Παρασκευή 26 Ιανουαρίου 2018

Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος (27 Ιανουαρίου)

Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου 
Ἰωάννου Χρυσοστόμου 
Ἀρχιεπισκόπου Κων/πόλεως
Ὁ ἱερός Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἐπειδή δέν ἔκανε διακρίσεις ἀνάμεσα στά πρόσωπα στήν ἀπόδοση τοῦ δικαίου καί ἔλεγχε καί τήν ἴδια τήν βασίλισσα Εὐδοξία γιά τίς παρανομίες καί τίς ἀδικίες της, ἐξορίσθηκε δύο φορές, ἀλλά καί πάλι ἀνακλήθηκε ἀπό τήν ἐξορία. Ἐξορίστηκε ὅμως καί πάλι γιά τρίτη φορά.
Ἡ ἔκπτωση τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου ἀπό τόν Πατριαρχικό θρόνο προκάλεσε σχίσμα μέσα στήν Ἐκκλησία. Ὀπαδοί του, πού καλοῦνταν «Ἰωαννίτες», δέν ἀναγνώριζαν τόν διάδοχό του, παρά τίς ἐπίμονες συστάσεις νά ὑπακούσουν στούς νέους ἐκκλησιαστικούς ἄρχοντες καί νά διαφυλάξουν τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ὁδηγήθηκε στήν Κουκουσό καί ἀπό ἐκεῖ στήν Ἀραβισσό καί ἔπειτα, στίς 10 Ἰουνίου τοῦ ἔτους 404 μ.Χ., στήν Πιτιούντα τοῦ Πόντου. Ἡ πορεία του μέχρι ἐκεῖ, ἦταν ὄχι μόνο περιπετειώδης, ἀλλά κυριολεκτικά μαρτυρική, γεμάτη ἀπό κακουχίες καί δεινοπαθήματα.
Ἐκεῖ λοιπόν, στήν Πιτιούντα, ὁ ἔνσαρκος Ἄγγελος κλήθηκε ἀπό τόν πάντων Δεσπότη στίς αἰώνιες σκηνές, τό ἔτος 407 μ.Χ., ἐνῶ τό ἅγιο σκήνωμά του ἐνταφιάσθηκε στά Κόμανα τοῦ Πόντου μαζί μέ τά ἅγια λείψανα τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Βασιλίσκου καί Λουκιανοῦ, καθώς εἶχε ἀποκαλυφθεῖ σέ αὐτόν ἀπό αὐτούς τούς ἴδιους διά νυκτερινῆς ὀπτασίας, ὅταν ἀκόμη ζοῦσε.
Τό σχίσμα τῶν «Ἰωαννιτῶν» ἀποκαταστάθηκε μέ τήν ἀνακομιδή τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου στήν Κωνσταντινούπολη, τό ἔτος 438 μ.Χ., ἐπί Πατριάρχου Πρόκλου. Ἡ μεταφορά τῶν ἱερῶν λειψάνων ἀπό τά Κόμανα συνοδεύτηκε ἀπό μία ἐπιστολή – διαταγή τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου Β’, υἱοῦ τοῦ Ἀρκαδίου καί τῆς Εὐδοξίας, ἡ ὁποία ἔγραφε:
«Ἐπιστολή Βασιλέως Θεοδοσίου πρός τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχην, Διδάσκαλο καί Πνευματικό Πατέρα Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο.
Ἐπειδή, Πάτερ τίμιε, θεωρήσαμε τό σῶμα σου νεκρό, ὅπως συμβαίνει μέ τά ἄλλα, θελήσαμε ἁπλῶς νά τό πάρουμε καί νά τό μεταφέρουμε πρός ἐμᾶς. Γι’ αὐτό καί δικαίως ἀστοχήσαμε στόν πόθο μας.
Ἀλλά σύ τουλάχιστον, Πάτερ τιμιότατε, πού δίδαξες σέ ὅλους τήν μετάνοια, συγχώρησέ μας πού σέ παρακαλοῦμε καί σάν παιδιά πού ἀγαπᾶμε τούς πατέρες μας ἐπίδωσέ μας τόν ἑαυτό σου καί εὔφρανε μέ τήν παρουσία σου αὐτούς πού σέ ποθοῦν».
Αὐτή τήν ἐπιστολή τοῦ αὐτοκράτορα τήν πῆγαν στόν Ἅγιο καί τήν τοποθέτησαν πάνω στήν λάρνακά του. Τότε ὁ Ἅγιος ἔδωσε τόν ἑαυτό του στούς ἀπεσταλμένους τοῦ αὐτοκράτορα καί ἔτσι αὐτοί μετέφεραν τήν λάρνακα πού περιεῖχε τό ἅγιο λείψανο στήν Κωνσταντινούπολη, χωρίς νά κοπιάσουν καθόλου. Ἡ ὑποδοχή τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου ὑπῆρξε παλλαϊκή. Σύσσωμος λαός, κλῆρος καί μοναχοί, μέ ἐπικεφαλῆς τόν αὐτοκράτορα, τούς αὐλικούς, τή σύγκλητο καί ὅλους τους ἄρχοντες, ὑποδέχθηκαν καί προσκύνησαν μέ σεβασμό τά λείψανά του. Μέ πολύ εὐλάβεια μετέφεραν ἀρχικά τή λάρνακα στό Ναό τοῦ Ἀποστόλου Θωμᾶ, στά Ἀμαντίου, ἔπειτα δέ στό Ναό τῆς Ἁγίας Εἰρήνης. Ἐκεῖ ἔβαλαν τό ἅγιο λείψανο πάνω στό σύνθρονο καί ἅπαντες ἐβόησαν: «Ἀπόλαβε τόν θρόνο σου, Ἅγιε». Στή συνέχεια ἡ λάρνακα τοποθετήθηκε σέ αὐτοκρατορική ἅμαξα καί μεταφέρθηκε στό περιώνυμο Ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Ἐκεῖ ἔβαλαν τό ἅγιο λείψανο πάνω στήν ἱερή καθέδρα καί ἔγινε τό θαῦμα: ὁ Ἅγιος ἐπεφώνησε πρός τόν λαό τό «Εἰρήνη πᾶσι». Ἔπειτα τό ἐναπέθεσαν μέσα στό Ἅγιο Βῆμα, κάτω ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα.
Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ἐτελεῖτο στό πάνσεπτο Ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Ἱερά λείψανα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ἀφιέρωσε διά χρυσοβούλλου στή Μονή Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ὄρους ὁ αὐτοκράτορας Ἰωάννης Τσιμισκής (969 – 976 μ.Χ.) καί τεμάχιο τῆς ἀριστερᾶς χειρός ὁ Ἀνδρόνικος ὁ Παλαιολόγος (1282 – 1328), διά χρυσοβούλλου, τόν Ἰούλιο τοῦ ἔτους 1284, στή Μονή Φιλοθέου τοῦ Ἁγίου Ὅρους. Ἐπίσης, τμήματα τοῦ ἱεροῦ λειψάνου φυλάσσονται στίς Μονές Βατοπαιδίου, Ἰβήρων, Ἁγίου Διονυσίου καί Δοχειαρίου.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Ἡ τοῦ στόματός σου καθάπερ πυρσός, ἐκλάμψασα χάρις τήν οἰκουμένην ἐφώτισεν, ἀφιλαργυρίας τῷ κόσμῳ θησαυρούς ἐναπέθετο, τό ὕψος ἡμῖν τῆς ταπεινοφροσύνης ὑπέδειξεν. Ἀλλά σοῖς λόγοις παιδεύων, Πάτερ, Ἰωάννη Χρυσόστομε, πρέσβευε τῷ Λόγῳ Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.

Ἔτερον Ἀπολυτίκιον τῆς ἀνακομιδής. 
Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Ὡς πλοῦτον οὐράνιον, ἐκ τῶν Κομάνων ποτέ, τήν θήκην μετήγαγον, τοῦ σοῦ λειψάνου σοφέ, πρός πόλιν βασίλειον· ταύτης οὖν ἐκτελοῦντες, τήν ἀνάμνησιν πόθῳ, μέλπομεν Ἱεράρχα, τήν δοθεῖσάν σοι χάριν, δι’ ἧς ἡμᾶς ῥυθμίζεις, Ἰωάννη Χρυσόστομε.

Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορός Ἀγγελικός.
Εὐφράνθη μυστικῶς, ἡ σεπτή Ἐκκλησία, τῇ ἀνακομιδῇ, τοῦ σεπτοῦ σου λειψάνου, καί τοῦτο κατακρύψασα, ὡς χρυσίον πολύτιμον, τοῖς ὑμνοῦσί σε, ἀδιαλείπτως παρέχει, ταῖς πρεσβείαις σου, τῶν ἰαμάτων τήν χάριν, Ἰωάννη Χρυσόστομε.

Μεγαλυνάριον.
Ἤκεν ἐκ Κομάνων λαμπροφανῶς, τό σεπτόν σου σκῆνος, ὡς ἑστία ἁγιασμοῦ, τέρπον καί πλουτίζον, χαρίτων χρυσουργίᾳ, τήν Ἐκκλησίαν πᾶσαν, Πάτερ Χρυσόστομε.

ΠΗΓΗ:Καθεδρικός Ιερός Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου Φανερωμένης Χολαργού <adamnet@otenet.gr>Καθεδρικόςός Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου Φανωμένης Χο

Ναοδομία

Τέχνη και Ναοδομία  
Συντάκτης 
Τέχνη και Ναοδομία
Μέσα στην χριστιανική λατρεία υπάρχει έντονα η έννοια της τέχνης. Όπως υπάρχει η ψαλτική τέχνη, έτσι υπάρχει η τέχνη της αγιογραφίας και η τέχνη της ναοδομίας και αρχιτεκτονικής. Στη τελευταία συναντάμε τις ονομασίες και τις τεχνικές δομής του κτιρίου σύμφωνα με τις θεολογικές πατερικές διδαχές.
Από τις αρχαιότερες ονομασίες για το τόπο λατρείας είναι η λέξη ναός όπου σημαίνει μεγαλοπρεπής κατοικία από το ρήμα ναίω που σημαίνει κατοικώ. Ενώ σε άλλες θρησκείες πιστεύεται ότι οι ναοί αποτελούν την αποκλειστική κατοικία του Θεού, στο χριστιανισμό ο ναός είναι ο χώρος που είναι έντονη η παρουσία του Θεού και ο πιο κατάλληλος τόπος λατρείας. Άλλη ονομασία είναι αυτή της εκκλησίας από την συνάθροιση στο ναό της Εκκλησίας του Θεού όπου έχει επικρατήσει μέχρι και σήμερα.
Οι πρώτοι χριστιανοί συναθροίζονταν σε ιδιωτικές κατοικίες ενώ με το διάταγμα των Μεδιολάνων το 313 αρχίζουν να χτίζονται ναοί παντού. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος και η μητέρα του Ελένη πρωτοστάτησαν στην ανέγερση ναών όπως ο ναός του Παναγίου Τάφου στην Ιερουσαλήμ, την Γεννήσεως στην Βηθλεέμ και της Αγίας Σοφίας, των Αγίων Αποστόλων και της Αγίας Ειρήνης στην Κωνσταντινούπολη. Οι διάδοχοι του συνέχισαν να ανεγείρουν ναούς ενώ πολλοί ειδωλολατρικοί ναοί μετατράπηκαν σε χριστιανικοί. Έτσι η ναοδομία αναπτύχθηκε και άρχισε να αποκτά συγκεκριμένες μορφές από τις οποίες οι πιο γνωστές είναι αυτή της βασιλικής, του περίκεντρου και του ναού με τρούλο.
Πρώτος χρησιμοποιήθηκε ο ρυθμός της βασιλικής. Ήταν στενόμακρα ορθογώνια οικοδομήματα που διαχωρίζονταν εσωτερικά με κιονοστοιχίες σε δύο ή τρία μέρη (κλίτη). Μπροστά από την είσοδο υπήρχε μια περίστυλη αυλή το αίθριον ενώ στο πίσω μέρος το οικοδόμημα κατέληγε σε μια ημικυκλική κόγχη. Σε αυτό το ρυθμό χτίστηκαν οι παλαιοχριστιανικοί ναοί καθώς από τους ναούς που σώζονται ακέραιοι είναι ο ναός της Γεννήσεως στη Βηθλεέμ (4ος αι.), της Παναγίας Αχειροποιήτου και του Αγίου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη (5ος αι.). Παράλληλα χρησιμοποιήθηκε ο περίκεντρος ρυθμός ναού (rotonda) κυρίως στα βαπτιστήρια και τα μαρτύρια, τους ναούς που χτίζονταν πάνω στους τάφους μαρτύρων. Αυτά τα οικοδομήματα ήταν κυκλικά ή πολυγωνικά με θόλο καθώς δείγμα αυτού του ρυθμού είναι ο ναός του Αγίου Γεωργίου στην Θεσσαλονίκη.
Από τον συνδυασμό των δύο προηγούμενων ρυθμών προέκυψε ο ρυθμός βασιλικής με τρούλος. Ο ρυθμός πήρε μεγάλη διάδοση τον 6ο αι. με τελειότερη μορφή του τον περίφημο ναό της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη. Εξέλιξη αυτής της μορφής είναι ο ρυθμός του σταυροειδή με τρούλο ναού, ο λεγόμενος και βυζαντινός ρυθμός που κυριαρχεί στην βυζαντινή αρχιτεκτονική από τον 11ο αιώνα και μετά. Στο ρυθμό αυτό η στέγη διαμορφώνεται σε σχήμα σταυρού στο κέντρο του οποίου υψώνεται ο τρούλος στηριζόμενος σε τέσσερις κολώνες. Δείγματα αυτού του ρυθμού είναι ο ναός της Παναγίας στην Μονή του οσίου Λουκά, των Αγίων Θεοδώρων και της Καπνικαρέας στην Αθήνα, της Αγίας Αικατερίνης και των Αγίων Αποστόλων στη Θεσσαλονίκη.   

Τμήματα του ναού και η χρήση τους   Τμήματα του ναού και η χρήση τους   
decrease font sizeincrease font size
Στην τέχνη της ναοδομίας συναντάμε στοιχεία που στις μέρες μας έχουν αρχίσει να χάνουν την σημασία τους.
Γνωρίζουμε ότι ο χριστιανικός ναός διαιρείται σε τρία μέρη, το νάρθηκα, τον κυρίως ναό και το Ιερό ή αλλιώς Άγιο Βήμα. Ο διαχωρισμός αυτός αντιστοιχεί στις διάφορες τάξεις των χριστιανών καθώς παρατηρούμε ότι ο χώρος του νάρθηκα ήταν ο τόπος των κατηχουμένων, του κυρίου ναού για τους πιστούς και το Ιερό για τον κλήρο.
Ο Νάρθηκας ή πρόναος είναι χτισμένος στα δυτικά του ναού και επικοινωνεί με τον κυρίως ναό με τρείς θύρες, εκ των οποίων η μεσαία που οδηγεί στο κεντρικό κλίτος ονομάζεται βασιλική. Κατά την αρχαιότητα στεκόταν εκεί οι κατηχούμενοι ενώ αργότερα καταργήθηκε τελείως. Σήμερα στο νάρθηκα υπάρχουν τα προσκυνητάρια, το παγκάρι και τα μανουάλια. Στις παλαιοχριστιανικές βασιλικές υπήρχε το αίθριον, μια τετράγωνη αυλή περιτριγυρισμένη με στοές ενώ από τον θ΄αι. όπου άρχισαν να χρησιμοποιούνται οι  καμπάνες, χτίστηκαν τα κωδωνοστάσια.
Το μεγαλύτερο μέρος του ναού είναι αυτό του κυρίως ναού. Εκεί βρίσκεται ο Σολέας όπου είναι το τμήμα κοντά στο Ιερό και συνήθως είναι υπερυψωμένο καθώς χωρίζεται με κάγκελα από τον υπόλοιπο χώρο. Ο δεσποτικός θρόνος σήμερα βρίσκεται στο δεξιό μέρος του κυρίως ναού. Παλιότερα βρισκόταν πίσω από την Αγία Τράπεζα αλλά μετά την επικράτηση του υψηλού τέμπλου που κρύβει τη θέα του Ιερού από το λαό, μεταφέρθηκε στην σημερινή του θέση. Ο άμβων είναι το βήμα όπου διαβάζεται το ευαγγέλιο και γίνεται το κήρυγμα. Στους αρχαίους ναούς ο άμβων ήταν στο κέντρο του ναού και είχε δύο σκάλες, μία προς τα ανατολικά και μία προς τα δυτικά. Εκεί έψελναν οι ψάλτες και διαβάζονταν τα αυτοκρατορικά διαγγέλματα. Σήμερα βρίσκεται στο αριστερό μέρος του κυρίως ναού συνήθως υπερυψωμένος σε μια κολώνα της αριστερής κιονοστοιχίας.
Τα αναλόγια δημιουργήθηκαν μετά την κατάργηση του άμβωνα από το κέντρο του κυρίως ναού. Η αντιφωνική ψαλμωδία δημιούργησε δύο χορούς, έναν από τα δεξιά και έναν από τα αριστερά. Τα στασίδια είναι ξύλινα καθίσματα και είναι έτσι σχεδιασμένα ώστε ο πιστός να κάθεται και να στέκεται όρθιος για να ακουμπάει στους αγκώνες. Παλιότερα ο χώρος του κυρίως ναού ήταν γεμάτος με ξύλινα στασίδια. Ο γυναικωνίτης είναι το μέρος του ναού όπου στέκονται οι γυναίκες πάνω από τον νάρθηκα και τα πλάγια κλίτη, γι’ αυτό λέγεται και υπερώον.
Το τέμπλο ή εικονοστάσιο είναι το διάφραγμα που χωρίζει το Ιερό από το κυρίως ναό. Στους αρχαίους ναούς ήταν χαμηλότερο και λεγόταν δρύφακτα ή στηθαίον. Σήμερα πολλές φορές φθάνει μέχρι την οροφή και έχει τρείς πύλες εκ των οποίων ονομάζεται Ωραία πύλη. Η Ωραία πύλη κλείνει στο κάτω μέρος με χαμηλές θυρίδες που ονομάζονται βημόθυρα και συνήθως εκεί εικονίζεται ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου. Στο πάνω μέρος υπάρχει μια συρόμενη πόρτα που ονομάζεται καταπέτασμα και εκεί εικονίζεται ο Χριστός ως Μέγας Αρχιερεύς. Προς τα δεξιά της Ωραίας πύλης τοποθετούνται οι εικόνες του Χριστού και του Προδρόμου, ενώ από τα αριστερά οι εικόνες της Θεοτόκου και του Αγίου του ναού. Στις πλάγιες θύρες εικονίζονται οι αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ ενώ πάνω από την Ωραία πύλη συνήθως εικονίζεται ο Μυστικός Δείπνος.    


Παντελεήμων Ζαφείρης Εθνομουσικολόγος με μεταπτυχιακή ειδίκευση από το Πολυτεχνείο Κωνσταντινουπόλεως και υποψήφιος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Υπήρξε Άρχων Πρωτοψάλτης στο Ι.Ν. Αγίας Τριάδος στην Κωνσταντινούπολη ενώ σήμερα είναι διευθυντής και καθηγητής της Σχολής Βυζαντινής Μουσικής Λήμνου.

Email zafirismusic@yahoo.gr

 http://euxh.gr/theologia/katixitika/texni-kai-naodomia

Τρισάγιος ύμνος

Δύναμις πλ Β΄ (νενανώ)
Γρηγορίου Πρεβεζιάνου
Solo: Πρωτοπρεσβύτερος π. Απόστολος Ντόκος
Χοράρχης: Ευστάθιος Γραμμένος, Πρόεδρος Συνδέσμου Ιεροψαλτών Βόλου, Θεολόγος, Καθηγητής Βυζ. Μουσικής, Λαμπαδάριος Μητροπολιτικού Ι.Ν.Αγ. Νικολάου Βόλου

Π ά τ μ ο ς

PATMOS, GREECE SEPTEMBER 2014

Ιωάννης Ο Χρυσόστομος



Ένα απίστευτο θρησκευτικό περιστατικό 
μέσα από μια αγιογραφία 

Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος της Πάτμου. Η ανακομιδή των λειψάνων του Αγίου τιμάται αύριο και στην Πάτμο φιλοξενείται
μια εκπληκτική τοιχογραφία που την προσπερνάμε καθώς περιδιαβαίνουμε τον τοξωτό εξωνάρθηκα της Ιεράς Μονής του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου και να μην την έχουμε προσέξει οι περισσότεροι από εμάς.
Στο ενδιάμεσο της κεντρικής καμάρας του 12ου αι, ψηλά και Δ ιστορείται σε μια τοιχογραφία της περιόδου 16ου με 17ου αι, το εξής περιστατικό:
Κάποτε στην Κωνσταντινούπολη ένας άνδρας είχε κανονίσει μια συνάντηση με τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο.
Ο γραμματέας του, όταν πήγε να αναγγείλει την άφιξη του, τον βρήκε απασχολημένο με κάποιον άλλον άνδρα, ο οποίος ήταν σκυμμένος κοντά στο αυτί του αγίου και του υπαγόρευε κάτι, ενώ ο άγιος έγραφε σε χαρτί αυτά που άκουγε.
Ο γραμματέας δεν θέλησε να τους ενοχλήσει και είπε στον επισκέπτη να περιμένει. Κάθε φορά που πήγαινε, τους έβλεπε σε αυτή την εργασία. Στο τέλος ο επισκέπτης αγανάκτησε και έφυγε.
Όταν βρήκε τον Άγιο μόνο του, τού ανέφερε για τον επισκέπτη που έφυγε. Ο Άγιος Ιωάννης τότε τον ρώτησε γιατί δεν τον πέρασε αμέσως στο γραφείο και αυτός δικαιολογήθηκε ότι δεν ήθελε να τον ενοχλήσει στην εργασία που είχε με τον άλλον άνδρα. Ο Χρυσόστομος του αποκρίθηκε ότι δεν υπήρχε κανένας άλλος μέσα στο γραφείο του όλη αυτή την ώρα και ότι ήταν μόνος.
Λέγεται ότι, ο άνδρας αυτός ήταν ο Απόστολος Παύλος που εκείνη των ώρα υπαγόρευε στον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο την ερμηνεία των επιστολών του. 

Γι' αυτό το λόγο, σε ένδειξη σημείου και θαύματος αυτού του γεγονότος, το αυτί του Αγίου Ιωάννου είναι μέχρι σήμερα άφθαρτο και βρίσκεται στην Ιερά Μονή Βατοπεδίου του Αγίου Όρους.
Θαυμάστε το περιστατικό σ΄όλη του τη μεγαλοπρέπεια με τον γραμματέα του Αγίου να παρακολουθεί από το παράθυρο τον Θαυμαστό επισκέπτη και τμήματα των λειψάνων του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου που βρίσκονται σε μονές του Αγίου Όρους.
ΠΗΓΗ: http://topika-nea.gr/

Πέμπτη 25 Ιανουαρίου 2018

Ιερά Μονή "ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ ΜΗΤΡΟΣ ΗΓΑΠΗΜΕΝΟΥ" ΠΑΤΜΟΥ

 Ιερά Μονή Ευαγγελισμού Μητρός Ηγαπημένου
Η γυναικεία Μονή βρίσκεται στην περιοχή των κήπων, στη νοτιοδυτική πλευρά της Χώρας. Το 1613 ο Νικηφόρος Χαρτοφύλαξ, Ηγούμενος της Ιεράς Μονής του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου έχτισε ένα ερημητήριο στο σημείο αυτό με μια εκκλησία αφιερωμένη στον άγιο Λουκά. Το 1937 νέα κτήρια προστέθηκαν από τον Αμφιλόχιο Μακρή, παλαιότερο Ηγούμενο της Ιεράς Μονής του Αγίου Ιωάννου, ο οποίος ίδρυσε το γυναικείο Μοναστήρι και το αφιέρωσε στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, Μητρός Ηγαπημένου. Η αδελφότητα διακρίθηκε στην φιλανθρωπία, στην εκπαίδευση, στο κέντημα, στην αγιογραφία και στην οικολογική καλλιέργεια. Η συλλογή των εικόνων της Μονής χρονολογείται από τον 15ο έως τον 17ο αιώνα. Μεταξύ των πιο πρόσφατων εικόνων της Μονής συγκαταλέγονται μερικές φιλοτεχνημένες από την μακαριστή αδελφή Ολυμπιάδα, η οποία μαθήτευσε πλάι στον φημισμένο αγιογράφο Φώτη Κόντογλου.
Η Ιερά Μονή είναι ανοιχτή καθημερινά από τις 09:00 έως 11:00 π.μ. (εκτός Παρασκευής).

Ὅσιος Ξενοφῶν (26 Ιανουαρίου)

Ὅσιος Ξενοφῶν μετὰ τῆς συμβίου του 
Μαρίας 
καὶ τῶν τέκνων Ἀρκαδίου καὶ Ἰωάννου
Ὅσιος Ξενοφῶν κατοικοῦσε στήν Κωνσταντινούπολη κατά τούς χρόνους τῶν αὐτοκρατόρων Ἰουστίνου Α’ (518 – 527 μ.Χ.) καί Ἰουστινιανοῦ (527 – 565 μ.Χ.). Ἦταν πλούσιος συγκλητικός καί διακρινόταν γιά τήν βαθιά εὐσέβειά του πρός τόν Θεό. Εἶχε δύο παιδιά, τόν Ἀρκάδιο καί τόν Ἰωάννη. Μόλις αὐτά τελείωσαν τά ἐγκύκλια γράμματα, τά ἔστειλε στή Βηρυττό τῆς Φοινίκης, γιά νά μελετήσουν καί νά σπουδάσουν τή νομική ἐπιστήμη. Καθ’ ὁδόν τό πλοῖο μέ τό ὁποῖο ταξίδευαν ναυάγησε. Διασώθηκαν ὅμως καί μετέβησαν στά Ἱεροσόλυμα ὅπου ἔγιναν μοναχοί. Οἱ γονεῖς τους, Ξενοφῶν καί Μαρία, τούς ἀναζήτησαν καί πληροφορήθηκαν ὅτι διάγουν στήν ἔρημο ἀσκητικό βίο, δόξασαν τόν Θεό καί ἀποταξάμενοι τόν κόσμο, ἀκολούθησαν καί αὐτοί τό μοναχικό βίο.
Ὁ Ξενοφῶν, ἡ γυναίκα του καί τά παιδιά τους πρόκοψαν τόσο πολύ στήν ἀρετή καί στή φιλανθρωπία, ὥστε τούς ἀξίωσε ὁ Θεός νά ἐπιτελοῦν καί θαύματα.
Ἔτσι ἡ θεία αὐτή οἰκογένεια ἔζησε θεοφιλῶς καί κοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθείς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς γενεά εὐλογητή τῷ Κυρίῳ, τῆς οὐρανίου ἠξιώθησαν δόξης, ἀσκητικῶς δοξάσαντες Χριστόν ἐπί τῆς γῆς, Ξενοφῶν ὁ Ὅσιος, καί ἡ τούτου συμβία, σύν τοῖς ἀριστεύσασιν, ἱεροῖς αὐτῶν τέκνοις· οὓς εὐφημοῦντες εἴπωμεν φαιδρῶς· χαίροις Ὁσίων, χορεία τετράριθμε.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐν αὐλαῖς ἠγρύπνησας ταῖς τοῦ Δεσπότου, τοῖς πτωχοῖς σκορπίσας σου, μάκαρ τόν πλοῦτον ἱλαρῶς, σύν τῇ συζύγῳ καί τέκνοις σου· διό κληροῦσθε τήν θείαν ἀπόλαυσιν.

Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος ὅμοιος.
Τήν τοῦ βίου θάλασσαν διεκφυγόντες, Ξενοφῶν ὁ δίκαιος, σύν τῇ συζύγῳ τῇ σεπτῇ, ἐν οὐρανοῖς συνευφραίνονται, μετά τῶν τέκνων, Χριστόν μεγαλύνοντες.

Μεγαλυνάριον.
Ρίζα ἀγλαόκαρπος καί σεπτή, Ξενοφῶν ἐδείχθη, σύν εὐνέτιδι τῇ σεμνῇ, ἔχοντες ὡς κλάδους, τήν τῶν υἱῶν δυάδα, μεθ’ ὧν τῷ Θεῷ Λόγῳ, κατηκολούθησαν.


ΠΗΓΗ: Καθεδρικός Ιερός Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου Φανερωμένης Χολαργού <adamnet@otenet.gr>

Η Θρησκευτικότητα ...

Όψεις εσφαλμένης λαϊκής θρησκευτικότητας

Το μυστήριο της Εκκλησίας είναι μέγα και άρρητο. Το ζητούμενο είναι το πως προσεγγίζουμε αυτό το μέγα μυστήριο. Η Εκκλησία κατά τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά είναι «κοινωνία θεώσεως». Εν τη Εκκλησία ο άνθρωπος αγιάζεται, χριστοποιείται, θεώνεται. Συχνό φαινόμενο είναι, δυστυχώς, η προσέγγιση αυτή προς τον Θεό, να γίνεται μέσω δρόμων τους οποίους η Εκκλησία τους έχει απορρίψει, έχοντας διαγνώσει τις βλαβερές επιπτώσεις τους για την πνευματική ζωή των πιστών. Θα ιχνηλατήσουμε στο παρόν άρθρο κάποιες από αυτές τις εσφαλμένες εκφάνσεις της λαϊκής θρησκευτικότητας.
Θλιβερή και καθαρά αντιευαγγελική είναι η πίστη σε δεισιδαιμονίες, ζώδια, όνειρα, προλήψεις. Όλες αυτές οι δεισιδαιμονίες δεν συμβιβάζονται, αλλά εναντιώνονται στην Ορθόδοξη Χριστιανική πίστη. «Ουκ έσονταί σοι έτεροι θεοί πλην εμού», (Εξ. 20, 3) δεν υπάρχουν άλλοι θεοί εκτός του Τριαδικού Θεού, είναι η πρώτη από τις δέκα εντολές του Θεού στο Σινά. Δεν θέλουμε τον Τίμιο Σταυρό, αλλά το «μάτι» να μας προστατεύει. Κατάλοιπα της αρχαίας ειδωλολατρίας και της τουρκοκρατίας, που σε καμία περίπτωση δεν παιδαγωγούν «εις Χριστόν» (Γαλ. 3, 24) τον άνθρωπο, αλλά τουναντίον, τον οδηγούν στις παγίδες του διαβόλου.
Άλλοι διαβάζουν απόκρυφα κείμενα, ή «φελάδες», νομίζοντας πως με αυτόν τον τρόπο θα γνωρίσουν τα ενδότερα του Θεού, με μια γνώση που η Εκκλησία δεν μπορεί να δώσει. Η ονομασία «απόκρυφα» δεν σημαίνει πως κρύβουν μια κεκρυμμένη αλήθεια, αλλά ότι δεν αποτελούν μέρος του κανόνα της Καινής Διαθήκης. Αυτά τα κείμενα είναι ανοιχτά προς όλους, και δεν κρύβουν μέσα τους καμία «μυστική δύναμη». Έγραφε ο Άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής στην Αποκάλυψη για ανθρώπους που ακολουθούσαν ανάλογες γνωστικές αντιλήψεις, πως δεν γνωρίζουν τα βαθέα του Θεού όπως οι ίδιοι ισχυρίζονται, αλλά πως «έγνωσαν τα βαθέα του σατανά» (Αποκ. 2, 24).
Μια ακόμα πιο επικίνδυνη έως πνευματικά θανατηφόρα πλάνη είναι η άρνηση του μυστηρίου της εξομολόγησης. «Τα λέω στην εικόνα, λένε, γιατί δεν θέλουν να ταπεινωθούν στο πετραχήλι του πνευματικού». Άλλοι οδηγούνται στη Θεία Κοινωνία χωρίς εξομολόγηση, χωρίς νηστεία. Αυτές οι απόψεις είναι ξένες προς το πνεύμα της Εκκλησίας, της οποίας η ζωή είναι μυστηριακή. Δεν νοείται κάποιος να αρνείται κάποιο μυστήριο της Εκκλησίας, και όταν λέμε μυστήριο εννοούμε τρόπο σωτηρίας. Άλλη ακραία τάση είναι η ειδωλοποίηση των πνευματικών πατέρων. Δεν πρέπει να ξεχνούμε πως το έργο του πνευματικού είναι να μας οδηγήσει στον Χριστό, να μεσολαβεί ανάμεσα στον πιστό και τον Θεό, χωρίς να κρύβει το πρόσωπο του Χριστού. Υπάρχουν δε και κάποιοι, που πηγαίνουν στον ναό μόνο και μόνο για να ακούσουν τους ψάλτες, κάποιοι από τους οποίους με την σειρά τους κάνουν επίδειξη των φωνητικών τους ικανοτήτων εν μέσω των ιερών ακολουθιών.

Μεγάλο κεφάλαιο είναι η συμπεριφορά των πιστών μέσα στους ιερούς ναούς. Υπάρχει υπερβολική παρρησία, νομίζουμε ότι ο ναός είναι σαν το σπίτι μας. Ομιλίες, κουτσομπολιά από ανθρώπους που θέλουν να καλούνται χριστιανοί, μα δεν σέβονται την ιερότητα του μυστηρίου της Θείας Λειτουργίας. Δυσανασχετούν όταν στο κήρυγμα ο ιερεύς ελέγχει την αμαρτία, δυσανασχετούν που μιλάει δέκα λεπτά, γιατί βιάζονται να φύγουν από τον ναό. Αργότερα αυτοί οι ίδιοι, πηγαίνουν με μια υποκριτική ευλάβεια για να κοινωνήσουν των αχράντων μυστηρίων.
Κάποιοι πιστοί τοποθετούν φωτογραφίες, ζωγραφιές, στολίδια, αντικείμενα ξένα προς την παράδοση του Ορθόδοξου ναού. Ακόμη και γλάστρες τοποθετούνται, με τη συνεργία της άγνοιας, στο Άγιο Βήμα, όπου τελείται η αναίμακτος θυσία του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας. Δεν αγνοούμε πως οι άνθρωποι επιζητούν την ωραιότητα, πως κάποιος θα θέλει να αφήσει ένα λουλούδι στην εικόνα του Χριστού ή της Παναγίας. Θα πρέπει όμως να γνωρίζουμε πως οτιδήποτε ευρίσκεται μέσα στους ιερούς ναούς έχει λειτουργική χρήση και αξία, και όχι διακοσμητική. Υπάρχει και η εντύπωση πως αν κάνουμε κάποια έργα ή αν δωρίσουμε κάτι στην εκκλησία θα εξιλεωθούμε, και θα έχουμε την συνείδησή μας ήσυχη πως είμεθα «καλοί Χριστιανοί». Βλέπουμε μια διαρκή αδικαιολόγητη ανακαίνιση των ναών, συχνά με αποτέλεσμα την αλλοίωση παραδοσιακών στοιχείων τους, και πρόσθεση νέων κακόγουστων. Ξεχνούν μάλλον κάποιοι, πως η ομορφιά βρίσκεται στην απλότητα. Αυτό είναι και το πνεύμα της παραδόσεώς μας.
Αυτές δεν είναι μόνο παρά κάποιες ενδεικτικές από τις βλαβερές και ψυχοκτόνες όψεις μιάς άρρωστης θρησκευτικότητας που συχνά βλέπουμε μπροστά μας. Δεν είναι τόσο η απαιδευσία και η έλλειψη κατήχησης, όσο η άρνηση πολλών πιστών να υπακούσουν και να βιώσουν την παράδοση της Εκκλησίας, που κάνει πολλούς να ακολουθούν ιδιόρρυθμες ιδέες που βολεύουν τους ίδιους. Πυρήνας αυτών των αντιλήψεων είναι ότι ο Θεός υπάρχει για να υπηρετεί τα θελήματα του ανθρώπου. Ο άνθρωπος δεν θέλει να πολεμήσει την αμαρτία και τα πάθη. Θέλει με άλλους, δαιμονικούς τρόπους να προστατεύει τον εαυτό του, να αυτοδικαιώνεται, να μαθαίνει το μέλλον, και κάποιες φορές ακόμη και να βλάψει τον πλησίον. Το βαθύτερο αίτιο είναι η έλλειψη πνευματικής ζωής. Η πνευματική ζωή χρειάζεται πνεύμα διαρκούς μαθητείας, να είμεθα διαρκώς «οικοδομούμενοι και πορευόμενοι τω φόβω του Κυρίου, και τη παρακλήσει του Αγίου Πνεύματος» (πρβλ. Πραξ. 9, 31).
Συμπερασματικώς μπορούμε να πούμε πως, η αληθινή ευσέβεια έρχεται με την αληθινή πίστη, με την αγάπη προς πάντας, και την ταπείνωση της καρδίας. Συμμετέχοντας στα μυστήρια της Εκκλησίας, βιώνοντας την πίστη της ιεράς παράδοσης, ο ευσεβής λαός θα προστατευτεί από τις πλάνες των δεισιδαιμονιών και θα γευτεί τις ανεκλάλητες χαρές της χριστιανικής ζωής.

ΠΗΓΗ: http://www.pemptousia.gr

Η Αγάπη!!!


π. Πλακίδας Ντεσέιγ

Στη μνήμη του παπα-Εφραίμ από τα Κατουνάκια
Το Άσμα Ασμάτων είναι το κόσμημα της Παλαιάς Διαθήκης και, μαζί με το Ευαγγέλιο του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, το κέντρο της θείας Αποκάλυψης.

Περιέχει ένα συγκλονιστικό μήνυμα που εκφράζεται με ασυνήθιστη τόλμη: ο Χριστός, μονογενής Υιός του Θεού. τρέφει για την Εκκλησία του, για την Ύπεραγία Μητέρα του, που εικονίζει την Εκκλησία, και για τον καθένα μας, μιαν αγάπη τόσο βαθιά, τόσο δυνατή, τόσο προσωπική όσο και ο νεαρός σύζυγος για την αγαπημένη του. Κάθε χριστιανός καλείται σε αυτό το μυστήριο του γάμου με την Εκκλησία, στην ένωση μαζί της.

Αυτή η αγάπη είναι για τον Χριστό, αλλά και για μας, πηγή άμετρης, πλουσιοπάροχης, ανεξάντλητης χαράς.
Ο Χριστός περιμένει από μας μιαν αγάπη όμοια με εκείνη που νιώθει η αγαπημένη για τον αγαπημένο της, μιαν αγάπη που έχει όλη τη δροσιά της πρώτης αγάπης.
Εκστατικός από χαρά, ατενίζει την ομορφιά της συμβίας του, ομορφιά που είναι στην πραγματικότητα έργο δικό του, αντανάκλαση της λαμπρότητάς του -το ίδιο εκστατική από χαρά και κείνη, ατενίζει την ομορφιά του Αγαπημένου της: «ιδού ει καλή, η πλησίον μου, ιδού ει καλή, οφθαλμοί σου περιστεραί» (Ασμ. Ασμ. 1, 14) -«ιδού ει καλός ο αδελφιδός μου και γε ωραίος» (Άσμ. Ασμ. 1,15).
Εκείνος νιώθει χαρά και ευφροσύνη να βρίσκεται μαζί μας, να είναι μαζί μας, αλλά και για μας δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά από το να τον νιώθουμε σύντροφο μας, να είμαστε ένα μαζί του, σε μια διαρκή ανταλλαγή αγάπης, μέσα στην πνοή του Αγίου Πνεύματος που μας θεώνει: «εξεγέρθητι, βορρά, και έρχου, νότε, διάπνευσον κήπον μου και ρευσάτωσαν αρώματά μου» (Ασμ. Ασμ. 4,16)

Βέβαια, στο Άσμα, η ανθρώπινη αγάπη χρησιμοποιείται αλληγορικά και το λεκτικό της πρέπει να ερμηνεύεται πνευματικά. Όμως. οι πνευματικές πραγματικότητες δεν είναι λιγότερο πραγματικές από τις υλικές, απτές, πραγματικότητες. Ούτε και η αγάπη είναι λιγότερο αληθινή, λιγότερο δυνατή, αν η ομορφιά που τη διεγείρει και την τρέφει είναι η πνευματική ωραιότητα του Άλλου και όχι τα φυσικά θέλγητρά του.
Η ομορφιά του συζύγου και της συζύγου του Άσματος δεν βρίσκεται στη σωματική όψη. Το Άσμα την επικαλείται μόνο και μόνο για να συμβολίσει την εσωτερική ομορφιά, την ομορφιά της αγάπης εκείνης που φτάνει να προσφέρει ακόμα και τη ζωή της στον Άλλον, αλλά και την ομορφιά της ταπείνωσης, της υπομονής και της γλυκύτητας…
Αυτή η αγάπη, για μιαν αγνή καρδιά, που της δόθηκε να έχει «οφθαλμούς ως περιστεράς», είναι πιο ελκυστική από τη φυσική ομορφιά, και όταν την ατενίζεις γίνεται πηγή άφατης χαράς και έκστασης.
Το φιλί και τα δείγματα τρυφερότητας, που επικαλείται το Άσμα, εικονίζουν τα δώρα που ο Χριστός καταθέτει, στους μυχούς της καρδιάς μας. Υποδηλώνουν τις προσφορές από το άγγιγμα της Χάρης του, που μας κάνουν να νιώσουμε και να δοκιμάσουμε τους ηδονικούς καρπούς του Αγίου Πνεύματος, δηλαδή «αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία. χρηστότητα, αγαθοσύνη, πίστη, πραότητα, εγκράτεια» (Γαλ. 5, 22-23). «Κήπος κεκλεισμένος αδελφή μου νύμφη, κήπος κεκλεισμένος, πηγή εσφραγισμένη, αποστολαί σου παράδεισος ροών μετά καρπού ακροδρύων, κύπροι μετά νάρδων» (Ασμ. Ασμ. 4.12-13).
Όταν ατενίζουμε τη θεϊκή τελειότητα του Χριστού, του Αγαπημένου μας, όταν νιώθουμε στις καρδιές μας την ενδόμυχη σαγήνη και γλυκύτητα των πνευματικών αυτών χαρισμάτων που τον γεμίζουν και που κυλούν από εκείνον σ’ εμάς, ξεχειλίζουμε από μιαν εντελώς άλλης τάξης, αλλ’ ωστόσο πραγματική. χαρά και ηδονή, ασύγκριτα πιο στερεή και πιο βαθιά από εκείνην που νιώθουν οι γήινοι εραστές.
Διακρίνουμε, στα ενδόμυχα τούτα αγγίγματα της θείας χάρης, τις ενδείξεις και την έκφραση της άπειρης τρυφερότητας του Χριστού, που θέλει να ζήσουμε αληθινά τη δική του Ζωή, που θέλει να μην είμαστε πια παρά ένα μαζί του, ένα και μόνο Σώμα που το εμψυχώνει η ίδια Θεία Πνοή, που το διατρέχει η ίδια ουσία, μέσα σε μιαν ανταλλαγή αμοιβαίας αγάπης.
Κάθε κίνηση εσωτερική που το Πνεύμα διεγείρει μέσα μας, κάθε πόθος για το καλό, κάθε καλή έμπνευση που αισθανόμαστε, είναι οι ενδείξεις που γεννά εντός μας ο Αγαπημένος μας από μιαν αγάπη αληθινή, προσωπική, τρυφερή, όσο και αυτή που περιέχεται στα δείγματα τρυφερότητας ενός εγκόσμιου συζύγου προς την αγαπημένη του, αλλά και άπειρα πιο μεγάλη. «Ευώνυμος αυτού υπό την κεφαλήν μου, και η δεξιά αυτού περιλήμψεταί με» (Ασμ. Άσμ. 2,6).
Ο Χριστός δεν περιμένει από μάς να υποταχτούμε σ’ έναν ψυχρό και απρόσωπο ηθικό νόμο. Αλλά κάθε στιγμή της ζωής μας να αρνιόμαστε το θέλημα, τις προτιμήσεις, τις επιθυμίες μας, για να υπάκουμε στο λόγο και τις θεϊκές του εμπνεύσεις, για ν’ αφηνόμαστε με εμπιστοσύνη σε κάθε τι που εκείνος επιτρέπει να μας συμβεί, γιατί τον αγαπούμε, γιατί τον προτιμούμε από κάθε τι άλλο, και γιατί θέλουμε, σε κάθε περίσταση, να του δείχνουμε με τον τρόπο αυτό την αγάπη μας, σε ανταπόδοση της δικής του. Μια αγάπη που θα εκφράζεται με τα λόγια, τις προσευχές και τις πράξεις μας, ακόμα και με τη σιωπή μας, γεμάτη από εμπιστοσύνη και εγκατάλειψη, ενώπιον του.

Η αγάπη του Χριστού για τον καθένα μας είναι απολύτως ακλόνητη και αψεγάδιαστη. Η οικειότητα μαζί του δεν μπορεί να χαθεί, εκτός κι αν πάψουμε εκούσια να επικοινωνούμε, με το θέλημά του και με το Πνεύμα του. Μόνο η δική μας βούληση μπορεί να βάλει φραγμό – ή να υψώσει τείχος- ανάμεσα σε Αυτόν και σε μας. Ο Χριστός μάς κοιτάζει, τότε, με την ίδια αγάπη, αλλά και μες στη θλίψη του ερωτευμένου που διαψεύστηκε, όπως κοίταζε τον Πέτρο μετά την άρνησή του: «και υπεμνήσθη Πέτρος του λόγου του Κυρίου, ως είπεν αυτώ ότι πριν αλέκτορα φωνήσαι απαρνήση με τρις· και εξελθών έξω ο Πέτρος έκλαυσε πικρώς» (Λουκ. 22,61-62).

Ύστερα από κάθε σφάλμα. όσο βαρύ και αν είναι, ύστερα από κάθε στιγμή χλιαρότητας, πρέπει να επιστρέψουμε σε κείνον, με την καρδιά συντριμμένη, αλλά και με απόλυτη εμπιστοσύνη, με απόλυτη βεβαιότητα ότι όχι μόνο μας έχει συγχωρήσει αλλά και ότι μας αγαπάει απεριόριστα: «Αναστήσομαι δη και κυκλώσω εν τη πόλει, εν ταις αγοραίς και εν ταις πλατείαις και ζητήσω ον ηγάπησεν η ψυχή μου…» (Άσμ. Ασμ. 3,2), Και ο Κύριος, ενώ εμείς θα είμαστε ακόμη μακριά, θα μας διακρίνει και θα πλημμυρίσει από συμπόνια. Θα τρέξει να μας αγκαλιάσει σφιχτά και να μας καταφιλήσει, όπως ο πατέρας τον άσωτο υιό (Λουκ. 15.20).
Αν επιστρέψουμε σε κείνον, αναγνωρίζοντας την αδυναμία μας, εξομολογούμενοι το αμάρτημά μας, απελπισμένοι ολότελα με τον εαυτό μας, αλλά δείχνοντάς του την απόλυτη εμπιστοσύνη μας και περιμένοντας τα πάντα από κείνον, τότε θα νιώσει μεγαλύτερη χαρά για μας απ’ ό,τι για τα ενενήντα εννέα πρόβατα που δεν οδηγήθηκαν στην απώλεια (Λουκ. 15, 67), κι εμείς θα ξαναβρούμε την όλο φως και στοργή στενή σχέση μαζί του.
Αυτή η εγγύτητα με τον Χριστό μπορεί να γίνει λιγότερο ή περισσότερο «αισθητή» από τις πνευματικές μας αισθήσεις. Αυτό έχει σχετικά μικρή σημασία, ή μάλλον εξαρτάται από τη χάρη του Χριστού. Η φυσική μας αισθαντικότητα δεν μπορεί να αντιληφθεί τίποτε από τις πνευματικές πραγματικότητες. Αν το επιχειρήσει, θα οδηγηθεί σίγουρα στην ψευδαίσθηση. Η πνευματική αισθαντικότητα είναι το αποτέλεσμα μιας μεταμόρφωσης της ύπαρξής μας από το Άγιο Πνεύμα. Και κείνο που το Πνεύμα διεγείρει, πάνω απ’ όλα, μέσα μας όταν αρχίζει να εκδηλώνεται είναι το αίσθημα της μετάνοιας, η συντριβή της καρδιάς, και μια εσωτερική τάση να εμπιστευθούμε αυτό που μας λέει ο Θεός, το λόγο του που περιέχεται στην Αγία Γραφή και μεταδίδεται από την Εκκλησία του.
Μονάχα η πίστη αυτή στο λόγο του Θεού μάς κάνει να γνωρίσουμε ό,τι ο Θεός μάς έχει αποκαλύψει για την ύπαρξή του, ό,τι έχει αποφασίσει ελεύθερα για λογαριασμό μας και ό,τι πραγματοποιεί για μάς. Οι «πνευματικές αισθήσεις» συνίστανται απλώς σε μια πίστη πιο ζωντανή, πιο ενδόμυχη, καλύτερα εναρμονισμένη με το θεϊκό αντικείμενό της, χάρη στην πρόοδο μας ως προς την αγάπη για τον πλησίον.
Πρέπει, λοιπόν, πάνω απ’ όλα, να θεμελιώσουμε την πνευματική μας ζωή πάνω στην πίστη στο λόγο του Θεού. Γιατί για μάς το έχει πει -και πού άλλου το έχει πει καλύτερα απ’ ό,τι στο Άσμα Ασμάτων- κι εμείς το ξέρουμε ότι ο Χριστός μάς αγαπά, ότι θέλει να βρίσκεται διαρκώς κοντά μας, και ότι αφουγκράζεται, όχι μόνο αυτό που του λέμε, αλλά και το κάθε σκίρτημα της καρδιάς μας, καθώς την εμψυχώνει το Άγιο Πνεύμα: «οφθαλμοί αυτού ως περιστεραί επί πληρώματα υδάτων λελουσμέναι εν γάλακτι, καθήμεναι επί πληρώματα υδάτων, σιαγόνες αυτού ως φιάλαι του αρώματος φύουσαι μυρεψικά» (Άσμ. Ασμ. 5, 12-13). «Την έπιθυμίαν των πενήτων εισήκουσεν Κύριος, την ετοιμασίαν της καρδίας αυτών προσέσχεν το ους σου» (Ψαλμ. 9.38).
Η πίστη αυτή σε ό,τι ο Θεός μάς έχει αποκαλύψει από τα σχέδια της καρδιάς του, είναι, λοιπόν, ό,τι πιο θεμελιώδες για τις πνευματικές μας αισθήσεις. Μας επιτρέπει να γνωρίσουμε, με μεγάλη βεβαιότητα, τις θεϊκές πραγματικότητες που διαφεύγουν, όπως είναι φυσικό, από τη φυσική νόηση και αισθαντικότητά μας, αλλά που ο Θεός καταδέχτηκε να μας αποκαλύψει.
Το Άσμα Ασμάτων είναι λόγος του Θεού, αποκάλυψη των σχεδίων του για μάς. Αυτή η μεγαλειώδης αποκάλυψη, που ο απόηχός της διαπερνά ολόκληρη τη Βίβλο, θα βρει την ολοκλήρωσή της στα ίδια τα λόγια του Χριστού, που, στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη, θα μας πει ότι ο Πατέρας μάς αγαπά όπως αγαπά τον Υιό του, και ότι εμείς, αγαπώντας τον Υιό, αγαπάμε τον Πατέρα υποκινούμενοι ενδόμυχα από το Άγιο Πνεύμα.
Διαβάζοντας το Άσμα, στο φως της εκκλησιαστικής Παράδοσης και της εμπειρίας των αγίων Πατέρων, μπορούμε να πούμε στον εαυτό μας: Είναι ολοφάνερο πως ο Κύριος ημών Ιησούς μάς αγαπά έτσι, εμάς, που είμαστε το Σώμα του, τα μέλη της Αγίας Συζύγου του, και ο καθένας μας έχει κληθεί να τον αγαπά κι αυτός έτσι, με μιαν αγάπη μοναδική.

Οι «χριστιανοί σύζυγοι» που έχουν σφραγίσει την αγάπη τους με τη σφραγίδα του Χριστού, μπορούν να ανακαλύψουν και να βιώσουν αυτή την οικειότητα με τον Χριστό μέσω του μυστηρίου της συζυγικής αγάπης: «οι άνδρες αγαπάτε τας γυναίκας εαυτών, καθώς και ο Χριστός ηγάπησε την εκκλησίαν… το μυστήριον τούτο μέγα εστίν» (Εφεσ, 5, 25, 32). Η αποστολική αυτή ρήση μάς φανερώνει όλο το μεγαλείο του χριστιανικού γάμου, και πόσο πιο κοντινός είναι στο μοναστικό ιδεώδες από την απλώς ανθρώπινη αντίληψη της συζυγικής ένωσης.
Όμως ο μοναχός, καθώς έλεγε και ο πατήρ Παΐσιος από το Άγιον Όρος, είναι «αυτός που προτίμησε τις πνευματικές απ’ όλες τις εγκόσμιες ηδονές», και που κατάλαβε ότι η αγάπη του Χριστού αρκούσε για να γεμίσει η καρδιά του.
Λίγο να νιώσουμε το πόσο ο Χριστός μάς αγαπά, και το πόσο περιμένει τη δική μας αγάπη, κι αμέσως μια τέτοιου είδους αγάπη μπορεί να γεμίσει τη ζωή μας. Εκείνος δεν ικανοποιείται παρά μόνο με ένα ολοκληρωτικό δόσιμο, αποκλειστικό, που περιλαμβάνει ακόμα και το δόσιμο της ίδιας της ζωής. Να τι σημαίνει το τέλος του Άσματος, όπου η παθιασμένη τραχύτητα έρχεται σε αντίθεση με την ειδυλλιακή γαλήνη των διαλόγων που προηγούνται, μόνο και μόνο για να φανερώσει τη δυνατή φλόγα που τους εμψύχωνε απόκρυφα: «Ότι κραταιά ως θάνατος αγάπη, σκληρός ως άδης ζήλος» (Άσμ. Ασμ, 8,6),
Όπως η αγάπη του Χριστού βρήκε την υπέρτατη έκφρασή της στο σταυρικό του θάνατο, έτσι και η αγάπη μας για κείνον βρίσκει την τελειότερη έκφρασή της στο μαρτύριο, ή τουλάχιστον στην πλήρη αποδοχή του πόνου και του θανάτου, κατά την ώρα και τον τρόπο που ο Θεός έχει ορίσει.
Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, οι άγιοι Πατέρες μάς δίδαξαν ότι «αυτός που αγαπά τον Θεό μετέχει στον Χριστό με όλες του τις πράξεις, δηλαδή βάζει σε κάθε τι που κάνει λίγο μαρτύριο» (ρήσεις των πατέρων της ερήμου). Με αυτή την έννοια, που δεν έχει τίποτε το «ντολοριστικό», τον Θεό τον υπηρετείς καλύτερα μόνο μέσω του πόνου (Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, αναφορά του Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά). Η αποδοχή του πόνου, η συγκατάθεσή μας σ’ αυτόν, γίνεται η έκφραση της απόλυτης εσωτερικής γύμνωσης. Όπως το «μυστήριο» του ολοκληρωτικού δοσίματος του εαυτού μας, στον έρωτα. Έλεγε κάποιος από τους Πατέρες: «Η αρρώστια, αν γίνει δεκτή με υπομονή και ευχαριστίες, αποκτά το ίδιο φωτοστέφανο με το μαρτύριο.»
Στον επερχόμενο κόσμο, όταν ο θάνατος θα νικηθεί οριστικά, το ολοκληρωτικό τούτο δόσιμο του εαυτού μας μέσα στην αγάπη θα πραγματωθεί με τη μεταμόρφωση όλης της ύπαρξης, του σώματος και της ψυχής μας, από τη θεϊκή δόξα, πέρα απ’ τον πόνο και το θάνατο. Με αυτή την έννοια, ο ίδιος ο Χριστός, μέσα στη δόξα της Ανάστασης, βρίσκεται σε μία εξίσου «Ουσιαστική» κατάσταση όσο και πάνω στο σταυρό. Όμως, στην τωρινή μας εγκόσμια κατάσταση, η νίκη του Χριστού πάνω στον πόνο και το θάνατο, συνέπειες της αμαρτίας, του εκούσιου αποχωρισμού από τον Θεό, φανερώνεται και επιβεβαιώνεται όχι με την απάλειψή τους αλλά με τη μεταμόρφωσή τους σε ενδείξεις υπέρτατης αγάπης, με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος και τη συναίνεση της δικής μας ελευθερίας. Ο χαρούμενος ζήλος των μαρτύρων, η ζέση τους να χύσουν το αίμα τους για τον Χριστό, είναι η περίτρανη απόδειξή της.
Το Άσμα Ασμάτων είναι ένα ποίημα εμπνευσμένο από το Άγιο Πνεύμα, ένα ποτό που μπορούν να το γευτούν μόνον εκείνοι που έχουν μυηθεί στην αγάπη του Χριστού: «φάγετε, πλησίοι, και πίετε και μεθύσθητε. αδελφοί…» (Άσμ. Ασμ. 5, 1). «Τα άγια τοις αγίοις»! Ας σεβαστούμε το μυστήριο του. Μην ψάχνουμε να τα καταλάβουμε, να τα εξηγήσουμε όλα. Ένας υπερβολικά επεξηγηματικός σχολιασμός του θα κινδύνευε να το αποψιλώσει από τη θεοβλητική του δύναμη, υποβιβάζοντας το σε μια ψυχρή αλληγορία. Είθε το Άγιο Πνεύμα να δώσει να δοκιμάσουμε κι εμείς αυτό που έλεγε ένας γέροντας μοναχός του Αγίου Όρους: «Όταν διαβάζω το Άσμα Ασμάτων, το μυαλό μου δεν καταλαβαίνει πάντα το νόημα κάθε φράσης, η καρδιά μου, όμως, φλογίζεται όπως η καρδιά του Λουκά και του Κλεόπα όταν ο Κύριος τους εξηγούσε τις Γραφές, στο δρόμο προς τους Εμμαούς».

Aπό το συλλογικό τόμο, «2000 Χρόνια μετά», εκδ. Ακρίτας, σ. 353-359.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα ("Άσμα Ασμάτων", 1992) είναι έργο του Γιώργου Κόρδη.
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ: http://antifono.gr/