Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2016

Πατμιάς!

Σχολικό ἔτος 1979-1980 (Ἐκδρομή)
Ὁ π. Γεώργιος Καλλέργης, Ἐφημέριος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου Πρεβελιανῶν τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γορτύνης καί Ἀρκαδίας (Κρήτη), εἶχε τήν καλωσύνη νά θέσει στή διάθεση μου λίγες, μά ἐκλεκτές φωτογραφίας ἀπό τά μαθητικά του χρόνια στή Σχολή μας. Τό "Ζωρζό" , ἦταν ἔνα ἀπό τά καλά μας παιδιά. Ἡ μαθητεία του στό "Ἀναλογιό" τῆς Σχολῆς (καθημερινά) καί τοῦ Ἱεροῦ Σπηλαίου (τίς Κυριακές), ἀλλά καί ἡ ἐπίδοσή του στή Βυζαντινή Μουσική "παρά τούς πόδας"τοῦ κ. Ματάκια, καθηγητῆ τῆς Β.Μ., τόν ἀνέδειξαν ἀπό τότε σ' ἕναν καλό Ψάλτη. Σήμερα διακονεῖ τήν Ἐνορία του, σύμφωνα μέ αὐτά πού γαλουχήθηκε στή Σχολή του, τήν ὁποία τιμᾶ μέ τήν ὅλη του διακονία, τόσο στήν Ἐνορία, ὅσο καί στήν Οἰκογένειά του καί στήν κοινωνία τοοῦ Χωριοῦ του. 
Πέρα ἀπό τίς φωτογραφίες, ἔστειλε καί σημειώσεις μέ τά ὀνόματα τῶν μαθητῶν. Ἴσως σέ κάποιες φωτογραφίες νά ὑπάρχει κενό. Ἄν κάποιος ἔχει περισσότερα στοιχεῖα, θά τόν παρακαλούσα νά μέ ἐνημερώσει. Παπᾶ-Γιώργη μου, σέ εὐχαριστῶ πολύ. Νά εἶσαι καλά καί νά εὔχεσαι γιά τή Σχολή μας.
"Ὁ Πάτμιος" 
 Τά πρόσωπα τῆς Φωτογραφίας
 Καθιστοί ἀπό ἀριστερά:
1)Σκλάβος  Γεώργιος, ἀπό τούς Φούρνους (καθηγητής Μουσικῆς & Ἱεροψάλτης στήν Μητρόπολη Γορτύνης καί Ἀρκαδίας, στήν Κρήτη), 2) Πετράκης Ἰωσήφ, Κρητικός (ὑπάλληλος στο ΠΕ.ΠΑ.Γ.Ν. Ἡρακλείου).
Ὄρθιοι ἀπό ἀριστερά:
1) Καλύβας Γεώργιος, Πελοποννήσιος (Ἐφημέριος  στήν Μητρόπολη Τριφυλλίας καί Ὀλυμπίας), 2) Κυπραῖος Εὐάγγελος, ἀπό τούς Φούρνους (ναυτικός), 3) Μεταξῆς Εὐστάθιος, ἀπό τό Πλωμάρι (Ἐφημέριος στήν Μητρόπολη Μυτιλήνης), 4) Ματάκιας Ἐμμανουήλ, Νάξιος (Καθηγητής Β.Μ. μέ τήν θυγατέρα του), 5) Καμίτσης Μιχαήλ τοῦ Ἰωάννου, Πάτμιος (ἀσχολεῖται μέ οἰκοδομικές ἐργασίες), 6) Ἀρχιμ. (κυρός) Παῦλος Νικηταρᾶς, Σχολάρχης, Πάτμιος, 7) Κυριακάκης Νικόλαος, Κρητικός (Ἀξιωματικός τῆς Ἑλλην. Ἀστυνομίας), 8) Καψαμπέλης Ἀναστάσιος (Ἐφημέριος στήν Μητρόπολη Ζακύνθου) , 8) Ἱερεύς π. Νικόλαος Κουτσαυτάκης, Κρητικός, Καθηγητής Θεολόγος καί 9) Καλλέργης Γεώργιος, Κρητικός (Ἐφημέριος Μητροπόλεως Γορτύνης καί Ἀρκαδίας).
 

Η Μάνα!!!!



Λάδι και δάκρυ χρειάζονται 
τα παιδιά  
Λάδι και δάκρυ χρειάζονται τα παιδιά
Ό,τι κι αν έκανε η μάνα για το παιδί της αυτό πήγαινε στα χαμένα. Όσες προσπάθειες κι αν έκανε να το φέρει στο δρόμο του Θεού, ήτανε άκαρπες. Άσπρο η μάνα, μαύρο ο γιος.
Κι όσο έβλεπε να βγαίνουν απ’ τα χέρια της, με την χάρη του Θεού, παιδιά υπέροχα, έξυπνα, χρήσιμοι άνθρωποι στην κοινωνία, παιδιά περήφανα που την είχανε δασκάλα, και το δικό της το μοναδικό παιδί, που του αφοσιώθηκε ολότελα σαν έμεινε χήρα, να μην αποφασίζει για κάτι, της ερχότανε τρέλλα.
Η παρέα του έβαλε κατά νου να ξεθεμελιώσει και να ρημάξει κράτος, ηθική, θρησκεία, πατρίδα. Έλα τώρα εσύ μάνα, που γαλουχήθηκες και γαλούχησες γενεές γενεών με ό,τι ωραιότερο υπάρχει σε ουρανό και γη, να συμφωνήσεις με το παιδί αυτό. Μέρες, εβδομάδες, μήνες έλειπε από το σπίτι, χωρίς σημάδια ζωής. Κι’ η μάνα, αχ, αυτή η μάνα!
Ποιος θα γράψει ποτέ τους πόνους, τους μόχθους, τα δάκρυα αυτών των μανάδων, που δεν βλέπουν καμιά προκοπή, καμιά λαχτάρα στα παιδιά τους! Οι άλλες που δικαιώνονται, χορταίνουν τουλάχιστο με τους επαίνους και τα συχαρίκια των συγγενών. Η μάνα λοιπόν περίμενε. Πάντα περίμενε μια αλλαγή. Η προσευχή της, το λιβάνι που έκαιγε, το καντηλάκι που άναβε, ήταν όλα, μα όλα γι’ αυτό το παιδί. Όταν ήρθε ο καιρός του να πάει στρατιώτης, αναθάρρησε η μάνα. Ίσως εδώ βρει τον εαυτό του, είπε.
Αυτός όμως παρουσίασε πιστοποιητικό ψυχιάτρου και πήρε αναβολή. Και να βλέπει η μάνα τις επιτυχίες των άλλων παιδιών, τα πτυχία, τις υποτροφίες και το δικό της παιδί χαμένο στις ιδέες του, τις μηδενιστικές, τις καταστροφικές,. Κι’ αυτή εκεί, καντήλι και θυμίαμα, λάδι και δάκρυ. Σημάδια έκανε το πάτωμα.
Κάποτε παρουσιάσθηκε στο σπίτι, γιατί πήρε την απόφαση να πάει στρατιώτης. «Καλό σημάδι» είπε μέσα της η μάνα.
Πέρασε όλη την θητεία του σε φυλάκιο του Έβρου. Δεν ήρθε να τη δει ούτε μια φορά. Κι’ η μάνα δεν άφησε το εικονοστάσι χωρίς λάδι και δάκρυ ούτε ένα βράδυ. Κάποτε απολύθηκε. Μάιο μήνα ήρθε ίσια στο σπίτι.
Χαρούμενος, κεφάτος, σα να μην έλειψε ούτε μια μέρα. Της ζήτησε χρήματα να πάει λιγες μέρες στη θάλασσα με κάτι φίλους. Του έδωσε αμέσως.
Ένιωθε να παλεύει η μάνα με κάποιον στήθος με στήθος. Κι’ αυτός ο κάποιος δεν ήταν το παιδί της. Ήταν το πνεύμα του κακού που έπρεπε να το νικήσει το πνεύμα του Θεού.
Πέρασαν δέκα μέρες κι όλη η παρέα γύρισε. Γύρισαν χαρούμενοι. Είπανε τα νέα τους, φάγανε, ήπιανε καφέ και τότε ο γιος της, της φέρνει ένα δέμα.
-Μάνα, σου έφερα ένα δώρο. Είπα να μην έρθω με άδεια χέρια αυτή τη φορά. Άνοιξέ το να δούμε αν σου αρέσει.
-Δώρο από σένα αγόρι μου και δεν θα μου αρέσει; Και μόνο που με σκέφτηκες φτάνει.
 -Άνοιξέ το, λοιπόν…
Η μάνα παίρνει το δέμα και το ανοίγει . Μόλις αντίκρυσε το δώρο πάγωσε. Τα δάκρυά της αυλάκωσαν τα μάγουλά της. Ήταν ένα πανέμορφο καντηλάκι, σπάνιας τέχνης .
 -Μάνα,σ’ έβλεπα πρωί και βράδυ να ανάβεις το καντήλι και ήξερα, ήμουνα βέβαιος πως τόκανες για μένα. Στη σκέψη μου, στη θύμησή μου, σ’ έφερνα πάντα μπροστά στο καντηλάκι. Τίποτε δεν μου ξέφευγε απ’ όσα έκανες, απ’ όσα υπέφερες. Καποιο μέρος ήθελα νάχω σ’ αυτή σου τη λαχτάρα. Άντε λοιπόν, σήκω. Έλα μπράβο, βάζω το καντηλάκι, βάζεις το λάδι και το… δάκρυ!…. Μα σούφερα ένα ακόμη ακόμη δώρο. Άνοιξέ το!…
Πήρε η μάνα το δεύτερο δώρο, το ανοίγει και τι να δει! Ένα κ α ν τ ή λ ι !
-Κι άλλο παιδάκι μου; Δίδυμα ήτανε;
 -Αυτό για το σαλόνι. Φωνάξαμε τον πατέρα Γρηγόριο να κάνει αγιασμό και βρήκε το σαλόνι χωρίς καντήλι. Ξέρεις πόσο ντροπιάστηκα; Ολόκληρο σαλόνι χωρίς καντήλι ;
Μ ά ν ε ς αγρότισσες, μάνες νησιώτισες, μάνες πολίτισες, Βορειοηπειρώτισες. Μάνες που τα παιδιά σας γέμισαν την ποδιά σας με πτυχία, με διπλώματα κι εσείς οι άλλες, που πασχίζετε μαζί με μένα για νά βρουν τα παιδιά σας μια θέση στον ήλιο… Και σεις που πιστεύετε, και σεις που δεν πιστεύετε, πάρτε το λάδι και το δάκρυ σας κι ελάτε να ανάψουμε όλες μαζί το κ α ν τ η λ ά κ ι που έφερε ο γιος μου. Αφήστε όλους αυτούς, που θέλουν τάχα να προστατέψουν τα παιδιά μας από αρρώστιες κι αρχίζουν να διαφημίζουν στην τηλεόραση ανομολόγητους τρόπους, ελάτε λέω, να γονατίσουμε και να ζητήσουμε απ’ τον Θεό να σώσει τα παιδιά μας.
Λάδι και δάκρυ χρειάζονται τα παιδιά μας. Με λάδι και δάκρυ δεν χάνονται ποτέ!
Φανής Μήτσου Θεοδωρίδου
Ζωντανές Ιστορίες
ΠΗΓΗ: http://www.agioritikovima.gr

Πάτμος

  Πάτμος,
 Μοναστήρι, λευκό και γαλάζιο!
Καλοκαίρι, ...... ἐν καιρῷ Χειμῶνος!
15 Ιανουαρίου 2016

Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2016

+ Παντελεήμων Καραλής, Ἱερομόναχος



ΠΟΙΗΜΑ
ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΟΝ ΑΕΙΜΝΗΣΤΟ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗ
ΚΥΡΟ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΑ ΚΑΡΑΛΗ (+11-6-2014)
 
Αξέχαστε μου αδελφέ, πάτερ Παντελεήμων
στη μνήμη όλων έμεινες, σεμνός και ελεήμων.
Της Πάτμου πάντα ήσουνα, η φυσιογνωμία,
μια μορφή πνευματική, με απόλυτη ηρεμία

Στον κόσμο γνώρισα πολλούς, ωσάν και σε κανέναν,
και απ᾽ όλους τούς πνευματικούς, μοναδικό ἐσένα.
Το πρότυπο μου έγινες, ἀξιου ιερέα,
στο πρόσωπο σου έβλεπα, τον του Χριστού φορέα

Μόλις σε πρωτογνώρισα, μπήκες μες στην καρδιά μου,
και φώλιασες για πάντοτε, τόσο πολύ βαθιά μου.
Και σε ένιωθα πνευματικό, πατέρα και αδελφό μου,
σαν έμπειρο διδάσκαλο, αλλά και σύμβουλό μου.

Σεμνός και πάντα ταπεινός, ἀνάστημα μεγάλο,
στο κλήρο δεν εγνώρισα, ωσάν και σένα άλλο.
Και σαν ιερομόναχος, είχες όλα τα φόντα,
όλα τα προτερήματα, και όλα τα προσόντα.

Ελάχιστος και ταπεινός, εις της ζωής το διάβα,
κρατούσες πάντοτε ψηλά, της Παναγιάς την δάδα.
Ποτέ δεν σήκωσες ψηλά, Πάτερ μου το κεφάλι,
και από μικρός ερίχθηκες, εις του Χριστού την πάλη.

Από την Πάτμο πέρασαν, πάρα πολλοί παπάδες,
μας λίγοι έφυγαν αγνοί, σαν τις λευκές λαμπάδες.
Απέριττος και προσιτός, ήσουνα εις τήν πράξη,
και ως κληρικός αντάξιος, που ήξερες την τάξη.

Μειλήχιος και ευγενικός, με όποιον συνομιλοῦσες,
και ὀλους τούς σαγήνευες, γλυκά σαν τούς κοιτούσες.
Ακούραστος και ακάματος, και πάντα μετριόφρων,
 με όλους συνδιαλλακτικός, σεβάσμιος και σώφρων.

Ήσουνα ανοιχτόκαρδος, με ανοιχτές αγκάλες,
και δεν σε φόβιζαν ποτέ, τα βάσανα κ᾽ οι ζάλες.
Και πάντα με χαμόγελο, όλα τα προσπερνούσες,
γιατί ήξερες πως τον Θεό, σεμνά υπηρετούσες.

Και η ζωή σου ήτανε, όλη αφιερωμένη,
εις το Χριστό και Παναγιά, για πάντοτε δοσμένη.
Ἠσουνα μια αγγελική, γλυκιά μορφή για όλους,
ψάλλοντας τόσο αρμονικά, στις εκκλησιάς τους θόλους.

Και υπηρέτησες πιστά, σχολή και μοναστήρι,
με αγάπη υπερβολική, για του Χριστού χατήρι.
Εικοσιπέντε ολόκληρα, χρόνια υπηρετούσες,
τήν Πατμιάδα τη σχολή, σεμνά την διακονούσες.

Υπεύθυνος στα τρόφιμα, και εις το μαγειρείο,
σ᾽ ὀλα τα πόστα της σχολής, αξίζοντας βραβείο.
Και με δασκάλους μαθητές, συμπροσευχόσουν πάντα, για όλα τα προβλήματα, και όλα τα συμβάντα.

Στην  Πατμιάδα την Σχολή, ήσουν το δεξί χέρι
καί δύσκολα πια να βρεθεί, ωσάν και σε άλλο ταίρι.
Οι δάσκαλοι και οι μαθητές, όλοι σε αγαπούσαν
και με σεμνότητα πολύ, το χέρι σου φιλούσαν.

Και με τον Αμφιλόχιο, κάθε βράδυ παρέα,
και με σχολάρχη Μελιανό, περνούσατε ωραία.
Και κάθε βράδυ στο κελί, γλυκιά η μελωδία,
που σένα ακουγότανε, μελίρητη υμνωδία

Ψυχή και σώματι ήσουνα, πιστά αφιερωμένος,
στον υψιπέτη αετό, ολόκληρος δοσμένος.
Μέλι και γάλα έσταζες, σαν έψαλες τους στίχους,
γνωρίζοντας από παιδί, πολύ καλά τους ήχους.


Κάθε πρωΐ στην εκκλησιά, σεμνά ελειτουργούσες,
και στο μουσείο απόγευμα, όλους τούς ξεναγούσες.
Χρόνια πολλά οι Πατηνιοί, όλοι θα σε θυμούνται,
και όλες σου τις αρετές, πάντα θα διηγούνται.

Γιατί πατέρας ήσουνα, κι᾽ όλων πνευματικός τους,
και ήσουνα πάντοτε γι᾽ αυτούς, ο άνθρωπος δικός τους.
Και ήσουνα επίλεκτο, μέλος στην κοινωνία,
αλλά και ως άλλος Αβραάμ εις την φιλοξενία.

Και για τούς φίλους έκανες, εξοχικό μετόχι,
φιλοξενώντας τούς γνωστούς, μη λέγοντας ποτέ όχι.
Και έκανες και εκκλησιά, πέρα στο Χιλιομόδι,
τον Αγ. Παντελεήμονα, να ευλογούνται όλοι.

Καί κάθε χρόνο οι Πατηνιοί, εκεί θα σε γυρεύουν,
πηγαίνοντας στη χάρη του, θεν να σε μνημονεύουν.
Λίγοι γεννιούνται σαν και σε, στην εποχή ετούτη, πλούσιοι στα φρονήματα, αλλά πτωχοί στα πλούτη.

Χαίρομαι γιατί έφυγες, θαρρώ ευτυχισμένος,
με άδέλφια, ανίψια, συγγενείς, μ᾽ όλους αγαπημένος.
Σ᾽ αγάπησε πολύ πιστά, σχεδόν όλη η γενιά σου,
και όλοι σε λατρεύανε, στην οικογένειά σου.

Παράδειγμα προς μίμηση, θά σε έχω στη ζωή μου,
κε όλες τις αναμνήσεις μου, θα κουβαλώ μαζί μου.
Ήσουνα ιδιαίτερο, καρδιάς μου ένα κομμάτι,
και πάντοτε σε έβλεπα, με του Θεού το μάτι.

Και πάντοτε ειλικρινής, με βούλα και σφραγίδα,
ωσαν και σένα κληρικό, ποτέ άλλον δεν είδα.
Να ξέρεις πως σε έβαλα, μες του  μυαλού την άκρη,
και όσες φορές σε σκέπτομαι, κυλά καυτό το δάκρυ.

Θέλω νά ξέρεις ώσπου να ζω, θα ζω με τη μορφή σου,
και θέλω εκεί που βρίσκεσαι, να έχω την ευχή σου.
Και θέλω ἀπ᾽ τα ουράνια, να εύχεσαι για μένα,
και εγώ απ᾽ τα επίγεια, θα μνημονεύω εσένα.

Και στο Θεό προσεύχομαι, πόθον να εκπληρώσει,
ψηλα εις τα ουράνια, μαζί να μας ενώσει.
Η μνήμη σου αιώνια, στους Πατηνιούς θα μείνει,
και πάνω απ᾽ τα ουράνια, σ᾽ όλους ευχές θα δίνει.

Θαρρώ πως πήρες άριστα, εις τη ζωή με τόνο,
υπηρετώντας πια ψηλά, εις του Θεού το θρόνο.
Η μνήμη σου και η μορφή, για πάντα θα αιωρείται,
και όποιος εσένα σκέφτεται, για ποάντα θα ευλογείται.

Ένα κερί στην Παναγιά, και στο Χριστό θα ανάψω, για το χαμό σου έκλαψα, και άλλο πολύ θα κλάψω.
Καί τέλος αλησμόνητος, για όλους πάντα νάσαι,
στα ιερά τα χώματα, της Πάτμου να κοιμάσαι.
 
Ἱερεύς Φιλήμων Πόκκιας,
Εφημέριος Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Χριστοφόρου
Σγουρου Ρόδου