕνα ἀπὸ τὰ ἑπτὰ θανάσιμα, ὀλέθρια γιὰ τὴν ψυχή μας, ἁμαρτήματα. Αὐτὸ εἶναι ἡ ἀκηδία, ἡ ἀργία. Αὐτὸ θέλει βία καὶ πίεση γιὰ νὰ καταπολεμηθεῖ. «Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτὴν» (Ματθ. 11,12).
Αὐτοὶ ποὺ ξέρουν νὰ ζορίζονται, νὰ ἀσκοῦνται, νὰ ἐπιμένουν, νὰ ἀγωνίζονται, αὐτοὶ ἁρπάζουν τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Αὐτοὶ ποὺ ἀργοῦν, ποὺ τεμπελιάζουν, ποὺ δὲν μποροῦν, ποὺ παραδίδονται ἔτσι στὸν χαλαρὸ ἑαυτὸ τοὺς αὐτοὶ μένουν δίχως γεύσεις, δίχως καρπούς. Αὐτὸ μὲ δύο λέξεις σημαίνει, χωρὶς ἀγώνα, χωρὶς ἄσκηση, τὰ πράγματα δὲν θὰ μπορέσουν νὰ πάρουν τὴν καλὴ πορεία γιὰ τὴν ψυχή μας. Νά γιατὶ ξεκινοῦμε τὴ σαρακοστιανὴ προσευχή μας ζητώντας νὰ μὴν ἐπιτρέψει ὁ Θεὸς τὴν ἀργία καὶ τὴν ἀκηδία καὶ τὴ ραθυμία στὴν ψυχή μας.
Ἡ περιέργεια
«Πνεῦμα», ἐπίσης, «περιεργίας». Ἐὰν ἡ ἀργία εἶναι τὸ νὰ χαθεῖ κάνεις μέσα στὸ τίποτα, ἡ περιέργεια εἶναι τὸ ἐντελῶς ἀντίθετο: νὰ σκορπίζεται μέσα στὸ παντοῦ, νὰ χώνεται παντοῦ καὶ πάντα. Νὰ θέλει νὰ τὰ μάθει κανεὶς ὅλα. Λέει ἕνας ἀπὸ τοὺς Πατέρες: «μισῶ τὸ χαμερπὲς πάθος τῆς περιεργίας». Αὐτὸ τὸ πάθος τῆς περιεργίας ποὺ μὲ κάνει νὰ σέρνομαι χαμηλά. Αὐτὸ θὰ πεῖ χαμερπές· σημαίνει νὰ ἕρπω χάμω. Αὐτὸ τὸ πάθος ἐνδημεῖ μεταξὺ τῶν χριστιανῶν. Διαβάζουμε πιὸ εὔκολα ἕνα κουτσομπολίστικο θρησκευτικὸ περιοδικὸ παρὰ τὴν Κλίμακα. Παρακολουθοῦμε πιὸ εὔκολα μία σκανδαλιστικὴ ἐκπομπὴ στὴν τηλεόραση παρὰ συμμετέχουμε σὲ μία ἀγρυπνία. Αὐτὴ εἶναι ἡ περιέργεια· νὰ ξέρεις, νὰ ψάχνεις τὴ ζωὴ τοῦ διπλανοῦ σου. Σὰν νὰ τὸν βλέπεις μὲ τὶς πιτζάμες τῆς ὑποστάσεώς του. Νὰ ἀνακαλύπτεις τὰ μυστικά του, χωρὶς κανέναν λόγο. Νὰ ἀφήνεις στὴν ἄκρη τὸν θησαυρὸ καὶ νὰ μπερδεύεσαι μὲ τὰ σκουπίδια.
Αὐτὸ δημιουργεῖ ἕναν σκορπισμό, μία διάχυση καὶ ἔτσι δὲν συγκροτεῖται ἡ ψυχή. Ζητοῦμε, λοιπόν, αὐτὸ τὸ πάθος, τὸ ὁποῖο, πάλι κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, ἀποψύχει τὴ θερμότητα τῆς ψυχῆς, δηλαδὴ ρίχνει τὴ θερμοκρασία της καὶ δὲν μπορεῖ νὰ θερμανθεῖ, ὥστε νὰ λειτουργήσει μὲ ἐνθουσιασμὸ καὶ βάθος, νὰ μὴν ἐπιτρέψει ὁ Θεὸς νὰ φωλιάσει μέσα μας.
Ἡ φιλαρχία
Τρίτο πάθος ἡ «φιλαρχία», ἡ φιλοπρωτία. Κοινὴ ἀρρώστια. Ὅλοι τὴν ἔχουμε μέσα μας. Θέλουμε νὰ εἴμαστε οἱ πρῶτοι. Θέλουμε νὰ εἴμαστε ἐμεῖς οἱ ἀποδέκτες, ὄχι ἁπλῶς τιμῶν, ἀλλὰ τῶν καλυτέρων τιμῶν. Στὴ σύγκριση νὰ εἴμαστε ἐμεῖς ἀπὸ τὸν δεύτερο πιὸ μπροστὰ καὶ μάλιστα μὲ σαφήνεια. Αὐτὸ τὸ πρόβλημα τὸ ἔχουμε καὶ μέσα στὴν Ἐκκλησία. Τόσο συχνὰ τσακωνόμαστε ποιὸς θὰ εἶναι πρῶτος. Μὰ τί σημασία ἔχει αὐτό; Μπορεῖ νὰ εἶσαι ἱερέας καὶ νὰ ἐπιδιώκεις ἐσὺ νὰ διαβάσεις τὸ πρῶτο Εὐαγγέλιο τῆς Μεγάλης Πέμπτης καὶ ὄχι ὁ συνεφημέριός σου. Μπορεῖ νὰ εἶσαι ψάλτης καὶ νὰ διεκδικεῖς ἐσὺ νὰ ψάλεις τὰ καλὰ κομμάτια καὶ ὄχι ὁ ἄλλος, ποὺ μπορεῖ καὶ νὰ ἔχει καλύτερη φωνὴ ἢ περισσότερες γνώσεις ψαλτικῆς. Πῶς μᾶς κυβερνάει ὁ διάβολος! Μὲ ἀνόητα πράγματα!
Βλέπετε καὶ τοὺς Μαθητές, ἐνῶ ὁ Κύριος τους ἀναγγέλλει περὶ τοῦ πάθους Του, τὴν ἴδια ὥρα, ἀρχίζουν οἱ δύο, ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ Ἰάκωβος, νὰ ζητοῦν πρωτοκαθεδρίες στὴ Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τὸ φοβερὸ ποιὸ εἶναι; Ὅτι δὲν ἔμειναν μόνοι αὐτοὶ οἱ δύο νὰ διεκδικοῦν τὰ πρωτεῖα, ἀλλὰ ἐνοχλήθηκαν καὶ οἱ ὑπόλοιποι καὶ στράφηκαν ἐναντίον τους. Προφανῶς γιατὶ καὶ αὐτοὶ ἤθελαν ἀπὸ μέσα τους νὰ εἶναι πρῶτοι. Οἱ ἥρωες αὐτοὶ τῆς πίστεως, αὐτοὶ ποὺ διώχθηκαν καὶ μετὰ μαρτύρησαν, αὐτοὶ οἱ ἴδιοι ἀρνήθηκαν, οἱ ἴδιοι ἐγκατέλειψαν, οἱ ἴδιοι τσακώθηκαν λίγο πρὸ τοῦ πάθους ποιὸς θὰ εἶναι πρῶτος. Ὁ Κύριος ὅμως τοὺς δίνει τὸ μάθημα τὴ νύχτα τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου λέγοντας ὅτι πρῶτος πρέπει νὰ εἶναι αὐτὸς ποὺ ἐπιλέγει μετὰ ἐσωτερικῆς ἐλευθερίας καὶ ἀνέσεως τὴ θέση τοῦ τελευταίου. Τί ὡραῖο πράγμα! Νὰ μπεῖς σὲ ἕναν χῶρο ποὺ θὰ διαδραματιστεῖ μία ἐκπληκτικὴ σκηνή, ὅπου ἀπὸ μέσα σου νὰ θέλεις νὰ βλέπεις καὶ νὰ ἀκοῦς. Καὶ ἐκεῖ νὰ σοῦ προτείνουν νὰ διαλέξεις ὅποια θέση θέλεις, ἀκόμη καὶ τὴν καλύτερη. Κι ἐσὺ νὰ ἐπιλέγεις εὔκολα τὴν τελευταία. Νὰ εἶσαι μέσα ἀλλὰ κρυμμένος στὴν ἄκρη. Καὶ αὐτὸ γιὰ νὰ μποῦν οἱ ἄλλοι πρὶν ἀπὸ ἐσένα, γιὰ νὰ ἀπολαύσουν αὐτοὶ πιὸ πολὺ ἀπὸ ὅσο ἐσύ. Γιὰ νὰ εἶναι μεγαλύτερη χαρά σου ἀπὸ τὴν ἀπόλαυση τῆς παραστάσεως ἡ χαρά τους.
«Τὴ τιμὴ ἀλλήλους προηγούμενοι» (Ρωμ. 12,10), λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ὄχι φιλοπρωτία, ὄχι πρωτοκαθεδρία. Ὄχι αὐτὸ τὸ φίλαρχο φρόνημα, νὰ εἶμαι ὁ πρῶτος, ἀλλὰ νὰ θέλω νὰ τιμήσω τὸν ἄλλο, νὰ θέλω νὰ τιμηθεῖ ὁ ἄλλος. Νὰ τοῦ ἐκχωρήσω τὰ δικαιώματα, νὰ εἶμαι ὁ διακονῶν, νὰ εἶμαι ὁ εὐτυχισμένος ἔσχατος, ὁ εὐλογημένος οὐραγός, ἀναπαυμένος στὴ θέση μου, στὴν ἄκρη τῆς οὐρᾶς. Αὐτὸς ὅμως ποὺ θὰ εἶναι μέσα στὴν ἀγκαλιά, ὅπου ὅλοι οἱ ἄλλοι θὰ εἶναι καλύτεροί μου. Τί ὡραῖο πράγμα! Νὰ χαίρομαι τὴν εὐλογία τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀρετῶν τῶν ἀδελφῶν. «Πνεῦμα», λοιπόν, «φιλαρχίας»,νὰ θέλω νὰ ὑπερέχω ἐγώ, καὶ φιλοπρωτίας,«μή μοι δῶς».
Ἡ ἀργολογία
«Πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας, φιλαρχίας» καὶ τέταρτον «ἀργολογίας». Τί θὰ πεῖ ἀργολογία; Κουτσομπολιό. Ἀχρηστολογία. Ὑπάρχει κάτι ποῦ λέγεται περιαυτολογία· νὰ μιλᾶς γιὰ τὸν ἑαυτό σου. Κακὸ πράγμα! Ὑπάρχει κάτι ἄλλο ποὺ λέγεται καυχησιολογία· νὰ ἀρχίσεις νὰ καυχᾶσαι γιὰ τὸν ἑαυτό σου. Ἄλλη ἀρρώστια! Ὑπάρχει ἄλλο ἕνα πάθος ποὺ λέγεται πολυλογία· νὰ μιλᾶς ἀκατάσχετα καὶ ὁ ἄλλος νὰ μὴν μπορεῖ νὰ πάρει σειρὰ νὰ πεῖ κάτι. Καὶ ὑπάρχει καὶ αὐτὸ ποὺ λέγεται ἀργολογία, τὸ ὁποῖο σημαίνει νὰ λὲς ἀνοησίες ἢ ἄχρηστα πράγματα. Λόγια ποὺ δὲν χρειάζονται, ποὺ δὲν προσφέρουν τίποτα. Συχνὰ ὁμολογοῦμε ὅτι «πῆγα καὶ σκότωσα τὴν ὥρα μου. Εἴπαμε καὶ κανένα χαζό». Ὄχι τέτοιο πράγμα. Ἀπὸ τὸ στόμα μας «λόγος ἀργός», δηλαδὴ μὴ ζωντανός, μὴ οὐσιαστικὸς «μὴ ἐκπορευέσθω» (Ἐφεσ. 4,29), νὰ μὴν βγαίνει, μᾶς προτρέπει ἡ Ἐκκλησία μας καὶ οἱ ἅγιοί μας. Γιὰ φαντασθεῖτε πάλι τὴ ζωή μας νὰ οἰκοδομεῖται πάνω σε περιεκτικούς, οὐσιαστικοὺς λόγους. Νὰ μὴν ἔχει, λοιπόν, οὔτε τὸ ἀγκάθι τοῦ ἄχρηστου, ἀνόητου λόγου, οὔτε τοῦ περίεργου λόγου, οὔτε τοῦ κατακριτικοῦ λόγου, οὔτε τοῦ ὑπεροχικοῦ λόγου, ἀλλὰ νὰ εἶναι στόμα καθαρό, λόγος παστρικός, πεντακάθαρος. «Εἴ τις ἐν λόγῳ οὐ πταίει, οὗτος τέλειος ἀνήρ», λέει στὴν ἐπιστολὴ τοῦ Ἰακώβου (Ἰακ. 3,1). Αὐτὸς ποὺ ἔχει καθαρὸ στόμα καὶ δὲν φταίει μὲ τὸ στόμα του αὐτὸς ἐγγίζει πλέον τὴν κατάσταση τῆς τελειότητος.
Καθώς, λοιπόν, ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μὴν ἐπιτρέψει στὴν ψυχή μας τὴν παρουσία αὐτῶν τῶν τεσσάρων ἀδυναμιῶν, στὴν οὐσία, μὲ τὴν προσευχὴ αὐτή, ζητοῦμε τὴν ὑποκατάστασή τους ἀπὸ τέσσερις ἀρετές: ἀντὶ τῆς ἀργίας, τὸ φιλότιμο καὶ τὸν ἅγιο ζῆλο. Στὴ θέση τῆς περιέργειας, τὸ ἀπερίεργον, τὸ ἀπερίσπαστον καὶ τὴ σύνεση. Ἀντὶ τῆς φιλαρχίας, τὴν ὑποχωρητικότητα καὶ τὴν εὐγενῆ συστολὴ . Καί, τέλος, ἀντὶ τῆς ἀργολογίας, τὴ σιωπὴ καὶ τὸν «ἅλατι ἠρτυμένον λόγον» (Κολ. 4,6).
Ὁ ὅσιος, ὅμως, Ἐφραὶμ στὴν περίφημη προσευχή του δὲν ζητάει μόνον τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὰ τέσσερα μεγάλα πάθη ποὺ προαναφέραμε, ἀλλὰ ζητάει ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ τὸ δῶρο τεσσάρων μεγάλων ἀρετῶν: «Πνεῦμα σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καὶ ἀγάπης». Τέσσερις ἐκπληκτικὲς ἀρετές!
Ἡ Σωφροσύνη
Πρώτη ἀρετή, ἡ σωφροσύνη. Σωφροσύνη βγαίνει ἀπὸ τὶς λέξεις σῶος καὶ φρὴν-φρενός, καὶ σημαίνει ἔχω σώας τὰς φρένας, ἀκέραιο τὸν νοῦ μου. Σωφροσύνη μὲ τὴν εἰδικὴ ἔννοια τοῦ ὅρου σημαίνει ἐγκράτεια, ἁγνότητα, καθαρότητα στὸ σῶμα καὶ στὴν ψυχή. Μὲ τὴν εὐρύτερη ὅμως ἔννοια σωφροσύνη σημαίνει γενικευμένη ἀκεραιότητα. Τὸ νὰ μὴν ἔχει κανεὶς στὸ μυαλό του τὴν ἀρρώστια τῶν μειονεκτικῶν λογισμῶν, τῶν νοσηρῶν σκέψεων.
Στὴν ἀντίθετη περίπτωση, ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει σώας τὰ φρένας του. Νομίζει ὅτι ὅλοι τὸν κυνηγοῦν, ὅτι ὅλοι τοῦ δημιουργοῦν προβλήματα, ὅτι ὅλοι ἔχουν παράπονα. Καὶ δὲν ἔχει κανένας. Δὲν ἀσχολοῦνται μαζί του. Δὲν ἔχει σώας τὰ φρένας, λένε. Τὰ ἔχασε. Εἶναι διαταραγμένη ἡ ἰσορροπία τῆς σκέψης του. Σωφροσύνη, λοιπόν, σημαίνει καθαρότητα καὶ ἀκεραιότητα. νὰ εἶναι κανεὶς ἰσορροπημένος πνευματικά, νὰ μπορεῖ ὁ λογισμός του νὰ λειτουργεῖ μὲ σαφήνεια, χωρὶς ἀρρώστιες ψυχολογικοῦ τύπου, μειονεξία ἢ καχυποψία ἢ κυκλοθυμία κ.ο.κ.
Ἡ πρώτη, λοιπόν, ἀρετὴ εἶναι ἡ καθαρότητα, ἡ καθαρότητα τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς. Ἡ ἐποχὴ ποὺ ζοῦμε εἶναι ἡ ἐποχὴ ποὺ μολύνει αὐτὴν τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς. Εὔκολα τὸ μάτι μας ἀρχίζει νὰ κλέβεται ἀπὸ ψευτοέρωτες -«ἐκ τοῦ ὁρᾶν τίκτεται τὸ ἐρᾶν»- καὶ τὸ σῶμα μας νὰ ἑλκύεται ἀπὸ λάθος ἱκανοποιήσεις καὶ κάνουμε τὶς ὀλέθριες ὑποχωρήσεις, ποὺ τὶς σκεπάζει μετὰ ὁ συμβιβασμὸς μίας δύσκολης ἐποχῆς, ἡ ὁποία ὅλα ξέρει νὰ τὰ δικαιολογεῖ. Χριστιανὸς ὅμως σημαίνει πεντακάθαρη κατάσταση. Ὅπως λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος γιὰ τοὺς Ἱερεῖς, καὶ γιατί ὄχι γιὰ κάθε χριστιανό, πρέπει νὰ εἶναι καθαρότερος ἀπὸ τὶς ἀκτίνες τοῦ ἡλίου. Ὄχι τὸ μυαλὸ συνέχεια στὸ πονηρό, στὸ σαρκικό, στὸ ρυπαρό, ἀλλὰ νὰ ἀναπαύεται ἡ σκέψη καὶ ἡ διάθεση σὲ ὅ,τι εἶναι καθαρό, διότι μόνον ἡ καθαρότητα τῆς ψυχῆς ἐγγυᾶται τὴ θέα τοῦ Θεοῦ: «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί, τὸν Θεὸν ὄψονται» (Ματθ. 5,8).
Ἡ πρώτη, λοιπόν, ἀρετὴ ποὺ προσευχόμαστε καὶ ζητοῦμε ὡς δῶρο ἀπὸ τὸν Θεὸ εἶναι ἡ σωφροσύνη, αὐτὴ ἡ ἀκεραιότητα ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ μὴν εἶναι σὰν ραγισμένο βάζο, οὔτε σὰν λεκιασμένο σεντόνι, ἀλλὰ σὰν σῶμα χωρὶς οὐλή, σὰν κρύσταλλο χωρὶς σημάδι, σὰν κάτι ποὺ δὲν ἔχει ποτὲ συγκολληθεῖ, ἀλλὰ διατηρεῖ τὴν ἀρχική του ἀκεραιότητα. Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη ἀρετή.
Ἡ ταπεινοφροσύνη
Δεύτερη ἀρετή, ἡ ταπεινοφροσύνη. Τί ὡραία, τί μεγάλη ἀρετή! Ἀκούσαμε στὴν Ἐκκλησία μας, στὴν ἀρχὴ τοῦ Τριωδίου, τὴν παραβολὴ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου καὶ ἐκεῖ ἔλεγε ὁ εὐαγγελιστὴς ὅτι «ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται» (Λουκ. 18,14). Ἐπίσης, ὁ πρῶτος μακαρισμὸς ἀφιερώνεται στοὺς ταπεινούς: «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 5,3). Πτωχὸς τῷ πνεύματι εἶναι αὐτὸς ποὺ εἶναι ταπεινός, αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει σὲ καμία ἰδιαίτερη ὑπόληψη τὸν ἑαυτό του. Λέγουν κάποιοι -χωρὶς κατ᾿ ἀνάγκην αὐτὸ νὰ εἶναι σωστὸ - ὅτι ἡ λέξη ταπεινὸς προέρχεται ἀπὸ τὸν τάπητα, τὸ χαλί. Ταπεινὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ δέχεται νὰ τὸν πατᾶς χωρὶς νὰ διαμαρτύρεται. Καὶ καμιὰ φορὰ εἶναι μερικὰ χαλιὰ ποὺ τὰ πατᾶς καὶ ζωντανεύουν πιὸ πολύ. Ἔτσι εἶναι ὁ ταπεινὸς ἄνθρωπος. Ὁ ταπεινὸς εἶναι εἰκόνα τῆς Θεοτόκου· παραδίδεται στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ ὑποδέχεται τὴ μεταμορφωτικὴ χάρι Τοῦ μέσα στὴν ψυχή του.
Ἡ ὑπομονή
Ἂς πλησιάσουμε τὴν τρίτη ἀρετή. «Πνεῦμα ὑπομονῆς». «Ἐν τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσασθαι τὰς ψυχὰς ὑμῶν» (Λουκ. 21,19), λέγει ὁ Κύριος στοὺς μαθητές Του. Ἄλλη μία ἀρετὴ ποὺ τόσο χρειάζεται, ἀλλὰ τόσο τὴν ἀγνοεῖ ἡ ἐποχή μας. Στὶς μέρες μας δὲν κάνουμε ὑπομονή.
Θέλουμε τὸν Θεὸ νὰ ἀπαντήσει ἐδῶ καὶ τώρα. Καὶ Αὐτὸς δὲν ἀπαντᾶ. Ἔχει τοὺς λόγους Του. Αὐτὸ ποὺ χρειάζεται εἶναι νὰ κάνουμε ὑπομονή, γιὰ νὰ ἔλθει ἡ ὥρα τοῦ Θεοῦ στὴν ψυχή μας· ὄχι ὁ χρόνος τῆς δικῆς μας ἐπιλογῆς.
Ἄλλοτε πάλι παίρνουμε μία ἀπόφαση καὶ θέλουμε ἐδῶ καὶ τώρα νὰ καταφέρουμε τὸν στόχο μας. Χρειάζεται ἡ ὑπομονὴ τοῦ ἑαυτοῦ μας, νὰ ὑπομείνουμε τὸν ἑαυτό μας. Νὰ τὸν περιμένουμε, νὰ ἔλθει καὶ ἐκείνου ἡ ὥρα.
Τρίτη περίπτωση, ἡ ὑπομονὴ τοῦ ἀδελφοῦ μας, τοῦ διπλανοῦ μας. Ἔχουμε τὸ παιδί μας. Παίρνει ἕναν ἄλλο δρόμο, κάνει ἄλλες ἐπιλογὲς στὴ ζωή του ἀπὸ αὐτὲς ποὺ ἐμεῖς θὰ θέλαμε. Τρέμει τὸ φυλλοκάρδι μας. Τὸ καλοῦμε, τοῦ κάνουμε μία ἐπίθεση ἐλέγχου, δίνουμε καὶ μερικὲς συμβουλὲς καὶ ἀπαιτοῦμε νὰ διορθωθεῖ. Μὰ δὲ γίνεται ἔτσι. Ἐμεῖς τόσο εὔκολα διορθωνόμαστε; Ἐδῶ χρειάζεται νὰ κάνουμε ὑπομονὴ γιὰ τὸ παιδί μας. Νὰ τὸ περιμένουμε. Γι᾿ αὐτὸ λέγει «ἐν τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσασθαι τὰς ψυχὰς ὑμῶν». Μὲ τὴν ὑπομονή σας θὰ ἀποκτήσετε τὸν ἔλεγχο τῶν ψυχῶν σας. Μὲ τὴν ὑπομονὴ θὰ πιάσεις τὴν ψυχή σου καὶ θὰ τὴν κυβερνήσεις, θὰ κρατήσεις τὸ τιμόνι της. Ἔτσι, μὲ τὴν ὑπομονή μας, περιμένοντας τὸν Θεό, δίνοντας χρόνο στὸν ἑαυτό μας, ἀναγνωρίζοντας στὰ παιδιά μας καὶ στοὺς συνανθρώπους μας τὸ δικαίωμα τοῦ χρόνου τους, θὰ κερδίσουμε καὶ τὶς δικές τους ψυχές, θὰ ἀποκτήσουμε καὶ τὶς δικές μας. Θὰ τὶς κατακτήσουμε ἐν Χριστῷ καὶ ἐν ἀγάπῃ.
Ἡ ἀγάπη
Τέλος, ζητοῦμε «πνεῦμα ἀγάπης». Στὴν Κλίμακα τῶν ἀρετῶν, ὅπως τὴν παρουσιάζει ὁ ἅγιος Ἰωάννης, ἐμφανίζεται ἡ διάκριση ὡς «ἡ μείζων τῶν ἀρετῶν». Στὸ τέλος ὑπάρχει ἕνα κεφάλαιο γιὰ τρεῖς ἀρετές: τὴν πίστη, τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν ἀγάπη. «τὰ τρία ταῦτα», ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη» (Α´ Κορ. 13,13). Ἀγάπη γενική: καὶ πρὸς τὸν Θεὸ καὶ πρὸς τὸν ἀδελφὸ καὶ πρὸς ὅλο τὸν κόσμο. Δὲν ὑπάρχει ἀγαπῶ ἕναν, δυό, πέντε, τὴν οἰκογένειά μου, τοὺς φίλους μου καὶ δὲν ἀγαπῶ τοὺς ἄλλους. Ἀγάπη ἔχει αὐτὸς ποὺ ἀγαπᾶ ὅλη τὴν κτίση. Ἀγαπᾶ τὰ ζῶα, ἀγαπᾶ τοὺς ἐχθρούς, ἀγαπᾶ τοὺς γνωστοὺς καὶ τοὺς ἀγνώστους, ἀγαπᾶ τοὺς εὐεργέτες καὶ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἀντιπαθοῦν, ὅπως ὁ Θεὸς «βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους». Ἀγάπη μεριζομένη καὶ μὴ καθολικὴ δὲν εἶναι ἀγάπη.
Ἡ ἀγάπη δὲν διαιρεῖ οὔτε ξεχωρίζει τοὺς ἀποδέκτες της, ἀλλὰ κομματιάζει τὴν πηγή της. Ἂν δὲν ὑπάρχει αὐτὴ ἡ ἀγάπη ποὺ μᾶς κάνει νὰ κομματιαζόμαστε, γιατὶ ὁ διπλανὸς εἶναι ὁ ἀδελφός, ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ περάσουμε στὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ τὴν εἰκόνα περνᾶμε στὸ πρωτότυπο. Ἀπὸ τὸν ἀδελφὸ στὸν Θεό. Τὸν ἀδελφὸ ἔβαλε ὁ Θεὸς δίπλα μας, γιὰ νὰ μᾶς θυμίζει ὅτι ἡ πόρτα τῆς σωτηρίας μας εἶναι ἡ ἄσκηση τῆς ἀγάπης. Τί φοβερὴ ἀρετή! Ἀλλὰ τί δύσκολη ποὺ μᾶς φαίνεται! Πόσο ὅμως διαφορετικὴ δὲν θὰ ἦταν ἡ κοινωνία μας, ἂν μπορούσαμε νὰ εἴχαμε αὐτὴν τὴν ἐλευθερία, τὴν πληρότητα, τὴ θυσιαστικότητα τῆς ἀγάπης, τὴν ὑπερβολὴ τῆς ἀγάπης! Νὰ ἀγαπᾶμε τοὺς ἄλλους ὄχι σὰν τὸν ἑαυτό μας, ἀλλὰ πιὸ πολὺ καὶ ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας, γιατὶ ὁ ἄλλος, ὁ πλησίον, εἶναι κομμάτι μας, εἶναι ὁ καλύτερος ἐαυτός μας, εἶναι παιδὶ καὶ ἀδελφός του Χριστοῦ, εἶναι ὁ ὁρατὸς Θεὸς ἐκείνης τῆς στιγμῆς· εἶναι ἡ ἀφορμὴ γιὰ τὴν ἔξοδο ἀπὸ τὸν ἐγωισμό μας, εἶναι ἡ εὐκαιρία γιὰ τὴ συνάντηση μὲ τὸν Θεό μας.
Νά, λοιπόν, τί ζητοῦμε. Νὰ μᾶς ἀπαλλάξει ὁ Θεὸς ἀπὸ «πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας, φιλαρχίας καὶ ἀργολογίας» καὶ νὰ φυτέψει στὴν καρδιὰ μας «πνεῦμα σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καὶ ἀγάπης».
Τὰ «ἐμὰ πταίσματα» καὶ ἡ κατάκριση τοῦ ἀδελφοῦ
Καὶ συνεχίζει ἡ προσευχή: «Ναί, Κύριε, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφόν μου». Δῶσ᾿ μου τὴ μεγάλη εὐλογία ἀντὶ νὰ ἀσχολοῦμαι μὲ τὰ ὑποθετικὰ ἐλαττώματα καὶ τὶς ἀδυναμίες τοῦ ἀδελφοῦ μου, νὰ κοιτάξω τὰ πραγματικὰ δικά μου πταίσματα. Λέει πάλι ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, ὅτι ἀκόμα κι ἂν ζοῦσες ἑκατὸ χρόνια καὶ κάθε μέρα ἔριχνες δάκρυα ὅσο εἶναι τὸ νερὸ τοῦ Ἰορδάνη ποταμοῦ, δὲν θὰ μποροῦσες νὰ ξεπλύνεις τὰ πραγματικά σου ἐλαττώματα, ποὺ ὅμως ποτὲ δὲν θὰ μπορέσεις νὰ διακρίνεις. Ἂς ἔχει καθένας μας τὴν αἴσθηση μίας στοιχειώδους αὐτογνωσίας, πῶς διακατεχόμεθα ἀπὸ ἀδυναμίες, ἀπὸ πάθη, ἀπὸ ἁμαρτίες τὶς ὁποῖες συνεχῶς διαπράττουμε. Ὁ καθένας μας ἔχει τὸ δικό του φορτίο τῶν παθῶν καὶ τῶν ἀδυναμιῶν. Μὲ αὐτὸ νὰ ἀσχοληθεῖ. Αὐτὸ θὰ πεῖ αὐτογνωσία. «Δώρησαί μοι, Κύριε, τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα». Νὰ ἀντικρύζω τὰ δικά μου πταίσματα καὶ νὰ μὴν κατακρίνω τὸν ἀδελφό μου καὶ νὰ μὴν τὸν καταδικάζω μέσα μου εἴτε μὲ τὸν λόγο, εἴτε μὲ τὴν ἐσωτερικὴ σκέψη καὶ κρίση μου.
Ὑπάρχει ἕνας ἅγιος ἀπὸ τοὺς πιὸ γλυκοὺς καὶ ἀγαπημένους πρόσφατους ἁγίους, ὁ ἅγιος Σάββας ὁ Νέος της Καλύμνου. Ἕνας ἅγιος, ὁ ὁποῖος ἐκοιμήθη τὸ 1948. Πέρασε καὶ ἕνα διάστημα τῆς ζωῆς του στὴν Ἀθήνα. Τὸν τιμᾶ ἰδιαίτερα ἡ Κάλυμνος. Σύγχρονος ἅγιος! Λίγο μετὰ τὸν ἅγιο Νεκτάριο. Ἕνας γλυκύτατος ἄνθρωπος. Ἕνας ἐπιεικέστατος ἅγιος. Παραμυθητικός, φιλάνθρωπος, γεμάτος συμπάθεια καὶ κατανόηση, ἐπιείκεια καὶ συγχωρητικότητα. Συνέρρεε ὁ κόσμος γιὰ ἐξομολόγηση. Ὅλα τὰ συγχωροῦσε. Γιὰ δύο ὅμως ἁμαρτίες ἦταν ἀδυσώπητος. Ἡ μία ἡ βλασφημία, καὶ τὸ καταλαβαίνουμε. Ἡ δεύτερη ἡ κατάκριση. Κατέκρινες τὸν ἀδελφό σου καὶ τοῦ τὸ ἔλεγες; Αὐστηρὸ κανόνα ἔβαζε. Ἀκοινωνησία! Νηστεύεις; Ρωτοῦσε. Μὰ ἐσὺ καταβροχθίζεις τὶς σάρκες τοῦ ἀδελφοῦ σου. Ὁ ἅγιος αὐτός, αὐτὸ τὸ ἀρνάκι, δὲν μποροῦσε νὰ δεχθεῖ τὸ πάθος τῆς κατάκρισης. Μεγάλη ἁμαρτία ποὺ ροκανίζει τὴν ἴδια τὴν ὑπόσταση τῆς κοινωνίας ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ. Ὁ ἕνας νὰ φάει τὸν ἄλλον. Νὰ τὸν κουτσομπολέψει, νὰ τὸν καταδικάσει. Μέσα στὴν ἴδια τὴν ἐνορία, στὰ σπίτια μας, στοὺς χώρους ἐργασίας μας. Σκληροὶ ἐπικριτές, ἀνυποχώρητοι θεατὲς ἐλαττωμάτων, ἐπίμονοι ἐρευνητὲς σφαλμάτων. Δυστυχῶς, ἡ ἀρρώστια αὐτὴ εἶναι καὶ παλιὰ καὶ βαθειὰ καὶ διαδεδομένη.
Θὰ κάνω μία σύνοψη ποὺ περιγράφει τὸ βαθύτερο ἦθος καὶ τὸν λόγο αὐτῆς τῆς προσευχῆς, μέσα ἀπὸ τέσσερις παρατηρήσεις. Ἂν προσέξουμε, παρουσιάζει μερικὰ πολὺ ἐνδιαφέροντα κρυμμένα χαρακτηριστικά.
Ἡ προσευχὴ τοῦ ὁσίου Ἐφραὶμ ἑστιάζει μέσα μας
Τὸ πρῶτο εἶναι ὅτι στὴν ἀπαρίθμηση τῶν παθῶν τῆς προσευχῆς ἀποφεύγονται τὰ θανάσιμα λεγόμενα πάθη, ὅπως τὸ μίσος, ἡ φιληδονία, ὁ θυμός, ἡ φιλαργυρία καὶ ἄλλα, καὶ ἀναφέρονται μερικὰ ποὺ μᾶλλον συνήθεις ἀνθρώπινες ἀδυναμίες εἶναι παρὰ ἔντονα διαστροφικὲς καταστάσεις. Ποιὸς ὁ λόγος ποὺ ἐπιλέγονται αὐτὰ καὶ ὄχι τὰ πρῶτα; Ἡ ἀργία, ἡ ἀργολογία δὲν βλάπτουν κανέναν ἄλλον παρὰ μόνον τὸν ἄνθρωπο ποὺ τὶς ἔχει. Καὶ εἶναι τόσο ἀνθρώπινο νὰ εἶναι κανεὶς περίεργος ἢ ἔστω νὰ ἐπιζητεῖ τὰ πρωτεῖα. Ποιός, ἀλήθεια, δὲν τὰ ἔχει κάπως μέσα του αὐτά; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι ἐδῶ προσευχόμαστε ὄχι γιὰ διαστροφὲς ποὺ μόνοι μας πρέπει νὰ καταπολεμήσουμε ἀλλὰ γιὰ ἐσωτερικὲς ἀδυναμίες ποὺ ἐνδόμυχα καλλιεργοῦμε καὶ πνίγουν τὴν ἐλευθερία μας καὶ μᾶς χρειάζεται τόσο ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ.
Ἡ προσευχὴ αὐτὴ ἔχει σὰν στόχο τὸ συμμάζεμα τοῦ ἑαυτοῦ, τὸ νὰ ἔλθει κανεὶς «εἰς ἑαυτόν». Ἐὰν ὁ σκοπός μας εἶναι ἡ στροφή μας πρὸς τὸν Θεό, τότε πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ προηγηθεῖ ἡ στροφὴ πρὸς τὰ μέσα μας: «Νοῦς μὴ σκεδαννύμενος ἐπὶ τὰ ἔξω, ἐπανεισι εἰς ἑαυτὸν καὶ δι᾿ ἑαυτοῦ πρὸς τὸν Θεόν». Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὰ τέσσερα πάθη γιὰ τὰ ὁποῖα μιλάει εἶναι πάθη ποὺ δὲν φαίνονται μεγάλα, ἀλλὰ ἔχουν καταστροφικὴ δράση μέσα μας. Εἶναι πάθη διασπορᾶς τῆς σκέψης καὶ σκορπισμοῦ τῆς καρδιᾶς, πάθη ποὺ ξοδεύουν τὸν πλοῦτο της: Ἡ ἀργία τὸν χρόνο της· ἡ περιέργεια τὴν ἀλήθειά της, τὴν στροφὴ στὸ ἕνα «οὔκ ἐστι χρεία»· ἡ φιλαρχία τὴν ἀγάπη της, τὴ σχέση της μὲ τὸν ἀδελφό· καὶ ἡ ἀργολογία τὸν λόγο της. Ὅλα μαζὶ τὴν περιουσία τῆς πνευματικῆς οὐσίας της. Καταναλώνουν τὸ δυναμικὸ τῆς ψυχῆς στὰ μὴ οὐσιώδη. Τότε γίνεται πολυπόρευτος ἡ διάνοια καὶ στὴ συνέχεια ὀλισθηρά, ὅπως λέγει ἀλλοῦ ὁ ὅσιος Ἐφραίμ. Γλιστράει, ξεφεύγει, χάνεται, καταστρέφεται.
Ἂν ὅμως συμμαζευτεῖ ὁ νοῦς, τότε μπορεῖ νὰ κάνει προσευχὴ καὶ νὰ στραφεῖ πρὸς τὸν Θεό. Βλέπετε καὶ ἀπὸ τὶς ἀρετὲς δὲν ἐπιλέγει τὴν προσευχή, τὴ μετάνοια, τὴν πίστη, τὴν ἐγκράτεια, τὴν ἐλεημοσύνη, τὴ νηστεία. Ἀλλὰ διαλέγει ἀρετὲς ποὺ ἡσυχάζουν τὸν ἔσω ἄνθρωπο καὶ τὸν συμμαζεύουν, ὅπως ἡ σωφροσύνη καταστέλλει τὶς κινήσεις τῆς σάρκας, ἡ ταπεινοφροσύνη τὰ πετάγματα τοῦ ἐγωισμοῦ, ἡ ὑπομονὴ τὰ ξαφνιάσματα τοῦ χρόνου καὶ ἡ ἀγάπη τὶς ἐνοχλήσεις τῶν ἀδελφῶν. Κάποιες διαλέγει ἀπὸ τὶς ἀρετὲς καὶ κάποια ἀπὸ τὰ πάθη. Αὐτὰ τὰ πάθη τὰ ὁποῖα εἶναι πολὺ λεπτὰ καὶ ἀποτελοῦν τὴ βάση τῆς ἀρρώστιας τῆς ψυχῆς καὶ αὐτὲς τὶς ἀρετὲς ποὺ ἀποτελοῦν τὸ θεμέλιο τῆς ἀνάστασης καὶ τῆς ἀνάτασής της. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἕνα.
Οἱ ἀρετὲς ὡς δωρεὲς τοῦ Θεοῦ
Τὸ δεύτερο. Οἱ ἀρετὲς σὲ αὐτὴν τὴν προσευχὴ δὲν ἐμφανίζονται σὰν κατάκτηση, σὰν ἀνθρώπινο κατόρθωμα, ἀλλὰ σὰν δωρεὲς τοῦ Θεοῦ. Τὸ ρῆμα ποὺ χρησιμοποιεῖται γιὰ τὴν ἀπόκτησή τους εἶναι τὸ «Δώρησαί μοι», χάρισέ μου. Δὲν λέει ὅτι θὰ προσπαθήσω νὰ τὰ ἀποκτήσω, ἀλλὰ τὰ ζητάει ὁ προσευχόμενος ἀπὸ τὸν Θεὸ ὡς δῶρα. Οἱ ἀρετὲς εἶναι δῶρα. Δὲν εἶναι κατορθώματα. Εἶναι καρπὸς τῆς χάριτος· ὄχι τοῦ ἀγώνα. Ὁ ἀγώνας ἁπλὰ ἐκφράζει τὸ φιλότιμό μας. Εἶναι τὸ ἀναγκαῖο ἔλασσον. Ἡ χάρις εἶναι τὸ ἐνεργοῦν μεῖζον. Ὅσο κι ἂν προσπαθήσουμε, χωρὶς τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ, τίποτα δὲν θὰ καταφέρουμε. Καὶ ἂν δὲν ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς χάριτος καὶ τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ στὴ ζωὴ μᾶς αὐτὲς οἱ ἀρετές, τότε ὅποιος τὶς εἶχε θὰ δικαιοῦτο νὰ καυχᾶται. Ἐνῶ τώρα, κι ἂν τὶς ἔχεις, δὲν δικαιοῦσαι νὰ καυχηθεῖς, γιατί καὶ ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ ἀγάπη καὶ ἡ σωφροσύνη καὶ ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι μείζονα δῶρα ποῦ τελικῶς τὰ χορηγεῖ ὁ Θεὸς σὲ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι ἔχουν καταθέσει ὡς ἐλάχιστη προϋπόθεση τὴ συγκατάθεσή τους: «τί δὲ ἔχεις ὃ οὐκ ἔλαβες; εἰ δὲ καὶ ἔλαβες, τί καυχᾶσαι ὡς μὴ λαβών;» (Α´ Κορ. 4,7).
Τὸ «πνεῦμα» ὡς φρόνημα
Ἂς προχωρήσουμε στὴν τρίτη παρατήρηση, στὴ λέξη πνεῦμα. Ὁ ὅσιος προτάσσει τῶν παθῶν καὶ τῶν ἀρετῶν αὐτὴ τὴ λέξη: «πνεῦμα ἀργίας», δὲν λέγει ἀργία. Καὶ μετὰ λέγει «πνεῦμα σωφροσύνης». Τί σημαίνει αὐτὴ ἡ λέξη; Σημαίνει νὰ μοῦ δώσει ὁ Θεὸς τὴ διάθεση, τὸ φρόνημα, τὸν πόθο νὰ λαχταρήσω αὐτὲς τὶς ἀρετές, νὰ μισήσω αὐτὲς τὶς ἀδυναμίες, ὥστε πάνω σ᾿ αὐτὴν τὴν ἐσωτερικὴ κατάσταση καὶ ἐπιθυμία, στὸ ἔδαφος αὐτό, νὰ μπορέσει Ἐκεῖνος νὰ φυτεύσει τὸν σπόρο τῆς ἀρετῆς. Αὐτὸ ποὺ μᾶς χρειάζεται, λοιπόν, καὶ προσευχόμαστε εἶναι τὸ φρόνημα τῆς ἀρετῆς, τὸ πνεῦμα τῆς ἀρετῆς, γιὰ νὰ μπορέσει ὁ Κύριος νὰ μᾶς δώσει τὴν ἴδια τὴν ἀρετή, τὸν καρπὸ τῆς ἀρετῆς.
Δοῦλος καὶ ἀδελφός
Καὶ τὸ τέταρτο εἶναι πολὺ ὡραῖο. «Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας, φιλαρχίας καὶ ἀργολογίας μή μοι δῶς». Δὲν θὰ τὸ σχολιάσουμε αὐτό. «Πνεῦμα δὲ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καὶ ἀγάπης χάρισαί μοι τῷ σῶ δούλῳ. Ναί, Κύριε, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφόν μου».
Ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὁ χριστιανὸς εἶναι δοῦλος καὶ δίπλα στὸν πλησίον εἶναι ἀδελφός. Σὲ αὐτὸ μας καλεῖ ἡ Ἐκκλησία, ὄχι μόνον τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ ἀλλὰ πάντοτε. Νὰ λέμε «δοῦλοι ἀχρεῖοί ἐσμεν, ὅτι ὃ ὠφείλομεν ποιῆσαι πεποιήκαμεν» (Λουκ. 17,10). Τελικά, καὶ τὰ καλὰ ποὺ κάνουμε εἶναι αὐτὰ ποὺ πρέπει νὰ κάνουμε, γιατὶ εἴμαστε ἄχρηστοι δοῦλοι. Τὸ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Νὰ αἰσθανθεῖ καθένας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τὴν ταπείνωση τοῦ δούλου καὶ δίπλα στὸν πλησίον τὴ χαρὰ τοῦ ἀδελφοῦ.
Ἔτσι ἂν ξεκινήσουμε τὴν πορεία μας τὴν πνευματική, μὲ αὐτὸ τὸ φρόνημα καὶ σὲ αὐτὸ τὸ πνεῦμα ἂν τὴν ἀναβαπτίσουμε, θὰ μπορέσουμε, νὰ προχωρήσουμε ἀπὸ τὸ ἦθος, ὅπως εἴπαμε προηγουμένως, στὴν κατάσταση τῶν ἀρετῶν. Τότε ὁ Θεὸς θὰ δώσει αὐτὲς οἱ ἀρετὲς νὰ διακρίνουν καὶ τὴ ζωὴ τοῦ καθενός μας σὲ κάποιο βαθμό, ἀλλὰ κυρίως θὰ δώσει νὰ ἀνθίσουν στὸ ἔδαφος τῶν πνευματικῶν κοινοτήτων μας, τῆς ἴδιας μας τῆς Ἐκκλησίας. Ἂν ζούσαμε ὡς Ἐκκλησία αὐτὴν τὴ καθαρότητα, δὲν θὰ χρειαζόταν νὰ μιλᾶμε γιὰ κάθαρση. Ὅταν στὴν Ἐκκλησία μας κυριαρχεῖ ἡ σωφροσύνη, ἡ ταπεινοφροσύνη , ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ ἀγάπη, τότε τί θέση ἔχει ἡ λεγόμενη κάθαρση; Τότε δὲν θὰ ἤμασταν Ἐκκλησία ποὺ τῆς ἀπαιτοῦν κάθαρση , ἀλλὰ θὰ ἤμασταν κοινωνία ποὺ θὰ χόρταινε ἀπὸ γνήσια μαρτυρία.
Νὰ δώσει ὁ Θεὸς ἡ προσευχὴ τοῦ ὁσίου Ἐφραὶμ νὰ εἶναι μία προσευχὴ ποὺ αὐτὸς μὲν τὴν ἔγραψε, ἐμεῖς ὅμως ὡς Ἐκκλησία καὶ πρόσωπα τὴ ζοῦμε. Μία προσευχὴ ποὺ θὰ βγαίνει ἀπὸ τὴν καρδιά μας, θὰ βγαίνει ὅμως καὶ ἀπὸ τὴ ζωή μας.
Τότε, καθὼς θὰ φθάνουμε στὸ Πάσχα, ἡ ψυχή μας θὰ εἶναι ἕτοιμη καὶ καθαρὴ σὰν τὸν κενὸ τάφο νὰ δεχθεῖ τὸν Ἀναστημένο Χριστό. Νὰ δώσει λοιπὸν ὁ Θεὸς πλούσια τὴν εὐλογία Του καὶ κατὰ τὸ ὑπόλοιπο διάστημα τῆς Τεσσαρακοστῆς, καὶ ὅλους νὰ μᾶς ἀξιώσει πανέτοιμοι, ἢ μᾶλλον ὅσο τὸ δυνατὸν ἕτοιμοι, νὰ μποῦμε μέσα στὸ κανάλι αὐτὸ τὸ εὐλογημένο , σὲ αὐτὸν τὸν μετασχηματιστὴ τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, γιὰ νὰ φθάσουμε ἑνωμένοι καὶ ἀγαπημένοι ἐνώπιόν του Θεοῦ ὡς δοῦλοι καὶ μεταξὺ μας ὡς ἀδελφοί,γιὰ νὰ μπορέσουμε ὅλοι μαζὶ καὶ ὁ καθένας ξεχωριστὰ νὰ τὸν ἀντικρύσουμε Ἀναστάντα. Ἀμήν.

πηγή: Νικολάου, μητρ. Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς, «Ἀπὸ τὸ καθ᾿ ἡμέραν στὸ καθ᾿ ὁμοίωσιν», ἐκδ. Ἐν πλῷ, 2008 (Αποσπάσματα)


ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ: https://www.impantokratoros.gr/kyrie-kai-despota.el.aspx

Η Πάτμος



Η Πάτμος και ο δυτικός κόσμος

 
Χρύσα Α. Μαλτέζου, Σχέσεις της Μονής Πάτμου με τον δυτικό κόσμο. Αρχειακές αποδείξεις (13ος-18ος αι.), τ. Α΄-Β΄, Ακαδημία Αθηνών, Αθήναι 2017, σ. 304 + 2 χ.α. (τόμ. Α΄), 10χ.α. + 305-1038 (τόμ. Β΄), ISBN (τόμ. Α΄) 978-960-404-327-9, (τόμ. Β΄) ISBN:978-960-404-326-6, ISBN [SET] 978-960-404-326-2. [Πραγματείαι της Ακαδημίας Αθηνών, αρ. 73].
Στο δίτομο έργο εκδίδονται τα λεγόμενα «λατινικά» έγγραφα (λατινικά, βενετικά, ισπανικά, αλλά και ελληνικά) που σώζονται στο Αρχείο της Βιβλιοθήκης της μονής Αγίου Ιωάννου Θεολόγου Πάτμου. Πρόκειται για καρπό πολύχρονης ερευνητικής προσπάθειας της ιστορικού και μέλους της Ακαδημίας Αθηνών, Χρύσας Μαλτέζου, η οποία, όπως σημειώνει στα Προλεγόμενα, είχε αρχίσει να συνδιαλέγεται με το σώμα των αρχειακών αυτών πηγών από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, όταν ο τότε διευθυντής του ΚΒΕ/ΕΙΕ καθ. Διονύσιος Ζακυθηνός, της είχε αναθέσει την έκδοση των εγγράφων.

Το αρχειακό υλικό, που παρουσιάζεται και εκδίδεται, αναφέρεται στις τύχες της μονής Πάτμου κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο και ιδιαίτερα στις σχέσεις της με τον δυτικό κόσμο. Σε αυτό ξεχωριστή θέση έχει το υλικό που αφορά στο μετόχι της μονής στον Στύλο Αποκορώνου, στην Κρήτη.
Κατά τη σ., «η έκδοση ενός ογκώδους και περίπλοκου αρχειακού σώματος κρύβει ερευνητικό κόπο που μόνο όσοι έχουν ασχοληθεί με τέτοιου είδους εκδοτική διαδικασία είναι σε θέση να καταλάβουν». Οι δυσκολίες αυτές, όπως η ίδια σημειώνει, εντείνονται ακόμη περισσότερο όταν έχει χαθεί ο συνεκτικός αρχειακός δεσμός του σώματος, έχει διαταραχθεί η θεματική και χρονολογική συνάφεια των εγγράφων, το αρχειακό σύνολο έχει ποικίλο περιεχόμενο, είναι γραμμένο σε διάφορες γλώσσες και εκτείνεται χρονικά σε πολλούς αιώνες. Τα προβλήματα αυτά και άλλα που σχετίζονταν με την ανάγνωση και μεταγραφή «εξαιρετικά δυσανάγνωστων εγγράφων και την κατανόηση δυσκολονόητων ή και άγνωστων όρων και λέξεων της βενετικής και της κρητικής διαλέκτου», ξεπεράστηκαν στην παρούσα έκδοση, η οποία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί υποδειγματική στο είδος της.
Με βάση το περιεχόμενό τους, τα έγγραφα ταξινομήθηκαν από τη σ. σε δύο θεματικές ενότητες. Η πρώτη περιλαμβάνει τα έγγραφα που αφορούν στις σχέσεις της μονής Πάτμου με ηγεμόνες και αξιωματούχους της Δύσης (15ος-18ος αι.), πολλά από τα οποία είχαν εκδοθεί πλημμελώς στο παρελθόν, και η δεύτερη τα έγγραφα εκείνα που αφορούν στο πατμιακό μετόχι στον Στύλο της Κρήτης (13ος-17ος αι.).
Από την πρώτη ενότητα, επισημαίνουμε εδώ τα έγγραφα που εντάσσονται υπό τον τίτλο «Σχέσεις της Μονής με εκπροσώπους της βενετικής εξουσίας», όπου περιγράφονται και εκδίδονται 12 έγγραφα των ετών 1572-1689.
Τα έγγραφα που αφορούν το πατμιακό μετόχι στον Στύλο της Κρήτης, χωρίζονται σε δύο ομάδες. Τα πρώτα τα «Προνομιακά και άλλα έγγραφα βενετών αξιωματούχων», είναι 18 στον αριθμό των ετών 1267-1661, τα οποία εκδίδονται στο τέλος του πρώτου τόμου. Στον Β΄ τόμο και υπό τον τίτλο «Το μετόχι και το κρητικό υπαίθριο τοπίο» δημοσιεύονται οι περιλήψεις 628 εγγράφων των ετών 1321-1789, εκ των οποίων στη συνέχεια γίνεται η «Επιλεκτική έκδοση εγγράφων» των ετών 1491-1789.
Το έργο ολοκληρώνεται με το «Γλωσσάριο»,  το «Ευρετήριο ονομάτων προσώπων και τόπων» και το «Ειδολογικό ευρετήριο εγγράφων».
Η νέα έκδοση προστίθεται στις παλαιότερες εκδόσεις αρχειακού υλικού  από τη μονή Πάτμου[1], οι οποίες κατέστησαν κτήμα της επιστημονικής κοινότητας τον πλούτο που φυλάσσεται στο Αρχείο της Βιβλιοθήκης της Μονής.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΤΟΜΟΣ Α΄
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΑΡΧΕΙΑΚΗΣ ΥΛΗΣ
ΠΙΝΑΚΑΣ ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΩΝ
ΠΙΝΑΚΑΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ
1.ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΜΕ ΗΓΕΜΟΝΕΣ ΚΑΙ ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΟΥΣ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ (15ος-18ος αι.)
α) Σχέσεις της Μονής με εκπροσώπους της βενετικής εξουσίας.
β) Σχέσεις της Μονής με εκπροσώπους της λατινικής εκκλησίας
γ) Σχέσεις της Μονής με το τάγμα των Ιωαννιτών Ιπποτών (Ρόδος-Μάλτα)
δ) Σχέσεις της Μονής με βασιλείς της Ισπανίας και άλλους δυτικούς ηγεμόνες
ε) Γράμματα ηγουμένων της Μονής με αίτημα τη διενέργεια ζητείας
στ) Διάφορα
2.ΤΟ ΠΑΤΜΙΑΚΟ ΜΕΤΟΧΙ ΣΤΟΝ ΣΤΥΛΟ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ (13ος-17ος αι.)
α) Κεντρική και τοπική διοίκηση: Προνομιακά και άλλα έγγραφα βενετών αξιωματούχων.
ΤΟΜΟΣ Β΄
β) Το μετόχι και το κρητικό υπαίθριο τοπίο
γ) Επιλεκτική έκδοση εγγράφων
ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ
ΕΥΡΕΤΗΡΙΑ
[1] Βλ. Έρα Βρανούση,  Βυζαντινά έγγραφα της Μονής Πάτμου: Α΄ Αυτοκρατορικά: διπλωματική έκδοσις, Γενική εισαγωγή, Ευρετήρια, Πίνακες, ΙΒΕ/ΕΙΕ, Αθήνα 1980· Μαρία Νυσταζοπούλου – Πελεκίδου, Βυζαντινά έγγραφα της Μονής Πάτμου: Β΄ Δημοσίων Λειτουργών: διπλωματική έκδοσις, Αθήνα 1980· Μ. Γερολυμάτου, Βυζαντινά έγγραφα της Μονής Πάτμου. Γ΄ Πατριαρχικά, ΙΒΕ/ΕΙΕ, Αθήνα 2016.
ΠΗΓΗ: https://venetocrazia.wordpress.com